Ελπίδες που καταρρέουν/part 4

Η Ελένη, γερασμένη πια, με μία καρδιά ραγισμένη, διατηρούσε την ελπίδα πως ίσως ζούσε το άλλο της αγόρι, ο Κάσπαρ. Αυτά τα παιδιά, τα είχε μεγαλώσει σχεδόν, με πολύ αγάπη και τώρα, εξαιτίας των πολιτικών εξελίξεων, ο κόσμος θα ήθελε να τα λιντσάρει. Εκείνη τι ελπίδες είχε; Για λίγο συλλογίστηκε την ιστορία του οικογενειακού δράματος του Φίλιμπερτ. Τρία αδέρφια που μεγάλωσαν χώρια. Το ένα σε ορφανοτροφείο, το άλλο σε Κολαστήριο και ο τρίτος αδερφός, μακριά, χαμένος στα βάθη της Σοβιετικής Ένωσης. Τον κοίταξε μία τελευταία φορά, πολύ προσεκτικά, σαν να προσπαθούσε να βρει διαφορές. Ο Μιχαήλ, γνωρίζοντας τον εαυτό του καλά, ήξερε πως με τον Άρτουρ θα υπήρχε στα σίγουρα μία διαφορά και δεν ήταν άλλη από μία καστανή, μικρή κηλίδα στο αριστερό γαλανό του μάτι, το οποίο έμοιαζε σαν να έχει μία μικρή διχρωμία. Είδε την Ελένη να τον αποχαιρετά και να απομακρύνεται. Μόλις χάθηκε από το οπτικό του πεδίο, μαζί με τους δύο νεαρούς, κατευθύνθηκε προς το ίδρυμα όπου είχε κάποτε μεγαλώσει ο Φίλιμπερτ. Δεν θέλησε να μπει στο εσωτερικό, απλώς έμεινε να κοιτάζει σκυθρωπός το κτήριο και από απέναντι, το καμένο εβραϊκό ορφανοτροφείο.

«Θέλω να φύγουμε. Θέλω να πάμε πίσω στο χωριό σου. Η φύση με ηρεμεί και νομίζω πως το χρειάζομαι»

Ο Βέρνερ έγνεψε θετικά. Για λίγο σκέφτηκε τη Σχολή του, των Ελεύθερων Σκοπευτών. Πώς είχε ξεκινήσει και πού είχε φτάσει; Το βέβαιο ήταν πως δεν το είχε μετανιώσει. Πλέον, ακόμη και η Σχολή φάνταζε με ειρωνικό, κακόγουστο αστείο. Όλα αυτά τα νέα παιδιά που εκπαιδεύονταν για να επενδυθούν με την ανάλογη περηφάνια και το θάρρος, δεν είχαν ιδέα πως κατέληγαν σε μία Κόλαση που θα τους άφηνε αν όχι σωματικά ανάπηρους, τότε ψυχικά ανάπηρους για πάντα. Γιατί ο πόλεμος δεν μπορεί ποτέ να έχει θετική κατάληξη, αφού αφαιρούνται ζωές. Καμία δολοφονία δεν είναι θεάρεστη μήτε λόγος για να χαίρεται ο νικητής. Όταν έφτασαν πια, είχε νυχτώσει και ο Άλμπερτ θα επέστρεφε στο δικό του σπίτι. Απέναντι ακριβώς, όπου είχαν ακουστεί τα κακά μαντάτα, η μονοκατοικία είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Μία μάνα θα θρηνούσε το παιδί της και ο θρήνος αυτός, δεν είχε την όψη μίας φυλής, ούτε την αξία μίας καταγωγής. Έβγαινε από ανθρώπινα σπλάχνα. Απλώς ανθρώπινα. Ο Μίσα είχε τώρα αρχίσει να αντιλαμβάνεται αυτή τη διαφορά. Τώρα που απομακρύνθηκε από το μίσος, τώρα που βάδισε στα παπούτσια της χώρας που μισούσε και τώρα που κατόρθωσε να διαβάσει την ιστορία των αδερφών του. Ο Άλμπερτ τον κοίταξε με ένα βλέμμα που υποδήλωνε θλίψη, νοσταλγία, ίσως πίκρα. Πόσο τρελό θα ήταν να έβγαιναν όλοι αυτοί στο μέτωπο με σκοπό να αλληλοσκοτωθούν;

Ο Άλμπερτ δεν ήξερε πώς θα έπρεπε να αντιδράσει. Χαιρέτησε τον Μιχαήλ με ένα αμήχανο χαμόγελο, παίρνοντας τον δρόμο προς το σπίτι. Μπροστά του ο ήλιος βασίλευε και οι κορυφές των δέντρων φιλούσαν έναν αιματοβαμμένο ουρανό, που έμοιαζε ειρηνικός σε αυτό το σημείο του πλανήτη. Ο Μιχαήλ άρχισε να τρέχει με κατεύθυνση το δασάκι που στην ουσία περιτριγύριζε το χωριό. Κατόπιν, τα βήματά του σταμάτησαν και έγιναν αργά. Κάθισε οκλαδόν, στη μέση του πουθενά, σε ένα σημείο παρθένο και απάτητο. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να ηρεμήσει. Όταν τα άνοιξε ξανά, το σκοτάδι ετοιμαζόταν να επικρατήσει. Κοίταξε τα χέρια του, τα οποία τώρα έμοιαζαν βουτηγμένα στο αίμα. Τύψεις δεν θα έπρεπε να έχει, στην τελική δεν το είχε επιλέξει, απλώς υπερασπιζόταν την πατρίδα και τον εαυτό του. Το αίμα όμως είναι αίμα και κάθε ψυχή που χάνεται, στις πλάτες ενός ανθρώπου με συνείδηση, βαραίνει ολοένα και περισσότερο. Κοίταξε τον ουρανό. Δεν είχε προσευχηθεί ποτέ του. Πίστευε πως οι άνθρωποι όλων των θρησκειών, περίμεναν έναν λυτρωτή με διαφορετικό όνομα ο καθένας, να λύσει τα προβλήματα τα δικά τους και του κόσμου, τη στιγμή που ίσως θα έπρεπε να παλέψουν οι ίδιοι να τα λύσουν.

Ο Βέρνερ δεν τον καρτερούσε. Τον είχε πλέον μάθει πολύ καλά. Είχε μάθει να αφουγκράζεται τις σιωπές του και τις αντιδράσεις του. Από τότε που βρέθηκε στο μέτωπο με σκοπό να τον σκοτώσει, ο Βέρνερ προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τις κινήσεις του. Γι' αυτό, φτάνοντας στο σήμερα, είχε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για εκείνον από ότι οι άλλοι. Από αύριο η άδεια έπαυε και η καθημερινότητα θα κατρακυλούσε ξανά στα εφιαλτικά επίπεδα. Ο Βέρνερ για λίγο περπάτησε στο χωριό. Οι κάτοικοι που τριγυρνούσαν ήταν λιγοστοί, μα καθώς τον γνώριζαν, τον ρωτούσαν για τα νέα του μετώπου και για την ολοκλήρωση της αποστολής του. Ήθελε να τους πει την αλήθεια. Πως η ήττα της Γερμανίας διαγραφόταν ξεκάθαρα στον ορίζοντα και πως σύντομα, οι συνέπειες θα ήταν τόσο μεγάλες που κανείς δεν θα μπορούσε να τις φανταστεί. Θα βιάζονταν και θα σφαγιάζονταν ομαδικά οι γυναίκες τους, όπως ακριβώς είχε πράξει και ο στρατός τους.

Στη γωνία, βρισκόταν ο φούρνος εκείνος που ανήκε σε έναν Εβραίο πατέρα και τον γιο του. Πλέον, παρέμενε κλειστός, η τζαμαρία ήταν σπασμένη και ιστοί από αράχνες πλαισίωναν την ανατριχιαστική εικόνα της εγκατάλειψης. Ο Βέρνερ εισήλθε και άφησε ένα λουλούδι που είχε κόψει από ένα παρτέρι. Γιατί όλοι λίγο ή πολύ γνώριζαν τι απογίνονταν οι άνθρωποι αυτοί που έφευγαν για τα ανατολικά. Θανατώνονταν υπό απάνθρωπες συνθήκες. Οι Γερμανοί όμως δεν το συζητούσαν ποτέ αυτό. Σαν να πίστευαν πως με αυτόν τον τρόπο ξόρκιζαν κάποιο κακό. Στο σπίτι, η μητέρα του τακτοποιούσε την κουζίνα, έχοντας αφήσει δύο πιάτα με φαγητό. Είχε γυρισμένη την πλάτη της στην πόρτα και ο Βέρνερ ήξερε πως κάθε φορά που γινόταν αυτό σήμαινε πως έκλαιγε. Πάντα σιωπηλά γιατί δεν ήθελε να τον στεναχωρεί.

«Μην πας. Μη φύγεις αύριο και ορκίζομαι πως θα βρω έναν τρόπο να σε κρύψω. Ακόμη και αν έρθουν εδώ αυτοί οι δολοφόνοι, ακόμη και αν απειλήσουν να με σκοτώσουν ή να με βασανίσουν, σου ορκίζομαι πως δεν θα αποκαλύψω τίποτε. Το μόνο που θέλω στη ζωή μου, είναι να ζήσεις και να ζήσεις ελεύθερος μία μέρα. Δεν σε έφερα στον κόσμο για να σε θυσιάσω σε κανέναν ναζιστικό βωμό. Ήδη θυσιάστηκε το ένα μου παιδί, ο Ζεπ μου, δεν θα το επιτρέψω δεύτερη φορά»

Ο Βέρνερ γνώριζε καλά πως οι δυο τους είχαν μία ιδιαίτερη σχέση και πως του είχε πάντα μία αδυναμία περισσότερη από τον Ζεπ.

«Όλα καλά θα πάνε» την αγκάλιασε και ας μην το πίστευε.

«Ο Μίσα; Βρήκε όσα αναζητούσε;»

«Και κάτι παραπάνω. Τον άφησα να τα διαχειριστεί»

Τη στιγμή εκείνη, τον είδαν να εισέρχεται φανερά καταβεβλημένος. Διστακτικά και αμίλητα, πλησίασε και δίχως να το σκεφτεί, χώθηκε στη μητρική αγκαλιά. Γιατί για εκείνον, δεν μπορούσε να πει το πώς, η μητέρα του Βέρνερ ήταν το καταφύγιό του και ο ίδιος ο Βέρνερ, κάτι σαν μεγαλύτερος ίσως αδερφός. Η γυναίκα τον αγκάλιασε σφιχτά. Ένιωσε την καρδιά του να επιβραδύνει, σημάδι πως το άγχος υποχωρούσε.

«Σε ευχαριστώ» της είπε στα ρωσικά «Ντ...ντάνκε» ψιθύρισε μετά και δεν ήταν βέβαιος αν όλο αυτό είχε ακουστεί λάθος ή σωστό.

Εκείνο το βράδυ, το τελευταίο του, δυσκολεύτηκε να κοιμηθεί. Στο μυαλό του διαρκώς σχηματιζόταν η εικόνα του αδερφού του. Όπως πάντα δεν κοιμήθηκε μόνος, μα είχε κυριολεκτικά στρυμωχτεί στο πλευρό του Βέρνερ που δυσκολευόταν και εκείνος. Το χέρι του που είχε τραυματιστεί εξακολουθούσε να πονά, παρά το γεγονός πως το τραύμα αργά επουλωνόταν. Ταυτόχρονα, άλλαξαν και οι δύο πλευρό, μένοντας στο τέλος να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε και στους δύο.

«Αυτό που κάναμε ίσως ήταν τρελό» ξεκίνησε ο Βέρνερ.

«Ήταν σωστό. Δεν είμαστε εμείς αυτοί που θέλουμε να αλληλοεξοντωθούμε. Άλλοι θέλουν και πίστεψέ με, αυτοί περνούν μία χαρά. Σπίτι τους, καλοταϊσμένοι και τα νιάτα χάνονται. Φυσικά και αγαπώ τη Ρωσία, είναι η πατρίδα μου και αυτό δεν θα πάψει, μα δεν αγαπώ να σκοτώνω»

«Πρέπει να κοιμηθούμε. Θα είναι και η τελευταία φορά που θα έχουμε την πολυτέλεια της ησυχίας και ασφάλειας. Εγώ, ίσως και να μην επιστρέψω ποτέ ξανά εδώ»

«Θα σε προσέχω εγώ. Θα βρούμε μία λύση»

Ο Βέρνερ γέλασε.

«Αν δεν ήσουν άνδρας και δεν φοβόμουν μήπως ακουστώ παράλογος, θα έλεγα πως σε αγαπώ»

Ο Μίσα γέλασε και εκείνος.

«Και εγώ νομίζω πως νιώθω το ίδιο και ας είμαι άνδρας και ας μην το έχω πει ούτε σε γυναίκα, εκτός ίσως από τον Λεβ»

Ο ένας ακούμπησε τον άλλο και κάπως έτσι ο ύπνος τους τύλιξε, ασφαλείς για τελευταία φορά.

Στην άλλη άκρη του κόσμου, η Αφροδίτη έχοντας βγει από το κτήριο, προσπάθησε να συναντήσει τον Άρτουρ που ήταν κλεισμένος για μέρες σε ένα ερείπιο. Βρισκόταν καθισμένος κοντά σε ένα παράθυρο, βιώνοντας μία απεριόριστη μοναξιά. Ήταν αλήθεια όμως. Δεν είχε κανέναν. Κανέναν, εκτός από εκείνη. Η κοπέλα ήθελε να είναι τρομερά προσεκτική. Αν κάποιο μάτι την εντόπιζε θα έβρισκε τον μπελά της. Ο Άρτουρ πάλι βρισκόταν στα όρια του να παραδοθεί στην τρέλα. Όσο βρισκόταν μόνος του, αναμοχλεύοντας τα εγκλήματά του, τόσο στη μνήμη του έφερνε τον ήχο από τις τελευταίες κραυγές των θυμάτων του. Ικεσίες, σιγανοί λυγμοί, βίαιες ανάσες. Ήταν ένας δολοφόνος. Ένα προβληματικό αγόρι που για να επιβιώσει πούλησε την ψυχή του στον διάβολο. Και όμως, είχε εμφανιστεί στη ζωή του και ένας Άγγελος, τον οποίο θεωρούσε πως δεν άξιζε. Στο σπίτι όπου έκαναν έρωτα, λίγα μέτρα πιο πίσω λυσσομανούσε ο θάνατος. Και ο Άρτουρ δεν άντεχε πια να περιτριγυρίζεται από αυτόν.

Ακούγοντας ένα σούρσιμο στην πόρτα, κόλλησε στον τοίχο αρπάζοντας το όπλο του σαν ένα κοινό αγρίμι. Μέσα στο σκοτάδι, διέκρινε τη φιγούρα της Αφροδίτης να εισέρχεται στα κλεφτά από μία πόρτα που ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Ευθύς τον πλησίασε και εκείνος άνοιξε τα χέρια του για να την κλείσει στην αγκαλιά του.

«Μου είχες λείψει τόσο πολύ» του ψιθύρισε λαχανιασμένα και ένιωσε έστω και με τόσες κακουχίες, μία ανδρική μυρωδιά γνώριμη.

«Αγάπη μου» απάντησε «Τι έκανα για να σου αξίζω; Τι έκανα για να βρίσκεσαι τόσα χιλιόμετρα μακριά από την οικογένειά σου; Μαζί μου, μέσα στον κίνδυνο;»

«Η καρδιά μου σε επέλεξε. Ίσως ήδη από τότε που κατά λάθος βρέθηκα σπίτι και τελείως κατά λάθος στην καρδιά σου. Τότε που με πήγες στην ταράτσα εκείνου του κτηρίου και λίγο μου ανοίχτηκες, ήξερα πως σε ήθελα δίπλα μου. Ακόμη σε θέλω και ονειρεύομαι την μέρα που θα ζήσουμε μαζί»

«Εσύ, εγώ και ο Λευτέρης» την φίλησε απαλά στα χείλη και την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του. «Αλήθεια, σκέφτηκες ποτέ το ενδεχόμενο να κάνεις άλλο παιδί;»

«Μετά από εκείνη τη μοιραία νύχτα, είχα σιχαθεί ακόμη και την ιδέα του έρωτα. Όμως με τα χρόνια και έπειτα με τη γνωριμία μου με τον αδερφό σου, άρχισα να νιώθω πως δεν είναι όλοι οι άνδρες αδίστακτοι, όπως εκείνος...ο διάβολος. Έβλεπα τον Στέφανο και τους φίλους μας και ένιωθα την καλοσύνη τους. Όταν όμως εμφανίστηκες εσύ, ξύπνησες κάποια στιγμή αυτό που κοιμόταν. Τον έρωτα. Μόλις ξεπέρασα τον φόβο μου δηλαδή» μειδίασε.

«Ώστε, ήμουν τόσο τρομακτικός;» την πείραξε.

«Ήσουν»

«Αυτό διορθώνεται» της απάντησε και επιτέθηκε στα χείλη της. Τα χέρια του με πόθο όργωσαν το κορμί της, κρύφτηκαν κάτω από τα ρούχα της, χαϊδεύοντας την τρυφερή της σάρκα. Ήθελε να την γευτεί, ήθελε να την νιώσει, τώρα που είχε μάθει πώς να κάνει έρωτα. Αργά της αφαίρεσε τα ρούχα και το ίδιο έκανε με τα δικά του. Κάθισε επάνω στο πανωφόρι του και την τράβηξε απαλά. Τα πόδια της τα αδύνατα τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση του. Προτού να κάνουν έρωτα, εκείνος για ακόμη μία φορά χρησιμοποίησε τις προφυλάξεις με τις οποίες είχαν όλοι τους προμηθευτεί. «Ξέρεις, θα ήθελα και εγώ να αποκτήσουμε ένα δικό μας παιδί. Ένα αδερφάκι για τον Λευτέρη. Ονειρευόμουν να ήταν κόρη και να την είχα όλη μέρα μαζί μου, να την φρόντιζα και να την υπερασπιζόμουν. Και γιος να ήταν όμως, θα πλάθαμε μαζί αυτή τη σχέση που στερήθηκα. Τη μαγεία της ύπαρξης ενός πατέρα που θα τον λατρεύει. Απόψε όμως θα λάβουμε προφυλάξεις. Δεν θέλω να συμβεί ατύχημα, στο έχω ξαναπεί. Όταν θα αποφασίσουμε να φέρουμε παιδί στον κόσμο, θα ήμαστε στο δικό μας σπίτι, ασφαλείς και εγώ θα είμαι δίπλα σου, αν ζήσω»

Τον ένιωσε να την κατακτά λαίμαργα. Ένα ελαφρύ βογγητό δραπέτευσε από τα χείλη της.

«Συγγνώμη, βιάστηκα»

Δεν του απάντησε. Σύντομα ο μικρός πόνος μετατράπηκε σε απόλαυση και όλα έσβησαν από γύρω τους. Ήταν μόνοι, ένα βράδυ φθινοπώρου, εφοδιασμένοι με όνειρα και έρωτα και ας παραφυλούσε έξω ο θάνατος και μόνο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top