Απενοχοποίηση/part 3
Πόσο καιρό είχε να δει το φως του ήλιου; Η Έμμα καθόταν στο μοναδικό σημείο, κοντά στη σχάρα από όπου έμπαινε έστω και στο ελάχιστο, το φως. Κάποτε παρακαλούσε να μην ήταν καν συννεφιασμένη, ώστε να υπάρχει αρκετό φως για να πέσει στο πάλλευκο δέρμα της. Τα μάτια της είχαν πλέον συνηθίσει στο σκοτάδι, σε τέτοιο βαθμό που ήταν σίγουρη πως θα τυφλωνόταν αν έβγαινε έξω. Σήμερα είχε σταθεί στο τούνελ προσπαθώντας να αποφύγει τη βροχή. Τη βροχή που κάποτε απλώς τη μελαγχολούσε κάνοντάς την να ξεχάσει ορισμένα όνειρα και που τώρα, έκανε το κορμί της ολόκληρο να τρέμει. Από μία ελπίδα πάλεψε να γαντζωθεί. Πως θα έβγαινε ξανά έξω. Οι μέρες κυλούσαν αργά, οι νύχτες ήταν μοναχικές και τα όνειρα άστατα, ποτισμένα από τη βρόμα του υπόνομου. Το κλάμα του νεογέννητου ακούστηκε για έβδομη συνεχόμενη μέρα. Οι δυο αδερφές είχαν αγχωθεί και φυσικά δεν έλειπε και η επιθετικότητα από την πλευρά της οικογένειας.
«Χάσαμε τον μπαμπά, δεν μπορώ να διανοηθώ πως θα χάσω και εσάς» μουρμούριζε η κοπέλα στην αδερφή της, η οποία πάλευε να ησυχάσει το εξαντλημένο από το κλάμα μωρό.
«Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Τους άκουσες. Δεν μπορούσε να κρατήσουμε εδώ ένα μωρό που κλαίει»
«Ας φύγουμε μαζί» την ικέτεψε «Μπορεί αυτοί οι Γερμανοί που ήρθαν εδώ να μπορούν να μας βοηθήσουν να βρούμε ένα μόνιμο καταφύγιο για τους τρεις μας»
«Άκου. Έχω μάθει για ένα ρωμαιοκαθολικό νοσοκομείο, το Μπονιφρατρόφ στις παρυφές του Καζιμίερζ. Το διοικεί ένα μοναστικό τάγμα και έχω ακούσει πως κρύβουν Εβραιόπουλα. Θέλω να διώξω τις ενοχές....αν κάτι συμβεί...»
«Όχι!»
«Δεν υπάρχει άλλη λύση» πρόφερε με καρτερική φωνή, ενώ τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Δεν μπορείς να δώσεις τον ανιψιό μου...»
Ο Γιάεν τις πλησίασε.
«Ειλικρινά, δεν χρειάζεται να φύγει το μωρό. Άστους αυτούς» προσπάθησε να την παρηγορήσει, όμως η σιωπή της ήταν σαν να έδινε την οδυνηρή απάντηση σε μία απόφαση που είχε ήδη παρθεί. Η αδερφή της την κοίταξε με πίκρα. Δεν ήταν δυνατόν να εγκατέλειπε το ίδιο της το παιδί.
Εκείνο το βράδυ ο ύπνος της ήταν ανήσυχος. Στη μέση της νύχτας ξύπνησε με ένα τίναγμα. Αμέσως διαισθάνθηκε κάτι διαφορετικό. Ένιωσε τον αέρα δίπλα της ακίνητο, την ίδια την ώρα παγωμένη. Πριν ακόμη απλώσει το χέρι της, ήξερε πως η αδερφή της έλειπε. Ανακάθισε αναστατωμένη, ωστόσο εκείνη τη στιγμή που ετοιμαζόταν να ουρλιάξει, είδε μία σκιά να πλησιάζει αργά. Ήταν ο Άρτουρ. Πριν φύγει για το μέτωπο ήθελε να βεβαιωθεί πως η κατάσταση της υγείας της μητέρας ήταν καλή.
«Έφυγε!» ούρλιαξε η αδερφή της και ετοιμάστηκε να πεταχτεί έξω από το δωμάτιο.
«Έι!Ηρέμησε» την άρπαξε ο Γιάεν ενώ ο Φρανκ ήταν ακόμη αγουροξυπνημένος.
«Τι συνέβη;» την κοίταξε ο Άρτουρ έντρομος.
«Έφυγε...Έφυγε η αδερφή μου και μαζί και το μωρό»
«Σου είπε πού θα πήγαινε;» τη ρώτησε ο Γερμανός.
«Σε ένα ρωμαιοκαθολικό νοσοκομείο... Τελευταία έμοιαζε εξουθενωμένη. Συχνά έκλαιγε και ας μου έλεγε πως ήταν μία χαρά. Δεν ήταν. Έπνιγε βουβά τον πόνο της καθώς κανένας ήχος δεν έχει το δικαίωμα να ακουστεί εδώ, ούτε καν οι λυγμοί μας. Όμως τώρα με εγκατέλειψε και ξέρω πως δεν θα την ξαναδώ ποτέ»
Ο Άρτουρ έμεινε σιωπηλός για λίγο. Ακόμη φορούσε τη στολή του θανάτου.
«Θα πάω εγώ να τη βρω» της είπε.
«Δεν μπορείς όμως να φέρεις το μωρό εδώ κάτω....δεν...δεν γίνεται να ζήσει εδώ και...ίσως μας βάλει σε κίνδυνο και....τον θέλω!Όμως αν κάτι τύχει, θα πεθάνω από τύψεις»
Τα μάτια της ήταν ρουφηγμένα και σκοτεινά. Η πείνα, οι κακουχίες και η απουσία του φωτός την είχαν φτάσει σε αυτήν την κατάσταση. Το αλλοτινό της ροδαλό δέρμα είχε χλωμιάσει σαν τσαλακωμένο κουρέλι. Τα μαλλιά της είχαν γκριζάρει. Ο υπόνομος όλους τους είχε γεράσει και γεμίσει με συναισθήματα απόγνωσης. Ο Άρτουρ τους παρέδωσε φαγητά και κατόπιν κοίταξε τον Γιάεν.
«Είναι ίσως η τελευταία φορά που συναντιόμαστε. Χάρηκα ιδιαίτερα που σε γνώρισα καθώς μέσα από εσένα, κατόρθωσα να διακρίνω και ορισμένα κομμάτια του αδερφού μου. Εύχομαι να συναντηθούμε ξανά στον επάνω κόσμο και κανένα βουητό να μην ακούγεται. Μας αρκούν τα κελαηδίσματα των πουλιών»
Ο Γιάεν του χαμογέλασε.
«Πού πηγαίνεις;»
«Στο μέτωπο. Δεν άντεχα να βρίσκομαι στις ράμπες διαλογής. Έσωσα μία μητέρα και το παιδί της και βοήθησα πολλούς ασθενείς εντός του στρατοπέδου. Όμως δεν μπορώ να συνεχίσω να βρίσκομαι εκεί, αλλιώς θα τρελαθώ. Είχα μία βοηθό και της ζήτησα να καταγράφει ό,τι μπορεί. Τα κρύβαμε έπειτα, εγώ δηλαδή, με την ελπίδα να τα ανακαλύψουν οι Σύμμαχοι. Ως τότε, ως την ελευθερία, σε χαιρετώ»
Ο Γιάεν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του.
«Έχεις ένα κομμάτι του Φίλιμπερτ μέσα σου»
Ο Άρτουρ έγνεψε και ακολούθησε τον δρόμο ως τη δεξαμενή, ώσπου να βρει τη σχάρα. Αν υπήρχε κάτι που ήταν σίγουρο, αυτό ήταν η απώλεια. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονταν αργά στον βωμό του πολέμου. Μονάχα οι φωτογραφίες θα έμεναν ως τις τελευταίες μοναδικές αποδείξεις ύπαρξης. Ο νεαρός ξεκίνησε να βαδίζει γρήγορα, προσπαθώντας να παραλείψει το γεγονός πως κούτσαινε έντονα. Η κοπέλα δεν φαινόταν πουθενά και ευτυχώς για τον ίδιο ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν το νοσοκομείο. Ένα εικοσάλεπτο αργότερα, ορμούσε στο εσωτερικό ρωτώντας έντονα. Άπαντες στη θέα του είχαν πανικοβληθεί, σχεδόν έτοιμοι να ικετέψουν, όταν ξεκίνησε να τρέχει προς ένα δωμάτιο ουρλιάζοντας στη νοσοκόμα να σταματήσει.
«Άσε κάτω το μωρό τώρα!» της φώναξε σημαδεύοντάς την και εκείνη πάγωσε.
«Σας παρακαλώ...Σας παρακαλώ....»
«Είσαι τελείως τρελή;» της φώναξε ξανά με το βρέφος να κλαίει γοερά. Ο Άρτουρ το άρπαξε απομακρύνοντάς το και τοποθετώντας το στην αγκαλιά του τρυφερά για να ησυχάσει «Πώς τόλμησες να το αγγίξεις; Δεν έχεις καρδιά; Θα μπορούσα πράγματι να σε εκτελέσω γι' αυτήν την ενέργεια»
«Εγώ....εγώ το έκανα για να το απαλλάξω από τα βάσανα, όπως και τη μητέρα»
«Τη μητέρα; Τι της έκανες;»
«Ήταν πολύ άρρωστη...μετά τη γέννα είχε μάλλον μολυνθεί και...αναγκαστήκαμε να της κάνουμε μία ένεση για να πάψει να πονά»
«Είμαι γιατρός!» της βρόντηξε «Θα μπορούσα, αν είσαι αρκετά άχρηστη εσύ, να τη σώσω εγώ. Την ξεγέννησα, το μωρό αυτό εγώ το έφερα στον κόσμο και πριν σκεφτείς οτιδήποτε, ξέρω πως είναι Εβραίοι»
«Δεν μπορεί...φοράς αυτή τη στολή. Είναι αληθινή, έτσι δεν είναι;
«Δοκίμασέ με και άλλο και θα στο αποδείξω. Το ξέρω πως είναι τρελό όλο αυτό, ωστόσο, βοηθάω κόσμο και καμιά φορά η στολή μου είναι πολύ χρήσιμη, όπως τώρα που σε έκανα να παγώσεις και δεν διέπραξες ένα στυγερό έγκλημα. Αν τολμούσες να τον αγγίξεις, θα έβρισκες το σώμα σου στο πάτωμα, παγωμένο, νεκρό. Μπορεί να βοηθάω, μα ταυτόχρονα γίνομαι και κτήνος αν χρειαστεί και τα παιδιά, είναι πάντα θύματα της δύναμης των ενήλικων. Τώρα χωρίς μάνα....Η απουσία της μάνας είναι φρικτή. Ζει η θεία όμως και πρέπει με κάποιον τρόπο να επανενωθεί με τον ανιψιό της. Για την ώρα εκεί που είναι τη φροντίζω εγώ»
«Θα ήθελες κάτι από εμάς;»
«Θα ήθελα το μωρό να μείνει ασφαλές. Έχω έναν δικό μου άνθρωπο εδώ γύρω, Γερμανός αξιωματικός, που θα φροντίζει να μαθαίνει για το μωρό. Αν μάθω πως κάτι έπαθε, το νοσοκομείο θα θυμίζει σφαγείο και μπορώ να το κάνω» της γρύλισε και κατευθύνθηκε έπειτα περπατώντας στην αδειανή πόλη, ως το σπίτι που φιλοξενούσε τον Κάσπαρ.
Καθώς ήταν αργά το βράδυ, δεν ήξερε αν έπρεπε να ενοχλήσει, ωστόσο, το καλοσκέφτηκε στηριζόμενος στην ιδιότητά του που αύριο άλλαζε. Η Άμπι νυσταγμένη τον κοίταξε με τρόμο, ωστόσο εκείνος έγνεψε πως ήθελε να δει τον νεαρό Γερμανό αξιωματικό.
«Μην ξυπνήσεις την...κυρία με τις ορέξεις. Δεν υπάρχει λόγος, είναι και αργά»
Μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο του Κάσπαρ, μισογελώντας καθώς ήταν κοριτσίστικα διακοσμημένο και τον σκούντησε. Τα πόδια του τινάχτηκαν βίαια από την αγωνία.
«Ω, γαμώτο!» ετοιμάστηκε να φωνάξει, μέχρι να συνειδητοποιήσει πως έβλεπε τον Άρτουρ.
«Μην αναστατώνεσαι Εβραίε» του είπε χαμηλόφωνα.
«Είσαι τελείως τρελός; Πώς μπαίνεις έτσι; Νόμιζα πως με παρακολουθούσαν»
«Ε, σωστά νόμιζες. Σε παρακολουθούσα μέχρι που σε ξύπνησα»
«Τι έγινε; Συνέβη κάτι σοβαρό;»
«Ας πούμε. Άκουσε, αύριο εγώ δεν θα βρίσκομαι πια στην Πολωνία. Αποφάσισα να μεταφερθώ στο μέτωπο, ανατολικά. Δεν ήταν δυνατόν για εμένα να συνεχίζω να εργάζομαι στο Άουσβιτς. Σήμερα, για τελευταία φορά κατέβηκα στο...σημείο. Η μητέρα του μωρού είναι νεκρή και το μωρό σε ένα ρωμαιοκαθολικό νοσοκομείο. Νομίζω πως εκεί μπορούν να το βοηθήσουν ωστόσο χρειάζομαι και εσένα για να το προσέχεις»
«Δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα με αυτό, υποθέτω. Ωστόσο, τελευταία σκέφτομαι διάφορα. Σκέφτομαι πως ο αδερφός σου θα ήταν περήφανος για εμένα αν έπαιρνα τον δρόμο της καρδιάς μου. Αν έπαυα να κρύβομαι γι' αυτό που είμαι»
Ο Άρτουρ πήρε μία βαθιά ανάσα.
«Αν βγεις στο φως κινδυνεύεις»
«Κινδυνεύω έτσι και αλλιώς.Είσαι εύστροφος. Νομίζω πως αντιλαμβάνεσαι ότι ο πόλεμος χάνεται. Όποια πλευρά και αν επιλέξω θα είναι δύσκολη. Ίσως και να έφτασε η στιγμή να ακολουθήσω έναν άλλο δρόμο»
«Αυτό θα το αποφασίσεις εσύ. Εγώ για τον εαυτό μου έκανα ό,τι μπορούσα. Από αύριο θα φοράω τη δική σου στολή»
«Και η Αφροδίτη;»
«Της ζήτησα να φύγει, αλλά επιμένει να έρθει ως νοσηλεύτρια για να....βρίσκεται κοντά σε εμένα»
Ένα μελαγχολικό χαμόγελο σκαρφάλωσε στα χείλη του Κάσπαρ.
«Ήσουν πάντοτε εσύ τελικά» η φωνή του μαρτυρούσε και μία λύπη.
«Ξέρω πως τον σκέφτεσαι συνέχεια. Το ίδιο και εγώ»
«Δεν ξέρω αν η μοναξιά συνηθίζεται. Όταν στρέφω πίσω μου το βλέμμα, δεν βλέπω πουθενά τις ρίζες μου. Ο Φίλιμπερτ ήταν για εμένα μία ρίζα και ας μην είχαμε το ίδιο αίμα»
Ο Άρτουρ έκλεισε πίσω του την πόρτα του σπιτιού και κοντοστάθηκε για λίγο κοιτώντας πίσω. Μα, τι αναζητούσε; Τις δικές του ρίζες; Δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχε κανένας πέραν της Αφροδίτης.
Ανατολικό Μέτωπο
Είχε κοιμηθεί άπειρες ώρες, ωστόσο όταν άνοιξε ξανά τα μάτια του, η Άνια είχε εξαφανιστεί. Η φωτιά που έκαιγε είχε σβήσει και αντί για εκείνη, βρήκε τον Μιχαήλ να κοιτάζει προσεκτικά έξω από το παράθυρο.
«Θαρρώ πως δεν χάρηκες που με είδες» κρυφογέλασε ο Ρώσος.
«Μάλλον τα έκανα μούσκεμα» παραδέχτηκε ο Βέρνερ.
«Όχι και τόσο, αν κρίνω από το γεγονός πως ήρθε να με βρει λαχανιασμένη»
«Είπα κάτι λάθος;»
«Το λάθος είναι η καταγωγή σου. Μην περιμένεις να αλλάξει άμεσα αυτό. Η Άνια όπως και εγώ, όπως και όλοι μας, έχουμε μάθει να σας μισούμε, έχουμε δει τα εγκλήματα και έχουμε ζήσει στο πεδίο της μάχης. Όλα αυτά δεν ξεχνιούνται μήτε διαγράφονται σε μία στιγμή»
«Στη...Ρωσία την πίεσαν να είναι μαζί με κάποιον και να του κάνει και αρσενικά παιδιά...Αν μπορούσε να είναι μαζί μου, δεν θα της ζητούσα τίποτε»
΄΄Μόνο να με αγαπά΄΄ σκέφτηκε.
«Εμ, ναι. Κοίτα, στον λάθος άνθρωπο μιλάς και τη λάθος στιγμή»
«Πρέπει να βρω τους δικούς μου»
«Σου έλειψαν;» τον ρώτησε ο Μίσα όταν ακούστηκε ένας πυροβολισμός. «Πρέπει να φύγω» του είπε αγχωμένος και ο Βέρνερ προσπάθησε να σηκωθεί. Το τραύμα στο χέρι του τον πονούσε και ήταν βέβαιος πως ακόμη και αν συναντούσε τους δικούς του, δεν θα του επέτρεπαν να πολεμήσει σε αυτήν την κατάσταση.
Αντιθέτως, ο Μιχαήλ θέριζε Γερμανούς στρατιώτες. Η φήμη του είχε αρχίσει να τρομοκρατεί, ωστόσο τα λουριά θα έσφιγγαν. Αν επέστρεφε ο Βέρνερ, θα του ζητούσαν να συνεργαστεί με ακόμη έναν ελεύθερο σκοπευτή. Ο Μιχαήλ Μελέτεφ έπρεπε να πεθάνει. Αυτός ο δόλιος Ρώσος μπορούσε να ξεχωρίσει ακόμη και τους στόχους-παγίδες ενώ είχε την ικανότητα να αλλάζει θέσεις. Ο Λεβ ήταν ο παρατηρητής του. Καθώς οι δυο τους ήταν παιδικοί φίλοι, συνεργάζονταν άψογα, διάβαζαν ο ένας το βλέμμα του άλλου δίχως λόγια. Οι βολές του έβρισκαν κατευθείαν το κρανίο του αντιπάλου. Η Άνια τον παρατηρούσε.
«Είσαι πολύ περίεργος»
«Σου είπα πως ποτέ δεν θα προδώσω την πατρίδα» μειδίασε ο Μίσα.
«Ούτε τη φιλία»
«Ούτε εσύ πρόδωσες την καρδιά σου Άνια» την έβαλε στη θέση της και εκείνη ξεφύσησε. Ήθελε να τον δει, μα φοβόταν. Φοβόταν να κάνει το οποιοδήποτε βήμα για τον άνδρα εκείνο με τα ολοπράσινα μάτια. Κανείς δεν την είχε κοιτάξει έτσι ξανά. Δεν έπρεπε όμως, όχι, δεν έπρεπε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top