Απενοχοποίηση/part 2

H απόφαση είχε παρθεί, μα ήταν ικανή να τινάξει από επάνω του τις ενοχές; Ήταν ικανή να κουκουλώσει κλάματα και κραυγές; Να αποτραβήξει εκείνη τη γλυκερή μυρωδιά του φρέσκου αίματος που τιναζόταν στον αέρα λερώνοντας τα ρούχα και τα παπούτσια τους; Τελοσπάντων, σε τι είδους εποχές ζούσαν; Όλος ο πλανήτης ήταν βυθισμένος στο σκοτάδι και ο θάνατος παραμόνευε παντού. Όμως, η Ελλάδα αν και είχε επίσης τυλιχτεί στο θάνατο, κρατούσε και κάτι από την αθωότητά της, κάτι από τον Παράδεισο. Όταν είχε έρθει για πρώτη φορά, δεν νοιαζόταν για τα γεμάτα τρόμο και απέχθεια βλέμματα των ντόπιων. Ορισμένα ηλιοβασιλέματα, τα περνούσε ολομόναχος, όπως σχεδόν όλες τις ώρες, να κάνει βόλτα δίπλα στη θάλασσα. Μέσα στην ησυχία, το κύμα έπαιρνε μακριά το παρελθόν, μακριά τα παιδικά, χαμένα χρόνια, την απουσία αγάπης, την κακοποίηση και το ξύλο. Την Πολωνία την απεχθανόταν αν και τώρα που πλησίαζαν στο καλοκαίρι, οι μέρες είχαν μεγαλώσει και ο καιρός ανοίξει.Βάδισε πολύ αργά ως το σπίτι. Τον δικό του προσωπικό Παράδεισο αγάπης.

Στη σκέψη και μόνο αυτής της λέξης, ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του. Ήταν ικανός να δώσει αγάπη; Του άξιζε να τη δεχτεί; Σίγουρα όχι. Όμως τα χάδια στο κορμί του είχαν ωραία αίσθηση και εκείνα τα μάτια που άκριτα τον κοιτούσαν, έπαιρναν μακριά κάθε φόβο. Στα χέρια της γινόταν εκείνο το παιδί που κάποτε αποζητούσε λίγη σημασία, πλησιάζοντας τη γιαγιά του διστακτικά. Εκείνη τον κοιτούσε ψυχρά και υπολογιστικά, με τελική κατάληξη να εκνευρίζεται εξαιτίας του βαδίσματός του. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να πανικοβληθεί, η πόρτα άνοιξε και η Αφροδίτη εμφανίστηκε. Οι ματιές τους αντάμωσαν και δίχως να το σκεφτεί, την τράβηξε στην αγκαλιά του. Τα χείλη του διψασμένα αναζήτησαν τα δικά της, οι κινήσεις του ήταν ελαφρώς πιο βίαιες, ωστόσο σύντομα αποτραβήχτηκε, όταν άκουσε την κοπέλα να βογκά τρομαγμένα.

«Συγγνώμη. Ξέρεις πως δεν θα σου έκανα ποτέ κακό ή κάτι που δεν θέλεις. Απλώς, ορισμένες φορές τα συναισθήματά μου είναι έντονα και...δεν έχω μάθει πάντα να τα ελέγχω»

«Άρτουρ» τον σταμάτησε «Δεν σε φοβάμαι. Ήθελα να βγω απλώς λίγο έξω» τον κοίταξε προσεκτικά «Είσαι καλά;»

«Όχι» ήρθε η απάντηση «Όχι δεν είμαι. Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου, μα αντί γι' αυτό κάνω ελιγμούς ανόητους»

«Δεν καταλαβαίνω»

«Τέρμα η στολή των Ες-Ες. Πλέον θα είμαι αξιωματικός του γερμανικού στρατού. Αύριο φεύγω για το μέτωπο»

Είδε ξαφνικά τον πανικό να της επιτίθεται. Πού θα πήγαινε; Ποιο μέτωπο; Και εκείνη;

«Γιατί;» ρώτησε απλώς τραυλίζοντας «Και εγώ πού θα πάω; Εσύ; Στη Ρωσία θα σκοτωθείς! Δεν θα σε ξαναδώ ποτέ!»

«Αφροδίτη, ίσως πρέπει να γυρίσεις πίσω στην Ελλάδα όσο ακόμη είναι νωρίς»

«Θες να φύγω; Άρα, δεν σε νοιάζει»

«Και τι θέλεις; Να έχεις μία τέτοια ζωή πλάι σε μένα; Αφροδίτη, είσαι η μόνη γυναίκα στη ζωή μου που με έχει αγγίξει μετά από όσα έχω περάσει. Είσαι η μόνη που με έχει δει δίχως να φορώ μέχρι και το πανωφόρι μου και η μόνη που έχω φιλήσει. Όμως είναι εγωιστικό να σε κρατήσω! Σκέψου το! Τι θα κάνουμε εμείς; Ποιος θα με δεχτεί; Έχεις ανάγκη να γίνεις ευτυχισμένη. Εγώ είμαι καμένο χαρτί! Είμαι Γερμανός. Οι γείτονες, η οικογένεια, όλοι, θα σε μισήσουν. Θα βγάλεις όνομα πως είσαι η πόρνη ενός Γερμανού της Γκεστάπο, καθώς ξέρουν όλοι ποιος ήμουν! Αυτό θέλεις; Εγώ όχι και θα τους εκτελούσα αν τους άκουγα. Γυρνώντας θα γνωρίσεις κάποιον που θα σε αγαπήσει, δεν είναι δύσκολο εξάλλου. Είσαι μία υπέροχη γυναίκα»

«Και εσύ αξίζεις την αγάπη!» αντέτεινε.

«Είμαι στη λάθος μεριά της ιστορίας. Δεν αξίζω τίποτε. Ο κόσμος με έχει μισήσει πολύ για να συγχωρέσει τα εγκλήματά μου και της χώρας μου. Είναι λογικό. Μόνο εγώ ξέρω πώς θα αισθάνομαι δίχως εσένα, πόσα βράδια εκεί στις στέπες, μέσα στο θάνατο, θα σκέφτομαι πως κάποιος άλλος άνδρας σου προσφέρει όσα δεν μπορώ»

«Μπορείς και μου προσφέρεις τα πάντα!»

Ο πανικός σιγά σιγά πλησίαζε. Ήθελε να τον κρατήσει και να κρατηθεί και εκείνη μαζί του.

«Δεν σου προσφέρω τον έρωτα. Ένας άνδρας σαν εμένα, σημαίνει ταυτόχρονα και ανυπολόγιστη ζημιά. Ο...αυτό που μου συνέβη με στιγμάτισε. Με έκανε να νιώθω ανίκανος. Ανίκανος να ικανοποιήσω μία γυναίκα, γιατί πολύ απλά τη στιγμή της βίαιης πράξης, αισθάνθηκα πως ο ανδρισμός μου ξεριζώθηκε. Έτσι, μονάχα για την ανάγκη μου, ξεσπούσα σε μία γυναίκα που είχαμε κάνει συμφωνία, δίχως καν να την κοιτάζω ή να την φιλώ. Μόνο έτσι μπορούσα να είμαι αποδοτικός. Αν αφεθώ να σου κάνω έρωτα, φοβάμαι πως δεν θα τα καταφέρω...Δεν θα...θα ρεζιλευτώ. Δεν σου αξίζουν αυτές οι αποσκευές....»

«Σ' αγαπώ» του ψιθύρισε και τον είδε να ταράζεται.

«Τι;»

«Αυτό που άκουσες. Σ'αγαπώ»

Η αντίδραση δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί για ενθουσιασμό, ακολούθησε ένας πανικός, μία άρνηση.

«Όχι! Το λες από ανασφάλεια, δεν το εννοείς»

«Νομίζεις δηλαδή πως για εμένα είναι εύκολο να το πω; Νομίζεις πως εγώ δεν έχω ζήσει την Κόλαση;»

«Είχες οικογένεια, είχες στηρίγματα! Εγώ κανέναν!»

«Συγγνώμη γι' αυτό...Συγγνώμη που είχα στηρίγματα» τον ειρωνεύτηκε.

«Αυτή η αλήθεια κάνει τη διαφορά. Εγώ δεν είχα να στραφώ πουθενά και σε κανέναν και γι' αυτό έγινα ένα καθίκι»

«Το μέτωπο θα σε αλλάξει...»

«Δεν με νοιάζει!» αντέδρασε ξανά καθώς ένας παράξενος και ίσως αναίτιος θυμός κόχλαζε μέσα του.

Οι ανασφάλειές του τον έκαναν νευρικό και δυστυχώς το ξέσπασμα το πλήρωνε η κοπέλα που επίσης δεν γνώριζε πώς να τον χειριστεί. Αποφάσισε απλώς ηττημένη να αποχωρήσει σχεδόν τρέχοντας και να χωθεί στο σπίτι. Ο νεαρός έμεινε για λίγο στον κήπο. Αντίθετα με την Αφροδίτη, κούρνιασε στο μόνο μέρος όπου ένιωθε να χαλαρώνει. Στο γιασεμί. Από την τσέπη του έβγαλε τη ζωγραφιά της.

΄΄Ανόητε. Πάντοτε τα χαλάς όλα. Αν αυτή η μέρα είναι και η τελευταία σας μαζί, κάνε την να αξίζει δειλέ. Σου έκλεψαν όλη σου τη ζωή, εσύ δεν δικαιούσαι να ζήσεις μερικές στιγμές που θα τις θυμάσαι για πάντα; Άφησε έξω όσα έγιναν. Η Αφροδίτη σε...σε αγαπά. Ξέρει τα πάντα για εσένα, ξέρει τι μπορείς και τι όχι να δώσεις και όμως...δεν πήρε τότε το τρένο για Ελλάδα. Έμεινε δίπλα σου και μαζί ανθίσατε αργά, όπως αυτό το ολόδικό σας γιασεμί΄΄

Πήρε μία βαθιά ανάσα και αργά σηκώθηκε. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν σιωπηλό. Ήξερε πού θα την έβρισκε. Ανέβηκε τα σκαλιά και τη βρήκε να κάθεται στο κρεβάτι της μαραζωμένη.

«Μαζί ανθίσαμε...εσύ και εγώ» της ψιθύρισε δίνοντάς της ένα λευκό άνθος.

Με προσεκτικές κινήσεις κάθισε και εκείνος στο κρεβάτι μαζί της και απλώνοντας το χέρι του, παραμέρισε μία καστανή τούφα από το μέτωπό της. Κατόπιν, έσκυψε και το φίλησε παρατεταμένα. Καυτά δάκρυα ήταν έτοιμα να ξεχειλίσουν από τα μάτια του, μα τα συγκράτησε. Τα χείλη του άγγιξαν πεταχτά τη μύτη της και κατόπιν τον λαιμό της. Τα μάτια της έκλεισαν και εκείνος πήρε τα χέρια της στα δικά του και τα κατηύθυνε στα κουμπιά του πουκαμίσου του.

«Άρτουρ όχι. Δεν θέλω να πιεστείς για να μου αποδείξεις....»

«Την αγάπη μου; Όχι δεν πιέζομαι. Το έχω ανάγκη. Έχω ανάγκη να πάρω πίσω έστω και μία όμορφη και αληθινή στιγμή από μία ζωή που μου έκλεψαν»

Τα ντελικάτα και λεπτοκαμωμένα της χέρια, αργά ξεκούμπωναν το πουκάμισό του. Το στήθος του φούσκωνε σε κάθε αναπνοή, σημάδι άγχους, μα δεν θα το άφηνε να τον νικήσει.

«Μπορώ;» τη ρώτησε ζητώντας της άδεια για να την απαλλάξει από όσα υφάσματα κάλυπταν το κορμί της.

Το δυσκολότερο έργο, ήταν να μείνει μπροστά της ολόγυμνος. Όμως είχε τη μία και μοναδική ευκαιρία να απογειωθεί, να αισθανθεί άνδρας ίσως, αληθινός. Άνδρας που σέβεται και αγαπά την γυναίκα του, άνδρας που θεωρεί ναό το σώμα της. Με τρεμάμενα χέρια, απελευθερώθηκε από όλα του τα ρούχα. Στην αρχή δυσκολευόταν να την κοιτάξει στα μάτια, μέχρι που εκείνη τον καθοδήγησε να χωθούν κάτω από τα σεντόνια, ώστε να αισθανθεί και εκείνος λιγότερο εκτεθειμένος. Το κορμί του κάλυψε το δικό της, φιλώντας τις κορυφές του σφριγηλού και νεανικού της στήθους. Η κομμένη της ανάσα, το μειδίαμα το ανεπαίσθητο, τον ωθούσε να συνεχίσει. Το χέρι της χάιδεψε την γυμνή του πλάτη, δίχως να προχωρά χαμηλότερα. Ο ανδρισμός του είχε ερεθιστεί και για λίγο ετοιμάστηκε να την νιώσει γύρω του, όταν ένα πνίξιμο φόβου τον σταμάτησε. Το κορμί του αργά το ένιωθε να τον προδίδει και η ντροπή σκαρφάλωνε επικίνδυνα, μεταμφιεσμένη σε θυμό. Ξάπλωσε πίσω ξεφυσώντας.

«Όχι! Είμαι ένας ανίκανος! Γαμώτο!» έβρισε στα γερμανικά και η κοπέλα ευθύς πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της.

«Σώπα. Όταν σου είπα πριν πως σε αγαπώ, το εννοούσα. Κάλιο μία στιγμή μαζί σου, οποιαδήποτε, παρά χώρια»

Το κεφάλι της ακούμπησε στο στήθος του. Οι παλμοί του ηρέμησαν, τα ανάλαφρα χάδια της χαμηλά στο κορμί του, επανάφεραν εκείνον τον πόθο αργά. Αυτή τη φορά αφέθηκε δίχως να σκέφτεται. Οι ροδοστόλιστες ηλιαχτίδες της δύσης, δημιουργούσαν ένα μαγικό σκηνικό, η μυρωδιά από το μικρό γιασεμί τον γλύκανε και ένα αδιόρατο χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό του. Της άξιζε ο έρωτας. Δεν τον είχε γνωρίσει, δεν είχε ιδέα πώς ήταν η αίσθηση της ευχαρίστησης. Μήτε εκείνος γνώριζε όμως.

«Θα είμαι προσεκτικός. Έχω μαζί μου προφυλάξεις. Δεν θα ήθελα να σου συμβεί το οτιδήποτε και αν ακόμη συνέβαινε, δεν θα άντεχα να μείνω μακριά από εσένα και από το μικρό μας άνθος. Οπότε...είναι καλύτερα έτσι»

Με προσοχή στάθηκε από επάνω της. Τα κυανά του μάτια καρφώθηκαν στα δικά της, αποφασισμένα να μείνουν εστιασμένα μονάχα εκεί. Αργά την ολοκλήρωνε. Εισχωρούσε στο κορμί της και η καρδιά του βροντοχτυπούσε από ευτυχία. Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά της και τα χέρια της μπλέχτηκαν γύρω από τον λαιμό του. Μαζί απέκτησαν έναν ρυθμό. Τα σώματα αναζητούσαν ξανά την ένωση, την ολοκλήρωση και ο Άρτουρ ένιωθε να απελευθερώνεται από δεσμά που βαστούσαν τη ζωή του ολόκληρη. Ήταν τόσο έντονα τα συναισθήματα, σε σημείο που δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του λίγο πριν την κορύφωση που θα τον άφηνε ελαφρώς ιδρωμένο και λαχανιασμένο, κουρνιασμένο στην αγκαλιά της, αποζητώντας ξανά σαν παιδί τα χάδια μετά την ερωτική πράξη.

«Μωρό μου...»της ψιθύρισε στα ελληνικά, μέσα στα μπλεγμένα της μαλλιά «Α-Αφροδίτη και....και εγώ σε αγαπώ. Πολύ»

Εκείνη σκούπισε τα μάτια του.

«Ήταν υπέροχο»

«Σε πόνεσα; Πώς νιώθεις; Ήμουν βίαιος;»

«Ήσουν υπέροχος»

«Κράτησέ με...» της ζήτησε σχεδόν με απελπισία «Δεν ξέρω πια τι κάνω...Πού πηγαίνω. Όμως ξέρω πως σε αγαπώ, πως είμαι δικός σου για πάντα, ακόμη και αν φύγω από αυτόν τον κόσμο που θα έκαιγα ευχαρίστως συθέμελα για να σε προστατέψω» τα χέρια του χάιδεψαν ξανά τις κορυφές του στήθους της. Λάτρευε το κορμί της που είχε τη μυρωδιά του.

«Δεν θα σε αφήσω. Θα έρθω και εγώ»

«Πού; Τρελάθηκες;» ανασηκώθηκε απότομα.

«Ναι. Σαν νοσηλεύτρια. Τόσες γυναίκες το κάνουν»

«Με τίποτε! Δεν γνωρίζεις καν γερμανικά, ούτε νοσηλευτική. Αν σε καταλάβουν...»

«Ξέρω λέξεις από εσένα. Σε παρακαλώ. Δεν θέλω να πάω πουθενά δίχως εσένα!»

«Έχεις το παιδί σου, την οικογένειά σου»

«Είναι μία χαρά και όταν θα επιστρέψω, θα έχω και εσένα στο πλάι μου. Έχω να αφηγηθώ πολλά ηρωικά σου κατορθώματα»

«Δεν θα σε πιστέψει κανείς. Και όχι, θα φύγεις αύριο, όπως και εγώ»

«Όχι» Εκείνος ξεφύσησε. Το είδε να σηκώνεται «Θα μείνεις απόψε;»

Ο Άρτουρ της χαμογέλασε για πρώτη φορά ειλικρινά. Το φως από το χαμόγελο έφτασε επιτέλους μέχρι τα μάτια του.

«Απόψε δεν πάω πουθενά. Αύριο είναι μία άλλη μέρα και εγώ μεταφέρομαι ανατολικά»

«Μεταφερόμαστε»

«Είσαι τρελή»

«Είμαι ο δεσμός σου» τον πείραξε και άκουσε ένα πνιχτό γελάκι για πρώτη φορά επίσης.

«Φυσικά και είσαι ο δεσμός μου...για τώρα. Είπαμε μαζί μου...»

«Για πάντα»

«Σ'αγαπώ μωρό μου» είπε όλη τη φράση στα ελληνικά. Εκείνο το βράδυ, εκείνο το μοναδικό βράδυ, κανένας εφιάλτης δεν τους επισκέφτηκε. Είχε κλέψει την πολυπόθητη στιγμή που δικαιωματικά του ανήκε.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top