Ίσως αυτό να είναι ο άνθρωπος/part 2
Ο πόλεμος εκτός από τη δυστυχία που σκορπίζει στον κόσμο, διαλύει και την ψυχή. Τα πρόσωπα των στρατιωτών, ακόμη και αν ήταν νέοι, έμοιαζαν πρόωρα γερασμένα, τα μάτια τους χαμένα, γεμάτα από μαύρους κύκλους και βαθουλώματα. Αν υπήρχε κάτι όμως που είχε υποστεί ανεπανάληπτη ζημιά, ήταν η ψυχή. Ενώ ταξίδευαν, ο Μίσα και ο Βέρνερ ήταν απολύτως σιωπηλοί. Αυτή η σιωπή επέτρεπε στο μυαλό να περιπλανηθεί σε εικόνες βίας, απανθρωπιάς και θανάτου. Πόσα πρόσωπα κλαμένα είχαν δει; Βυθισμένα στον θρήνο και την απελπισία; Τα τοπία εναλλάσσονταν και ο Μίσα για πρώτη φορά αισθάνθηκε πως απομακρυνόταν πραγματικά από το σπίτι του, πως η Γερμανία κάθε άλλο, παρά πατρίδα θεωρούνταν για εκείνον. Έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν τον Βέρνερ και να του μιλούν ζωηρά. Έβλεπε το άγχος και την ανησυχία τους, ωστόσο, αισθανόταν ακόμη αντιπάθεια, μίσος και οργή. Ο Βέρνερ τους εξηγούσε με τρόπο πως ο φίλος του είχε υποστεί σοκ και είχε χάσει τη φωνή του. Κάθε φορά που τον χτυπούσαν στην πλάτη με κατανόηση, κατέβαζε και εκείνος το κεφάλι.
Ώρες ατελείωτες αργότερα και με πολλές αλλαγές, έφτασαν στη μικρή κωμόπολη που είχε γλιτώσει για την ώρα τους βομβαρδισμούς που εδώ και κάποιους μήνες θέριζαν το Βερολίνο. Κατέβηκαν και οι δύο, ενώ ο Μιχαήλ παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του, τη θλίψη, τα πεινασμένα μάτια σαν αναζητούσαν κάποια γνωστή φυσιογνωμία. Η φύση γύρω του οργίαζε. Όλα έμοιαζαν όμορφα και περιποιημένα, έτσι όπως δεν τα είχε συνηθίσει στην μάλλον φτωχική πατρίδα του. Τα βήματά του ήταν μουδιασμένα, ενώ ο Βέρνερ που προπορευόταν, έμοιαζε εξίσου ξαφνιασμένος, σαν να βρισκόταν μετέωρος σε μία πραγματικότητα αλλιώτικη, χαμένη σε κάποιον άλλο χωροχρόνο. Συνέχισαν να βαδίζουν, ώσπου στάθηκαν μπροστά σε μία μονοκατοικία, πνιγμένη στα αναρριχητικά φυτά. Είδε τον Βέρνερ να βουρκώνει και να ξεσπά σε λυγμούς έχοντας γύρει στον τοίχο. Δεν είπε τίποτε. Απέναντι τους, μία μάνα ούρλιαζε στα νέα πως το παλικάρι της είχε χαθεί για πάντα και το σπίτι θα ερήμωνε. Προχώρησαν στη μικρή αυλή και ο Βέρνερ άνοιξε την πόρτα ενός σιωπηλού σπιτιού.
Ο χρόνος είχε μάλλον σταματήσει στην ημέρα της αναχώρησής του.
«Μαμά; Μαμά πού είσαι;» τη φώναξε όταν είδε έπειτα από μερικά λεπτά να ξεπροβάλει μία αδυνατισμένη και χλωμή φιγούρα, φορώντας ρούχα τσαλακωμένα. Ήταν η μητέρα του. Στη θέα της ετοιμάστηκε να ουρλιάξει. Τα αλλοτινά φωτεινά της μάτια, όμοια με τα πανέμορφα δικά του, τώρα ήταν θολά και άψυχα. Τα μαλλιά της τα ξανθά είχαν σχεδόν πέσει όλα από το άγχος και τη στεναχώρια. Σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά του.
«Βέρνερ; Είσαι...είσαι εσύ;»
«Γύρισα» της ψιθύρισε και την είδε να κλαίει βουβά, προτού πέσει στην αγκαλιά του σπαράζοντας.
«Φοβήθηκα πως τίποτε δεν μου είχε απομείνει πια...Πως αυτό το σιχαμένο κράτος και οι τρελές του ιδέες θα έπαιρναν και τον τελευταίο γιο που είχα. Ήσουν το όνειρό μας κάποτε, εμένα και του πατέρα σου, ήσουν οι προσευχές μας καθώς πιστεύαμε πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε παιδί και ως δια μαγείας, ήρθες εσύ.Πες μου πως θα μείνεις για πάντα!»
«Δεν...δεν μπορώ....Όμως θα μείνω για μερικές μέρες...»
Σκούπισε τα δάκρυά της και κοίταξε τον Μιχαήλ που πάλευε να συγκρατήσει τα δικά του. Το θέμα της μητέρας ήταν ευαίσθητο για εκείνον, μία αγκαλιά που ποτέ δεν ένιωσε και που μέσα του ήξερε πως ευχόταν να είχε γνωρίσει.
«Αυτός ο όμορφος νεαρός ποιος είναι;» ρώτησε τον γιό της που για πρώτη φορά μειδίασε.
«Την τελευταία φορά που έφυγα από εδώ, ήταν γιατί κλήθηκα να σκοτώσω ένα διάσημο Ρώσο ελεύθερο σκοπευτή. Αποφάσισα να κάνω κάτι διαφορετικό. Αυτός είναι ο Μιχαήλ Μελέτεφ, ο σκοπευτής που κλήθηκα να δολοφονήσω»
Για λίγο την είδε να σαστίζει και τα πράσινα, θολά της μάτια να τον κοιτάζουν με δέος καθώς δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν παρόλα αυτά, να φορά γερμανική στολή.
«Κλήθηκες να σκοτώσεις έναν Άγγελο. Πόσα είναι τα ψέματα του Ράιχ; Για τους Ρώσους λένε ιστορίες τρομακτικές, μα εγώ μπροστά μου βλέπω έναν ακόμη γιο, σαν εσένα. Δεν μπορώ να φανταστώ ποια ιστορία σας ένωσε, όμως είμαι περήφανη για εσένα γιέ μου. Καλωσήρθες» του είπε και εκείνος της απάντησε στα ρωσικά, γελώντας κάπου με την αδυναμία του να συνεννοηθεί. «Μπορώ να σε αγκαλιάσω;» τον ρώτησε και ο Βέρνερ κοκκινίζοντας έκανε τη μετάφραση.
Στην αρχή δίστασε. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες χειρονομίες, ωστόσο, μπροστά του είχε την ευκαιρία της ζωής του, να τον αγκαλιάσει ένα πρόσωπο, μία μάνα, την οποία συμπαθούσε πριν καν γνωρίσει. Τρεκλίζοντας, την έκλεισε εκείνος στην μεγάλη αγκαλιά του, ψηλαφίζοντας τα κόκκαλά της. Ξαφνικά το άδειο σπίτι είχε γεμίσει φωνές και εκείνη έδειχνε ευτυχισμένη. Τα δυο αγόρια οδηγήθηκαν στο δωμάτιο του Βέρνερ, όπου πέταξαν επιτέλους από επάνω τους τις στολές του πολέμου. Ο Βέρνερ του δάνεισε δικά του ρούχα και όταν πλέον κοιτάχτηκαν στον καθρέπτη, πίστεψαν πως ό,τι ζούσαν συγκαταλεγόταν στις ονειρικές καταστάσεις. Πλέον δεν ήταν στρατιώτες. Ήταν δυο φίλοι από διαφορετικές χώρες.
«Δεν θα ήταν καλύτερα έτσι;» ακούστηκε η βραχνή φωνή του Μιχαήλ «Αν απλώς ερχόμουν για επίσκεψη ή εσύ σε εμένα;»
«Όλο αυτό είναι τρελό και δεν έχει τελειώσει ακόμη. Στη χώρα μου θα πέσει η αυλαία και είμαι σίγουρος γι' αυτό. Η Γερμανία θα χάσει τον πόλεμο και ίσως έτσι πρέπει να γίνει. Όμως υπάρχουμε έστω και λίγοι που δεν πιστέψαμε στον Χίτλερ»
«Και εσύ;» τον ρώτησε και τον είδε να κατεβάζει το κεφάλι.
«Ήμουν νέος και δεν έβλεπα το απάνθρωπο μέλλον. Ήταν της μόδας να είσαι στην Χιτλερική Νεολαία, φορούσες ωραίες στολές, έκανες περήφανες παρελάσεις....Παρασύρθηκα....το ένα έφερε το άλλο...όμως ποτέ δεν ήμουν αντισημίτης και μάλιστα, είχα ένα γνωστό αγόρι από έναν φούρνο που στηρίζαμε παρά τις απαγορεύσεις και δυσκολίες, ώσπου μία μέρα χάθηκε και εκείνο και οι δικοί του. Πλέον, μαντεύω την κατάληξη. Ή τους πήραν για εκτέλεση ή στην προσπάθειά τους να φύγουν, πάλι κατέληξαν νεκροί. Η γη αυτή δεν τους χωρά τους Εβραίους και διώκονται από παντού. Δεν θα μπορούσαν να γλιτώσουν εύκολα»
Για λίγο βγήκαν κοιτώντας μία κλειστή πόρτα.
«Αυτό... ήταν το δωμάτιο του αδερφού σου;»
«Σωστά. Σκοτώθηκε....πάει καιρός από τότε»
«Η μαμά σου....είναι πολύ καλή» πρόφερε διστακτικά ο Μίσα και ο Βέρνερ τον σκούντησε πέφτοντας παιχνιδιάρικα επάνω του.
«Φυσικά και είναι! Σε αποκάλεσε Άγγελο! Ούτε εμένα δεν έχει προσφωνήσει έτσι! Ξέρεις, μπορώ να στη δανείζω όποτε θες. Επίσης, αν όντως πεθάνω, θέλω να ξέρω πως αν φτάσετε ως εδώ και τύχει να...καταλάβετε το σπίτι...θα έχω μία ελπίδα πως ίσως την βρεις και τη βοηθήσεις»
«Θα κάνω ό,τι μπορώ. Ο Λεβ και ο Πέτια είναι εντάξει παιδιά, δεν θα έκαναν κανένα κακό»
Σε λίγο ακούστηκε η φωνή της. Τους καλούσε να φάνε με ό,τι είχε κατορθώσει να βρει. Τους περιέγραψε την κατάσταση στο Βερολίνο έπειτα από τους βομβαρδισμούς. Η πόλη πλέον έχει αρκετά ερείπια, μα οι κάτοικοι προσπαθούσαν να μη διαταράξουν την καθημερινότητά τους. Αν υπήρχε κάτι που ήθελε να μάθει, ήταν φυσικά η ιστορία τους. Ο Βέρνερ ξεκίνησε αργά να της αφηγείται, κάνοντας παράλληλα και μετάφραση. Με την τόση παρέα του Μίσα, είχε φτάσει στο σημείο να βελτιώσει αισθητά τα ρωσικά του. Η μητέρα του άκουγε συγκλονισμένη. Τους είπε πως με βεβαιότητα ήταν μία ιστορία που άξιζε να γραφτεί. Αυτό που τη συγκλόνισε περισσότερο, ήταν ο λόγος της επίσκεψης του Ρώσου που είχε ανακαλύψει τον Γερμανό δίδυμο αδερφό του. Αυτό και αν ήταν συγκλονιστικό.
Το απόγευμα, αποφάσισαν να πάνε μία βόλτα πάντα με προσοχή. Μία λίμνη χωμένη στους κήπους τους κοντινούς, πρόσφερε ένα γαλήνιο θέαμα. Τα αγόρια σταμάτησαν μπροστά της και έσκυψαν, μέχρι που το παιχνίδι ξεκίνησε. Οι δυο τους είχαν βουτηχτεί στα δροσερά της νερά παλεύοντας, ξεσπώντας σε γέλια. Ο Μιχαήλ προς έκπληξή του, είδε και δύο ακόμη νεαρούς που είχαν μάλλον επιστρέψει στα σπίτια τους με άδεια, να τους μιμούνται, σηκώνοντας νερά και προκαλώντας όλα τα βλέμματα. Η άγνοια της γλώσσας του δημιουργούσε προβλήματα, ωστόσο, αν κατάλαβε κάτι, ήταν πως το παιχνίδι ήταν διεθνές και δεν χρειαζόσουν καμία γνώση ξένης γλώσσας. Όλοι το καταλάβαιναν. Επιστρέφοντας, η μητέρα του από τη μία τους κατσάδιασε και από την άλλη, ξεκίνησε για ακόμη μία φορά να κλαίει. Αυτή θα έπρεπε να είναι η καθημερινότητα και όχι οι τεράστιες ουλές και οι πληγές που στόλιζαν το κορμί του αγοριού της.
Το βράδυ, η κούραση τους τύλιξε, μα για πρώτη φορά, κυρίως εξαιτίας των εφιαλτών που συχνά βίωναν και οι δύο, δεν ήθελαν να χωριστούν. Το δωμάτιο του Βέρνερ είχε δύο μονά κρεβάτια και έτσι αισθάνονταν καλύτερα, γνωρίζοντας πως ο άλλος βρισκόταν εκεί. Ο Βέρνερ ξάπλωσε κουρασμένος, μα τα μονοπάτια του εφιάλτη άνοιξαν. Θυμήθηκε μία εικόνα που θα τον κυνηγούσε ώσπου να κλείσει τα μάτια του.
Είχαν φτάσει σε ένα ρωσικό χωριό. Τα ρωσικά άρματα είχαν υποχωρήσει και οι κάτοικοι είχαν κλειστεί στα κελάρια των σπιτιών τους. Όταν κατάλαβαν πως οι Γερμανοί είχαν κάνει κατάληψη, τους πλησίαζαν με δυνατούς θρήνους. Ο πόνος δεν είχε τελειωμό και ο Βέρνερ θυμόταν έναν γέρο άνδρα σε κατάσταση υστερίας. Τον είχε πλησιάσει, μα εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, από το να ουρλιάζει κλαίγοντας και να δείχνει προς ένα άνοιγμα που από όσο φαινόταν, οδηγούσε σε κάτι σαν κελάρι. Τρέμοντας άρπαξε το χέρι του Βέρνερ και τον έσπρωξε σπασμωδικά προς το άνοιγμα. Ένα επιφώνημα φρίκης του ξέφυγε, κάνοντας εμετό αυτόματα και βγαίνοντας ευθύς αμέσως. Τι σκατά να έλεγε στον άνθρωπο γι'αυτό που είχε αντικρύσει; Στο δωμάτιο, κειτόταν μία γυναίκα στα τελευταία στάδια της εγκυμοσύνης, της οποίας η κοιλιά είχε ανοιχτεί ενώ ακόμη ήταν ζωντανή. Το έμβρυο είχε αποσπασθεί και είχε καρφωθεί σε μία δοκό στο ταβάνι, με μία ξιφολόγχη. Η διαταγή δόθηκε να θάψουν τη μάνα και το έμβρυο στον κήπο, όμως εκείνος τώρα την έβλεπε ζωντανή και ξεσκισμένη να αναζητά το μωρό της. Γυρνούσε ολομόναχη μέσα σε ένα ματωμένο δωμάτιο, κοιτάζοντάς τον με απόγνωση. Ιδρώτας κάλυψε το μέτωπό του και ευθύς τινάχτηκε επάνω. Η σελήνη έριχνε το αχνό της φως στον απέναντι τοίχο και ο Βέρνερ κατέβηκε ξυπόλητος τα σκαλιά για να καθίσει λίγο κοντά στην κουζίνα. Αφέθηκε να κλάψει πικρά.
΄΄Είμαι ένα τέρας. Βρίσκομαι σε έναν στρατό που διαπράττει απάνθρωπα εγκλήματα. Ποιος θα με συγχωρέσει; Πόσο πόνο τράβηξε εκείνη η κοπέλα που εννέα σχεδόν μήνες καρτερούσε το παιδάκι της; Τι κάνουμε πια;΄΄
Ο Μιχαήλ τον είχε ακούσει και ήταν λογικό. Ως ελεύθερος σκοπευτής είχε μάθει να μην αφήνεται ποτέ. Και εκείνος πάλευε με τους δικούς του εφιάλτες, τα δικά του ερωτήματα. Κατέβηκε τα σκαλιά και τον βρήκε.
«Σε αυτήν την ιστορία, δεν μπορώ να πω πως στο τέλος θα πάνε όλα καλά. Είναι τόσα που έχουν γίνει και εγώ...Είμαι στην πρωτεύουσα μίας αντίπαλης χώρας, ζητώντας απαντήσεις. Έχω αδερφό Γερμανό...μάλλον....είμαι Γερμανός, αλλά δεν....θέλω να έχω καμία σχέση με αυτόν τον τόπο. Είναι όμως όμορφα εδώ. Τόσο πολύ που αναρωτιέσαι από πού ξεφύτρωσε όλο αυτό το σκοτάδι; Όλο αυτό το κύμα μίσους που έσβησε κάθε ανθρωπιά»
Τα πράσινα μάτια του Βέρνερ τον κοίταξαν περίλυπα.
«Υπάρχουν στιγμές που απλώς θέλω να βάλω τέλος στη ζωή μου. Ποτέ μου δεν θα μπορέσω να ζήσω σαν άνθρωπος με αυτές τις μνήμες. Μία ελπίδα έχω...μίας στιγμής έρωτα με την...Άνια. Μου αρέσει τόσο πολύ, αλλά δεν της αξίζω. Δεν της αξίζει να ζήσει πλάι μου αφύσικα και εκείνη. Ο πόλεμος δεν θα μας το επιτρέψει. Θέλω μόνο να είναι χαρούμενη και να βρει την αγάπη»
«Εγώ δεν τη γνώρισα ποτέ. Δεν την ένιωσα» του απάντησε ο Μίσα.
«Δεν θα μπορούσες γιατί στην πραγματικότητα, δεν αγαπάς τον εαυτό σου, όσο πιστεύεις. Θεωρείς πως δεν ήσουν άξιος να αγαπηθείς, γι' αυτό οι αληθινοί σου γονείς σε παράτησαν, εκτός αν είναι νεκροί. Όμως φοβάσαι την πρώτη εκδοχή και δεν άφησες σε κανέναν το περιθώριο να σε αγαπήσει, μήτε εσύ όμως δέθηκες με κάποιον. Ελπίζω εμένα...να με θεωρείς έναν καλό εχθρόφιλο»
Ο Μιχαήλ δεν είπε τίποτε, απλώς χαμογέλασε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top