Απώλειες/ part 1
Αθήνα, 1943
Η απώλεια αφήνει πίσω της ένα μεγάλο κενό και σε μία εποχή ταραγμένη, όπου η ελπίδα καθημερινά τρεμοπαίζει σαν αδύναμη φλογίτσα, το κενό αυτό μοιάζει με άβυσσο. Ο Κάσπαρ έπρεπε να μάθει κυριολεκτικά να ζει από την αρχή. Ο Φίλιμπερτ ήταν το δεξί του χέρι, ήταν η μισή του καρδιά, ο αδερφός του και ο κολλητός του. Τώρα τριγυρνούσε άσκοπα δεξιά και αριστερά σε μία χώρα που άξαφνα του έμοιαζε απειλητική και ξένη. Μα πού ήταν τελικά το σπίτι του; Τι είχε απομείνει από αυτό αφού και τα τελευταία μέλη της οικογένειάς του, είχαν αποδεκατιστεί; Οι ξαδέρφες του αγνοούνταν, η Αφροδίτη το ίδιο. Όσο φυσικά και αν είχε χαρεί που τους είχε συναντήσει, τίποτε δεν συγκρινόταν με την απώλεια του Φιλ. Μη γνωρίζοντας τι να κάνει, είχε κλειδωθεί στο δωμάτιο του Στέφανου. Στη ζωή του σπάνια έκλαιγε, μα απόψε είχε κουλουριαστεί δίπλα από το κρεβάτι του νεαρού, με μία φωτογραφία στο χέρι.
΄΄Με άφησες ολομόναχο. Ίσως δεν με πιστεύεις, μα δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς εσένα. Δεν έχω κανέναν σκοπό, δεν ξέρω καν ποιος είμαι΄΄
Πραγματικά δεν ήξερε ποιος ήταν. Ήταν Εβραίος; Ήταν Γερμανός; Δεν είχε ιδέα. Απλώς μέχρι χθες ήταν ο κολλητός του Φίλιμπερτ, επομένως είχε μία ιδιότητα που δεν τον μπέρδευε. Τώρα πια δεν είχε ιδέα. Τα δάκρυα στα μάτια του δεν είχαν πάψει λεπτό να κυλούν. Από έξω άκουγε φωνές και κλάματα. Σκέφτηκε τον κύριο Παύλο. Πόσα να άντεχε αυτός ο άνθρωπος; Πρώτα η Μαργαρίτα, η γυναίκα του, τώρα η κόρη του. Και το αγόρι; Τι θα απογινόταν ο Λευτέρης δίχως τη μητέρα του; Όλοι υποψιάζονταν πως κανείς δεν είχε καλή κατάληξη σαν έμπλεκε με την Γκεστάπο και τα Ες-Ες. Το κορίτσι του πιθανότατα θα πέθαινε και μάλιστα μαρτυρικά. Αυτό δεν μπορούσε να το αντέξει, όχι. Ο Σοφοκλής και η αδερφή του η Δέσποινα δεν έφυγαν λεπτό από το πλευρό του. Ο Στέφανος σαν εξαγριωμένο σκυλί στριφογυρνούσε μπροστά τους. Ο μικρός Λευτέρης είχε κοιμηθεί εκείνο το βράδυ στο δωμάτιο των θείων του. Είχαν προσπαθήσει να τον καθησυχάσουν πως θα έβρισκαν τη μητέρα του. Μα πλέον ήταν πέντε χρονών, τα άσχημα γεγονότα είχαν αρχίσει να καταγράφονται στην παιδική του ψυχή.
Ο μικρός, θυμόταν πολύ καλά την τελευταία επίθεση που είχαν δεχτεί από τον Μπρούνο και τους άλλους Γερμανούς. Μερικές φορές σκεφτόταν τον Κάσπαρ και τον Φίλιμπερτ, ακόμη και τον Άρτουρ που τώρα τελευταία, τον ένιωθε πιο κοντά του, παρά το γεγονός πως δεν τον είχε φοβηθεί ούτε στο παρελθόν. Μα γιατί κάποιοι ήταν τόσο κακοί και άλλοι όχι; Γιατί οι μεγάλοι δεν ζητούσαν απλά μία συγγνώμη, όπως έκανε εκείνος; Γιατί θέλανε να προκαλούν τόσο κακό; Τι θα έκανε τώρα χωρίς τη μαμά του; Με όλες αυτές τις σκέψεις, κοιμήθηκε αμέσως. Ήταν τρομερά κουρασμένος, ενώ πίστευε για κάποιον παράξενο λόγο πως το ξημέρωμα θα τα έφτιαχνε όλα. Θα επέστεφε πίσω τη μητέρα του στα σίγουρα. Ήταν απλώς ένα κακό όνειρο και τίποτε περισσότερο.
Το σπίτι των Γερμανοεβραίων ήταν πλέον αδειανό, ένα σωστό σφαγείο. Αίματα, άλλα ξεραμένα και άλλα ακόμη σχετικά φρέσκα, στόλιζαν απόκοσμα το πάτωμα. Ο Άρτουρ επέστρεφε αργά, πάντοτε κουτσαίνοντας, σωστό ράκος, υπό τα εχθρικά βλέμματα των ντόπιων. Συνάδελφοί του στην Γκεστάπο, του είχαν επιτρέψει να ξεκουραστεί, μα εκείνος όλη τη νύχτα προσπαθούσε να εντοπίσει την Αφροδίτη. Αυτό του αποσπούσε την προσοχή από το δράμα της απώλειας του μικρού του αδερφού. Σκέφτηκε πώς είχαν ξεκινήσει όλα. Τη δίψα του να μάθει για εκείνον, την επίσκεψή του στο ορφανοτροφείο, τον αρχικό δισταγμό του Φιλ. Ήταν λογικό. Ο Άρτουρ ανήκε σε μία άλλη τάξη ανθρώπων. Σε εκείνη που είχε εκπαιδευτεί σε ιδρύματα, στείρα από οποιαδήποτε άλλη ιδέα, πέραν του ναζισμού, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Το στενό όπου έμενε του δημιουργούσε αναγούλα. Σχεδόν μπορούσε να μυρίσει από μακριά το αίμα που είχε χυθεί εκεί μέσα. Όσο και αν ήταν συνηθισμένος σε παρόμοιες καταστάσεις σφαγής, τίποτε δεν ήταν ίδιο όταν το θύμα ήταν το αίμα σου.
Εκείνο το βράδυ, προς ξημερώματα, είχε ανοίξει τελείως το πουκάμισό του που τον έπνιγε. Το καπέλο του θανάτου με την νεκροκεφαλή κειτόταν στο πλάι. Καθώς το κοιτούσε στο μισοσκόταδο, ακροβατούσε ανάμεσα στην ηδονή και την αηδία. Από τη μία επιθυμούσε να βγει εκεί έξω και να σκοτώσει εν ψυχρώ οποιονδήποτε θεωρούσε ύποπτο για κίνηση εναντίον των Γερμανών και από την άλλη, επιθυμούσε να θυμηθεί τις ελάχιστες στιγμές ανθρωπιάς που είχε ζήσει με εκείνη. Όμως η εικόνα των άψυχων ματιών του Φίλιμπερτ, φλέρταρε με εκείνον τον κοιμισμένο δολοφόνο που έκρυβε μέσα του. Γιατί για να επιβιώσει, για να φτάσει μίζερα ως το σήμερα, δεν θα μπορούσε να είχε υπάρξει σαν κάτι διαφορετικό. Όλα τα θυμόταν. Το ξύλο κάθε φορά που βάδιζε στραβά, την πρώτη του ημέρα στο ίδρυμα Νapola, ένα σκληρό είδος ΄΄σχολείου΄΄ που στην ουσία παρείχε την τριπλάσια κατήχηση στα πολιτικά από ότι η Χιτλερική Νεολαία.
Όταν εισήλθε εκεί, ο οργανισμός του δέχτηκε ένα σοκ. Η πρώτη μέρα ήταν μία από τις φρικτότερες αναμνήσεις του. Είχε πάει με την συνοδεία ενός μεγαλύτερου άνδρα των Ες-Ες. Ήταν έφηβος τότε και το περιστατικό του βιασμού του νωπό και ας είχαν περάσει σχεδόν πέντε χρόνια. Ένας γιατρός θα τον εξέταζε από άκρη σε άκρη και θα αποφάσιζε κατά πόσο άξιζε τον κόπο να μπει. Θυμόταν το συναίσθημα που είχε νιώσει, όταν ο γιατρός του ζήτησε να γδυθεί τελείως. Το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει απότομα και κάνοντας ένα βήμα πίσω είχε αρνηθεί. Ο γιατρός τον είχε κοιτάξει με αηδία. Τα μάτια του είχαν κυλήσει στο ελαττωματικό του πόδι.
«Τι μου τον έφερες αυτόν;» είχε ρωτήσει τον μεγαλύτερο άνδρα. Η γιαγιά του όμως είχε τα μέσα και τις γνωριμίες, οπότε ο άνδρας ψιθύρισε στο αφτί του γιατρού το όνομά της «Την καταλαβαίνω. Έκανε τεράστια θυσία για να κρατήσει αυτό το παιδί. Απόδειξέ μας μικρέ πως δεν είσαι άχρηστος για το Ράιχ!» του ούρλιαξε ωστόσο ο Άρτουρ συνέχισε να κοιτάζει εχθρικά χωρίς να του απαντά.
Ο γιατρός τότε πλησίασε με φόρα και άρχισε να του ξεκουμπώνει το παντελόνι. Το σοκ του νεαρού ήταν τόσο μεγάλο, σε σημείο που χτύπησε τον γιατρό, πετώντας τον πίσω.
«Εμένα, δεν με ακουμπά κανείς!» του γρύλισε.
«Σταμάτα!» τον άρπαξε ο άνδρας των Ες-Ες «Δεν καταλαβαίνεις ηλίθιο αγόρι, πως αν δεν συνεργαστείς και αν δεν κερδίσεις μία θέση εδώ μέσα θα καταλήξεις νεκρός; Ε; Τι σκατά θες; Να σε στείλουν δήθεν σε κάποιο τρελάδικο και να σου κάνουν ευθανασία; Βγάλε τον σκασμό και γδύσου τώρα!» τον σημάδεψε με το όπλο.
Το πρόσωπο του Άρτουρ είχε γίνει άσπρο σαν το πανί, ενώ ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του. Τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να βγάλει τα ρούχα του. Αν αυτός καταλάβαινε πως είχε πέσει θύμα βιασμού τι θα γινόταν; Ήταν ντροπιαστικό, ήταν φρικτό. Ο ίδιος όμως δεν είχε επιλογή. Ο γιατρός σοκαρισμένος από την αντίδραση, τον πλησίασε. Του άρεσε ο βίαιος χαρακτήρας του νεαρού. Θα μπορούσε ίσως και να επιβιώσει. Εξέτασε κάθε σπιθαμή του κορμιού του μετρώντας τα πάντα. Από το κεφάλι, τα χείλη, το ύψος, ακόμη και το χρώμα των ματιών. Αν εξαιρούσες το πρόβλημα στο πόδι, ο Άρτουρ ήταν κάτι πολύ παραπάνω από Άριος. Του πέταξε τα ρούχα στο πρόσωπο και έπειτα τον οδήγησαν στο δωμάτιο όπου θα έμενε με άλλα αγόρια. Τα Napola είχαν πάνω από όλα σαν στόχο τη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Ο Άρτουρ είχε ήδη διαμορφώσει μία κλειστή και σκληρή προσωπικότητα. Αποφάσισε λοιπόν να αρπάξει την ευκαιρία. Αφού η μοίρα τον είχε καταδικάσει σε αυτήν την ύπαρξη, εκείνος όφειλε να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά της. Βάδισε λοιπόν, όσο μπόρεσε πιο σωστά, δίχως να κοιτάζει κανέναν. Τα βλέμματα όλων των παιδιών έπεφταν κοροϊδευτικά επάνω του και το γνώριζε, μα σύντομα, θα μάθαιναν να τον σέβονται γιατί εκείνος θα τους ξεπερνούσε. Οποιοσδήποτε τολμούσε να τον ακουμπήσει ή να τον κοροϊδέψει, θα κατέληγε στο πάτωμα.
Θυμόταν τη φορά εκείνη που είχε χτυπήσει μέχρι σχεδόν αναισθησίας ένα αγόρι στην ηλικία του, που τον είχε αποκαλέσει κουτσό και είχε βροντοφωνάξει σε όλους την ερώτηση ΄΄Πόσα μάρκα την ημέρα κοστίζει στο Ράιχ ένας ανάπηρος;΄΄ Όλοι είχαν γελάσει, αλλά τελικά κατέληξε να πληρώνει και με το παραπάνω το θράσος του και την ερώτηση. Έπειτα, ήταν το θέμα των σχέσεων. Καθώς μεγάλωνε, ορισμένες γυναίκες τον είχαν προσεγγίσει μόλις είχαν δει πως θα κατόρθωνε να αποκτήσει μία πολύ καλή θέση στα Ες-Ες. Η ομορφιά του ήταν αδιαμφισβήτητη έτσι και αλλιώς, ήταν ελκυστικός άνδρας. Ο Άρτουρ όμως δεν έκανε ποτέ του έρωτα. Δεν είχε φιλήσει καμία κοπέλα. Στην πρώτη του φορά, πήγε με μία πολύ μεγαλύτερή του, όπως και η Ίνγκε αργότερα. Αυτό το έκανε καθώς ήξερε πως δεν θα απαιτούσε αγκαλιές και φιλιά. Ήθελε απλώς να ικανοποιήσει τις ανάγκες του και εκείνη απόρησε που ένα τόσο νεαρό αγόρι, είχε την απαίτηση από την ίδια απλώς να γονατίσει για να τον αφήσει να μπει μέσα της βίαια.
Αυτό ήταν για εκείνον η πράξη του έρωτα. Μία μορφή βίαιης ικανοποίησης. Με την Ίνγκε όλα έβαιναν καλώς, μα στο τέλος του τα χάλασε. Ο Άρτουρ δεν είχε σκοπό να κάνει οικογένεια, δεν ήθελε. Όλα όμως ανατράπηκαν όταν γνώρισε την Αφροδίτη. Για πρώτη φορά του δημιουργήθηκαν απορίες. Πώς θα ήταν αν τη φιλούσε; Πώς θα ήταν αν απλώς άγγιζε το χέρι της; Θυμήθηκε το βράδυ εκείνο στην ταράτσα του εγκαταλελειμμένου κτηρίου. Είχε κάνει ένα τεράστιο βήμα. Είχε αφήσει έστω το πρώτο του τείχος να καταρρεύσει. Γιατί η Αφροδίτη δεν ήταν οποιαδήποτε κοπέλα. Είχε τα ίδια βιώματα. Δεν μπορούσε να τον βλάψει, έτσι το έβλεπε. Ήταν και η ίδια λαβωμένη, επομένως τα βήματα και των δύο προς οποιαδήποτε εξερεύνηση θα ήταν εξίσου αργά, εξίσου βρεφικά. Θυμήθηκε όταν τη βαστούσε αγκαλιά τη στιγμή που απέτρεψε τον αυτοτραυματισμό του. Για δευτερόλεπτα είχε υπάρξει ευτυχής. Τώρα όλα είχαν σβήσει και εκείνος δεν ήξερε πού να σταθεί.
Μέσα στο μισοσκόταδο, άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Αργά σηκώθηκε, όταν είδε τον Στέφανο να στέκεται στο κατώφλι, εμφανώς θολωμένος.
«Έχεις νέα;» τον ρώτησε καθώς έμπαινε στο σπίτι του.
«Όχι και κανείς δεν σε κάλεσε εδώ μέσα!»
«Αυτό, είναι ένα ελληνικό σπίτι» πήρε μία βαθιά ανάσα «Αν δεν είχατε έρθει τίποτε από όλα αυτά δεν θα είχαν συμβεί! Η ξαδέρφη μου πιθανότατα να είχε φτιάξει τη ζωή της, αλλά εσείς της στερήσατε τα όνειρα! Καταστρέψατε την οικογένειά μου»
Ο Άρτουρ ήθελε να τον δικαιώσει, μα ήταν αρκετά εκνευρισμένος για κάτι τέτοιο.
«Άκουσε καλά. Μην παίζεις μαζί μου. Σήμερα έθαψα τον αδερφό μου. Δεν σου επιτρέπω να μπαίνεις εδώ μέσα απρόσκλητος. Έχω κάνει πολύ υπομονή και πίστεψέ με δεν θέλεις να μου την εξαντλήσεις. Δεν έχω σκοπό να πάψω να αναζητώ την Αφροδίτη. Το υποσχέθηκα στους δικούς της»
«Άκουσέ με και εσύ προσεκτικά» τώρα γυρνούσαν ο ένας γύρω από τον άλλο «Σε μισώ και σε σιχαίνομαι, ωστόσο θα υποχωρήσω, μόνο γιατί ξέρω πως πράγματι θα ψάξεις για εκείνη. Τον Φίλιμπερτ τον συμπαθούσα και στεναχωρήθηκα για την κατάληξή του. Ας ήσουν εσύ στη θέση του. Θα φύγω, αλλά θα σε παρακολουθώ. Επίσης, το γεγονός πως είμαι Έλληνας, δεν με κάνει λιγότερο επικίνδυνο. Η οικογένειά μου είναι πάνω από τη ζωή μου και κάλλιστα, μπορώ να γίνω αδίστακτος. Όπου πας, θα σε ακολουθήσω για να την βρω»
«Δρόμο» του έδειξε την πόρτα ο Άρτουρ. Τα κυανά του μάτια γυάλιζαν επικίνδυνα στο μισοσκόταδο.
«Δεν έχουμε τελειώσει» του έφτυσε ο Στέφανος, ο οποίος ήξερε πως είχε πολλά ακόμη προβλήματα να λύσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top