Η καρδιά δεν ξεχνά/ part 3

Πολωνία, τρεις μήνες πριν

Η μοναξιά ήταν εχθρός πολλών πραγμάτων. Του θάρρους, της χαράς και ο Γιάεν για πρώτη φορά στη ζωή του αισθανόταν ολομόναχος. Ο Φίλιμπερτ και ο Κάσπαρ ήταν οι δύο νεαρές μορφές των παιδικών του χρόνων, ενός παραθύρου σε μία αθωότητα που είχε κατασπαραχτεί από τα ναζιστικά σκυλιά. Οι φίλοι όμως έρχονται από εκεί που δεν το περιμένεις. Καθόταν τώρα σε ένα ερείπιο μέσα, πεινασμένος. Η ψύχρα τα βράδια είχε ξεκινήσει, καθώς το καλοκαίρι όδευε προς το τέλος του. Η εικόνα και η τελευταία συμβουλή του Κάσπαρ, του είχαν μείνει στο μυαλό.

΄΄Ζήσε...΄΄ Μία κουβέντα ήταν. Πώς θα ζούσε; Με ποιες βάσεις; Ο Φρανκ και η Έμμα αγνοούνταν και εκείνος ήταν μόνος. Η ξάστερη νύχτα, έδωσε τη θέση της σε ένα θολό πρωινό, όταν άκουσε βήματα και τινάχτηκε με φόρα τρομοκρατημένος. Μέσα στη θολούρα του ύπνου, διέκρινε μία γνωστή φυσιογνωμία που τον πλησίαζε δύσπιστα. Ήταν ο Κάζιο.

«Είσαι εντάξει; Θες βοήθεια;» τον ρώτησε στα πολωνικά και ο Γιάεν δυσκολευόταν να καταλάβει.

«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε και εκείνος, βλέποντάς τον να σταυρώνει τα χέρια του μπροστά από το στήθος.

«Το ίδιο θα ρωτούσα και εγώ. Δεν είσαι Πολωνός, δεν μου φαίνεσαι ούτε Ναζί, μα οι καιροί είναι επικίνδυνοι και η εμπιστοσύνη επίσης»

«Είμαι Εβραίος που ζούσε στους υπόνομους»

Ο Κάζιο σαν να θυμήθηκε την περίπτωση.

«Μισό λεπτό. Νομίζω πως εσύ ήσουν φίλος με έναν άλλο Γερμανοεβραίο, έναν Κάσπαρ, ο οποίος με τη σειρά του ήταν φίλος με την Αννίκα. Ξέρεις τι απέγινε; Έχει τρελαθεί και τον αναζητά εδώ και εβδομάδες»

«Λυπάμαι πολύ να της πεις. Σκοτώθηκε για να ζήσω εγώ. Η ιστορία μας πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, σε ένα Βερολίνο διαφορετικό, όχι και τόσο ασφυκτικό. Σχεδόν δεν μπορώ να πιστέψω πώς ήρθαν έτσι τα πράγματα. Μεγαλώσαμε και οι δύο σε ιδρύματα, εγώ σε ένα εβραϊκό ορφανοτροφείο. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, δεν ήμασταν επιθυμητοί, για την ακρίβεια, σταματήσαμε να έχουμε ανθρώπινη υπόσταση. Μία νύχτα, έκαψαν το κτήριό μας, θέλοντας να μας παγιδεύσουν και εμάς για να καούμε ζωντανοί. Γλίτωσα και κατόρθωσα με τα πολλά βάσανα, να διαφύγω εδώ στην Πολωνία, όπου κλείστηκα έπειτα σε γκέτο για να φτάσω να ζω στους υπόνομους»

Ο Κάζιο τον κοίταξε για πρώτη φορά με συμπόνια. Τα φτωχικά του ρούχα, το αδυνατισμένο του κορμί και μία σπίθα ολοζώντανη που λεπτό δεν έπαψε να σιγοκαίει.

«Ανήκω στον Στρατό της Πατρίδας, την πολωνική αντίσταση. Ετοιμάζουμε εξέγερση. Δεν ξέρω αν θα ήθελες να συμμετέχεις»

«Φυσικά» δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή.

Οι εποχές της αθωότητας είχαν περάσει ανεπιστρεπτί και οι Ναζί του στέρησαν τα πάντα. Του έκοψαν κάθε νήμα ζωής, κάθε ίχνος ύπαρξης. Του στέρησαν τη χαρά, το χαμόγελο, το οξυγόνο. Είχε μάθει να χρησιμοποιεί όπλα και αυτή τη φορά, θα το πλήρωναν ακριβά. Δεν θα γυρνούσε την πλάτη του στον εχθρό, κρύβοντας την ύπαρξή του στις σαπισμένες σκιές των ερειπίων. Θα κέρδιζε το έδαφός του και αν όχι, τότε θα πέθαινε περήφανος. Οι Πολωνοί είχαν αντέξει πολλά, πολλούς κατακτητές. Από τη μία τη βουλιμία των Σοβιετικών, από την άλλη τη μανία των Γερμανών και ο Κάζιο ήταν απλώς ένα νέο παιδί που πολεμούσε για την πατρίδα του. Συμφώνησαν αμέσως και ο νεαρός θα τον βοηθούσε. Τον έφερε σε επαφή με μερικά άλλα μέλη, τον τάισε και του έδωσε ρούχα και όπλο. Είχε καταλάβει πως ήταν καλός, μα δεν είχαν ιδέα πως η μανία των Γερμανών, η μανία ενός πληγωμένου θηρίου που αργοπεθαίνει, μπορεί να αποδειχτεί ακόμη και θανάσιμη.

Μετακόμισαν στο κέντρο από όπου θα ξεκινούσαν όλα. Η πόλη της Βαρσοβίας διέθετε ένα τσαλακωμένο, ταλαιπωρημένο πρόσωπο. Χρειάζονταν οργάνωση. Η επίθεση ξεκίνησε μέσα στο καλοκαίρι, την πρώτη Αυγούστου του 1944. Οι Πολωνοί είχαν πειστεί πως θα κέρδιζαν εξαιτίας του πεσμένου ηθικού των Γερμανών. Ο ηγέτης των Αντιστασιακών ήταν ο Μπουρ Κομορόφσκι. Απέναντί τους όμως είχαν άνδρες βαριά οπλισμένους. Το έργο είχε παιχτεί χιλιάδες φορές και οι μάχες στους δρόμους σήμαιναν βαρβαρότητα και αιματοκύλισμα. Ο Γιάεν ήταν αποφασισμένος να μην λυπηθεί κανέναν. Ήταν επίσης καλός στον στόχο, καθώς ήθελε τους αντιπάλους του νεκρούς. Είχε γνωρίσει την Αννίκα, η οποία πλέον είχε εγκαταλείψει το σπίτι της και την προδοτική στάση της μητέρας της. Θα τα έδινε όλα για τη χώρα της, πάνω από την οποία κρεμόταν η διαταγή του Χάινριχ Χίμλερ σαν δαμόκλειος σπάθη. Η Βαρσοβία έπρεπε να ισοπεδωθεί για παραδειγματισμό.

Την Πέμπτη μέρα της επίθεσης, η Αννίκα βρισκόταν σε ένα νοσοκομείο, το Radium Institute Hospital, προκειμένου να επισκεφθεί μία φίλη της. Δεν είχε ιδέα γι' αυτό που θα ακολουθούσε, όταν άνδρες των Ες-Ες και της Γκεστάπο, εισέβαλαν στο κτήριο και άρχισαν να σέρνουν έξω τις γυναίκες υπαλλήλους. Άκουσε κραυγές και ουρλιαχτά. Ήξερε τι είχε συμβεί. Τις βίαζαν και έπειτα θα τις σκότωναν. Πυροβολισμοί έπεφταν και η κοπέλα χώθηκε σε μία ντουλάπα, προσπαθώντας να ρίξει μία κουβέρτα επάνω της. Άκουσε έναν πυροβολισμό να πέφτει και με το χέρι της κάλυψε το στόμα για να μην ουρλιάξει. Είχαν σκοτώσει την άρρωστη φίλη της και όλους όσοι δεν μπορούσαν να σηκωθούν από τα κρεβάτια τους. Οι υπόλοιποι θα οδηγούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο ιδρώτας κατρακυλούσε από το μέτωπό της. Μέσα από τη χαραμάδα, είδε αίμα να στάζει σαν τιμωρία από το κρεβάτι της νεκρής πια κοπέλας. Άκουσε φωνές και λέξεις στα γερμανικά. Γελούσαν, τραγουδούσαν και έβγαζαν φωτογραφίες των κατορθωμάτων τους. Ήθελε να τους σκοτώσει, μα σύντομα συνειδητοποίησε πως ο ένας ψαχούλευε κοντά στην ντουλάπα.

΄΄Ανάθεμα΄΄ σκέφτηκε, όταν τον ένιωσε να ανοίγει αργά την πόρτα, μονάχα που δεν πρόλαβε να τη δει. Σωριάστηκε στο πάτωμα, όπως και οι υπόλοιποι.

Η Αννίκα πετάχτηκε έξω τρομοκρατημένη, παλεύοντας να μην αδειάσει το περιεχόμενο του πεινασμένου της στομαχιού. Έτσι και αλλιώς τίποτε δεν περιείχε στο εσωτερικό του, μονάχα χολή. Είδε τον Γιαεν να βαστά ένα όπλο και να καθαρίζει οποιονδήποτε ναζί εμφανιζόταν.

«Πρέπει να φύγουμε, θα κάψουν το νοσοκομείο!»

Μία δυνατή έκρηξη, τους πέταξε προς τα πίσω.

«Ρίχνουν χειροβομβίδες!» τσίριξε εκείνη, όταν ο νεαρός της άρπαξε το χέρι και ξεκίνησαν να τρέχουν. Τα τζάμια γίνονταν θρύψαλα, τα οποία τους είχαν χαρίσει ορισμένες εκδορές.

Έξω είχε απλωθεί ο τρόμος μιας που οι Γερμανοί έκαιγαν ζωντανούς τους κατοίκους της πόλης. Περικύκλωναν σπίτια και κτήρια και αφού τα έλουζαν με βενζίνη, πετούσαν χειροβομβίδες. Όσοι άνθρωποι προσπαθούσαν να βγουν από την καιόμενη Κόλαση, έβρισκαν τον θάνατο από τα πολυβόλα ή υπέκυπταν στα εγκαύματά τους αργότερα στα νοσοκομεία. Ο νεαρός Γιάεν είχε μάθει να ελίσσεται ανάμεσα στα ερείπια. Η Αννίκα τον ακολουθούσε, καθώς έβλεπε με πόση επιδεξιότητα χανόταν και εμφανιζόταν. Κάθε επίθεση στον εχθρό, τον γέμιζε με μία άγρια χαρά. Είχε σχεδόν πάψει να βλέπει ανθρώπους. Για εκείνον ήταν όλοι τους στόχοι που έπρεπε να πέσουν νεκροί, να πάψουν να αναπνέουν, όπως εύκολα κάποτε είχαν στραγγαλίσει και τον ίδιο. Τον μισούσαν τόσο πολύ, σε σημείο που προσπάθησαν να τον σκοτώσουν με πολλούς, απάνθρωπους και διαφορετικούς τρόπους. Όταν βρισκόταν σε κρυψώνες, ο ύπνος του ήταν πάντα ταραγμένος και κάπου στο βάθος της σκοτεινής του σκέψης, εμφανιζόταν ένα αγόρι καστανό με μάτια σαν τη θάλασσα. Το όνειρο ήταν σχεδόν πάντοτε το ίδιο. Έπαιζε σε ένα οικόπεδο και η μπάλα κατέληγε στον παιδικό του φίλο.

΄΄Γιατί σταμάτησες να παίζεις;΄΄ τον ρωτούσε ο Φίλιμπερτ.

Ο Γιάεν του ονείρου δεν είχε τη μορφή του παιδικού του εαυτού. Ήταν ενήλικας.

΄΄Ίσως γιατί βαρέθηκα, ίσως γιατί ξέχασα πώς να το κάνω΄΄

΄΄Μα εσύ μου έμαθες΄΄

΄΄Όμως εγώ δεν είμαι παιδί πια. Μεγάλωσα, άλλαξα και εσύ δεν στέκεσαι πια στο παράθυρο αντίκρυ μου. Υπάρχουν ακόμη και στιγμές που ξεχνώ το πώς μοιάζεις ή το πλατύ σου χαμόγελο΄΄

΄΄Δεν ξεχνάς εμένα Γιάεν, αλλά εσένα. Μου έμαθες τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, οι δυο μας πήγαμε κόντρα στον κόσμο, θυμάσαι;΄΄

΄΄Δεν έχει σημασία΄΄ απάντησε ο νεαρός Εβραίος.

΄΄Εγώ έχω σημασία για εσένα;΄΄ ρώτησε ο Φίλιμπερτ.

΄΄Φυσικά΄΄.

΄΄Τότε έχουν σημασία και όλα τα προηγούμενα΄΄

Πάλι ξύπνησε ιδρωμένος και παρά το χάος, ήθελε να σηκωθεί να φύγει για κάπου, δίχως προορισμό. Ήθελε να απομακρυνθεί από όλους και από όλα γιατί δεν άντεχε ούτε τον εαυτό του να κοιτάζει. Και το έκανε, μονάχα που άργησε αρκετούς μήνες και όταν πλέον η Βαρσοβία είχε σχεδόν ισοπεδωθεί. Όμως έκανε μαζί με τον Κάζιο το καθήκον του, ελευθερώνοντας 350 Εβραίους από το στρατόπεδο Γκεσιούφκα. Μέσω του αποχετευτικού συστήματος κατόρθωσε να διαφύγει. Οι Σοβιετικοί ωστόσο, είχαν πλέον φτάσει κοντά στον Βιστούλα και βρίσκονταν μία ανάσα πριν τη Βαρσοβία.

Ο Άρτουρ από την άλλη, σκεφτόταν να αναλάβει μία δράση διαφορετική, όσο και αν τον ανατρίχιαζε η ιδέα. Επιθυμούσε να τον θυμούνταν για κάτι και το πεδίο της μάχης ήταν άβολο. Είχε τραυματιστεί και μεταφερθεί στο Βερολίνο, ίσως για τελευταία φορά προτού και αυτό ισοπεδωθεί. Με δυσκολία κινήθηκε ως ένα μπάνιο, αγνοώντας τις οιμωγές των τραυματιών, το απελπισμένο τους βλέμμα που ζητούσε έλεος. Κουτσαίνοντας, στάθηκε μπροστά από έναν λερωμένο καθρέπτη. Κοιτούσε για πολύ ώρα το είδωλό του, τα μάτια του τα κυανά ήταν στην αρχή ανέκφραστα. Για λίγο έσκυψε, αναζητώντας το στρεβλό του πόδι. Το πόδι που τον πρόδωσε και τον οδήγησε στα χέρια εκείνου του άνδρα που βίασε το κορμί του. Με σπασμωδικές κινήσεις αγκάλιασε τον εαυτό του σαν να ήθελε να τον προστατέψει από έναν αόρατο κίνδυνο. Κοιτάχτηκε ξανά και έπειτα η ματιά του ξεστράτισε σε ένα σημείο.

Στο μυαλό του ήρθε η Αφροδίτη, μα πλέον του φαινόταν κάτι μακρινό. Είχε γυρίσει στην οικογένειά της, στο παιδί της, στο σπίτι της. Ο ίδιος δεν είχε ποτέ του σπίτι, όμως τι μπορούσε να διεκδικήσει όντας Γερμανός; Πώς θα μπορούσε να πάρει την απόφαση να την αναζητήσει, να τρέξει στην αγκαλιά της, να της κάνει έρωτα ξανά; Λένε πως όταν κάτι αγαπάς, του δίνεις την επιλογή να φύγει και αν επιστρέψει σε εσένα, τότε ήταν στ' αλήθεια δικό σου. Ο Άρτουρ θα επέστρεφε για την Αφροδίτη αν ήταν άλλες οι συνθήκες. Τον είχε κάνει να δει τη ζωή διαφορετικά, να τολμήσει να ονειρευτεί την ευτυχία, τη δέσμευση και ίσως μία οικογένεια. Ακόμη βέβαια αυτή η ιδέα τον τρομοκρατούσε. Δυστυχώς ωστόσο, δεν μπορούσε να της προσφέρει τη χαρά που δικαιούνταν. Η μοίρα είχε χαράξει τον δρόμο για εκείνον. Τώρα τα μάτια του γέμιζαν αργά δάκρυα, τα οποία με μία σιωπή ιερή κυλούσαν στα μάγουλά του. Για ακόμη μία φορά το βλέμμα του ξεστράτισε σε μία γωνιά. Εκεί βρισκόταν μία στολή που κάποτε είχε ΄΄πετάξει΄΄, μήπως έτσι κατόρθωνε να επιβιώσει. Στο σήμερα ήταν έτοιμος να την καλωσορίσει ξανά, αναλαμβάνοντας έναν ρόλο που συνειδητά είχε επιλέξει, αυτή τη φορά ως το τέλος.

Ως και ο αδερφός του δεν στάθηκε ικανός να του αλλάξει γνώμη. Ήταν Ρώσος, στεκόταν από τη σωστή πλευρά της ιστορίας.

΄΄Συγχώρεσέ με αν μπορέσεις ποτέ΄΄ ψιθύρισε στο ίδιο του το είδωλο.

Πλησίασε την καρέκλα και κοίταξε τη στολή των Ες-Ες. Είχε γεννηθεί για τον ρόλο αυτόν, τον ήξερε καλά. Μπορούσε να τους ακούσει. Τον εκλιπαρούσαν για βοήθεια και ήταν μόνοι τους. Δεν θα τους άφηνε. Αυτή τη φορά θα έπαιζε το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top