Ίσως αυτό να είναι ο άνθρωπος/ part 3
Ένα αχνό λυκόφως τρύπωνε μέσα από τα τσακισμένα σπλάχνα αυτής της παλιάς ρωσικής καλύβας. Έτσι την αποκαλούσε ο Άρτουρ, ο οποίος είχε βρεθεί εκεί με τη στολή του Μίσα, σε περίπτωση που κάποιος τον αναζητούσε, καθώς υποτίθεται πως ως Ελεύθερος Σκοπευτής, είχε την επιλογή να παραμένει κρυμμένος, προκειμένου να εντοπίσει τις θέσεις του εχθρού. Εκεί μέσα στο μικρό δωματιάκι, η ζέστη ήταν υπερβολική. Η ησυχία ωστόσο του επέτρεπε για λίγο να σκεφτεί. Να σκεφτεί πως είχε έναν αδερφό ακόμη και μάλιστα ολόιδιο και αρκετά παλαβό να τρέξει στο Βερολίνο για απαντήσεις. Είχε κατορθώσει να μιλήσει στον Βέρνερ, ώστε να του αναφέρει τόσο την περίπτωση της Ελένης που υποτίθεται είχε εγκαταλείψει την πόλη, όσο και του ιδρύματος που μεγάλωσε ο μικρός του αδερφός.
΄΄Ο μικρός΄΄ σκέφτηκε και μία ανατριχίλα θλίψης διαπέρασε το κορμί του ΄΄Άραγε αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα ήμασταν ευτυχισμένοι οι τρεις μας; Όχι με αυτήν την οικογένεια. Τα αδέρφια μου μακριά από το μαρτύριο, στάθηκαν τυχερά και μεγάλωσαν με αγάπη ή κάποια αγάπη. Η Ελένη λάτρευε τον Φίλιμπερτ και ο Μίσα...λοιπόν, δεν ξέρω τίποτε για αυτόν΄΄
Έχοντας αφαιρέσει τη μπλούζα του, είχε μείνει μονάχα με το στρατιωτικό παντελόνι. Άκουσε σύρσιμο κοντά στην πόρτα και οπισθοχώρησε αμυνόμενος, όταν είδε ένα κεφάλι να ξεπροβάλει δειλά στο παράθυρο. Ήταν ο Λεβ. Αρχικά τον κοιτούσε βουτηγμένος στην απορία. Το κουτσό πόδι του Άρτουρ δεν βοηθούσε καθόλου στο στήσιμο του κορμιού του. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν αμίλητοι και ο ξανθός νεαρός κόλλησε το κορμί του στη γωνία. Ο Λεβ με μία κίνηση, σκαρφάλωσε και έπεσε επιδέξια στον εσωτερικό χώρο. Δίχως να μιλά, έτεινε το χέρι του μπροστά. Ο Άρτουρ το κοίταξε και πολύ διστακτικά το κράτησε.
«Εμ, αγγλικά;» ρώτησε σπαστά ο Λεβ.
«Λίγα» απάντησε ο Άρτουρ.
«Ήρθα να σου μιλήσω για τον Μίσα, αλλά και να μάθω για εσένα»
«Δεν έχω τίποτε να σου πω»
Η αμυντική στάση ήταν ολοφάνερη, αλλά ο Λεβ την προσπέρασε.
«Ο αδερφός σου, δεν ξέρω πώς, υιοθετήθηκε από μία πλούσια οικογένεια της Μόσχας. Εγώ...ήμουν φτωχός, ζούσα σε κοινόβιο με μία μητέρα πόρνη. Μάλλον, ήμουν προϊόν κάποιου πελάτη της και περιττός στη ζωή της. Ο Μίσα, με τα αστραφτερά του ρούχα, κινήθηκε στη φτωχογειτονιά μου, σαν να ανήκε εκεί. Ήρθε το βράδυ να με βρει και ερχόταν κάθε μέρα, ώσπου το σκάσαμε, μείναμε στη γιαγιά μου και έπειτα στην ύπαιθρο, πλάι σε έναν υπέροχο άνθρωπο. Ο Μίσα αγαπούσε τα δάση, την ελευθερία. Δεν άντεχε τους τέσσερις τοίχους. Υπήρχε όμως ένα κενό μέσα του και μάλλον ήσουν εσύ. Ο δεσμός σας που έλειπε. Ήταν πάντα ψυχρός με τους άλλους, εκτός από εμένα. Του μοιάζεις και όχι μόνο εμφανισιακά»
«Ήταν...ήταν ευτυχισμένος στη ζωή του δηλαδή;»
Ο Λεβ κάρφωσε τα καστανά του μάτια σε εκείνα τα κυανά που ήταν τόσο ξένα και τόσο οικεία με έναν παράδοξο τρόπο.
«Ήταν...»
«Γιατί εγώ δεν ήμουν ποτέ...» ψιθύρισε δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Λυπάμαι και παράλληλα, εγώ σε καταλαβαίνω. Μέχρι να με βρει ο Μίσα ζούσα μία κόλαση»
«Μέχρι να ενηλικιωθώ ή να πάω στα Ες-Ες, δεν ζούσα» ήρθε μία σκληρή απάντηση και τα μάτια του Λεβ γούρλωσαν από έκπληξη στο άκουσμα αυτής της φρικτής ιδιότητας.
«Αποκλείεται...Όσοι ανήκουν εκεί δεν είναι τίποτε άλλο από δολοφόνοι» του γρύλισε.
«Έχεις δίκιο. Δεν πάει κάποιος τυχαία στην επίλεκτη φρουρά του Αδόλφου. Ούτε εγώ πήγα. Μονάχα που τα δικά μου κίνητρα δεν ήταν ρατσιστικά αλλά επιβίωσης»
«Δεν καταλαβαίνω...»
Ο Άρτουρ κάθισε σε μία καρέκλα αφαιρώντας την μπότα του προβληματικού ποδιού του, το οποίο είχε κλίση προς τα μέσα με αποτέλεσμα να τον δυσκολεύει τόσο στο βάδισμα, όσο και στα παπούτσια. Το πόδι του ήταν γεμάτο πληγές που με τα χρόνια είχαν κακοφορμίσει, μα ο πόνος του ήταν οικείος και συνηθισμένος.
«Παιδιά σαν εμένα είναι εμπόδιο για τη Γερμανία. Η μάνα μου δεν με ήθελε. Με πέταξε στη γιαγιά μου και αυτή με χτυπούσε σχεδόν κάθε μέρα. Προσπάθησε να με μάθει να βαδίζω όσο πιο σωστά γινόταν και εγώ για να μην καταλήξω στον θάνατο, πάλεψα και μπήκα στα Ες-Ες. Έγινα ακόμη χειρότερος άνθρωπος μιας που δεν είχα μάθει να αγαπώ, ούτε και να δέχομαι αγάπη. Ήμουν ένα κενό δοχείο έτοιμο να υποδεχτεί τις ρατσιστικές απόψεις των Ναζί, έτοιμο να εκτελέσει για να ζήσει»
«Όμως...δεν είσαι ακριβώς...αυτό που περιγράφεις»
«Η Ελλάδα μου έμαθε να αγαπώ»
«Η κοπέλα εκείνη! Τη θυμάμαι! Είναι πολύ καλή και...» τον κοίταξε πλαγίως «Και μη ζηλεύεις δεν έχω τέτοιες προθέσεις» μειδίασε στο τέλος «Ήθελα μόνο να είναι ο φίλος μου ευτυχισμένος και εσύ είσαι το άλλο του μισό. Δώσε του χρόνο. Είναι κλειστός και δύστροπος»
«Αγαπά έναν Γερμανό όμως. Πολύ» προσπάθησε να τον ψαρέψει.
«Τον Βέρνερ. Το ξέρω και ας μην το παραδέχεται. Έτσι κάνει πάντα. Όταν σου γκρινιάζει μα παρόλα αυτά σε ακολουθεί παντού, σημαίνει αγάπη με παράδοξο τρόπο» Η συζήτηση είχε γίνει πιο ανάλαφρη όταν η πόρτα μισάνοιξε και μία γυναίκα στάθηκε εκεί έκπληκτη. «Ο Πέτια έχει μεγάλο στόμα» ψέλλισε ο Λεβ και η Άνια πλησίασε σαν να έβλεπε διαμάντι.
«Αυτό αν δεν το έβλεπα δεν θα το πίστευα....Είσαι....Σκατά!»
«Σε ευχαριστώ, επίσης» ύψωσε το φρύδι του ο Άρτουρ κοιτάζοντάς την με αλαζονεία, έχοντας υιοθετήσει μία στάση σώματος που άρμοζε σε μοντέλο, καθώς είχε τεντώσει τα χέρια του προς τα πίσω, αφήνοντας το ημίγυμνο και σχετικά γυμνασμένο ακόμη στέρνο του να λαμπυρίζει στις αχνές ηλιαχτίδες.
«Έχεις το ίδιο ανόητο βλέμμα!»
«Δεν θα πεις τίποτε σε κανέναν!» τη σταμάτησε ο Λεβ.
«Δεν θα πω...» ψέλλισε ηττημένη καθώς πλέον θυμόταν τις αμαρτωλές της πράξεις κάπου σε μία σπηλιά «Απλώς αδυνατώ να το πιστέψω...»
Ο Άρτουρ χασμουρήθηκε επιδεικτικά.
«Νομίζω θα ήταν καλύτερα να φύγετε»
«Ευγενικά μας διώχνεις....» παρατήρησε ο Λεβ.
«Δεν έχω μάθει να περιτριγυρίζομαι από....Ρώσους. Είναι αμήχανο»
«Εγωκεντρικό κάθαρμα» ψέλλισε η Άνια στα ρωσικά.
«Επίσης» απάντησε ο Άρτουρ δίχως να καταλαβαίνει ακριβώς το περιεχόμενο. Μόλις έμεινε μόνος, η σκέψη του φτερούγισε στην Αφροδίτη. ΄΄Θέλω να σε δω...θέλω να κρυφτώ στην αγκαλιά σου και να μετατραπώ σε εκείνο το αγόρι που αποζητούσε αγάπη. Θέλω να γίνω το παιδί που θα αναζητά την προστασία σου και ο άνδρας που θα σου κάνει έρωτα και θα σε προστατεύει μέχρι την τελευταία του ανάσα΄΄
----
Ο ύπνος τους είχε πάρει στην κουζίνα. Ο Μίσα κοιμόταν έχοντας για μαξιλάρι την πλάτη του Βέρνερ που είχε γύρει μπροστά. Η μητέρα του δεν θέλησε να τους ξυπνήσει, ενώ στο θέαμά τους ξεκίνησε να κλαίει για χιλιοστή φορά. Όλα έβαιναν ομαλά, τα αγόρια είχαν βυθιστεί σε έναν ήσυχο ύπνο έπειτα από μήνες, όταν ένας νεαρός, γύρω στα είκοσι πέντε, φίλος του Ζεπ, του μικρού αδερφού του Βέρνερ πλησίασε στην εξώπορτα. Ο Άλμπερτ είχε καστανά μαλλιά και μία ξανθιά τούφα μπροστά στο μέτωπό του. Με τον Ζεπ είχαν σχεδόν μεγαλώσει μαζί και φυσικά αγαπούσε και τον Βέρνερ. Έχοντας καλημερίσει τη μητέρα του, την οποία βρήκε σε εκπληκτική διάθεση, κατάλαβε πως ο φίλος του είχε επιστρέψει. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, καθώς η μητέρα του Βέρνερ βρισκόταν στο κηπάκι μπροστά. Ο Άλμπερτ γλίστρησε μέσα αντικρίζοντας τον κοιμισμένο Βέρνερ και προφανώς δίπλα του κάποιον Γερμανό σε άδεια. Ο Μίσα όμως παρά την κούραση είχε μάθει να είναι σε επιφυλακή και μέσα στον ύπνο του ξεκίνησε να παραμιλά στα ρωσικά. Ο Βέρνερ τινάχτηκε και κραυγές όργωσαν το μικρό σαλόνι.
«Τι-τι έγινε;» ο Άλμπερτ έχοντας επίσης επιβιώσει από αδίστακτες μάχες, έπεσε μπροστά λες και από στιγμή σε στιγμή θα δεχόταν πυρά.
«Άλμπερτ!» τσίριξε ο Βέρνερ με τον Μίσα έτοιμο να χρησιμοποιήσει όπλο. Αναθεματισμένοι Ναζί. Είχε ξεχάσει πού βρισκόταν και πως αναπόφευκτα κάποιοι θα τους πλησίαζαν.
«Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω» ο νεαρός με την ξανθιά τούφα έπεσε στην αγκαλιά του Βέρνερ που εξακολουθούσε να είναι αμήχανος. «Πώς πήγε η αποστολή; Τον βρήκες τον Ρώσο άσσο;»
«Πως τον βρήκα, τον βρήκα....» ψέλλισε βήχοντας.
«Και;»
«Αργότερα Άλμπερτ» προσπάθησε να σηκωθεί όταν νεαρός κοίταξε τον Μιχαήλ.
«Καλημέρα! Εσύ είσαι ο...»
Ο Μιχαήλ τον κοίταξε βλοσυρά.
«Δεν μιλά. Έχει υποστεί σοκ» πήγε να το σώσει ο Βέρνερ όταν ο Άλμπερτ τον στραβοκοίταξε.
«Πως δεν μιλά; Αφού ψέλλιζε στα ρωσικά....Καταλαβαίνω βέβαια πως πέρασε πολλά με δαύτους αλλά...»
«Θα σε δούμε σε λίγο. Πάμε Βερολίνο»
«Να έρθω;»
«Άλμπερτ....»τον μάλωσε ο Βέρνερ.
«Είναι που μου λείπει...Ο Ζεπ μου λείπει και από τότε που...χάθηκε, εσύ απομακρύνθηκες. Ίσως φταίει που εγώ στον θυμίζω, όμως, δεν έχω άλλους φίλους εδώ. Σκοτώθηκαν όλοι από την περιοχή μας και...»
«Περίμενέ μας λίγο εδώ»
Έκανε σήμα στον Μίσα να τον ακολουθήσει επάνω.
«Μας έγινε στενός κορσές» διαμαρτυρήθηκε στα ρωσικά όταν έφτασαν στο δωμάτιο του Βέρνερ.
«Είναι ο καλύτερος φίλος του αδερφού μου και υπέροχο παιδί. Ξέρω πως με βάση την προπαγάνδα που έχουμε δεχτεί όλοι μας, εσείς περιμένετε να αντικρίσετε πάντα ψυχρόαιμα καθάρματα και εμείς τέρατα. Αλλά δεν είναι πάντα έτσι» τελείωσε και του πέταξε ένα λευκό μακρυμάνικο μπλουζάκι και ο ίδιος φόρεσε ένα πράσινο σκούρο που σχεδόν αντανακλούσε τα μάτια του.
«Αν πάμε και για καφέ, θα συγκινηθώ» γέλασε ο Μιχαήλ.
«Αυτό που κάνουμε είναι επανάσταση κόντρα σε δύο ηλίθιους ηγέτες! Να πάνε αυτοί να σκοτωθούνε αντί να στέλνουν τα αδέρφια μας και εμάς!»
«Ο Στάλιν φοβάται ακόμη και τη γαλοπούλα» έκανε για πρώτη φορά αστείο για τον μεγάλο ηγέτη.
«Ο Χίτλερ έχει ειδικές ανάγκες και εγκέφαλο αμοιβάδας»
Ξαφνικά ξέσπασαν σε ασυγκράτητα γέλια, όταν είδαν τον Άλμπερτ να στέκεται στο κατώφλι.
«Με δουλεύετε; Αυτός μία χαρά μιλά με τη διαφορά πως μάλλον δεν είναι....καν Γερμανός! Είναι Ρώσος έτσι;» τσίριξε τρομοκρατημένος ενώ παράλληλα οπισθοχωρούσε. Ξαφνικά τον χτύπησε ένα σχεδόν απίθανο συμπέρασμα «Όχι...δεν το έκανες αυτό!» κοίταξε τον Βέρνερ «Αυτός! Αυτός ήταν η αποστολή σου!» φώναξε ξανά, μα τη στιγμή που ετοιμάστηκε να φύγει, δεν κατόρθωσε να καταλάβει για πότε βρέθηκε στο πάτωμα ξαπλωμένος, με τον Μίσα από πάνω του να τον κοιτά οργισμένος. «Τίποτε δεν σε νοιάζει;» του γρύλισε ο Άλμπερτ «Ο αδερφός σου σκοτώθηκε από το χέρι τους και ο αδερφός μου επίσης και ας αγνοείται. Ξέρω πως είναι νεκρός»
«Τι δουλειά είχαμε στην πατρίδα τους; Με το να τινάξω τα μυαλά του, δεν τιμώ τη μνήμη του αδερφού μου μήτε του δικού σου. Ο πόλεμος δεν έχει τιμή! Εγώ πήρα άλλη απόφαση και δεν με νοιάζει αν θα καταδικαστώ γι' αυτήν, ή αν θα με καρφώσεις!»
Ο Άλμπερτ γούρλωσε τα μάτια του.
«Αυτό πιστεύεις; Τότε δεν με ξέρεις! Αγαπούσα τον Ζεπ. Ήταν σαν αδερφός μου, μετά από τον δικό μου που αγνοείται. Δεν ξέρω γιατί το έκανες αλλά...»
«Θάφτηκα ζωντανός, αλλά ο Μιχαήλ με γλίτωσε. Μου χάρισε τη ζωή και έκανα το ίδιο»
«Μιχαήλ λοιπόν...»κοίταξε τον Ρώσο που τον βαστούσε ακόμη στο έδαφος «Και πώς στην ευλογία βρέθηκε εδώ;»
«Αυτό είναι το καλύτερο. Έχει δίδυμο αδερφό και δεν το γνώριζε. Ο δίδυμος είναι Γερμανός»
«Αποκλείεται. Και θέλετε να πάτε Βερολίνο για στοιχεία;»
«Ναι»
«Και δεν μιλά Γερμανικά»
«Όχι»
«Δύο που θα επιβεβαιώσουν την μουγκαμάρα του, είναι καλύτεροι από έναν» μειδίασε ντροπαλά.
«Δηλαδή θα μας βοηθήσεις;» ρώτησε ο Βέρνερ.
«Αν σημαίνει τόσα πολλά για εσένα, κάτι καλό έχει κάνει» Ο Βέρνερ έκανε σήμα στον Μίσα να σηκωθεί «Δεν είμαι χαζός Βέρνερ. Ξέρω πως αργά ή γρήγορα οι Ναζί θα μας προδώσουν μόλις δουν πως φτάνει το τέλος. Απλά ελπίζαμε λανθασμένα, να μη φτάσει η ώρα αυτή. Όταν οι...Ρώσοι θα έρθουν, δεν θα δώσουν διαταγές εκκένωσης» αυτό το είπε στα αγγλικά.
«Ούτε ο Στάλιν έδωσε για την πόλη του Στάλινγκραντ. Ήθελε να βεβαιωθεί πως έτσι θα την υπερασπιζόμασταν ως το τέλος. Θυσίασε κόσμο για χάρη μίας στρατηγικής» του απάντησε ο Μίσα.
Ο Άλμπερτ τους κοίταξε.
«Να πάρει! Τι κάνουμε τώρα;»
«Για αρχή, πάμε στο Βερολίνο. Έπειτα, θα δούμε» απάντησε ο Βέρνερ και ο Άλμπερτ έγνεψε θετικά. Ο Μίσα δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα έβλεπε από κοντά το Ράιχστανγκ....Την πόλη από όπου όλα ξεκίνησαν. Δεν μπορούσε όμως ούτε να πιστέψει το γεγονός πως η παρέα των αγοριών δεν του ήταν δυσάρεστη και πως υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να τους έχει φίλους.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top