Απώλειες/part 2
Oλομόναχος μέσα στην ερημιά, προσπάθησε να καλύψει το κορμί του. Το τραύμα σχεδόν τον έκαιγε, μπουκιά δεν είχε βάλει στο στόμα του, είχε σίγουρα απαγόρευση κυκλοφορίας, ωστόσο ο Στέφανος ήταν αποφασισμένος να πάει στο καφενείο του Μανώλη. Τα νέα για τη σφαγή θα είχαν στα σίγουρα φτάσει ως εκεί ή μήπως όχι; Είχαν περάσει μερικές ώρες. Κουτσαίνοντας ελαφρώς και βαδίζοντας σκυφτός, ο Στέφανος για λίγο μεταφέρθηκε στην παλαιά του γειτονιά και κοντά στο Γυμναστήριο της Νήαρ Ηστ όπου στρατωνίζονταν οι Γερμανοί.
Για τη σφαγή που συνέβη είχαν ήδη συλληφθεί τριάντα πέντε άτομα, τα οποία θα εκτελούνταν στο Γουδί. Σύντομα, όπως είχαν πληροφορηθεί, ήθελαν να εγκαταστήσουν στο σχολείο του Βενιζέλου, ανάμεσα στου Ζωγράφου και στην Καισαριανή, έναν λόχο Ταγματασφαλιτών και Γερμανών, κάτι που σήμανε συναγερμό για τις δύο συνοικίες. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από προκηρύξεις και συνθήματα, ωστόσο ο Στέφανος έμοιαζε σαν να μην έβλεπε τίποτε. Το μόνο που σκεφτόταν, ήταν πως ο πόλεμος γενικότερα, του είχε στερήσει όλα όσα ήξερε, ακόμη και τον παιδικό του έρωτα. Οι άνθρωποι αλλάζουν εξάλλου και η Ανδριανή εδώ και καιρό ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τον αγώνα και την αντίσταση.
΄΄Ίσως εγώ να μην ήθελα να δω τόσο καιρό την αλήθεια. Ίσως να μην μπορούσα να πιστέψω πως η κοπέλα, με την οποία έκανα έρωτα για πρώτη φορά, την οποία ήθελα να κάνω γυναίκα μου και που φυσικά, θεωρούσα καλύτερη φίλη της ξαδέρφης μου, είχε τελικά αλλάξει΄΄
Με το όπλο κρυμμένο επάνω του, αποφεύγοντας Γερμανούς και δωσίλογους, έφτασε έξω από το καφενείο, όπου τον σταμάτησαν.
«Θέλω να δω την Ανδριανή» τους είπε κοφτά και ψιθυριστά.
«Δεν έχουμε καμία τέτοια εδώ»
«Πείτε λοιπόν σε όποια έχετε, ξέρετε εσείς, πως έχει έρθει ο Στέφανος και θέλω να μου επιτρέψετε την είσοδο. Δεν είμαι προδότης. Πατριώτης είμαι, όπως εσείς»
Πέντε λεπτά αργότερα, μία Ανδριανή σαστισμένη εμφανίστηκε. Το καφενείο στο εσωτερικό, είχε μία καταπακτή, όπου έκρυβαν τις προκηρύξεις, το ραδιόφωνο ή και όπλα. Ο Στέφανος κατέβηκε αργά, πάντοτε με απόλυτη ησυχία. Κοίταξε τα παιδιά, αναγνώρισε τον Ίκαρο που στη θέα του, από τη μία χαμογέλασε και από την άλλη ταράχτηκε. Ποτέ του δεν είχε ξεχάσει την καλοσύνη που είχε επιδείξει ο Στέφανος καθώς και το γεγονός πως τον είχε σώσει από τον λιμό και το κρύο.
«Φίλε μου, είσαι καλά;»
«Στέφανε; Παναγία μου, τι έπαθες; Τι έγινε;» χλόμιασε η Ανδριανή.
Τότε, δίχως να γνωρίζει το πώς ή το γιατί, ένιωσε τη θλίψη την απεριόριστη να παίρνει τη θέση της οργής. Η απελπισία και η απόγνωση έκαναν κατάληψη και είδε όλα του τα όνειρα να βουλιάζουν και να καταστρέφονται. Έμοιαζε σαν να κοιτούσε τους ανθρώπους υπό άλλη γωνία, σαν να φορούσαν μέχρι πρότινος μία μάσκα που ξαφνικά είχε καταρρεύσει. Δάκρυα ξεκίνησαν να κυλούν από τα μάτια του, δίχως να μπορεί να αρθρώσει ούτε μισή λέξη.
«Σοβαρά δεν γνωρίζεις; Είσαι μέσα στους κόλπους όλων αυτών και δεν γνωρίζεις;» τη ρώτησε.
«Οι αυτοί είναι Έλληνες» του είπε κοφτά.
«Η Αφροδίτη εξαφανίστηκε και ξέρεις γιατί;» γύρισε τώρα προς τους υπόλοιπους «Γιατί βοηθούσε μία οικογένεια Εβραίων, η οποία φυγάδευε μακριά από την Κόλαση άλλες οικογένειες με τα παιδιά τους. Ο Μανώλης με εκβίασε, θεωρώντας πως το δήθεν γερμανικό σπίτι, ήταν γεμάτο προδότες Ναζί. Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι εκείνοι ήταν Γερμανοεβραίοι, οι οποίοι δούλευαν κάτω από τη μύτη της Γκεστάπο. Αυτό και αν ήταν αντίσταση! Εγώ δεν μπορούσα όπως ξέρεις να τους προδώσω και το πληρώσαμε όλοι. Το σπίτι μετατράπηκε σε σφαγείο, όταν ο Μανώλης θέλησε να τους δολοφονήσει. Έπειτα μπούκαραν οι Γερμανοί και κοντέψαμε να σκοτωθούμε όλοι. Ο αξιωματικός που έμενε στο σπίτι της ξαδέρφης μου είναι νεκρός και εκείνη, όπως και ο Σάββας, αγνοούνται»
Όλα τα ανακοίνωσε ήρεμα, σαν να αφηγούνταν απλώς μία αναθεματισμένη ιστορία. Τα δάκρυα είχαν μουσκέψει το πρόσωπό του, τα μάτια του έμοιαζαν πλέον μελή από καστανά. Παρατηρούσε τον τρόμο στα πρόσωπα όλων. Η Ανδριανή πανικοβλήθηκε. Πήγε να ουρλιάξει κάτι, αλλά τη σταμάτησε.
«Όλα μου τα όνειρα κατέρρευσαν, έγιναν στάχτες. Έχω αφήσει πίσω μου μία οικογένεια διαλυμένη από το πένθος και ένα αγοράκι δίχως τη μητέρα του. Λίγο πιο πριν, πέρασα από το παλαιό μας σχολείο και από το γυμναστήριο που πλέον στρατωνίζονται αυτά τα ναρκισσιστικά, ναζιστικά γουρούνια. Είδα κάποιες εικόνες των παιδικών μου χρόνων. Δεν θα αναρωτηθώ πώς φτάσαμε ως εδώ, όλα αυτά είναι επιλογές. Η καρδιά σου έχει επιλέξει και δεν σε κατηγορώ. Αγωνίζεσαι για ό,τι πιστεύεις καλύτερο. Το ίδιο όμως θα κάνω και εγώ. Τελειώσαμε Ανδριανή. Τα όνειρά μας έπαψαν να είναι κοινά. Ήσουν ο παιδικός και εφηβικός μου έρωτας. Σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή, όμως....Δεν πάει άλλο και εμένα οι κινήσεις μου από εδώ και πέρα θα είναι επικίνδυνες. Ο δικός μου αγώνας είναι να βρω την Αφροδίτη»
«Στέφανε τι λες; Θεέ μου η φίλη μου! Στέφανε...»
«Άστο Ανδριανή. Άφησέ με στην ησυχία μου.Δεν έχω όνειρα πια, έτσι και αλλιώς»
Σαν είπε την τελευταία του κουβέντα, βγήκε έξω στο κρύο. Για λίγο τον συνέφερε, μα έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι του. Μονάχα εκείνος ήξερε πώς θα άντεχε να αντικρίσει τον θείο του. Έπρεπε να φανούν δυνατοί όμως για χάρη του μικρού. Φτάνοντας κοντά, είδε πως μονάχα τα φώτα του δικού του σπιτιού ήταν ανοιχτά. Το διπλανό, του θείου του είχε σχεδόν ρημάξει, εκεί που κάποτε κουβαλούσε στα σπλάχνα του μία ευτυχισμένη οικογένεια. Όπως το καρτερούσε, οι τρεις μεγάλοι κουβέντιαζαν και θρηνούσαν.
«Στέφανε, έλεος! Μη χάσουμε και εσένα!»του ούρλιαξε έξαλλη η μητέρα του, ωστόσο εκείνος απλώς αποσύρθηκε στο δωμάτιό του, μονάχα για να βρει τον Κάσπαρ κουλουριασμένο σε ένα σημείο, μεταξύ του κρεβατιού του και ενός παλιού, σκοροφαγωμένου γραφείου. Δεν είπε τίποτε, μήτε ο Κάσπαρ φάνηκε να αλλάζει στάση. Απλώς κάπου κάπου ακουγόταν και ένας σιγανός λυγμός, ώσπου το χέρι του Στέφανου τον σκούντησε ελαφρώς.
«Άφησέ με» ψιθύρισε ξέπνοα.
«Κάσπαρ, κοίταξε με»
Τα κυανά μάτια του νεαρού, τα οποία είχαν γίνει ολοκόκκινα στράφηκαν αργά πάνω του.
«Λυ-λυπάμαι και για τη δική σου απώλεια...εγώ....ανάθεμα! Αν δεν ήμουν τόσο δειλός, δεν θα γινόμουν ποτέ Γερμανός στρατιώτης»
«Κάσπαρ...»
«Δεν έχω μάθει να ζω δίχως εκείνον» ξέσπασε ξανά «Και απλά δεν ξέρω πώς να το κάνω!Από μωρά κρατούσαμε ο ένας το χέρι του άλλου και ας μην ήμασταν αδέρφια. Έχουν περάσει λίγες ώρες και εγώ θέλω απλώς να δω τι κάνει. Μου λείπει ήδη. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. Δεν τη θέλω τη ζωή μου. Έτσι και αλλιώς, αν χάσουμε τον πόλεμο, ο κόσμος θα με λιντσάρει. Προτιμώ να πεθάνω»
Ο Στέφανος ξεροκατάπιε. Και των δύο τα μάτια ήταν πρησμένα από τα δάκρυα που θαρρείς και κυλούσαν αέναα στο πρόσωπό τους. Με μία κίνηση βρέθηκε μπροστά του και τον τράβηξε επάνω του. Η αγκαλιά είχε ευεργετική δράση και το ήξερε. Ίσως και να το είχε και ο ίδιος ανάγκη τελικά. Τα χέρια του Κάσπαρ τυλίχτηκαν επίσης γύρω από τον λαιμό του. Ήταν παγωμένος και έτρεμε από το σοκ. Ο Στέφανος ένιωθε το κορμί του να τραντάζεται από τα αναφιλητά.
«Αν σε έβλεπαν, θα σε κρεμούσαν. Αγκαλιάζεις έναν με τη στολή των Ναζί»
«Αν δεν το έκανα, θα είχαν νικήσει Κάσπαρ οι Ναζί. Γιατί αυτό ακριβώς πρεσβεύουν. Το μίσος προς οτιδήποτε διαφορετικό, προς τον ίδιο τον άνθρωπο. Όμως εγώ είμαι ένας διαφορετικός επαναστάτης»
Ο ξανθός νεαρός δεν άφησε λεπτό την αγκαλιά του Στέφανου.
«Ήθελα να είμαι ένα απλό αγόρι. Ήθελα να κάνω μία όμορφη ζωή, όμως σκότωσα. Αναγκάστηκα να σκοτώσω, αναγκάστηκα να αφήσω ανθρώπους να εγκληματήσουν. Ο κόσμος δεν θα με συγχωρέσει ποτέ και ίσως πρέπει να πληρώσω. Εγώ και ο Φίλιμπερτ είχαμε άλλα όνειρα, μα έκανα λάθη. Φοβόμουν για τη ζωή μου και υπέθεσα πως αν γινόμουν μέλος μίας αρρωστημένης γερμανικής κοινωνίας, τότε θα με αποδεχόταν. Ήμουν ορφανός και το κυριότερο, ήμουν Εβραίος. Έτσι, το έχασα. Έβλεπα την αποδοχή από μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας και γύρισα την πλάτη στο δράμα των δικών μου ανθρώπων, τους οποίους έβγαζαν με το ζόρι έξω από το σπίτι τους, τους ξυλοκοπούσαν, τους απαγόρευαν να εργάζονται. Και εγώ ο ηλίθιος ξέρεις τι έλεγα από μέσα μου; Ευτυχώς που δεν είσαι εσύ στη θέση τους»
«Κάσπαρ, για εμένα είσαι αυτό το αγόρι. Όλοι στη ζωή μας κάνουμε λάθη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς ήταν η ζωή στη Γερμανία, ίσως και να μην θέλω. Όμως ο Φίλιμπερτ θα ήθελε να συνεχίσεις να υπάρχεις και δίχως αυτόν. Σκέψου από εδώ και πέρα πώς μπορείς να βοηθήσεις ανθρώπους σαν εσένα»
«Έχεις δίκιο. Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστώ για αυτό. Κανείς πέραν από τον Φιλ δεν μου έχει φερθεί με τόση καλοσύνη»
«Θα ξαπλώσω λίγο. Θέλω να πάρω κουράγιο γιατί από αύριο θα βγω ξανά να αναζητήσω την Αφροδίτη»
«Θα την ψάξω και εγώ με όποια μέσα διαθέτω»
«Ευχαριστώ» Του ψέλλισε απλώς ο Στέφανος και αυτόματα βυθίστηκε σε έναν σκοταδερό ύπνο, που έμοιαζε με εφιάλτη.
Στον ίδιο εφιάλτη είχε βυθιστεί και η Αφροδίτη. Δεν είχε ιδέα πού στο καλό βρισκόταν ή μάλλον πίστευε πως ήταν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, στο οποίο είχαν δημιουργήσει δωμάτια σαν κελιά. Οι τοίχοι ήταν λερωμένοι με ξεραμένο αίμα και η ίδια ήταν δεμένη πισθάγκωνα. Καθώς φαινόταν, παρά το τραύμα του παρελθόντος της, εκείνη, και μόνο γιατί την καλούσε η επιβίωση, θα πάλευε να σωθεί. Δίπλα της, βρισκόταν ο Σάββας χτυπημένος και μαζί και οι δύο αδερφές που δεν είχαν πάψει λεπτό να θρηνούν τους γονείς τους. Η Χάβα και η Αννελί είχαν συρθεί η μία κοντά στην άλλη. Τα γόνατά τους ήταν ματωμένα, ενώ σύντομα άκουσαν βήματα από γερμανικές μπότες.
«Όχι...»ψέλλισε η Χάβα «Έρχονται αυτοί...τα τέρατα»
«Πώς περνάτε;» ακούσανε μία ερώτηση στα γερμανικά, μα εκείνες κατάλαβαν «Έχω έρθει να παίξω λιγάκι» ο Μπρούνο τις κοίταξε καλά-καλά.
«Άφησέ τις ήσυχες!» τον απείλησε ο Σάββας που έφαγε μία κλοτσιά στο πρόσωπο.
«Σάββα!» αναφώνησε η Αφροδίτη και ο Μπρούνο την άρπαξε από τα μαλλιά.
«Εσένα, σε έχω άχτι. Γουστάρω να σε στήσω σαν το σκυλί μπροστά μου και να ακούσω τις κραυγές σου όσο θα ικανοποιούμαι» την πέταξε μπροστά με εκείνη να θρηνεί και να χτυπιέται.
«Σταμάτα!» άκουσε την κραυγή της Αννελί.
«Εσύ σκάσε» της είπε στα γερμανικά, όταν άξαφνα παράτησε για λίγο την Αννελί και την πλησίασε σαν το φίδι «Είχα ακούσει πως και οι δύο είστε ανέγγιχτες. Αυτό με φτιάχνει περισσότερο»την άρπαξε σέρνοντας την σε κοινή θέα.Τοποθετώντας την μπροστά του, ξεφορτώθηκε τη ζώνη του και εισήλθε βίαια μέσα της, μπροστά στα έντρομα μάτια των αιχμαλώτων που ήταν δεμένοι και ανίκανοι να βοηθήσουν. Οι κραυγές και οι ικεσίες της κοπέλας έκοψαν την ανάσα της Αφροδίτης, ενώ η Χάβα τον έφτυσε στο πρόσωπο. Αφού τελείωσε, την παράτησε στη μέση του δωματίου αναίσθητη, γεμάτη αίματα. Φτιάχνοντας τα ρούχα του, τους κοίταξε ξανά «Σε λίγο καιρό ξεκινά το ταξιδάκι σας σε ένα μέρος που θα περάσετε πολύ καλά»
Παρά το γεγονός πως στην Αθήνα δεν είχε ξεκινήσει ακόμη η μεταφορά Εβραίων, οι οποίοι θα έμπαιναν στο στόχαστρο σε λίγους μήνες με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, σε αυτούς τους τέσσερις θα γινόταν εξαίρεση και αφού τους έστελναν Θεσσαλονίκη, θα ξεκινούσαν με τους ντόπιους Εβραίους για τον τελικό προορισμό του Άουσβιτς. Για δύο μήνες παρέμεναν εξαφανισμένοι, με ελάχιστο φαγητό και με συχνό βιασμό από τον ίδιο άνδρα που είχε βάλει στόχο του την Αννελί, την οποία τάιζε περισσότερο για να διατηρεί τις καμπύλες της. Στους κόλπους της Γκεστάπο τίποτε δεν συζητούσαν, όταν τελικά, ένα πρωί, ο Κάσπαρ στη δική του υπηρεσία, άκουσε πως θα μετέφεραν τέσσερα άτομα. Μαζί με αυτό το νέο ωστόσο, θα λάμβανε ακόμη ένα. Την προσωρινή μεταφορά του ίδιου στην Πολωνία και από εκεί ανατολικά, καθώς είχαν ανάγκη από ενίσχυση του μετώπου. Δίχως να το σκεφτεί, ειδοποίησε ευθύς τον Άρτουρ και τον Στέφανο που μέρα και νύχτα πάλευαν να βρουν άκρη ξεχωριστά ο καθένας. Με αυτοπεποίθηση, ρώτησε οτιδήποτε μπορούσε να μάθει για τους τέσσερις κρατούμενους. Τους βαστούσαν ζωντανούς, καθώς Γερμανοί στρατιώτες στα κρυφά εκμεταλλεύονταν την κατάσταση για να ευχαριστιούνται.
Στο άκουσμα της αλήθειας, ο Άρτουρ μπήκε ευθύς στα γραφεία τους, στην Κοραή.
«Ποιος είναι ο λόγος που κρατάτε όμηρους και δεν τους στέλνετε στο εκτελεστικό απόσπασμα ή στις εδώ φυλακές; Για ποιον λόγο;» προσπάθησε να τους αποσπάσει την προσοχή.
«Θα μεταφερθούν στην Θεσσαλονίκη και από εκεί μαζί με τους υπόλοιπους θα σταλούν στην Πολωνία» του απάντησε ένας αξιωματικός.
«Δεν το αντιλαμβάνομαι αυτό. Γιατί; Να τους φέρετε σε εμένα. Είναι διαταγή. Θα γίνει άμεση εκτέλεση, να γλιτώσουμε και χρόνο»
Ευχόταν κυριολεκτικά αυτό να είχε πιάσει. Όμως ήταν ήδη αργά καθώς δεν είχε μείνει κανείς τους πίσω. Είχαν ξεκινήσει για ένα ταξίδι με προορισμό τον θάνατο, νωρίτερα από κάθε άλλον Εβραίο στην Αθήνα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top