Η ανθρωπιά δεν είναι λέξεις/part 2

Τα μάτια του ήταν αδύνατο να κλείσουν, το ίδιο και της Αφροδίτης. Μονάχα ο Σάββας με τον Στέφανο έμοιαζαν εξουθενωμένοι και παραδομένοι σε έναν βαθύ ύπνο. Ο Άρτουρ βρισκόταν καθιστός πίσω από την πόρτα και αναρωτιόταν πώς είχε βρει το κουράγιο να πραγματοποιήσει μία τέτοια κίνηση, κάτι που ποτέ πριν δεν είχε αποτολμήσει γιατί δεν ήθελε. Αυτό ήταν. Όσες γυναίκες είχε τύχει να συναντήσει δεν τις είχε ποτέ του ερωτευτεί, θεωρώντας πως ήταν ανίκανος να σπάσει το φράγμα της παγωμένης του καρδιάς. Η Αφροδίτη ωστόσο ήταν διαφορετική. Το κοινό τους παρελθόν, ευθύς γεφύρωσε στα μάτια του την απόσταση. Δεν ήταν σαν τις άλλες γυναίκες που θα τον έκριναν, που θα έβλεπαν την ανικανότητά του, που ίσως διέκριναν την ταπείνωση που είχε υποστεί. Γιατί έτσι αισθανόταν. Σαν ένας άνδρας που του είχαν στερήσει τη δύναμή του, τον ανδρισμό του, γιατί τον είχαν βιάσει και κακοποιήσει. Και μόνο αυτό, τον κρατούσε πίσω από κάθε ανθρώπινη και ουσιώδη επαφή. Ήταν ο λόγος που οι σεξουαλικές του επαφές ήταν σχετικά απότομες, πιο ζωώδεις δίχως συναίσθημα ή που δεν είχε φιλήσει καμία γυναίκα. Γιατί το φιλί σήμαινε σύνδεση, σήμαινε τρυφερότητα και έκθεση. Όταν την είχε απέναντί του όμως, ήθελε να εκτεθεί, ήθελε να είναι ο προστάτης της, γιατί εκείνη το είχε μεγαλύτερη ανάγκη. Παρόλα αυτά, έπρεπε να επιστρέψει πίσω στη χώρα της και ο Άρτουρ είχε γνωστούς που θα μπορούσαν να επιτρέψουν απλώς στα τρία παιδιά να επιβιβαστούν σε τρένο. Η Αφροδίτη δεν είχε καμία θέση εδώ. Έπρεπε να γιατρέψει τις πληγές της, αν αυτό πραγματοποιούνταν και ποτέ.

Θλιμμένος κατέβηκε στο σαλόνι. Ο Στέφανος τον άκουσε τελικά παρά την κούραση και δεν ήταν βέβαιος αν ήθελε να του μιλήσει ή όχι.

«Οι εποχές του πολέμου δυσκολεύουν την αλλαγή μίας άποψης» του είπε και ο Άρτουρ παρέμεινε ακίνητος μέσα στο σκοτάδι.

«Δεν καταλαβαίνω»

«Στην ουσία θα έπρεπε να σε συγχωρέσω και να προσπεράσω το γεγονός πως φοράς αυτή τη στολή. Εξάλλου, εσύ κάποτε μου έσωσες τη ζωή και τη ζωή των φίλων μου τώρα» Ο νεαρός Γερμανός δεν μίλησε καθόλου «Το ελληνικό πνεύμα επιβάλλει την ύπαρξη περηφάνιας. Μία χώρα φτωχή και μικρή δεν δίστασε να υψώσει το ανάστημά της και πίστεψέ με, θα το έκανε και στη δική σας την περίπτωση αν δεν υπήρχε η διαταγή να παραδώσουμε τα όπλα. Γιατί ποτέ μας δεν σκύψαμε το κεφάλι. Σαν τα άγρια άλογα, μάθαμε να είμαστε ελεύθεροι. Αυτή η ίδια περηφάνια είναι που με εμποδίζει να σε δω με πλήρη συμπάθεια. Έχω μάθει να είμαι δίκαιος ωστόσο και οφείλω τουλάχιστον να αναγνωρίσω πως σου χρωστώ πολλά. Λυπάμαι που ζούμε σε αυτούς τους καιρούς και τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά»

«Ευ-ευχαριστώ που το λες» ψέλλισε ο Άρτουρ.

«Ποια είναι η ιστορία σου; Ίσως έτσι σε καταλάβω καλύτερα. Η δική μου είναι απλή πάντως. Η οικογένειά μου και της Αφροδίτης ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Έφυγαν εξαιτίας της εκεί σφαγής και στην Ελλάδα ήταν το φτωχό προσφυγικό βάρος. Όμως ο πατέρας και ο θείος μου ήταν δεμένοι και μαζί το πάλεψαν. Ζούσαμε ευτυχισμένοι μέχρι που η μητέρα της Αφροδίτης αρρώστησε και πέθανε και έπειτα....» τον είδε να παίρνει μία βαθιά ανάσα.

«Έπειτα την βίασε εκείνος ο ιερέας»

«Ακριβώς. Ξανά όλα άλλαξαν για εμάς γιατί έμεινε έγκυος. Στη ζωή μας ήρθε ο Λευτεράκης, αλλά η Αφροδίτη είχε χαθεί. Πάλεψα για χρόνια να τη συνεφέρω. Την αγαπώ πολύ και νομίζω πως το ξέρεις. Θέλω απλώς να είναι ευτυχισμένη και τίποτε άλλο. Να μην κινδυνεύει»

Ο καστανόξανθος νεαρός κάθισε κοντά στον Στέφανο. Εξαιτίας της σχετικής αμηχανίας δεν τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια.

«Εγώ δεν στάθηκα τυχερός στη ζωή μου. Εκτός του ότι γεννήθηκα στη χώρα εκείνη που θα έφερνε την καταστροφή, η οικογένειά μου δεν με ήθελε εξαιτίας του ποδιού μου. Με παρέδωσε στη γιαγιά μου που με χτυπούσε συχνά και ποτέ της δεν μου φανέρωσε την παραμικρή αγάπη. Πάλευε απλώς να με βοηθήσει να επιβιώσω. Μου έμαθε πως αν ανήκω στους ισχυρούς ίσως η Γερμανία με συγχωρέσει για το λάθος το σωματικό, αλλιώς θα μου έκαναν ευθανασία. Ξέρω πως για όλους εσάς είμαστε απλώς τα φονικά όπλα που ξεχυθήκαμε εναντίον σας, όμως κάποιες ιστορίες είναι διαφορετικές. Έκανα λάθη και εγκλήματα, ωστόσο αποφάσισα συνειδητά να αλλάξω δρόμο. Ο Φίλιμπερτ ήταν το άτομο εκείνο που μου έδειξε για πρώτη φορά κάποια θετικά συναισθήματα κάνοντάς με να πιστεύω πως μπορώ ίσως να αγαπηθώ, πως μου αξίζει. Παρόλα αυτά...δεν είμαι σίγουρος πως πράγματι είμαι άξιος αγάπης»

Σε αυτό ο Στέφανος δεν ήταν βέβαιος τι θα έπρεπε να πει.

«Λοιπόν, ίσως η παραδοχή εκ μέρους του εχθρού σου να σε βοηθήσει λίγο. Με βάση τα βιώματά σου, θα μπορούσες απλά να παραμείνεις δολοφόνος και όχι να επιλέξεις να κάνεις το καλό όταν στην ουσία δεν γνωρίζεις τί σημαίνει. Θεωρώ λοιπόν πως είσαι άξιος αγάπης και μάλλον επαναστάτης όπως εγώ» μειδίασε και ο Άρτουρ ένιωσε πως του γεννιόταν ίσως λίγο θάρρος, για να μιλήσει σε κάποιον.

«Θέλω απλά να σου πω, πως εργάζομαι στο Άουσβιτς ως γιατρός. Τις πλείστες των φορών, όχι σαν φονιάς. Δεν είναι εύκολο, μα προσπαθώ να ξεφεύγω από τη μέγγενη των Ες-Ες και ας φοράω τη στολή τους»

Ο Στέφανος ακούμπησε την πλάτη του κουρασμένα στον τοίχο.

«Τι θα κάνουμε; Πότε θα σταματήσει όλο αυτό; Ξέρω πως αν επιστρέψω πίσω στη χώρα μου θα αντιμετωπίσω το χάος, όμως η οικογένεια χρειάζεται έναν νεαρό άνδρα σαν εμένα δίπλα της. Η μητέρα μου είναι ταλαιπωρημένη, το ίδιο και ο πατέρας και ο θείος μου»

Είδε τον Άρτουρ να στρέφει το κεφάλι του προς τη μεριά του.

«Είναι υπέροχη η οικογένειά σου. Μπορώ να σας βοηθήσω να φύγετε»

«Εντάξει»

Για κάποιον λόγο όταν χωρίστηκαν οι δρόμοι τους, οι καρδιές και των δύο ήταν πιο ανάλαφρες. Φυσικά, ο Άρτουρ δεν τολμούσε να αποκαλύψει στον Στέφανο τις σκέψεις του για την Αφροδίτη, μήτε το περιστατικό της ταπείνωσής του. Ως εκεί που είχαν φτάσει, ήταν κυριολεκτικά κατόρθωμα. Μήτε όμως η Αφροδίτη θα του μιλούσε γι' αυτό. Εκείνη είχε μείνει ξαπλωμένη να σκέφτεται, μα ο νους της ήταν μπερδεμένος. Η σκληρή πραγματικότητα άφηνε λίγα περιθώρια για ρομαντισμό ή ακόμη και για εκλογικεύσεις. Ο Φίλιμπερτ ήταν ο πρώτος άνδρας που την είχε πλησιάσει περισσότερο από κάθε άλλο, μα όταν γνώρισε τον Άρτουρ, περίεργα συναισθήματα ξεπήδησαν και μάλιστα πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις. Από τον φόβο, στην αντιπάθεια και έπειτα στην άρνηση.Κάποιες στιγμές δίπλα του ήταν αφύσικα τρυφερές. Της άρεσε εκείνη η πλευρά του που έριχνε τα τείχη της. Εκείνη που μπροστά της μετατρεπόταν σε παιδί αβοήθητο. Έτσι, δεν την έπνιγε η δύναμη και η εξουσία του, μήτε εκείνη η απαίσια στολή των φονικών επιλογών του. Της άρεσε όταν αφηνόταν στα χέρια της, έρμαιο της πρωτοβουλίας της. Το φιλί του ερχόταν σε βροντερή αντίθεση με τη θέση που είχε. Έκρυβε μία παιδικότητα, μία αθωότητα που ένας άνδρας των Ες-Ες είχε μάλλον απωλέσει σαν τη χειρότερη κατάρα.Έπιανε τώρα τον εαυτό της να παίζει τη σκηνή του φιλιού, ξανά και ξανά στο μυαλό της. Ήταν και το μόνο όμορφο δευτερόλεπτο που δεν περιλάμβανε βία, ουρλιαχτά, κλάμα και ταπείνωση.

***

Ο παγωμένος αέρας που μύριζε κάρβουνο ήταν καλοδεχούμενος. Έτσι και αλλιώς ο Κάσπαρ δεν άντεχε να ακούει τα ζωώδη βογκητά της Τερέζ. Υπήρχαν στιγμές που λυπόταν για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Αννίκα, μα τα χρόνια αυτά δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για ενσυναίσθηση. Φτάνοντας σε ένα πάρκο, το Πλάντι, για λίγο κοντοστάθηκε παρατηρώντας τους γυμνούς κορμούς των δέντρων. Όλα ζωγράφιζαν με τον τρόπο τους μία κατήφεια. Προχωρώντας λίγο ακόμη και απομακρυνόμενος από το πάρκο, υπήρχε ένας δρόμος που οδηγούσε νότια προς το ποτάμι. Περπάτησε για λίγο κατά μήκος των παρυφών του Καζιμιέρζ, της εβραϊκής συνοικίας. Για λίγο προσπάθησε να το πλάσει διαφορετικά στη φαντασία του, να το αναστηλώσει και ας μην το είχε δει ποτέ του. Φανταζόταν άνδρες να φορούν ψηλά μαύρα καπέλα, ενώ ταυτόχρονα επεξεργαζόταν τα εβραϊκά γράμματα στις βιτρίνες των μαγαζιών. Τίποτε δεν ήξερε για ανθρώπους σαν εκείνον. Του φαίνονταν όλα αυτά τόσο ξένα, παράταιρα ίσως. Ένας πολιτισμός που του είχε γυρίσει την πλάτη. Πέρασε μπροστά από ένα μαγαζί που κάποτε ήταν φούρνος. Το χαλά, το εβραϊκό ψωμί, ευωδιαστό θα σκορπούσε προσμονή και χαμόγελα.

Όλα είχαν χαθεί πια, καθώς οι Γερμανοί εξανάγκασαν τους Εβραίους να μεταφερθούν στο γκέτο του Ποντγκόρζε. Τα μαγαζιά εγκαταλείφθηκαν, οι βιτρίνες σαν φαντάσματα έστεκαν εγκαταλελειμμένες και σπασμένες. Οι συναγωγές που επί αιώνες γέμιζαν πιστούς τα πρωινά του Σαββάτου, ήταν τώρα παγωμένες και άδειες. Όλες αυτές οι εικόνες βάρυναν τους ώμους του και το μυστικό του έμοιαζε δυσβάσταχτο.

«Μου λείπεις τόσο πολύ...»παραδέχτηκε φωναχτά καθώς στεκόταν τώρα στη βάση μίας γέφυρας, που εκτεινόταν πάνω από τον Βιστούλα.

Πίσω από τον ώμο του, ορθωνόταν το κάστρο Βάβελ, η αλλοτινή έδρα της πολωνικής μοναρχίας. Η Αννίκα που τον είχε ακολουθήσει, είχε μία ανάμνηση από εκείνο το σημείο. Θυμόταν πως βάρκες βρίσκονταν συναγμένες εκεί κοντά και άνθρωποι του μουσείου μετακινούσαν κρυφά τους εθνικούς θησαυρούς της χώρας. Στο βάθος βρισκόταν το σκοτεινό Ντέμπνικι και το σημείο εκείνο του υπόνομου, όπου ήταν βέβαιος πως κάτι είχε δει. Ο υπόνομος στην ουσία εκτεινόταν κατά μήκος όλης της πόλης και τελείωνε στον ποταμό Βιστούλα. Την είσοδο φρουρούσαν Γερμανοί στρατιώτες. Δεν επιθυμούσε με τίποτε να τραβήξει την προσοχή τους. Το γκέτο των Εβραίων είχε αρχίσει να αδειάζει και σύντομα όλοι θα οδηγούνταν στον θάνατο. Σαν έφτασε πάνω από τη σχάρα, έριξε μία γρήγορη ματιά τριγύρω και κατόπιν προσπάθησε να την ξεκολλήσει. Στην αρχή δεν μετακινήθηκε, μα ο Κάσπαρ επέμεινε, ώσπου κατόρθωσε να τη σπρώξει. Με την καρδιά του να βροντοχτυπά, πήδηξε μέσα.

Ο θόρυβος ωστόσο τίναξε επάνω τον Γιάεν που πάλευε να κοιμηθεί επάνω σε μία υγρή, ξύλινη σανίδα. Το νερό διαρκώς μούσκευε τα παπούτσια του όσο και αν προσπαθούσε να τα κρατήσει στεγνά. Ήταν τελείως νηστικός όπως όλοι. Ο θόρυβος της σχάρας όμως, έκανε τους ανθρώπους να μαζευτούν σε μία γωνία, εκτός από εκείνον και τον Φρανκ.

«Μας ανακάλυψαν!» ξεκίνησε να τρέμει η Έμμα «Δεν έχουμε πουθενά να πάμε! Έχουμε παγιδευτεί!»

«Σταμάτα Εμ. Μείνετε εδώ! Θα πάμε να δούμε και έχουμε μαζί μας έστω κάτι αιχμηρό» της είπε ο Γιάεν.

Μαζί με τον φίλο του, βάδισαν πολύ προσεκτικά όταν είδαν τη σκιά του Κάσπαρ.

«Σκατά!Είναι γερμανός στρατιώτης! Γαμώτο! Δεν γίνεται να τον αφήσουμε να φύγει ζωντανός» τραύλιζε ο Φρανκ και ο Γιάεν ετοιμάστηκε μέσα στο σκοτάδι να επιτεθεί. Ταυτόχρονα τον ανακάλυψε και ο Κάσπαρ που τινάχτηκε μπροστά του σημαδεύοντας τον. Ο Γιάεν τρελαμένος όρμησε μπροστά και οι δυο τους παραλίγο να καταλήξουν στο ρέμα του υπόνομου, όταν στο αχνό φως του μισοφέγγαρου, ο Κάσπαρ τον αναγνώρισε.

«Γιάεν; Γιάεν!» του φώναξε και ο νεαρός μαζεύτηκε πίσω με βλέμμα που καθρέπτιζε την οργή. Για λίγο κοντοστάθηκε προσπαθώντας να τον διακρίνει καλύτερα και τότε, ευθύς του έπεσε το αιχμηρό αντικείμενο από το χέρι.

«Κ-Κάσπαρ; Τι...τι κάνεις; Πώς;»

«Δεν το πιστεύω πως ήσουν εσύ η σκιά που είδα εδώ κοντά στη σχάρα»

«Η σκιά που...» σκέφτηκε για λίγο «Η Έμμα...»Τα οργισμένα μάτια του μαλάκωσαν, μα δεν εγκατέλειψαν λεπτό τη φιγούρα του παλαιού του γνωστού. «Δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ» του είπε ψυχρά.

«Είστε και άλλοι εδώ; Και τι τρώτε;»

«Τίποτε. Ωστόσο, πώς γνωρίζεις αυτόν τον Ναζί αξιωματικό Γιάεν;» τον ρώτησε ο Φρανκ.

«Έμενε στο απέναντι ορφανοτροφείο και...κάποτε κάναμε παρέα» Πήρε μία ανάσα «Μην πεις...»

«Δεν θα πω τίποτε. Όμως είστε νηστικοί» Οι υπόλοιποι άκουσαν τις ομιλίες στα γερμανικά και εμφανίστηκαν. Άπαντες κοίταξαν τον Κάσπαρ με τρόμο «Γεια» χαιρέτησε κοφτά και η έγκυος γυναίκα λιποθύμησε «Θεέ μου! Έχετε και ετοιμόγεννη;»

«Αυτή είναι η αξία των Εβραίων. Όσο των σκουληκιών» του έφτυσε ο Φρανκ.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top