Ελπίδες που καταρρέουν/ part 1
Αθήνα
Ποτέ του δεν πίστευε πως θα άκουγε τον παφλασμό των κυμάτων ξανά που πολεμούσαν πάντοτε με τη στεριά για την κυριαρχία τους. Μία μεγάλη προσευχή από τα βάθη της καρδιάς του για τη σωτηρία τους, σαν πάχνη αχνή είχε ανυψωθεί και είχε στα σίγουρα φτάσει στα αφτιά του Θεού. Τα αστέρια εκείνο το βράδυ έφεγγαν σιωπηλά, καθησυχαστικά όπως χιλιάδες χρόνια τώρα, όπως όταν ήταν παιδί και τα μετρούσε μαζί με τον πατέρα του, τον θείο και την ξαδέρφη του. Αγαπούσαν αυτό το θέαμα και μάλιστα ο Σοφοκλής και ο Παύλος, έντυναν το ουράνιο φαινόμενο με μύθους για τέρατα και νύμφες και ήρωες μυθικούς, για το άπειρο και τι θα μπορούσε να κρύβει. Έγερναν το κεφαλάκι τους στην αγκαλιά των πατεράδων, ακούγοντας το καθησυχαστικό νανούρισμα των κυμάτων τις φορές που πήγαιναν βόλτα σιμά στη θάλασσα, με το χλωμό φως του φεγγαριού για συνοδεία. Πλέον δεν ήταν παιδιά και η Αφροδίτη δεν ήταν μαζί τους. Η όμορφη οικογένειά τους είχε διαλυθεί και το καταφύγιό του, έσταζε. Δεν είχε πια οροφή να τον σκεπάζει.
Πισοπεθαμένοι από την κούραση, εκείνος και ο Σάββας μέρες ταξίδευαν, ώσπου το τρένο δέχτηκε επίθεση και εκείνοι βρέθηκαν κοντά στη Λάρισα, να παλεύουν να ανακαλύψουν τρόπους να φτάσουν μέχρι την πολύπαθη Αθήνα. Οι λιωμένες τους αρβύλες ήταν ανίκανες να τους προστατέψουν πια και τώρα οι δυο τους, καθισμένοι σε μία αμμουδιά λίγο έξω από το κέντρο της πρωτεύουσας, πάσχιζαν να βρουν το φως της ελπίδας. Με τις μουσκεμένες τους ψυχές ριγμένες στην άμμο, βαστούσαν ο ένας το χέρι του άλλου. Το στόμα τους ήταν ολόξερο. Μονάχα μερικά δάκρυα μούσκευαν τα μάγουλά τους.
«Οι άνδρες δεν κλαίνε» μουρμούρισε ο Σάββας θέλοντας να γελάσει.
«Η αλμύρα μπήκε στο μάτι μου» απάντησε ο Στέφανος και με κόπο σηκώθηκε. Μπροστά του, στάθηκε και ο παιδικός του φίλος τρεκλίζοντας.
«Έτσι θα έπρεπε να είναι η επιστροφή στην πατρίδα; Να μοιάζει με κόμπο στον λαιμό; Με αγωνία;»
«Τι θα πω στον θείο μου; Τι θα πω ακόμη και στον πατέρα μου; Πως επέστρεψα δίχως εκείνη γιατί....»
«Δεν μπορείς ούτε να το ξεστομίσεις»
«Δεν μπορώ να το καταλάβω. Εδώ είχε την οικογένεια και το παιδί της. Έμεινε γιατί είδε αυτόν χτυπημένο. Ο άνδρας αυτός όμως δεν είναι καν ένας απλός στρατιώτης. Δούλευε για την Γκεστάπο και εκπαιδεύτηκε στα Ες-Ες. Γνωρίζεις πολύ καλά πως είναι ανάλγητοι και αυτός...»
«Ο Άρτουρ έχει προβλήματα Στέφανε, ψυχολογικά. Όμως νομίζω πως δεν είναι κακός. Μου έβγαλε την ταυτότητα, με φιλοξένησε στο σπίτι στην Πολωνία, όταν με βάση αυτό που είναι, εγώ θα έπρεπε να είμαι νεκρός. Αγαπά την Αφροδίτη, ωστόσο σε καταλαβαίνω»
«Σάββα, γνωρίζεις πόσο πολύ λατρεύω την Αφροδίτη. Για την ακρίβεια είναι σαν αδερφή μου. Θέλω το καλύτερο, θέλω να ευτυχίσει. Πώς θα ευτυχίσει μαζί του; Αυτή τη στιγμή βρίσκεται πλάι σε έναν άνδρα που είναι ένας από τους χειρότερους και πιο αμείλικτους εχθρούς της ανθρωπότητας. Αν κάποιος τους βρει, θα την σκοτώσει και μόνο γιατί είναι μαζί του. Αν ερωτευόταν ένα παλικάρι από την Ελλάδα, ή έναν άλλο ευρωπαίο που δεν είναι με το μέρος των Ναζί, τώρα δεν θα έκανα έτσι. Ποια κοινωνία θα τους δεχτεί, μου λες;»
Πήραν τον δρόμο για το κέντρο με φόβο. Όχι αυτόν των κατακτητών, αλλά των ανθρώπων που άφησαν πίσω τους.
«Πόσο πεθύμησα το σπίτι μου!» αναστέναξε ο Σάββας, όμως δεν είχε ιδέα πως πίσω δεν θα έβρισκε κανέναν.
Μήτε τους γονείς, μήτε τα αδέρφια του. Θα έμπαινε σε ένα φτωχικό, αδειανό σπίτι, με λεκέδες αίματος στα πατώματα, δίχως κανένα απολύτως σημάδι ζωής. Τους πήραν. Έτσι ειπώθηκε από τους γείτονες και άξαφνα έμεινε ολομόναχος σε μία Αθήνα εκτεθειμένη στο μένος των Γερμανών. Μήνες ταξίδευαν καθώς οι καθυστερήσεις ήταν πολλές και οι στάσεις στην Ελλάδα ατελείωτες, όπως και οι αναποδιές. Οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει, οι φαντάροι τους τρομαγμένοι πουλούσαν τα όπλα τους στις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις και οι Γερμανοί έμοιαζαν ασυγκράτητοι. Ο Στέφανος τώρα ανηφόριζε προς το σπίτι του με την καρδιά του να χτυπά μέσα στο ίδιο του το κεφάλι. Έφυγε σχεδόν νεαρό παλικάρι για τα βουνά και τώρα έμοιαζε με αποκαμωμένο γέροντα, ανήμπορο και κουρασμένο από τα δεινά που τον είχαν βρει. Ο πόνος του από το πληγωμένο του πόδι τον έκαιγε. Με το ζόρι έσερνε το κουρασμένο του κουφάρι, όμως έπρεπε να φτάσει, παρά το αφόρητο βάρος που ήταν για εκείνον η ίδια του η ζωή. Τα πόδια του βάδιζαν από μόνα τους, ώσπου κατόρθωσε να δει τα σπίτια του στο βάθος. Το δικό του και της Αφροδίτης. Η καρδιά του σταμάτησε. Έμεινε εκεί, μπροστά στα δύο σπίτια να κλαίει με λυγμούς σαν μικρό παιδί, ώσπου ένα αγόρι γύρω στα έξι, ένα αγόρι με πρόσωπο γνώριμο τον πλησίασε.
«Κύριε, είστε καλά;»
Μα για πότε είχε κιόλας ξημερώσει; Πριν λίγο μετρούσαν τα άστρα με τον Σάββα. Τα καστανά του μάτια κοίταξαν τον μικρό. Τα χείλη του τρεμούλιασαν.
«Λευτέρη; Δεν...δεν με γνώρισες;» τα γένια του είχαν μακρύνει και αγρίευαν το πρόσωπό του.
«Θείε Στέφανε!» έπεσε στην αγκαλιά του «Ήρθες! Νόμιζα πως δεν θα σε έβλεπα ξανά!» γύρισε για λίγο το κεφάλι του δεξιά και αριστερά «Η μαμά; Πες μου την αλήθεια. Δεν θα γυρίσει, έτσι; Δεν είμαι πια μωρό, μπορώ να καταλάβω»
«Η μαμά σου είναι ζωντανή. Τη συνάντησα στην Πολωνία. Σου είχα υποσχεθεί πως θα την γλίτωνα και το έκανα»
«Και ο Άρτουρ το είχε υποσχεθεί»
«Λοιπόν, ο Άρτουρ είχε ένα ατύχημα. Η τρελή η μαμά σου έμεινε να βοηθήσει. Γι' αυτό....δεν ήρθε»
Ο μικρός προσπάθησε να σκεφτεί τα όσα είχε ακούσει. Σκόρπιες εικόνες πετάγονταν στο μυαλό του από έναν Άρτουρ που τον είχε παρηγορήσει στον κήπο με το γιασεμί ή που τον είχε σηκώσει ψηλά, λίγο άτσαλα, όταν είχε χαθεί στο κέντρο της Αθήνας.
«Ίσως γυρίσουν και οι δύο εδώ» απάντησε τελικά έπειτα από σκέψη και ο Στέφανος τινάχτηκε πίσω.
«Τι εννοείς;»
«Νομίζω πως στον Άρτουρ άρεσε η μαμά και εμένα με συμπαθούσε. Ίσως θα μπορούσε να μείνει μαζί μας. Θα ήθελα να έχω έναν πατέρα. Οι μπαμπάδες είναι δυνατοί και προστατεύουν τα παιδιά τους. Με τον Άρτουρ δεν φοβήθηκα ποτέ. Ήταν δυνατός και αν κάποιος με πείραζε θα του έδινε ένα μάθημα»
Ο Στέφανος χαμογέλασε δίχως να το σχολιάσει. Ο Λευτέρης έτρεχε μπροστά του, προς τη μεριά του σπιτιού. Πόσο είχε ψηλώσει; Ως και το χαμόγελό του είχε αλλάξει. Θύμιζε την Αφροδίτη. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του Παύλου, είδε τα φώτα σβηστά.
«Ο θείος;»
«Ο παππούς και εγώ μένουμε δίπλα στο σπίτι σου. Δεν θέλει να μένει μόνος και η θεία Δέσποινα τον κάνει χαρούμενο»
Μόλις άνοιξε η πόρτα και τον είδαν, τα ουρλιαχτά τους ακούστηκαν σε όλη τη γειτονιά. Είχαν αλλάξει και αυτό φαινόταν στα στεγνά τους πρόσωπα, από τα οποία έλειπε πλέον η χαρά και ο αυθορμητισμός. Μόλις είδαν τον Στέφανο, μία σπίθα ζωής εμφανίστηκε στα μάτια τους που τρεμόπαιξε για λίγο. Η μητέρα του τον αγκάλιασε σφιχτά, το ίδιο και ο πατέρας του. Ο θείος του πάλι, έμοιαζε σαν έναν γέροντα ογδόντα χρονών. Ως και η πλάτη του είχε καμπουριάσει, ξεθωριάζοντας το στητό του ανάστημα.
«Η Αφροδίτη είναι ζωντανή» τους πρόλαβε όλους, ωστόσο έπρεπε να κάνει έναν πρόλογο για να σκεφτεί τα υπόλοιπα, ώσπου ο Λευτέρης αποφάσισε να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση.
«Η μαμά όμως αγαπά και εκείνη τον Άρτουρ και έμεινε να τον βοηθήσει»
Σιωπή απλώθηκε τριγύρω και ο Στέφανος ένιωσε τον ιδρώτα να κυλά από το μέτωπό του.
«Τι λέει ο μικρός;» ακούστηκε η βραχνή φωνή του Παύλου.
«Λέει...»
«Στέφανε! Βρήκες την Αφροδίτη ή όχι;» ο θείος του για κάποιον λόγο είχε θολώσει.
«Τη βρήκα και την έσωσα από εκείνο το τρένο...Δηλαδή, βοήθησε πολύ και ο Άρτουρ. Μείναμε μαζί με τον Σάββα και εκείνη σε ένα σπίτι στην Πολωνία, ώσπου να βρεθεί τρόπος να φυγαδευτούμε. Ε, τότε η Αφροδίτη πήρε μία τρελή απόφαση να πηδήξει από το τρένο για να τρέξει στον τραυματισμένο Άρτουρ που μόλις είχαν πυροβολήσει»
Σιωπή πάλι.
«Στέφανε...τι λες;»
«Την αλήθεια...Τουλάχιστον είναι καλά...»
«Ήταν...Όταν την είδες τελευταία φορά! Τι έχει πάθει αυτό το παιδί; Τρελάθηκε; Είναι δυνατόν να μένει για έναν Ναζί εκεί και να μας γυρνάει την πλάτη; Και άσε μας εμάς! Έχει ένα παιδί εδώ!Δεν καταλαβαίνω...»
«Αδερφέ, μπορούμε να μιλήσουμε;» πετάχτηκε η Δέσποινα «Στέφανέ μου, κάνε ένα μπάνιο, ξυρίσου και ξεκουράσου. Οι προσευχές μου έπιασαν να σε δω να επιστρέφεις ξανά. Σοφοκλή, πάρε τον μικρό μαζί σου»
Μαζί με την αδερφή του βγήκαν έξω στο κήπο. Για λίγο βάδισαν αμίλητοι, με τον Παύλο να προσπαθεί να καταπιεί κάθε του πίκρα.
«Δεν έκανες τίποτε λάθος. Ίσως αν ζούσε η Μαργαρίτα να μπορούσε να σου εξηγήσει»
«Δεν καταλαβαίνω τίποτε»
«Η κόρη σου, ή καλύτερα η κόρη μας, γιατί έτσι την νιώθω, είχε μία τραυματική εμπειρία σε μία πολύ ευαίσθητη ηλικία. Δεν γνώρισε τον έρωτα, κλείστηκε στον εαυτό της και το χειρότερο από όλα ήταν πως βρέθηκε να μεγαλώνει ένα παιδί, το οποίο παράλληλα της θύμιζε και το συμβάν. Για πολλά χρόνια είχε φυλακίσει τον εαυτό της μέσα στους τέσσερις τοίχους, ώσπου, γνώρισε καινούργιους ανθρώπους και μαζί με αυτούς κάποια συναισθήματα αφυπνίστηκαν. Οι συγκυρίες ήταν λάθος, το ξέρω. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι κατακτητές, μα μην ξεχνάς πως κάτω από τη στολή, δεν είναι παρά νεαρά αγόρια, όπως τα δικά μας. Η κόρη σου φοβάμαι πως ερωτεύτηκε πολύ τον νεαρό Άρτουρ, μα και εκείνος έμοιαζε να νοιάζεται. Είναι τρελό, το ξέρω, είναι λάθος, ή τελοσπάντων, είναι το σωστό συναίσθημα, τη λάθος στιγμή. Γι' αυτό έμεινε. Γιατί αν επέστρεφε η καρδιά της πάλι θα ήταν μισή»
«Θα τον ξεχνούσε Δέσποινα! Αυτός δεν θα επιβίωνε, δεν θα επέστρεφε ποτέ! Η Αφροδίτη θα γνώριζε κάποια στιγμή ένα άλλο παλικάρι, σωστό και τίμιο, όποιο επέλεγε η καρδιά της και η ανάμνηση αυτού του Γερμανού θα ξεθώριαζε»
«Αν τελικά γυρνούσε εκείνος πίσω; Η Αφροδίτη θα τα διέλυε όλα;»
«Μιλάμε τελείως υποθετικά, Δέσποινα! Το παιδί μου είναι εκεί έξω!Τώρα δεν θα επιστρέψει ούτε αυτό! Τι θα κάνω;»
«Έχε πίστη»
«Την έχω χάσει! Θέλω το παιδί μου!»
«Θα γυρίσει, Παύλο. Το ξέρω και το νιώθω. Απλώς όταν θα γυρίσει δεν θα είναι μόνη της»
«Δέσποινα...»
«Είναι ερωτευμένη μαζί του. Λίγες φορές τους είχα δει, όμως κάτι τους συνδέει. Μακάρι να ξεφύγουν και οι δύο από τη λαίλαπα. Μακάρι να επιστρέψουν μία μέρα εδώ. Μπορεί να είναι και για καλό»
Μία τέτοια αποδοχή όμως δεν ήταν εύκολη. Τον Στέφανο τον ηρεμούσε η θάλασσα που ήταν μακριά από το κέντρο, όμως τώρα βρισκόταν στο σπίτι του Σάββα, στην παλιά του γειτονιά. Τα έπιπλα ήταν αναποδογυρισμένα και ο Σάββας καθισμένος στο σκονισμένο πάτωμα, σπάραζε στην αγκαλιά του φίλου του.
«Ας πέθαινα και εγώ μαζί τους! Ας πέθαινα!»
Τι είχαν απογίνει τα αδέρφια του; Οι γονείς του; Είχαν πονέσει; Είχαν φοβηθεί; Καλύτερα να μην επέστρεφε ποτέ, καλύτερα να έμενε σε εκείνο το αναθεματισμένο τρένο. Έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι για ώρα. Ο Στέφανος ήταν ό,τι του είχε απομείνει στη ζωή να του θυμίζει την ιστορία του. Εκείνος και η Ανδριανή. Φυσικά ο φίλος του δεν θα τον άφηνε μονάχο του. Δύο σπίτια υπήρχαν και αν ο θείος του έμενε στο δικό του, θα μπορούσαν να πάνε στης Αφροδίτης. Έπρεπε να περιποιηθούν τις πληγές του. Καθώς επέστρεφαν, είδαν μία φιγούρα να περιπλανιέται στα σκοτάδια, σαν να πάλευε να διακρίνει τους ανθρώπους. Ήταν η Ανδριανή και η καρδιά του Στέφανου βούλιαξε. Όλο αυτό του έμοιαζε τόσο κοντινό και τόσο μακρινό παράλληλα. Ένα τείχος είχε σηκωθεί ανάμεσά τους που ένιωθε πως ποτέ δεν θα έπεφτε.
«Στέφανε...γύρισες! Η Αφροδίτη;»
Το βλέμμα του ήταν ψυχρό, μα παράλληλα έκρυβε και πίκρα.
«Η Αφροδίτη όχι...είναι ζωντανή όμως...απλώς...δεν ξέρω...κυνηγά μάλλον αυτό που της λέει η καρδιά της. Αυτό που δεν σου είπε η δική σου καρδιά μάλλον»
«Δεν θέλω να είμαστε έτσι» στράφηκε προς τη μεριά του Σάββα και τον αγκάλιασε «Χαίρομαι τόσο που είσαι εδώ. Και οι δύο σας!»
«Δεν βρίσκω την οικογένειά μου»
«Ίσως τους φυγάδευσαν. Έχω ακούσει πολλές τέτοιες περιπτώσεις» πάλεψε να τον εμψυχώσει.
«Ή ίσως δικοί σου τους εκτέλεσαν, περνώντας τους για Ναζί»
«Στέφανε, δεν θα έκανα ποτέ κακό σε κανέναν»
«Ανδριανή, εδώ και μήνες ήσουν μία άλλη. Έριξες το βάρος σου στον αγώνα και από τη μία έκανες καλά, γιατί όλοι μας θέλουμε να δούμε τη χώρα μας ελεύθερη. Όμως εσύ, θυσίασες όλους εμάς μπροστά σε αυτό. Δεν κατάλαβες ποτέ πως οι ήρωες, δεν θα είναι μόνο όσοι φαίνονται. Υπάρχουν και οι ανώνυμοι. Τα πόδια μας έλιωσαν εκεί πάνω στα βουνά, όταν κληθήκαμε να πολεμήσουμε! Φτωχοί φαντάροι ήμασταν! Απλώς όταν επέστρεψα ήθελα να κρατήσω ζωντανή την οικογένειά μου και φυσικά να σταθώ δίπλα σου. Τελικά τα όνειρά μας δεν ήταν ποτέ κοινά. Ας τα αφήσουμε πίσω και ας μείνουμε δύο καλοί γνωστοί. Μεγαλώσαμε μαζί, εξάλλου»
Η Ανδριανή ξεφύσησε. Κατά βάθος ήξερε πως είχε κάνει λάθη. Ας ήταν. Σημασία είχε η κολλητή της. Στη θύμησή της χαμογέλασε. Ήταν γενναία τελικά. Διεκδικούσε το μονοπάτι της καρδιά της, ακόμη και αν αυτό θα την οδηγούσε ίσως στην καταστροφή.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top