Βυθισμένοι στο σκοτάδι/ part 1
Ζούσε κυριολεκτικά τις τελευταίες της στιγμές. Παρόλα αυτά δεν ήταν κάτι που την ενοχλούσε. Το τρένο, αντί να φτάσει στο στρατόπεδο, έκανε μία στάση λίγο πιο πριν. Η Αννελί έχοντας δίπλα της το νεκρό σώμα της αδερφής της, ένιωθε τάση για εμετό. Η μυρωδιά εκεί μέσα ήταν αφόρητη και όταν το τρένο σταμάτησε, έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πως θα προτιμούσε να πεθάνει. Εξάλλου, τα είχε χάσει όλα και μαζί και την ελπίδα της. Στην αποβάθρα, στέκονταν τα Ες-Ες μαζί με τα σκυλιά τους. Ουρλιαχτά ακούγονταν και γαυγίσματα όταν είδε την πόρτα του βαγονιού να ανοίγει και έναν να της ουρλιάζει να κατέβει. Καθώς γνώριζε πολύ καλά γερμανικά, έχοντας γεννηθεί και ζήσει ένα διάστημα σε μία χώρα που αποδείχτηκε καταραμένη, αντιλαμβανόταν πλήρως το περιεχόμενο των εντολών. Εκείνη, μαζί με μερικά ακόμη γυναικόπαιδα, συγκεντρώθηκαν σε μία άκρη. Το τρένο έπειτα από λίγη ώρα έφυγε με προορισμό την Κόλαση.
Της έκανε τρομερή εντύπωση το γεγονός πως οι γύρω της, αν και τρομαγμένοι, διατηρούσαν μία ηλίθια ελπίδα πως ίσως και να τη γλίτωναν. Όμως όχι. Οι Γερμανοί τους πίεσαν να προχωρήσουν βαθιά μέσα στο δάσος, με τη συνοδεία καμιονιών. Κατόπιν, φτάνοντας σε ένα σημείο, ορισμένοι διατάχθηκαν να σκάψουν. Τα πόδια της ξεκίνησαν να τρέμουν. Πόση αξία είχε η ζωή η ανθρώπινη; Συλλογίστηκε λίγο πριν το τέλος. Τόση, όσο το σώμα της αδερφής της που είχε παραμείνει να ταξιδεύει άψυχο, σαν το κουφάρι ενός ζώου. Ήθελε τόσο πολύ να κλάψει, μα η καρδιά της είχε σχεδόν πετρώσει. Για ποιο πράγμα να σπάραζε πρώτα; Για τους γονείς της που σφαγιάστηκαν ενώ έκαναν το καλό; Για την αδερφή της; Ή μήπως για τη δική της φρικτή κατάληξη; Οι πρώτοι αιχμάλωτοι, έχοντας σκάψει, στάθηκαν μπροστά ακριβώς από τη χωμάτινη τάφρο που σε λίγη ώρα θα τους υποδεχόταν στην αγκαλιά της. Ένας Ες-Ες τους σημάδεψε και μία σφαίρα στον σβέρκο ήταν αρκετή για να τους στείλει μπρούμυτα στο χώμα σαν χαλασμένες μαριονέτες.
Τα μάτια της Αννελί κοίταξαν με τρόμο τριγύρω. Μανάδες και παιδιά σπάραζαν στο κλάμα, γνωρίζοντας πλέον την κατάληξή τους. Ήταν τότε που μέσα στην απελπισία της παρατήρησε πως το σίχαμα που σημάδευε τους αθώους σφραγίζοντας τη μοίρα τους, ήταν μάλλον σχετικά αρχάριος. Τότε προσευχήθηκε από μέσα της με ζήλο. Όλα έσβησαν από γύρω της και το μόνο που είχε σημασία ήταν η προσευχή σε όποια δύναμη μπορούσε να σκύψει έστω και μισό λεπτό κοντά στο δράμα της. Ένα χέρι την έσπρωξε μπροστά με βία και άξαφνα είδε τον λάκκο με τα πτώματα να ξεπροβάλει μπροστά της. Ο πανικός σχεδόν της στέρησε το οξυγόνο. Δίπλα της παρατάσσονταν γυναίκες με βρέφη, παιδιά και οποιοσδήποτε ανήμπορος ή αδύναμος. Οι πυροβολισμοί ξεκινούσαν, οι κραυγές διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα μάτια της έκλεισαν και ένας οξύς πόνος της έκοψε την ανάσα. Δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Απλώς έγειρε μπροστά, με το πρόσωπό της να συγκρούεται βίαια με ένα ξένο και παγωμένο κορμί. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Η προσευχή της είχε πιάσει τόπο και ο δαίμονας δεν είχε σημαδέψει σωστά, με αποτέλεσμα να την πετύχει στον ώμο. Η σφαγή συνεχιζόταν, ένα σώμα νεκρό έπεσε επάνω στο δικό της και έπειτα, ένιωσε το χώμα να τη σκεπάζει βίαια. Όχι! Θα πέθαινε από ασφυξία.
Όλα έμοιαζαν σκοτεινά σε εκείνο το βρομερό τούνελ. Η Αννελί προσπάθησε να κουνήσει κάποιο μέλος του σώματός της, σε μία προσπάθεια να απεγκλωβιστεί. Μάταια. Το βάρος ήταν μεγάλο, το οξυγόνο λιγόστευε. Πανικός και πάλι. Μαζεύοντας όση δύναμη της απέμενε, έσπρωξε με φόρα τον κορμό της, όταν επιτέλους ένιωσε πως έπαιρνε ανάσα. Ακόμη ένα σπρώξιμο και το κεφάλι της βγήκε από τη γη. Τα τέρατα είχαν φύγει και εκείνη παρέπαιε μη γνωρίζοντας καν πού βρισκόταν. Σκοτάδι επικρατούσε και το άγνωστο δάσος έμοιαζε πιο απειλητικό από ποτέ. Για λίγο κάθισε έχοντας στηριχτεί στον κορμό ενός δέντρου. Το χέρι της ακούμπησε την πληγή που αιμορραγούσε. Μίσος. Αυτό αισθανόταν. Αν μπορούσε απλώς να αρπάξει ένα μαχαίρι και να τους ξεσκίσει όλους, θα το έκανε και μάλιστα με ευχαρίστηση. Ακόμη και το ανδρικό φύλο είχε σιχαθεί και την έννοια του έρωτα. Ήθελε ωστόσο να ζήσει, ακόμη και αν πίστευε πως δεν είχε μέλλον σε μία γη δίχως απάγκιο ειρήνης. Τα αδύνατα και αδύναμα πόδια της, την οδήγησαν μέχρι σε ένα σημείο, όπου βρισκόταν σταθμευμένο ένα αυτοκίνητο μεταφορών τροφίμων. Για λίγο έμεινε κρυμμένη ανάμεσα στα δέντρα, όταν είδε ένα ζευγάρι ανθρώπων να κάνουν στάση για την ανάγκη τους και τον οδηγό να κρατά τσίλιες. Δεν ήξερε αν έπρεπε να πλησιάσει. Όταν είδε ωστόσο τον οδηγό να γυρνά στη θέση του και το ζευγάρι να ετοιμάζεται να κρυφτεί, έτρεξε και εκείνη, πηδώντας μέσα. Στην αρχή, οι άγνωστοι ταράχτηκαν, μα βλέποντάς την και κυρίως βλέποντας τα χάλια της, την καλωσόρισαν.
Όπως έμαθε ήταν και εκείνοι Εβραίοι της Γερμανίας που ταξίδευαν στα κρυφά. Ο οδηγός ήταν μεν Γερμανός, μα είχε πληρωθεί καλά προκειμένου να τους οδηγήσει με ασφάλεια μακριά από την αγκαλιά του Τρίτου Ράιχ. Ήταν λίγες οι κουβέντες που άνοιξαν. Δεν τους είπε τίποτε για το φρικτό της παρελθόν, καθώς οτιδήποτε όμορφο, βρισκόταν καταχωνιασμένο σε ένα χρονοντούπαλο από όπου θα ήταν αδύνατο να ανασυρθεί πια. Για το μόνο που ρώτησε ήταν ο προορισμός, παρόλο που και αυτός τους ήταν άγνωστος. Σε μία μεριά απλώς αφέθηκε να καταρρεύσει με τη σκέψη της βυθισμένη σε εφιάλτες. Έβλεπε τη μορφή εκείνου του στρατιώτη να μπαίνει στο κελί και να ασελγεί επάνω της, σαν να ήταν ένα κομμάτι κρέας. Μπροστά στα μάτια της αδερφής της, του Σάββα και της Αφροδίτης. Έτσι αβοήθητη, δεν άντεχε μήτε να αναρωτηθεί τι είχαν απογίνει εκείνοι. Σφάλισε τα μάτια της, απλώς για να περάσει η ώρα. Όταν τα άνοιξε ξανά, είχαν κάνει στάση. Το ζευγάρι της ψιθύρισε πως κοιμόταν για παραπάνω από μία μέρα. Ζαλισμένη, με το κορμί της να πονά ολόκληρο, γλίστρησε έξω από το φορτηγό μεταφοράς, στη μέση του πουθενά. Το κρύο διαπερνούσε το λεπτό και ωχρό της δέρμα μα εκείνη συνέχιζε να περπατά προς το άγνωστο. Προς τα σκοτεινά δάση που κάπου χάνονταν αποκαλύπτοντας πεδιάδες. Τις φοβόταν γιατί στον ανοιχτό χώρο, δεν θα είχε καμία κάλυψη.
Δεν ήταν ωστόσο η μοναδική που αναζητούσε έναν τόπο και έναν τρόπο για να καλυφθεί. Ο Γιάεν, η Έμμα και ο Φρανκ, μαζί με τον πατέρα και τις δύο κόρες, βάδισαν πολύ προσεκτικά κοντά στα υπόγεια ρεύματα του υπόνομου. Το σκοτάδι τους είχε καταπιεί και η Έμμα προσπαθούσε να μην αγγίζει καν τα τείχη δεξιά και αριστερά της. Η βρόμα και η γλίτσα της ερέθιζαν το στομάχι.
«Ξέρω πολύ καλά πώς νιώθεις Εμ, όμως κάνε κουράγιο» ακούστηκε η φωνή του Γιάεν.
Η κοπέλα ετοιμάστηκε να απαντήσει, όταν έφτασαν σε ένα δύσβατο σημείο από όπου έπρεπε να περάσουν απέναντι. Η μία κοπέλα που ήταν μαζί τον πατέρα και την αδερφή της, ήταν έγκυος. Πίσω τους ακολουθούσε το ζευγάρι με τον γιο του. Κραυγές έφτασαν στα αφτιά τους, μονάχα για να συνειδητοποιήσουν πως τον πατέρα των κοριτσιών, είχε ρουφήξει η δύνη των υπόγειων ρευμάτων. Οι κοπέλες κραύγαζαν απελπισμένα, όμως το κορμί του είχε χαθεί για πάντα. Ένας ακόμη σωλήνας βρισκόταν μπροστά και άπαντες προσπάθησαν να εισέλθουν μέσα του για να οδηγηθούν σε ένα άνοιγμα. Κάποτε όμως και ειδικά με τις βροχές, οι υπόνομοι πλημμύριζαν. Έτσι όλοι, φρόντισαν να ανέβουν όσο γινόταν ψηλότερα, έχοντας χωρίσει τυπικά το δωμάτιο σε τρία μέρη. Η Έμμα ξεκίνησε να τρέμει από την υγρασία που όργωνε το κορμί της και τα δύο αγόρια την έβαλαν στη μέση για να τη ζεστάνουν.
«Ειλικρινά, δεν είμαι καθόλου βέβαιη πως κάναμε το σωστό και δεν παγιδεύσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Πού θα βρούμε τροφή; Και ειλικρινά για να σας προλάβω, οι πατάτες δεν αποτελούν λύση γιατί βρίσκονται κρυμμένες στο γκέτο!»
«Θα πηγαίνω εγώ» την καθησύχασε ο Γιάεν.
«Θα αστειεύεσαι» το συνέχισε εκείνη.
«Αν δεν το κάνω, πολύ απλά θα πεθάνουμε όλοι πράγματι»
Η Έμμα τον κοίταξε σχεδόν με μάτια βουρκωμένα. Για λίγο τους άφησε όλους πίσω της, σε εκείνο το θλιβερό δωμάτιο και προχώρησε στο τούνελ, μέχρι ένα σημείο όπου υπήρχε ένα άνοιγμα. Και ο ήλιος, η φύση.
΄΄Δεν θα ξαναδώ ποτέ το φως. Ο κόσμος μας μισεί και ειλικρινά δεν γνωρίζω τον λόγο. Εγώ προσωπικά δεν πείραξα κανέναν΄΄
Έμεινε ακόμη λίγο να παρατηρεί αθόρυβα από τις σκιές, τον κόσμο που περπατούσε. Τουλάχιστον, εδώ κάτω δεν κινδύνευαν από τους Γερμανούς τους οποίους είχε φτάσει στο σημείο να τους τρέμει και ας είχε μεγαλώσει στο Βερολίνο. Στην ίδια πόλη βρίσκονταν μαζεμένοι πολλοί γνωστοί και ας μη το γνώριζαν. Από τη μία ο Άρτουρ και η Αφροδίτη σε κοντινή απόσταση, από την άλλη ο Στέφανος με τον Σάββα που είχαν αναμειχθεί με το πλήθος για να μην κινήσουν υποψίες και έπειτα ήταν ο Κάσπαρ που είχε περάσει άσχημες νύχτες, να ψήνεται στον πυρετό. Φρόντιζε πάντα να κλειδώνει την πόρτα, καθώς η παρουσία της Τερέζ, της μητέρας της Αννίκα, του προκαλούσε ρίγη και ας ήταν αξιωματικός. Όσο για την κόρη, δεν ήθελε να τον βλέπει και τον απέφευγε, ακόμη και τις ελάχιστες στιγμές που τύχαινε να διασταυρωθούν οι δρόμοι τους. Το πρώτο πρωινό που ένιωσε καλύτερα, αποφάσισε να πάει μία βόλτα έξω. Η στολή τον είχε κυριολεκτικά κουράσει, μα δεν είχε άλλη επιλογή. Ευτυχώς για την δική του περίπτωση, υπήρχαν καφέ που τους εξυπηρετούσαν και έτσι, όσο απρόθυμα βγήκε για τη βόλτα, άλλο τόσο απρόθυμα θρονιάστηκε σε μία καρέκλα. Υποδέχτηκε το ρόφημά του πληρώνοντας αμέσως. Ήπιε μερικές γουλιές και συνέχισε να περπατάι κοντά στον ποταμό, όταν είδε την δύστυχη Άμπι να βαδίζει γρήγορα, μάλλον με κατεύθυνση το Ντέμπνικι.
«Έι!» της φώναξε και εκείνη πάγωσε. Ο Κάσπαρ την πλησίασε με βήμα σχετικά αργό. Η εμφάνισή του ήταν εντυπωσιακή σε συνδυασμό με τη στολή και τα αιώνια γερμανικά ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά. «Εντάξει, μη μου πεις πως με φοβάσαι» προσπάθησε να την ηρεμήσει.
«Προτιμώ να μη μπλέκομαι κύριε πουθενά» ψέλλισε σε όσα γερμανικά γνώριζε.
«Τι έχει συμβεί;» την ρώτησε.
«Ας πούμε πως είναι τρομερά δύσκολο να βρω φράουλες και η κυρία θα εξαγριωθεί. Όμως εγώ δεν έχω πού να πάω αν με διώξει»
«Γιατί θέλει φράουλες;»
«Για να σας φτιάξει πίτα» κατσούφιασε η κοπέλα.
«Πολύ καλά, πες της πως είμαι αλλεργικός δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα της το πω και εγώ»
«Όμως θα θελήσει να φτιάξει κάτι άλλο...»
«Προς τα πού πηγαίνεις;»
«Στην αγορά του Ντέμπνικι. Κάτι θα έχει απομείνει»
«Θα μπορούσα να έρθω; Θέλω να πω, όταν μένω τελείως μόνος μου, βυθίζομαι σε καταθλιπτικές σκέψεις»
Η Άμπι δεν ήξερε τι να πει, μα το μόνο βέβαιο ήταν πως φοβόταν υπερβολικά για να αρνηθεί και να φανεί αγενής. Βαδίζοντας προς την αγορά, ο Κάσπαρ χάζευε ή είχε κατεβασμένο το κεφάλι, όταν άκουσε έναν θόρυβο. Για λίγο σταμάτησε όταν συνειδητοποίησε πως βρισκόταν σχεδόν πάνω από μία σχάρα υπονόμου.
«Κύριε;» τον φώναξε η Άμπι και τότε τα μάτια του καρφώθηκαν σε μία φευγαλέα σκιά, η οποία χάθηκε με εκπληκτική ταχύτητα από τη σχάρα.
«Δώσε μου μισό λεπτό»
Τον είδε να γονατίζει και να κοιτάζει, όταν δύο στρατιώτες εμφανίστηκαν χαιρετώντας τον.
«Όλα καλά;» ρώτησαν με ενδιαφέρον.
«Όχι και τόσο. Μου έπεσαν μερικά κέρματα αλλά εντάξει. Τίποτε δεν είναι αναντικατάστατο» τους χαμογέλασε και εκείνοι απομακρύνθηκαν. Η κοπέλα τον κοίταξε πλαγίως.
«Κάτι μου λέει πως δεν τους είπατε την αλήθεια» δεν είχε ιδέα γιατί είχε μόλις εκφραστεί έτσι.
«Πράγματι. Τίποτε απολύτως δεν μου έπεσε, μα είμαι σχεδόν βέβαιος πωςείδα κάποιον να κινείται εκεί κάτω»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top