Η καρδιά δεν ξεχνά/part 2
Μέτωπο προς Ρουμανία, Νοέμβριος 1944
Σε εκείνον δεν απέμενε καμία ελπίδα. Ό,τι κουβαλούσε, οποιαδήποτε θετική ανάμνηση, είχε πετάξει μακριά σε μία χώρα οικεία πια, με γιασεμιά και ένα λιόγερμα μαγικό. Δεν είχε ακόμη καταλάβει την αξία του και την ψυχική δύναμη που απαιτούσε η προσπάθεια να σταθεί στα πόδια του έπειτα από χρόνια απόρριψης και κακοποίησης. Ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε τη γεύση και την αίσθηση της αγκαλιάς, είχε στραφεί σε αυτήν σαν από ένστικτο. Όμως τώρα είχε πετάξει μακριά. Η Αφροδίτη είχε φύγει, μα αυτό ήταν το σωστό. Και τώρα τι του απέμενε; Ένας πόλεμος που χανόταν, η βία και η απανθρωπιά του πεδίου της μάχης, οι αιματηρές εικόνες. Πάλι τα ίδια. Όμως δεν μπορούσε να αποποιηθεί τη μοίρα του και δεν ήταν σίγουρος πως το ήθελε. Έπειτα, υπήρχε και ένας αδερφός στη μέση. Εκείνος που του έμοιαζε τόσο πολύ. Ίσως δεν ήταν αργά γι' αυτούς ή μήπως ήταν; Ο αδερφός του, με ρωσικό όνομα και ταυτότητα, μεγαλωμένος να αγαπά μία άλλη πατρίδα και όχι το αμαρτωλό Τρίτο Ράιχ, είχε μία ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον και δεν σκόπευε να του τη στερήσει.
Τα δύο μέτωπα σχεδόν ακολουθούσαν το ένα το άλλο. Ο Βέρνερ τα βράδια έβγαινε για αναγνώριση της περιοχής. Ένας Γερμανός συνάδελφος, του πρότεινε να συναντήσουν τους Ρουμάνους το βράδυ, ωστόσο τελευταία κυκλοφορούσαν φήμες πως ο ρουμανικός άνεμος είχε αλλάξει πορεία και πως οι μέχρι τώρα σύμμαχοί τους σκόπευαν να τους προδώσουν. Τα ολοπράσινα μάτια του παρατηρούσαν συχνά τον Άρτουρ, δίχως να μπορεί ακόμη μέσα στην καρδιά του να ξεχωρίσει τα αδέλφια. Υπήρχαν στιγμές που ήθελε να τον αποκαλέσει Μίσα, όμως παραδόξως ο Βέρνερ αντιλαμβανόταν πλήρως τις αντιθέσεις στην συμπεριφορά τους. Ο Μίσα ήταν πιο ανοιχτός, πιο νευρώδης. Ο Άρτουρ είχε μία συστολή και μελαγχολία, ενώ τις πλείστες των φορών δεν επιθυμούσε να πλησιάζει κανένα. Έκανε τυπικά τη δουλειά του στρατιώτη, συνεργαζόταν όσο και όπου έπρεπε, αλλά ως εκεί. Ακόμη και με τον Βέρνερ δεν είχε πολλές σχέσεις.
«Μην πλησιάσεις το βράδυ» ακούστηκε βαρύθυμα η φωνή του Άρτουρ «Είναι παγίδα και αν ο Αλοίσιος θέλει να πέσει σε αυτήν είναι δικό του πρόβλημα Βέρνερ»
«Τότε ίσως πρέπει να τον ακολουθήσουμε για να το διαπιστώσουμε. Αν οι Ρουμάνοι μας εγκαταλείψουν, πρέπει να ειδοποιήσουμε εγκαίρως»
Πράγματι κατά το βραδάκι, ακολούθησαν ένα δρόμο μέσα στο δάσος και φτάνοντας σε ένα μικρό ύψωμα, άκουσαν φωνές. Ρουμάνοι και Ρώσοι είχαν περικυκλώσει τον Αλοίσιο και άλλους τρεις και τους γρονθοκοπούσαν δίχως έλεος. Τα πρόσωπα παραμορφώνονταν σε μία προσπάθεια να αποσπάσουν πληροφορίες. Ωστόσο, οι Γερμανοί δεν μιλούσαν. Ήταν τότε που ο ένας Ρώσος άρπαξε στο χέρι το όπλο, λιώνοντας ένα προς ένα όλα τα δάχτυλα των χεριών του Αλοίσιου. Τα μάτια του Άρτουρ μπροστά στην απόλυτη βία, υιοθέτησαν μία σκοτεινή απόχρωση, μία σκιά που έκρυβε λύσσα και που ήταν έτοιμη να αποδεκατίσει δίχως έλεος τους βασανιστές. Ήταν η πρώτη φορά που όλοι οι ήχοι γύρω του κόπασαν, όλες οι εικόνες έσβησαν και επικεντρώθηκε μονάχα στον στόχο, τον οποίο σημάδευε με απίστευτη, ψυχρή ακρίβεια. Μέσα σε δευτερόλεπτα και ας μην διακατεχόταν από τη δεινότητα του ελεύθερου σκοπευτή, διέλυσε κυριολεκτικά όλων τα κρανία. Μπροστά τους, ο Αλοίσιος εξακολουθούσε να σφαδάζει φιμωμένος, από τον απίστευτο πόνο των κατακρεουργημένων του χεριών. Ο Βέρνερ κοίταξε τον Άρτουρ και του έκανε νόημα να υποχωρήσουν καθώς τα εχθρικά πυρά που ξεκίνησαν να πέφτουν βροχή και στα τυφλά, πλησίαζαν τις θέσεις τους εντός των δασών.
Ακολούθησαν χειροβομβίδες, ενώ εξαπολύονταν ριπές υποπολυβόλων. Ήταν τόσα πολλά και από τόσες μεριές, σε σημείο που ο Άρτουρ με τον Βέρνερ δεν ήξεραν από πού να καλυφθούν. Πλέον το Ανατολικό Μέτωπο κατάπινε σαράντα τυφεκιοφόρους την ημέρα και η Γερμανία δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τόσες απώλειες. Το μέτωπο εκκενωνόταν διαρκώς και υποχωρούσε, με αποτέλεσμα οποιοδήποτε τραύμα στην πρώτη γραμμή να σημαίνει αυτομάτως και την καταδίκη του τραυματία σε θάνατο. Το πρωινό ξημέρωσε σε έναν τόπο θανάτου. Οι αιώνιες κραυγές των τραυματιών που αργοπέθαιναν, έσκιζαν την καρδιά στα δύο. Ο Βέρνερ με τα κιάλια είδε έναν πίδακα αίματος να εκτινάσσεται από μία αρτηρία κοντά στην καρδιά που είχε μόλις πληγεί. Άλλος είχε χτυπηθεί στα νεφρά και προσπαθούσε να κρατηθεί στη ζωή. Τι νόημα είχε όμως αυτή η ζωή πια; Είχαν υποχωρήσει αρκετά, βρίσκονταν προς την Ουγγαρία, όταν η μάχη ξέσπασε ξανά. Ο Βέρνερ προσπαθούσε να καλυφθεί από τη θέση του, όταν με τρόμο, το αετίσιο μάτι του και η εμπειρία στη μάχη, τον ώθησε να εντοπίσει την Άνια.
Την κοίταξε προσεκτικά. Θα χτυπούσε δικό του. Μέσα σε κλάσματα, η καρδιά και η λογική ορθώθηκαν για να εισέλθουν στο πεδίο της μάχης. Η καρδιά όμως συγχωρεί, παραβλέπει και κάποτε επικρατεί. Δεν έκανε καμία κίνηση για να την αποτρέψει, μα κατά πώς είχε φανεί, τον πρόλαβε ήδη κάποιος άλλος. Η σφαίρα της διέλυσε το κρανίο, μπροστά στα μάτια του και ήταν τότε που εκτέθηκε στο πεδίο της μάχης δίχως να νοιάζεται. Έτρεχε απλώς προς το σημείο που βρίσκονταν τα απομεινάρια του κορμιού της, λίγο πριν από έναν γκρεμό και ένα ποτάμι. Τρελαμένος, έφτασε στην άκρη αγκαλιάζοντας το ματωμένο της κορμί. Τα βρώμικα μάγουλά του είχαν επάνω τους γραμμές υγρές, σαν ποτάμια πόνου ανείπωτου. Μία σφαίρα τον βρήκε στο πόδι και παραπάτησε ξαφνιασμένος. Το κορμί του γλιστρούσε, όταν σαν αετός, ο Μίσα προσπάθησε να τον κρατήσει, μόνο για να βρεθούν να πέφτουν στο κενό και από εκεί στα παγωμένα νερά ενός ποταμού. Το σκοτάδι απλά τους τύλιξε και τα κορμιά τους αναίσθητα μεταφέρθηκαν μακριά.
Όταν άνοιξε ο Μιχαήλ τα μάτια του, το κορμί του πονούσε αφόρητα. Η στολή του είχε σκιστεί σε πολλά σημεία, που τώρα μάτωναν. Έντρομος αναζήτησε τον Βέρνερ που κειτόταν αναίσθητος δίπλα του, παραδομένος σε μία μοίρα φρικτή δίχως υπεκφυγές. Με το ένα χέρι τον ταρακούνησε και κατόπιν, πίεσε το στήθος του κάνοντας μαλάξεις. Ο νεαρός έφτυσε το νερό βήχοντας και ο Μιχαήλ κάρφωσε την κυανή του ματιά σε μία ομάδα κατοίκων ενός χωριού που τους κοιτούσαν παράξενα. Σαφώς. Έβλεπαν έναν Ρώσο να κάνει μαλάξεις σε έναν Γερμανό. Τους αγνόησε επιδεικτικά, προσπαθώντας να εντοπίσει το βλέμμα του φίλου του που έπεφτε άψυχα στο χώμα.
«Βερ;» τον σκούντησε.
«Θέλω να πεθάνω» του ανακοίνωσε δίχως περιστροφές.
«Βέρνερ, αυτή η σχέση δεν είχε μέλλον. Ξέρω πώς είναι να...»
«Δεν ξέρεις!» του τσίριξε ο Γερμανός και άπαντες το είχαν βρει τρομερά ενδιαφέρον και σπάνιο το θέαμα, όταν συνειδητοποίησαν πως οι Ρώσοι βρίσκονταν κοντά.
«Σκατά!» ψέλλισε ο Μιχαήλ και ευθύς έτρεξε μαζί με τον Βέρνερ σε έναν λοφίσκο ερειπίων και κρύφτηκαν πίσω από τις δοκούς της στέγης μίας κατεστραμμένης οικίας. Κάτω από τα πόδια τους απλωνόταν ένας δρόμος με λεηλατημένα καταστήματα και ένα εστιατόριο. Ένα μικρό φορτηγό όχημα αμερικάνικης κατασκευής, με το σοβιετικό αστέρι στο κάλυμμα του κινητήρα, έστριψε από τη γωνία και σταμάτησε μπροστά από το εστιατόριο. Στρατιώτες πήδηξαν έξω, και έπειτα από διαταγές διαιρέθηκαν και ξεκίνησαν να μπαίνουν στα σπίτια. Η λεηλασία ξεκινούσε και οι στρατιώτες άρπαζαν ό,τι έβρισκαν, από φρούτα και λαχανικά ως φωτογραφίες, δοχεία και πολύτιμα αντικείμενα. Η διάθεσή τους αγρίεψε, ο Μιχαήλ οργιζόταν βλέποντας τη συμπεριφορά των συμπατριωτών του, όταν μπήκαν και στο εστιατόρια πετώντας στον δρόμο ένα ζευγάρι, τους ιδιοκτήτες. Εκείνον τον έδεσαν, ενώ καβγάς ξέσπασε για τη γυναίκα. Ο Μιχαήλ κατάλαβε, ενώ ο Βέρνερ με φρίκη κοιτούσε τη στιγμή του βιασμού, ανήμπορος να βοηθήσει. Είκοσι τρεις στρατιώτες, έχοντας ανοίξει τα πόδια της γυναίκας, τη βίαζαν ο ένας μετά από τον άλλον, μέχρι που την άφησαν αναίσθητη.
Η αηδία κύκλωσε τον Μιχαήλ, ο οποίος προχώρησε προς το μέρος τους. Η κτηνώδης ευχαρίστηση διαγραφόταν στο πρόσωπό τους, ενώ ο άνδρας της δεμένος ήταν υποχρεωμένος να παρακολουθεί το θέαμα. Ο Μίσα είχε καταλάβει πως δεν προλάβαινε. Είδε τους συμπατριώτες του να φορτώνουν τη λεία στο φορτηγό, ενώ η κακοποιημένη γυναίκα βρισκόταν ακόμη αναίσθητη στο κάλυμμα του κινητήρα. Το αίμα του πάγωσε, όταν είδε δύο Ρώσους να ανοίγουν τα πόδια της και να σφηνώνουν ανάμεσα ένα πιστόλι φωτοβολίδων. Η γυναίκα με ένα βογγητό συνήλθε τη στιγμή που ο Ρώσος πίεζε τη σκανδάλη. Ο Μιχαήλ δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά τέτοια κραυγή. Χρειάστηκαν μερικά φρικτά λεπτά για να πεθάνει. Προτού μιλήσει, καθώς φωνή δεν έβγαινε, μονάχα εμετός, οι παρευρισκόμενοι έπεσαν νεκροί, εκτός από έναν. Ο Βέρνερ με μάτια βουρκωμένα από την οργή και την απώλεια της Άνια, είχε σκοτώσει όλους τους βασανιστές. Ο Μίσα, έδωσε σε έναν δικό του, μία τελευταία χαριστική βολή. Παγωμένος, πήγε να ελευθερώσει τον άνδρα της. Τον άνδρα που έπεσε γονατιστός δίπλα της, παίρνοντάς την στην αγκαλιά του και κουνώντας τη ρυθμικά. Ένιωσαν ντροπή, ωστόσο ο κόσμος εξακολουθούσε να τους κοιτάζει απορώντας για την εμφάνισή τους. Ένας Γερμανός και ένας Ρώσος, χαμένοι στον κυκεώνα του τρόμου και της απελπισίας.
Ο Βέρνερ και ο Μίσα αργά συνειδητοποιούσαν τον τερατώδη χαρακτήρα του πολέμου, τους συνεχείς φόνους δίχως νόημα.Κάποτε η ανωνυμία των στόχων κατεύναζε τη συνείδηση, μα όταν ζήτησαν από τον Βέρνερ να σκοτώσει συγκεκριμένα τον Μιχαήλ Μελέτεφ, όλα άλλαξαν. Υπήρχε όνομα στον στόχο και μία ιστορία. Ο Μιχαήλ δεν ήταν άγνωστος και ο Βέρνερ δεν άντεχε άλλο να υποθηκεύει την πνευματική του ισορροπία, την ηθική και ανθρωπιά του. Βούρκωσε ξανά και τα μάτια του υιοθέτησαν το έντονο χρώμα του κάμπου. Ο Μιχαήλ κάθισε απέναντί του, οκλαδόν.
«Λυπάμαι» του ψέλλισε κοιτώντας το ελαφρώς χτυπημένο του πόδι.
«Λυπάμαι και εγώ. Ήθελα να είμαι ένας νεαρός που θα πήγαινε εκδρομές, θα έτρεχε στα δάση, θα γελούσε. Μου αρέσει τόσο ο ήχος του γέλιου και το μόνο που ακούω είναι ουρλιαχτά. Ήθελα να ερωτευτώ και το έκανα. Μαζί της...Ήταν τόσο όμορφη. Δεν ήθελα να αποδεχτώ ο ηλίθιος πως δεν είχαμε μέλλον»
Άκουσαν βήματα. Ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου πλησίαζε με χέρια και ρούχα ματωμένα. Είχε τεμαχίσει τα πτώματα των βιαστών. Οι δυο νεαροί τινάχτηκαν, μα εκείνος τους έκανε σήμα να πλησιάσουν.
«Εσύ τους σκότωσες;» ρώτησε τον Βέρνερ που ένευσε θετικά. «Εσύ προσπάθησες» έδειξε τον Μίσα και πήρε ανάσα «Ελάτε στο εστιατόριο. Ίσως και να άφησαν κάτι πίσω» Στον δρόμο τρέκλιζε. Λυγμοί δραπέτευαν σποραδικά «Τύλιξα το σώμα της...Τι θα πω στην κόρη μου; Γιατί μου το έκαναν; Τι έφταιξα; Δεν πείραξα κανέναν! Ουδέτερος ήμουν»
Μπήκαν μέσα στο εστιατόριο. Οι τζαμαρίες ήταν σπασμένες. Η οικογένεια είχε διαλυθεί μα ακόμη και ένα τέτοιο έγκλημα ήταν συνηθισμένο. Ο άνθρωπος ξέσπαγε διαρκώς τα ζωώδη ένστικτα, μα ήταν ευκολότερο να κατρακυλήσει κάποιος στο σκοτάδι. Το φως στεκόταν μακριά, σχεδόν δεν υπήρχε. Εκείνοι έτρεχαν απλώς πίσω από την ιστορία που άλλοι είχαν ορίσει. Ο άνδρας τους έδωσε λίγα φρούτα και νερό. Κατόπιν χάθηκε σε μία αποθήκη παρασυρμένος από ένα ανείπωτο δράμα. Ο Μιχαήλ ήταν τρελαμένος, καθώς από τη μία είχε χτυπήσει δικό του πατριώτη και από την άλλη, είδε ένα απίστευτα βάρβαρο έγκλημα, απέναντι σε μία αθώα γυναίκα. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από το μηδέν. Οι δυο νεαροί άνδρες, έμειναν σε μία γωνιά αγκαλιασμένοι σφιχτά για να ζεσταθούν. Είχαν ανάγκη ο ένας τον άλλο, είχαν ανάγκη την ανθρωπιά και οι δυο τους είχαν αναπτύξει μία σχέση δυνατή, σχεδόν αδερφική. Δεν ήξεραν πότε θα έβρισκαν την ευκαιρία ξανά να νιώσουν ο ένας τον άλλο έτσι κοντά, δίχως να είναι εχθροί.
«Μου ζήτησαν κάποτε να σε σκοτώσω» ψέλλισε μέσα από λυγμούς ο Βέρνερ «Πόσο πολύ δεν μετάνιωσα την απόφασή μου να σε κρατήσω ζωντανό»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top