Απενοχοποίηση/ part 1
Πέρασε τη νύχτα του σκεπτόμενος την ιστορία που θα τύλιγε την εκτέλεση του Μπάερ. Δεν θα ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο να βρει έναν λόγο και μάλιστα, είχε ήδη πλάσει την ιστορία στο μυαλό του. Τώρα κάπνιζε νευρικά, με το βλέμμα του να είναι στυλωμένο στον ολοκάθαρο νυχτερινό ουρανό. Τα αστέρια, αυτές οι μικρές φωτεινές κουκίδες, έμοιαζαν σαν να αναπνέουν σιγανά, καθώς κάποτε η λάμψη τους γινόταν λίγο πιο έντονη. Τα μάτια του Άρτουρ προσπάθησαν να απομονώσουν για λίγο αυτήν την ομορφιά. Κοίταξε προς τη μεριά του σπιτιού. Ένα τέλειο σκηνικό, βγαλμένο όμως μέσα από τον εφιάλτη. Η ομορφιά του η κάλπικη οφειλόταν στην αλήθεια που είχε για τα καλά καταπατηθεί. Όχι δεν φιλοξενούσε εκείνον και την κοπέλα του. Ανήκε κάποτε σε μία οικογένεια που είχε εξοντωθεί, ενώ σε απελπιστικά κοντινή απόσταση, η γλυκερή μυρωδιά των κρεματόριων ψιθύριζε την αλήθεια. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη λανθασμένη χρονική στιγμή αλλά και το μαύρο παρελθόν του, αποτελούσαν εμπόδιο σε κάθε χαρωπό καρδιοχτύπι. Την απόφασή του να φύγει για το μέτωπο δεν την άλλαζε. Του ήταν αδύνατο να εξακολουθεί να βρίσκεται στη ράμπα διαλογής. Αύριο ωστόσο θα έθετε το σχέδιό του σε εφαρμογή. Θα ελευθέρωνε τη μητέρα του Γκεόργκι.
Το σπίτι ήταν σκοτεινό. Εκείνη θα κοιμόταν μάλλον. Ανέβηκε προς τη μεριά των δωματίων και παραμερίζοντας την πόρτα, κοίταξε διακριτικά προς τα μέσα. Η κοπέλα πράγματι είχε παραδοθεί σε βαθύ ύπνο. Για λίγο σκέφτηκε να ξαπλώσει δίπλα της, μήπως με αυτόν τον τρόπο πολεμούσε και τους δικούς τους εφιάλτες. Παρόλα αυτά δίστασε. Ήταν μεγάλο το βήμα και επιθυμούσε να έχει τον χώρο του. Εξάλλου, κάποια βράδια ούρλιαζε ή ξυπνούσε απότομα κάθιδρος. Θα ήταν καλύτερο αν έστω αυτή του η πλευρά παρέμενε ακόμη αθέατη. Προστατευμένος στο δωμάτιό του, έβγαλε τα ρούχα του με περισσότερη ευκολία. Το σπίτι τον βοηθούσε ώστε να κλειδώνει έξω τους εφιάλτες του. Να αφήνεται σε όμορφες στιγμές. Σχεδόν θεωρούσε τον εαυτό του ευλογημένο που είχε κατορθώσει να ζήσει ένα συναίσθημα που πίστευε πως είχε ξεριζώσει από μέσα του. Ο έρωτας όμως δεν ρωτά κανένα. Η μαγεία της έλξης και της χημείας δεν κοιτάζει την καταγωγή μήτε τη σωστή στιγμή και ο Άρτουρ από το βράδυ εκείνο στην Ελλάδα που κράτησε την Αφροδίτη στην αγκαλιά του, δεν μπόρεσε για πολύ να αντισταθεί στους ψιθύρους της καρδιάς του.
Μόλις οι πρώτες ηλιαχτίδες ξεπρόβαλαν η Αφροδίτη σηκώθηκε. Επικρατούσε ησυχία, σημάδι πως ο Άρτουρ είτε είχε φύγει, είτε κοιμόταν. Τρέχοντας βγήκε στην αυλή και έκοψε ένα μικρό γιασεμί. Επιστρέφοντας, τον βρήκε να κοιμάται σχεδόν γυμνό. Το όμορφο πρόσωπό του φωτιζόταν σχεδιάζοντας έναν άγγελο. Απαλά κάθισε δίπλα του. Το χέρι της κινήθηκε διστακτικά στην πλάτη του, ώσπου τον ένιωσε να ανοίγει απότομα τα μάτια του και να της αρπάζει τον καρπό. Μέσα στην παραζάλη του ύπνου του, φοβήθηκε πως δεχόταν επίθεση.
«Συγγνώμη...» της είπε και ευθύς μαζεύτηκε «Δεν κατάλαβα πως ήσουν εσύ και για λίγο...»
Η Αφροδίτη έτεινε το χέρι της, προσφέροντας το μικρό, λευκό άνθος. Ο νεαρός το πήρε και τα κυανά μάτια του καρφώθηκαν τρυφερά στα δικά της. Για δευτερόλεπτα ένιωσε άβολα με την παρουσία της, τη στιγμή που δεν φορούσε ρούχα, ωστόσο προσπάθησε να αποδιώξει κάθε δυσοίωνη σκέψη. Στηριζόμενος στους αγκώνες του, έδωσε ώθηση σφραγίζοντας τα χείλη του με τα δικά της.
«Καλημέρα» της ψιθύρισε ελαφρώς παιχνιδιάρικα, προσπαθώντας να μην αφήσει στην πραγματικότητα να επισκιάσει τη διάθεσή του. «Θα έρθει η μητέρα του αγοριού που προστατεύω στο στρατόπεδο. Θα προσπαθήσω να την ελευθερώσω»
«Θα είσαι εντάξει;» τον ρώτησε.
«Γνωρίζοντας πως θα με περιμένεις, πιστεύω πως ναι. Είσαι ένας λόγος για να υπάρχω έτσι και αλλιώς. Εδώ γύρω συμβαίνουν περίεργα πράγματα»
Την προηγούμενη ημέρα, η γυναίκα ενός ανώτερου αξιωματούχου των Ες-Ες, είχε βρει στον δρόμο τρία αγόρια που λιμοκτονούσαν. Παριστάνοντας τη φιλεύσπλαχνη, τα οδήγησε στο σπίτι της και κατόπιν στο κοντινό δάσος, σκοτώνοντάς τα. Οι γυναίκες Ναζί, αρκετές φορές ήταν εξίσου σκληρές με τους άνδρες, όπως και οι μαίες και οι νοσοκόμες που με μεγάλη ευκολία πραγματοποιούσαν ευθανασίες.
«Ξέρεις, μερικές φορές απορώ πώς με άφησαν να ζήσω. Πώς είναι δυνατόν να με είδαν έτσι και να μου χάρισαν τη ζωή. Ίσως είναι και η μόνη στιγμή για την οποία ελπίζω στη μητρική αγάπη. Πως ίσως η μητέρα μου με υπερασπίστηκε και δεν με παρέδωσε απλά για ευθανασία»
«Είναι τόσα πολλά που δεν γνωρίζουμε για τη Γερμανία» μουρμούρισε η Αφροδίτη.
«Πολλοί άνθρωποι ήρθαν σε δύσκολη θέση. Το καθεστώς ξέφευγε μέρα με τη μέρα, κυριολεκτικά πολτοποιώντας οποιονδήποτε έκρινε ακατάλληλο, ακόμη και αν ήταν Γερμανός πολίτης. Γι' αυτό αγωνίστηκα τόσο πολύ για να ζήσω, γι' αυτό μπήκα στα Ες-Ες»
Προσπάθησε να σηκωθεί.
«Αν θέλεις, θα φύγω. Δεν επιθυμώ να σε φέρνω σε δύσκολη θέση» ψέλλισε η Αφροδίτη και εκείνος για λίγο το σκέφτηκε.
«Όχι. Μείνε»
Αφαιρώντας από επάνω του τα κλινοσκεπάσματα, σηκώθηκε όρθιος φορώντας μονάχα το εσώρουχό του. Έπρεπε να συνηθίζει σιγά-σιγά στην παρουσία της. Όλος ο χώρος γύρω τους ήταν λευκός. Ο ήλιος τρύπωνε αδύναμος και πορφυρός ακόμη και για λίγο έκλεισαν έξω από εκείνο το δωμάτιο τη δολερή πραγματικότητα. Την είδε να ορθώνεται και εκείνη και να τον πλησιάζει αθόρυβα. Αργά, τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση του και το πρόσωπό της ακούμπησε στο στήθος του. Ένα ρίγος τον διαπέρασε φόβου, μα σύντομα το καταπολέμησε. Τα χέρια του καθοδήγησαν το κεφάλι της και σύντομα χάθηκαν στα φιλιά και τα χάδια, τα οποία έμοιαζαν αθώα. Κανείς τους δεν ήξερε τα όρια του άλλου. Ήταν δύο άνθρωποι που προσπαθούσαν να κολλήσουν τα ψυχικά τους κομμάτια. Τα χέρια του κινήθηκαν διστακτικά προς το στήθος της, τα μάτια του σκούρυναν. Ο πόθος ξυπνούσε πάλι, το σώμα του ανταποκρινόταν, μα πάντοτε στο τέλος, όλα διαλύονταν.
«Πρέπει να ετοιμαστώ» πρόφερε πιο κοφτά από όσο θα επιθυμούσε.
«Εντάξει» απάντησε και εκείνη, η οποία ίσως και να ήταν λίγο περισσότερο έτοιμη από τον ίδιο, για ένα ακόμη βήμα. Για τον Άρτουρ όμως ήταν τρομερά δύσκολο. Για έναν άνδρα το παρελθόν αυτό σε συνδυασμό με τον φόβο να ντροπιαστεί αν δεν τα καταφέρει, δυσκόλευαν πολύ περισσότερο τα πράγματα.
Όπως το είχε φανταστεί, κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις για τον θάνατο του Μπάερ. Είπε με πολύ σοβαρότητα πως εκείνος είχε την τάση να βιάζει κρατούμενες που είχε για υπηρέτριες, σκορπώντας εξώγαμα και ντροπιάζοντας τον τίτλο του. Έτσι, ο Άρτουρ προσπάθησε να τον αποτρέψει, εκείνος του επιτέθηκε και κατέληξε νεκρός. Φυσικά, ήταν τυχερός καθώς υπήρχε ακόμη ένας μάρτυρας των πράξεων του Μπάερ σχετικά με τις κρατούμενες.
«Έτσι είμαι εγώ» έκανε την αρχή ο Άρτουρ «Αν κάποιος δεν με ικανοποιήσει, θάβεται στον κήπο μου»
Τη μέρα εκείνη έτρεμε από την αγωνία. Ήταν η πρώτη του απόπειρα να ελευθερώσει κρατούμενη και έπρεπε να πετύχει.
«Να την θάψεις;» ακούστηκε και η φωνή της βοηθού του «Και αν σκάψουν;»
«Θα είναι θαμμένη η στολή και ίσως πειστούν»
«Να δω πόσα άλλα ρίσκα θα πάρεις» τον μάλωσε με μία στοργή που δεν ταίριαζε στο περιβάλλον και στην εικόνα τους. Εκείνη ήταν απλώς μία κρατούμενη και ο Άρτουρ ήταν ένας άνδρας των Ες-Ες.
«Δεν με νοιάζουν τα ρίσκα, αν αφορούν τη ζωή μου. Σκέφτομαι πως αν ακολουθήσω έναν δρόμο αλλιώτικο, που δεν θα είναι άλλος από τους φόνους χιλιάδων ψυχών, δεν θα κατορθώσω να ζήσω έχοντας τα λογικά μου. Επιπλέον, δεν είμαι μόνος μου...Μένει μαζί μου μία κοπέλα από την Ελλάδα. Την άρπαξαν οι δικοί μου και την πέταξαν σε ένα τρένο με προορισμό αυτό το κολαστήριο. Έκανα τα πάντα για να το προλάβω και να την απεγκλωβίσω»
Η γυναίκα μειδίασε.
«Πρέπει να την νοιάζεσαι»
«Αρκετά για να αφήσω να της συμβεί το παραμικρό. Αν πεθάνω εγώ όμως, εκείνη τι θα απογίνει εδώ; Φοβάμαι και όσο φοβάμαι εκνευρίζομαι...και...έλεος πες μου να σταματήσω να σου μιλώ»
Εκείνη χαμογέλασε.
«Τώρα μπορείς έστω και λίγο να καταλάβεις τα συναισθήματα όσων ζουν εδώ. Ο φόβος για τους ίδιους ή την οικογένειά τους είναι καθημερινός και αδυσώπητος. Εδώ μέσα καμία χαρά δεν έχει θέση, εκτός της δικής σας. Επίσης, χαίρομαι που έχει διαδοθεί σε μερικούς έμπιστους ποιος πραγματικά είσαι. Θα γίνεις υπέροχος γιατρός»
«Θα φύγω. Θα ζητήσω μετάθεση στο μέτωπο»
«Γιατί;» ταράχτηκε εκείνη «Και ποιος θα βοηθά εδώ; Οι ασθενείς σε έχουν ανάγκη»
«Δεν μπορώ να μείνω. Πρώτα θα ελευθερώσω τη μητέρα του Γκεόργκι όμως και έχω και ένα σχέδιο να βοηθήσω τον μικρό»
Κανείς δεν ήξερε ωστόσο πως ο μικρός είχε συρθεί στα κρυφά στο παρκαρισμένο αυτοκίνητο και είχε μπει μέσα. Αν δεν τον εντόπιζαν στην καταμέτρηση, θα σκότωναν οποιονδήποτε από το μπλοκ στο οποίο έμενε. Ο Άρτουρ εκείνο το απόγευμα επέστρεψε τρέμοντας. Η μητέρα του μικρού δούλευε στους κήπους και σε λίγο θα έπρεπε να σχολάσει. Είχε μόλις βγει από το κολαστήριο, όταν είδε ένα αγόρι να τινάζεται από την κρυψώνα του.
«Άρτουρ!» του φώναξε και εκείνος πήγε να τρακάρει. Τα φρένα στρίγκλισαν και το αυτοκίνητο λίγο ακόμη, θα εκτινασσόταν από την πορεία «Σε τρόμαξα;» κατσούφιασε. Το καραφλό του κεφαλάκι, άγρια κουρεμένο, γυάλιζε στο αχνό φως του απογεύματος «Τρόμαξα έναν Ες-Ες; Ουάου!»
«Θα σε δαγκώσω» τον απείλησε παιχνιδιάρικα ο Άρτουρ «Δεν σου είπα πως θα σε βοηθήσω; Τώρα αν δεν σε εντοπίσουν, θα σκοτώσουν και εγώ δεν ξέρω πόσα παιδιά σαν εσένα! Πρέπει να βιαστούμε»
Σαν μπήκε στην αυλή,όλα έμοιαζαν σιωπηλά. Η μητέρα του μικρού μόλις τον είδε, έτρεξε απλώς επάνω του, αγκαλιάζοντας το αγόρι της και έχοντας αφεθεί να κλαίει στα πόδια του Άρτουρ.
«Σας...σας ευχαριστώ. Όσο ζω, σας δίνω τον λόγο μου πως θα σας το ξεπληρώσω»
Ο Άρτουρ την κοίταξε και για λίγο τα μάτια του έκρυβαν συναισθήματα αλλιώτικα.
«Εδώ, ένας παράδεισος είναι που αν απλώσεις το χέρι σου έξω, ο αέρας θα σου αφήσει στις παλάμες λίγη από τη στάχτη των δολοφονημένων. Όσοι ζουν εδώ, αγνοούν επιδεικτικά και αρρωστημένα την πραγματικότητα, αρνούνται να ακούσουν τα τρένα που πλησιάζουν και τις κραυγές. Ο κόσμος πάντα έτσι θα είναι. Με την πρώτη ευκαιρία θα αδιαφορεί για τα εγκλήματα που συντελούνται. Έδωσα την υπόσχεση να βοηθήσω και αυτό θα κάνω πριν φύγω. Πηγαίνετε στο σπίτι, βγάλτε τα ρούχα αυτά και αφήστε τα στην αυλή. Έχω πάρει από το στρατόπεδο κανονικά ρούχα. Ό,τι και αν κάνω μην τρομάξετε. Η Αφροδίτη έπειτα θα με βοηθήσει» Οι δυο τους κούνησαν καταφατικά το κεφάλι και γρήγορα έπραξαν όπως τους διέταξε. Μόλις βγήκαν ντυμένοι φυσιολογικά, ο Άρτουρ τους άνοιξε την πόρτα. Την ώρα εκείνη σχολούσαν Πολωνές υπηρέτριες «Αναμειχθείτε με το πλήθος, θα σας βγάλει σε κάποιο χωριό. Από εκεί και πέρα είστε ελεύθεροι. Να προσέχετε. Έχω ακούσει πως η Σοβιετική Ένωση δεν δέχεται πίσω αιχμαλώτους πολέμου. Πείτε πως απλώς κρυβόσασταν»
«Θα παλέψουμε να βρούμε τον άνδρα μου, τον Πέτια. Είναι γιατρός όπως εσείς. Σε ευχαριστούμε»
Ο μικρός έτρεξε επάνω του.
«Θα σε ξαναδώ; Θα το ήθελα»
«Μπορεί αν και δύσκολο. Να προσέχεις τύραννε»
Μόλις έφυγαν, ο Άρτουρ πλησίασε την Αφροδίτη που τους παρακολουθούσε.
«Σε κοιτάζω κάποτε και ψάχνω εκείνον τον τρομακτικό άνδρα που θυμάμαι στην Ελλάδα, όταν σε συνάντησα. Ευτυχώς δεν τον βρίσκω πουθενά. Μου αρέσει αυτό που βλέπω και ας ξέρω πως έχεις πολύ δρόμο ακόμη. Αντιλαμβάνομαι πως οι άνθρωποι κρύβουμε μέσα μας και το φως και το σκοτάδι. Εσένα σε πότισαν πολύ από το δεύτερο,μα είσαι άξιος γιατί παλεύεις για το αντίθετο. Πες μου τι να κάνω»
«Αρχικά θα σκάψουμε λάκκους» την κοίταξε κοκκινίζοντας «Εντάξει, δεν έχω συνηθίσει στα καλά λόγια» απέφυγε το βλέμμα της και βάλθηκαν να σκάβουν.
Κατόπιν πέταξαν μέσα απλωμένα τα ρούχα και τα σκέπασαν. Ο Άρτουρ ξεκίνησε να πυροβολεί στον αέρα και η Αφροδίτη να ουρλιάζει. Το επόμενο βήμα ήταν να επιστρέψει στο στρατόπεδο και να ανακοινώσει τη δολοφονία τους. Έχοντας κρατήσει τη λερωμένη στολή με το αίμα του Μπάερ, δεν ήταν δύσκολο να πείσει. ΄΄Δεν την χρειαζόμουν άλλο και δεν έβρισκα κανέναν λόγο να συνεχίσει να ζει, μήτε αυτή, μήτε το μούλικο. Νομίζω πως θα εφάρμοζα αυτήν ακριβώς την τακτική. Να τους σκοτώνω όταν πια θα μου είναι άχρηστοι και να τους θάβω σαν τρόπαια΄΄ Η ιδέα φάνηκε εξαιρετική ΄΄Παρόλα αυτά, θα ήθελα να πάρω μετάθεση ανατολικά. Έμαθα πως έχουν ανάγκη και πιστέψτε με, είμαι εξαιρετικός στρατιώτης και ας φαίνεται πως υστερώ»
Οι ανώτεροί του αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο Μένγκελε τον είχε ψηλά, καθώς θεωρούσε εξαιρετική τη συνεισφορά του και για τα μέλη των Ες-Ες που συχνά γιάτρευε. Ήταν ένας εξαιρετικός γιατρός που πεισματικά δεν ασχολήθηκε ποτέ με το δικό του πρόβλημα στο πόδι.
«Πολύ καλά αν και η συνεισφορά σου...»
«Ξέρω. Προτιμώ όμως να συνεισφέρω αλλιώς και θεωρώ πως η Γερμανία με έχει ανάγκη ανατολικά»
Τίποτε άλλο δεν ειπώθηκε, όπως και όλο το απόγευμα εκείνος ήταν σιωπηλός. Ένα καλό είχε βγει από όλο αυτό. Η ένοχη στολή των Ες-Ες θα αποτελούσε παρελθόν. Είχε έναν γνωστό σε μία μονάδα στα ανατολικά, που μεσολάβησε επίσης για να τον πάρει με τη στολή πλέον του αξιωματικού του γερμανικού στρατού.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top