Καμία Θέση για Ιπποσύνη/ part 1
Δεν υπήρχε καμία θέση για ιπποσύνη στο Ρωσικό Μέτωπο. Όσο ψυχρός εκτελεστής καλούνταν να γίνει, το ίδιο ακριβώς θα ήταν και ο αντίπαλός του. Η πτώση του Στάλινγκραντ και το τέλος της φρίκης που περιέκλυσε στα σπλάχνα του, άνοιξε το δρόμο της υποχώρησης προς δυσμάς, του Γερμανικού στρατού. Ένας κυκεώνας έντασης, ένα σύμβολο των μαχητικών ικανοτήτων και του ανθρωπίνου δράματος, είχε πλέον γίνει το τόσο φοβερό Ανατολικό Μέτωπο. Ο Βέρνερ ήταν επιφορτισμένος με ένα βάρος που λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν. Τη γνώση, πως από τα χέρια του είχαν σκοτωθεί άνθρωποι, όχι απρόσωπα, μα σε προσωπικό επίπεδο, κοιτώντας τους κατάματα. Αν ήθελε τόλμη; Σίγουρα. Αν ίσως θα γραφόταν σε κάποια κιτρινισμένη σελίδα ιστορίας; Μπορεί. Τις αναμνήσεις του όμως, τις κρατούσε για τον εαυτό του, κυρίως, γιατί δεν επιθυμούσε να μιλήσει γι' αυτές.
«Να ξέρεις μητέρα, πως στην ιστορία, ο ηττημένος θα έχει πάντα άδικο. Ένας Ελεύθερος Σκοπευτής Ρώσος, αν κερδίσει, θα τιμηθεί. Εγώ, ακόμη και στα χώματα της χώρας μου, θα φέρω τον τίτλο του δολοφόνου» της είχε πει.
Το κορμί του ήταν ακίνητο, βυθισμένο σε έναν ταραχώδη ύπνο. Η νυχτερινή υγρασία ανέδιδε μία μυρωδιά πικάντικη, μίας γης νοτισμένης με νερό. Ποτέ του δεν έδωσε σημασία στις απλές χαρές, τις φυσικές ομορφιές. Δεν ήταν πολύ μεγάλος, κοντά στα τριάντα. Ο πόλεμος όμως είχε γεράσει τη ψυχή του. Θυμόταν τους μαθητές του στη Σχολή. Μάλιστα, μία ασπρόμαυρη φωτογραφία φιγουράριζε στο κομοδίνο δίπλα του. Ήταν εκείνος, με τον μικρό του αδερφό και τέσσερις ακόμη φίλους. Όλοι τους ατένιζαν μπροστά περήφανα. Ήταν νέοι και ανίδεοι γι' αυτό που θα επακολουθούσε. Στο σήμερα, ήταν ο μοναδικός επιζώντας. Μέσα στην παραζάλη του ύπνου, στιγμές από το Μέτωπο έφταναν και σκαρφάλωναν στον δύσκαμπτο ονειρόκοσμο. Βρισκόταν ξανά στο Ανατολικό Μέτωπο, τις πρώτες μέρες του πολέμου, παλεύοντας να εντοπίσει τη θέση ενός Ρώσου Ελεύθερου Σκοπευτή επί δύο συνεχόμενες ημέρες. Εννέα δικοί του είχαν χάσει τη ζωή τους και εκείνος σαν κυνηγός, είχε όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση, καθώς ο σκοπευτής ήταν έμπειρος. Στους εφιάλτες του όμως, άκουγε το ρωσικό τυφέκιο και παρατηρούσε τη βολίδα να κατευθύνεται προς το μέρος του, μονάχα για να καταλήγει να του διαλύει το κρανίο.
Τινάχτηκε για ακόμη μία φορά. Έξω ο ήλιος δεν είχε ανατείλει. Άφησε το ιδρωμένο του κορμί να πέσει ίδιο νεκρό. Σε λίγες ώρες, θα αποχαιρετούσε εκ νέου τη μητέρα του. Τη μητέρα του που μαραζωμένη τον εκλιπαρούσε να πετάξει στα σκουπίδια όλες τις ανόητες, δήθεν αξίες, με τις οποίες είχε γαλουχηθεί. Δεν ήθελε να χάσει και τον τελευταίο άνδρα αυτού του σπιτιού, το οποίο θα έκλεινε για πάντα πλακώνοντάς την. Ο γιος της ο Βέρνερ μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, τον Ζεπ, είχαν μία σχετικά ανέμελη παιδική ηλικία. Πάντοτε όμως είχαν ως οδηγό τις παραδοσιακές αξίες της πατρίδας, της υπακοής και της εκτέλεσης του καθήκοντος προς την κοινωνία. Η κατάταξη στον στρατό, αποτελούσε ένα πολύ σημαντικό γεγονός για εκείνον και τους φίλους του. Ήταν ένας λόγος για να αυξηθεί η αυτοεκτίμησή τους και η αίσθηση πως πλέον είχαν γίνει άνδρες. Πού να ήξεραν όμως, πως η αλήθεια έκρυβε ένα τόσο φρικτό πρόσωπο, που κανένας δεν θα μπορούσε να το περιγράψει με λόγια. Ο δογματισμός και η ιδεολογία του τρίτου Ράιχ, είχαν σαφώς επηρεάσει τα νεανικά του χρόνια. Έτσι λοιπόν, μπήκε στη Βέρμαχτ εθελοντικά.
Αρχικά, η νικητήρια διαδρομή έκανε τους νέους του χωριού όπου έμενε, ανυπόμονους. Μακριά από το πεδίο της μάχης, μέχρι να ολοκληρώσουν την εκπαίδευσή τους, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα τι τους καρτερούσε. Θυμόταν ακόμη τη μικρή γιορτή που είχε στηθεί και τις εκφωνήσεις του δημάρχου περί διάλυσης του μπολσεβικισμού και της ρωσικής αντίστασης. Μέλη της Ένωσης των Γερμανιδων Κορασίδων, μοίραζαν μπουκέτα στους μελλοντικούς ήρωες. Η κοπέλα του ανήκε στη συγκεκριμένη ομάδα. Ο Βέρνερ είχε μία ομορφιά ιδιαίτερη. Με καστανά μαλλιά και τεράστια, αμυγδαλωτά πράσινα μάτια με έντονες βλεφαρίδες, μαγνήτιζε και μόνο με το βλέμμα τα θηλυκά του τόπου. Γεμάτος ελπίδες, λίγες μέρες έπειτα, παρουσιάστηκε στο στρατολογικό γραφείο. Δεν φανταζόταν ποτέ πως θα έφτανε κάποτε να διδάσκει την δολοφονική ικανότητα του ελεύθερου σκοπευτή, έπειτα από περάσματα στο μέτωπο.
Με την πρώτη πορτοκαλόχρωμη ράβδο της αυγής, ο Βέρνερ σηκώθηκε. Είχε ήδη αφήσει λουλούδια από την προηγούμενη μέρα, στο κρεβάτι του αδερφού του, το οποίο εξακολουθούσε να μένει στρωμένο και απείραχτο, όπως την τελευταία φορά που ο Ζεπ το είχε τακτοποιήσει. Η μητέρα του, άυπνη, βρισκόταν καθισμένη σε ένα τραπέζι, κοιτώντας πότε το κενό και πότε φωτογραφίες που ανήκαν σε ένα ευτυχές παρελθόν. Κάθε φορά που έβλεπε τον γιο της, χάιδευε το κεφάλι του, αφήνοντας ντροπαλά, πεταχτά φιλιά, κάτι που δεν συνήθιζε στο παρελθόν. Σαν τον είδε να στέκει στο κατώφλι, έτοιμος να επιβιβαστεί στο λεωφορείο, ξέσπασε σε κλάματα.
«Σε παρακαλώ! Γύρνα πίσω μία μέρα ζωντανός!» ήταν οι τελευταίες της κουβέντες και το πρησμένο, από τα κλάματα πρόσωπό της, ήταν και η τελευταία εικόνα που είχε. Στη διαδρομή, σκεφτόταν την αποστολή του. Την αποστολή δολοφονίας ενός νεαρού, ίσως μικρότερού του.Ποιο ήταν εδώ το καθήκον; Να σκοτώσει κάποιον που υπερασπιζόταν τη χώρα του. Από την άλλη, η ηλίθια αίσθηση καθήκοντος, δεν τον άφηνε να δει τα πράγματα διαφορετικά. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Τον είχαν επιλέξει, ήταν ο καλύτερός και στο κάτω-κάτω ήταν η πατρίδα του που τον καλούσε.
Τα πράγματα ωστόσο που αργά τον είχαν οδηγήσει στην κορυφή, ήταν τελικά πολλά περισσότερα. Ακόμη και στις αρχές του πολέμου, όταν ακόμη πραγματοποιούσε τα βρεφικά του βήματα στο κολαστήριο, ο Βέρνερ είχε κατορθώσει να επιβληθεί πλήρως, στην ενστικτώδη ανθρώπινη αντίδραση, να τρέξει μακριά από τον κίνδυνο.Ο ελεύθερος σκοπευτής εξάλλου, εκεί σφυρηλατείται. Στο χυτήριο της πραγματικότητας της μάχης, όπου οφείλει να κρατά τον νου του καθαρό, όντας ικανός να δράσει στην πρώτη γραμμή μέσα στην έξαψη, έχοντας την απόλυτη γνώση του χειρισμού του όπλου του, του τυφεκίου με την διόπτρα για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Μόνο αυτή η κατηγορία μπορούσε να φέρει με περηφάνια τον τίτλο του σκοπευτή.
Ο Βέρνερ σήμερα είχε το πρόσωπό του κολλημένο στο τζάμι, καθώς το λεωφορείο απομακρυνόταν. Το χέρι του, πραγματοποίησε μία απλή κίνηση και κατόπιν το βλέμμα του στράφηκε μπροστά με αποφασιστικότητα. Ήταν ο μόνος τρόπος για να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να μη σκέφτεται το σπαραξικάρδιο θέαμα της διαλυμένης του μητέρας. Για μέρες ταξίδευε στην αχανή ρωσική στέπα, μέσα σε ένα βαγόνι στρωμένο με άχυρα. Ειλικρινά αναρωτιόταν τι ακριβώς εννοούσαν οι δικοί του για το πέταγμα στο Ανατολικό Μέτωπο. Αντί για κάποιο ιπτάμενο αντικείμενο, εκείνος ερπόταν μέσα σε ένα βαγόνι, παλεύοντας να βολευτεί.Στη ουσία, καλούνταν να ενισχύσει τις Γερμανικές Μονάδες, κάπου στην κοιλάδα του Ντόνετς.
Όταν πλέον έφτασε ελαφρώς ζαλισμένος στο κατάλυμά του, γύρω του επικρατούσε μία σιωπή, με τους νέους στρατιώτες να αποτελούν ένα θλιβερό θέαμα. Αρκετοί, πήγαιναν διαρκώς να ουρήσουν, άλλοι έμεναν νηστικοί καθώς τίποτε δεν πήγαινε κάτω και άλλοι είχαν μαρμαρώσει στη θέση τους όντας σκεφτικοί. Εκείνος πάλι, προτίμησε τους βετεράνους, οι οποίοι μασουλούσαν νωχελικά ένα κομμάτι ψωμί ή κάπνιζαν όσο πιο ψύχραιμα μπορούσαν. Στη θέα του, άπαντες γέμιζαν με κουράγιο. Εξάλλου, είχε έρθει με τον ειδικό σκοπό να βγάλει από τη μέση, εκείνον τον ξανθό διάβολο.
Για λίγο στάθηκε ακουμπισμένος σε έναν βράχο. Πάλεψε να σκεφτεί ποια ήταν η στιγμή που έχασε τη νεανική του αθωότητα. Ήταν η πρώτη του στιγμή στο μέτωπο. Όταν άκουγε τον διοικητή τους, τον τραχή,, να τους καθησυχάζει πως δήθεν δεν εγκαταλείπονται οι τραυματίες και πως εκείνος φρόντιζε τους άνδρες του στις δύσκολες στιγμές. Με την νεανική του ευπιστία ίσως και γιατί αναζητούσε μία ελπίδα για να κρατηθεί, τον είχε πιστέψει. Στις πέντε εκείνο το πρωί, υπόκωφοι θόρυβοι έκαναν την εμφάνισή τους και η γη σκίστηκε μπροστά από τους Γερμανούς τυφεκιοφόρους.Το έδαφος εκτινάχθηκε ψηλά στον καθαρό ουρανό μέσα σε μεγάλους πίδακες. Οι πρωτόγνωροι τότε θόρυβοι τον ενοχλούσαν πολύ. Ο Βέρνερ και οι υπόλοιποι τυφεκιοφόροι βρίσκονταν πρηνείς στις θέσεις τους και ανέμεναν διαταγή για επίθεση. Με την πάροδο περίπου μισής ώρας, τα πυρά του πυροβολικού έπαυσαν και ασυνήθιστοι θόρυβοι, ζωώδεις, έφτασαν στα αφτιά του. Ήταν οι αντίπαλοι τραυματίες. Θυμήθηκε τότε την αίσθηση της φρίκης που τον κύκλωσε. Όλη η ένταση και η νευρικότητα απελευθερώθηκαν στα ξαφνικά και μετατράπηκαν σε ενεργητικότητα.
Ως δίνη, η έναρξη της μάχης τους παρέσυρε, ο ίδιος αναπήδησε και δίπλα του, ένας νεαρός στην ηλικία του κοιτούσε με απορία το σχισμένο του χιτώνιο, από το οποίο κυλούσαν τα εντόσθιά του, σε κάθε του κίνηση ολοένα και περισσότερο. Δευτερόλεπτα αργότερα, ξεκίνησε να ουρλιάζει, ενώ ο Βέρνερ παρατώντας το όπλο του, έτρεξε καταμεσής της μάχης για να τον βοηθήσει. Ο νεαρός πάλευε να ωθήσει πίσω στο στομάχι του τα ζεστά εντόσθια δίχως αποτέλεσμα. Ο διοικητής του τότε, του ούρλιαξε να τον παρατήσει γιατί δεν είχε σωτηρία. Αυτό δεν το ξέχασε ποτέ του. Οι σκέψεις του εξαφανίστηκαν και κυριεύθηκε από μία πρωτόγονη θέληση να επιβιώσει. Ο θάνατος, ο τραυματισμός και ο φόβος δεν είχαν θέση. Όλη του η ύπαρξη περιορίστηκε στο να πυροβολεί, να τροφοδοτεί με φυσίγγια, να προωθείται μπροστά, να αναζητά κάλυψη και να παρατηρεί τον εχθρό σαν το θήραμά του. Από τότε άλλαξε. Τις επόμενες ώρες μετατράπηκε σε έμπειρο στρατιώτη, έναν πολεμιστή με την πραγματική έννοια του όρου.
Το μίγμα του αίματος, του φόβου και του θανάτου, είχε επίδραση σαν ναρκωτικό, το οποίο έφερνε από τη μία εφορία και από την άλλη βαθιά κατάθλιψη. Οι προοπτικές για το μέλλον και τα όνειρα μίας ζωής είχαν εκμηδενιστεί. Σχεδόν αδυνατούσε να φέρει στο μυαλό του, το πρόσωπο της κοπέλας του. Οι φόνοι γι' αυτόν έμοιαζαν με επάγγελμα το οποίο έπρεπε να ασκήσει υποχρεωτικά. Η μοίρα απαιτούσε να αποκτήσει ευχέρεια στη χρήση του όπλου του.
Δεν ήταν όμως μονάχα αυτό. Κουβαλούσε σκηνές εφιαλτικές μαζί του, όπως εκείνη σε ένα ορυχείο. Τότε συνειδητοποίησε ως πού μπορούσε να φτάσει ο άνθρωπος. Εισερχόμενοι μαζί με έναν ακόμη στρατιώτη, μία φρικτή μυρωδιά τους κύκλωσε. Προχωρώντας, βρήκαν δύο Ρώσους στρατιώτες, καθισμένους οκλαδόν, αδυνατισμένους και στα πρόθυρα της παράνοιας.Δίπλα τους υπήρχαν προσεκτικά διατηρημένα ανθρώπινα υπολείμματα. Ο Βέρνερ αρχικά από το σοκ, δεν μπόρεσε να αντιδράσει, μα γνώριζε ελάχιστα ρωσικά. Τα υπολείμματα, βρίσκονταν φυλαγμένα σε κιβώτια πυρομαχικών και ήταν προσεκτικά καπνισμένα. Υπήρχε ακόμη μία σορός από ανθρώπινα εντόσθια που είχαν αρχίσει να αποσυντίθενται, καθώς και μισοφαγωμένα οστά.
Όλα αυτά αποτελούσαν τιμωρία για τους Ρώσους στρατιώτες. Είχαν υποχρεωθεί να υπερασπιστούν τη θέση, εκείνοι και οι τεμαχισμένοι πλέον σύντροφοι, μέχρι να έρθουν ενισχύσεις, οι οποίες καθυστέρησαν. Οι προμήθειες αναλώθηκαν και όταν εκείνοι διαμαρτυρήθηκαν, ο Ρώσος αξιωματικός εκτέλεσε για εκφοβισμό τους δύο ανήλικους στρατιώτες και υποχρέωσε τους άλλους τρεις, να αφαιρέσουν τα εντόσθια από τα πτώματα, να τα γδάρουν και να τα καπνίσουν. Κατόπιν να φάνε το ήπαρ ωμό. Αφοπλίστηκαν, ενώ εκτελέστηκε και ένας τρίτος δίχως οίκτο. Πλέον είχαν μείνει οι δυο τους και σύντομα, θα εκτελούνταν και εκείνοι από τα πυρά του εχθρού. Ο Βέρνερ στο άκουσμα αυτών των λογιών, ξεκίνησε να κάνει εμετό. Για τους βετεράνους ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο, ωστόσο εκείνος συγκλονίστηκε σε τέτοιο βαθμό, που η ψυχή του συναντήθηκε με την αποκρουστική άβυσσο της ανθρώπινης παράνοιας. Πράγματι, η ζωή των δύο ταλαιπωρημένων Ρώσων τερματίστηκε. Αίμα κύλησε από τα χείλη τους και εκείνος μαζί με τον στρατιώτη βγήκαν από τη φρικτή σπηλιά προσπαθώντας να αναπνεύσουν. Το ίδιο βράδυ δεν ήθελε να σκέφτεται τίποτε. Μήτε τη φρίκη, μήτε την άβυσσο. Ωστόσο, αργά την καλωσόρισε γιατί στις ώρες της μάχης, η λογική υποχωρούσε. Έτσι και αλλιώς βρισκόταν σε μία αποστολή αυτοκτονίας που αργά τον έφερε στα χνάρια της δοκιμασίας του ελεύθερου σκοπευτή. Του άνδρα που ήταν σήμερα. Του ταλαντούχου και ανδρείου που σκεφτόταν τον τρόπο για να βγάλει από τη μέση τον περίφημο Μιχαήλ Μελέτεφ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top