Ίσως αυτό να είναι ο άνθρωπος/ part 1

Πάντοτε οι άνθρωποι αναζητούσαν τρόπους, προκειμένου να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Το ίδιο ακριβώς έκαναν και οι Γερμανοί πολίτες στις περισσότερες περιπτώσεις. Από απλούς ανθρώπους, μέχρι επιχειρηματίες, όλοι μπλέχτηκαν στα γρανάζια ενός σάπιου, δολοφονικού συστήματος που είχε σαν στόχο του οτιδήποτε θεωρούνταν διαφορετικό. Από τους Κομμουνιστές, ως τους Εβραίους, τους Ρομά, τους διανοητικά και σωματικά ανάπηρους. Μέχρι σε ποιο σημείο ο κόσμος μπορούσε να συναινέσει ή να αρνηθεί; Η αλήθεια ήταν κάπου στη μέση και βάραινε την ψυχή του Άρτουρ, ο οποίος είχε ακολουθήσει ένα σκοτεινό μονοπάτι, απλώς και μόνο για να μπορέσει να επιβιώσει. Η δική του περίπτωση ήταν διαφορετική από τις υπόλοιπες. Αν απαρνιόταν το καθεστώς, θα κατέληγε νεκρός ως σωματικά ανάπηρος, άρα και άχρηστος για το Κράτος. Ο φόβος, η ανάγκη της επιβίωσης αλλά και το κακοποιητικό παρελθόν του, του άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες όπου μέσα τους βασίλευε ο θάνατος. Κανένας δεν είχε δείξει οίκτο σε εκείνον, επομένως, δεν ήταν διατεθειμένος να δείξει ούτε αυτός.

Όλα άλλαξαν όμως, όταν γνώρισε την Αφροδίτη και όταν κατάλαβε πως η κοπέλα είχε πιθανότατα περάσει τα ίδια με εκείνον. Ο πόνος δεν έκανε εξαιρέσεις, δεν κοιτούσε καταγωγές. Αυτή τη στιγμή, η σκέψη του φτερούγιζε στην Αφροδίτη, η οποία μαζί με την Αννελί, βρίσκονταν σε ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο, ενός κτηρίου που είχαν καταλάβει οι Γερμανοί. Η Χίλντα φαινόταν σιωπηλή και η Αννελί ήταν μονίμως νευρική και κρυμμένη σε γωνίες. Τα βράδια αδυνατούσε να κοιμηθεί, καθώς οι σκηνές του βιασμού της, την επισκέπτονταν ξανά και ξανά. Όπως και τα υπόλοιπα βράδια, έτσι και εκείνο, ιδρωμένη καθώς ήταν και περικυκλωμένη από τα βογγητά των τραυματισμένων, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε σε ένα παράθυρο. Ο πόλεμος μαινόταν γύρω τους και αφέθηκε να καταρρεύσει όσο πιο ήσυχα γινόταν. Γιατί συνέβησαν όλα αυτά; Γιατί τόση δυστυχία και μίσος; Γιατί ο άνθρωπος έμοιαζε με ένα τέρας; Δάκρυα ξεκίνησαν να κυλούν από τα μάγουλά της, όταν ένα χέρι σκαρφάλωσε απαλά στον ώμο της, κάνοντάς την να σκεβρώσει.

«Εγώ είμαι» ακούστηκε η λεπτή φωνή της Χίλντα «Μέρες τώρα σε βλέπω έτσι φοβισμένη. Ειλικρινά δεν γνωρίζω τι σου έχει συμβεί, ωστόσο, είμαστε μαζί πλέον και εγώ θα σε στηρίξω»

Ήθελε να χαμογελάσει, αλλά ακόμη και το χαμόγελο έβγαινε με δυσκολία.

«Σε ευχαριστώ γι' αυτό. Ωστόσο, πρέπει να ξέρεις πως είμαστε παγιδευμένες»

«Νομίζεις πως δεν το ξέρω; Νομίζεις πως δεν φοβάμαι τη μανία των Ρώσων;»

Σώπασαν. Ένας ανεπαίσθητος θόρυβος ακούστηκε από τη μεριά του παραθύρου, ώσπου είδαν μια φιγούρα να σκαρφαλώνει με περισσό θράσος. Με τα χέρια του, τους έκανε νόημα να μην πουν λέξη. Στο ημίφως, ξεχώριζαν τη στολή του Κόκκινου Στρατού, μα όταν ήρθε κοντά στο φως, τα μάτια της Αννελί γούρλωσαν. Δεν είχε ιδέα για την αιτία που είχε οδηγήσει τον Άρτουρ να φορέσει μία τέτοια στολή.

«Άρτουρ;» τον φώναξε ενώ η Χίλντα είχε ιδρώσει.

«Ποιος Άρτουρ; Αυτός είναι Ρώσος»

«Ποιος Ρώσος; Αφού είναι το πρόσωπο του Άρτουρ αυτό»

«Μιλάτε Αγγλικά;» τις ρώτησε.

«Ω, έλα τώρα. Τι είδους κόλπο είναι αυτό;» συνέχισε η Αννελί.

«Δεν καταλαβαίνω τι λες, γυναίκα του Ράιχ. Δεν είμαι ο Άρτουρ»

Κάπου εκεί, ξεροκατάπιε. Μα πώς ήταν δυνατόν; Αφού έμοιαζαν σαν δύο σταγόνες νερό. Καθώς ήταν πολύ μορφωμένη, χάρη στην οικογένειά της, προσπάθησε να θυμηθεί τα αγγλικά που είχε διδαχθεί.

«Ποιος είσαι; Γιατί του μοιάζεις τόσο;»

Τον είδε να στέκεται δίχως να πραγματοποιεί ούτε μισό βήμα.

«Με λένε Μιχαήλ Μελέτεφ και ένας φίλος μου είπε πως μία νοσοκόμα μπορεί να με βοηθήσει. Με καθησύχασε πως δεν ήταν Γερμανίδα, αλλά έπεσα σε εσάς» το βλέμμα του αγρίεψε, έγινε ατσάλινο και το συναίσθημα ξεκίνησε να υποχωρεί.

Με εξαίρεση τον καλό του φίλο, τον Λεβ, σε κανέναν δεν είχε δείξει συμπάθεια ή συναισθήματα. Οι κοπέλες μπροστά του έδειχναν φοβισμένες και οι βρομιάρηδες τραυματίες βογκούσαν και κλαψούριζαν σιγανά. Ο Μίσα έβγαλε ένα μαχαίρι από την μπότα του και το στριφογύρισε στο χέρι του με έπαρση. Τώρα η περηφάνια τους είχε τσακιστεί. Κάποτε, θα έδιναν τα πάντα για να υπηρετήσουν τον σαδιστή και δολοφόνο Χίτλερ και όμως υπήρχε περίπτωση, το δικό του αίμα να ήταν γερμανικό. Ή ακόμη χειρότερα, ήταν σχεδόν βέβαιο ή μήπως είχε συμβεί το αντίθετο; Μήπως ο αδερφός του είχε ρωσικό; Με τη γροθιά του να σφίγγει τη λαβή του μαχαιριού, προχώρησε αγέρωχα προς το βάθος. Σε ένα κρεβάτι, κειτόταν ένας νεαρός τραυματίας και για λίγο ο Μίσα ονειρεύτηκε να του τρυπά την καρωτίδα. Η Αννελί, είχε παραδοθεί σε ένα διαρκές τρέμουλο, σε σπασμούς εξαιτίας της κρίσης πανικού που πλησίαζε. Αυτός ο άνδρας στα μάτια της ήταν το ίδιο φρικαλέος με τον Γερμανό στρατιώτη που τη βίαζε και την ταπείνωνε. Ο τραυματίας τραύλισε εξαιτίας του φόβου, η λεπίδα του μαχαιριού γυάλισε στο ημίφως. Σχεδόν ακούμπησε το τρυφερό δέρμα του λαιμού του, όταν για λίγο σταμάτησε. Το κεφάλι του αργά στράφηκε προς το μέρος των γυναικών. Η Αννελί είχε καθίσει οκλαδόν, με το κεφάλι της κολλημένο στη γωνία του τοίχου. Αν ο Λεβ ήταν παρόν θα του έβαζε τις φωνές γι' αυτό το θέαμα. Μαζεύοντας το μαχαίρι, την πλησίασε αλλά ο θόρυβος που έκαναν οι στρατιωτικές μπότες, ήταν παρόμοιος με εκείνες που την πλησίαζαν για να την κακοποιήσουν.

Το κορμί της έτρεμε ολόκληρο, όταν το χέρι του, ελαφρώς αμήχανα άγγιξε την πλάτη της. Ήξερε πως υπερείχε στη δύναμη και αν ήθελε θα μπορούσε να της κάνει πράγματι κακό.

«Μην τρέμεις...»αρχικά της είπε στα ρωσικά, όταν κατάλαβε πως η κοπέλα εμφανώς δεν μιλούσε τη γλώσσα του. Όμως εκφραζόταν καλύτερα σε αυτή «Δεν θα σου κάνω κακό και ας είσαι κόρη του Ράιχ. Δεν χτυπώ γυναίκες και δεν θα ...άπλωνα χέρι με άλλον τρόπο» Τα μάτια της είχαν σφαλίσει με λύσσα και αρνούνταν να τα ανοίξει. Ήταν τόσος ο φόβος, που εξακολουθούσε να έχει τα χέρια της πλεγμένα γύρω από τα γόνατά της, σαν να ήταν παιδί. Τα δόντια της χτυπούσαν μεταξύ τους. Η εικόνα αυτή ήταν θλιβερή και ο Μιχαήλ κάθισε δίπλα της, επίσης οκλαδόν. «Σταμάτα. Αν συνεχίσεις έτσι, φοβάμαι πως θα πάθεις κάτι»

«Τι σε πειράζει; Είμαι μία κοπέλα από τη Γερμανία που πρέπει να πληρώσει τις αμαρτίες άλλων, καθώς δικές μου δεν έχω. Δεν έκανα ποτέ μου κακό σε κανένα»

Ο Μίσα την κοίταξε και για λίγο απομάκρυνε τα χέρια της από το πρόσωπό της. Αναγκάστηκε να τον κοιτάξει, έστω και με φόβο.

«Καλύτερα έτσι» της χαμογέλασε. «Θέλω μία χάρη. Να φωνάξεις τον Βέρνερ. Πρέπει να του μιλήσω»

«Μα, πώς...»

«Με τον Βέρνερ είμαστε και οι δύο ελεύθεροι σκοπευτές. Τον πλήρωσαν για να με σκοτώσει και ίσως τελικά να το προσπαθήσαμε και οι δύο να εξοντώσουμε ο ένας τον άλλο. Τελικά όμως, βρεθήκαμε να σώζουμε τις ζωές μας και ξέρω, πως αν μου συμβεί κάτι, ο Βέρνερ θα φερθεί σαν σύντροφος» η Χίλντα τόση ώρα πάλευε να τους καταλάβει. «Δεν δαγκώνω» την πείραξε ο Μίσα και την είδε να σηκώνεται από τη γωνία. Θα προσπαθούσαν να εντοπίσουν τον Βέρνερ.

Εκείνος είχε μόλις επιστρέψει, χρησιμοποιώντας τη μικρή του πυξίδα, η οποία τον βοηθούσε στον προσανατολισμό. Όλο αυτό που είχε ζήσει στη σπηλιά του έμοιαζε τρελό, ένα όνειρο κλεμμένο από μία άλλη ζωή. Σκεφτόταν την Άνια, τη λαχτάρα του κορμιού του και την προσπάθεια να το πολεμήσει, σαν την είχε γυμνή στην αγκαλιά του. Για εκείνη θα ήταν η πρώτη φορά, έτσι και αλλιώς η οικογένειά της ήταν πολύ αυστηρή και δεν θα επέτρεπαν την οποιαδήποτε ατίμωση πριν από τον γάμο. Όμως οι δυο τους είχαν χαθεί στα φιλιά, μόλις οι συνειδήσεις παραμέρισαν την πραγματικότητα. Δεν κατάλαβε καν για πότε το σώμα της γλίστρησε στο δικό του, κουμπώνοντας τέλεια, σαν να ήταν φτιαγμένοι για να συναντηθούν στη γη και στη ζωή αυτή. Δεν την ένοιαξε καν ο μικρός πόνος της πρώτης φοράς. Τον ήθελε και ο Βέρνερ ήταν προσεκτικός. Τα χείλη τους δεν χωρίστηκαν καθόλου, τα πόδια της ήταν τυλιγμένα γύρω από τη μέση του και η ομορφιά των ολοπράσινων ματιών του την είχε μαγνητίσει.

«Αγάπη μου...» της είχε πει στα γερμανικά, αλλά σύντομα προσπάθησε να εκφραστεί και στα ρωσικά. Όταν η στιγμή τους ολοκληρώθηκε, εκείνη θαρρείς και τινάχτηκε από ένα όνειρο. Για λίγο την πλημμύρισε ένας φόβος. Είχε κάνει τρέλα και το ήξερε. Είχε χαρίσει την πρώτη της εμπειρία στον εχθρό, όμως όταν τον κοιτούσε, έβλεπε απλώς τον νεαρό που της είχε κλέψει την καρδιά. Ο Βέρνερ την κοίταζε πάντα με λατρεία, τρυφερότητα και θαυμασμό. Χάιδευε το πρόσωπό της, φιλούσε τα δάχτυλα των χεριών της, ενώ προσπάθησε να μην βουρκώσει στον αποχωρισμό. Ήξερε πως ίσως και να μην την έβλεπε ποτέ ξανά. Ήξερε πως πιθανότατα και να πέθαινε. Πόσο πολύ θα ήθελε να είχε το περιθώριο να ζήσει μαζί της όμορφες στιγμές; Λόγω του τραυματισμού του αλλά και της ανδρείας που είχε δείξει, θα έπαιρνε για μία εβδομάδα άδεια. Εκείνο το βράδυ, είδε την Χίλντα να τον φωνάζει και την ακολούθησε στο κτήριο του νοσοκομείου. Στη θέα του Μίσα χαμογέλασε, ωστόσο ήταν τρομακτικό καθώς πλέον είχε δει τον Άρτουρ. Έμειναν οι δυο τους, καθισμένοι κοντά στο παράθυρο να μιλούν.

«Τι έχει συμβεί;» τον ρώτησε ο Βέρνερ.

«Ας μην γελιόμαστε. Αυτός που μου μοιάζει είναι ο αδερφός μου και το....το πιο πιθανό, είναι να έχω γερμανικές ρίζες. Από την ώρα εκείνη κοντεύω να τρελαθώ. Από τη μία τον μισώ και από την άλλη, υπάρχουν στιγμές που θέλω να τον ακουμπήσω, να τον νιώσω, να βρω μία γέφυρα επικοινωνίας μαζί του. Δεν ξέρω ποιος είναι ή τι έχει περάσει και έτσι μου ήρθε μία ιδέα. Να πάω στο Βερολίνο και να βρω απαντήσεις. Με την ομοιότητά μας δεν θα είναι δύσκολο και ο...Άρτουρ τραυματίστηκε αρκετά. Θα πάρω τα χαρτιά του και μία στολή σας. Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο»

«Και εκείνος;

«Έχω βρει σημείο να κρυφτεί γιατί δεν μπορεί να πάρει τη θέση μου. Το κουτσό του και στρεβλό πόδι θα τον προδώσει»

«Είναι τρελό αυτό!»

«Είναι. Αλλά πρέπει να μάθω»

«Θα χρειαστεί οργάνωση. Εγώ θα σου βρω στολή, ωστόσο, πρέπει να τον κανονίσουμε πρώτα και δεν ξέρω αν...»

«Θα δεχτεί αλλιώς θα τον εκτελέσω»

«Μάλιστα. Μείνε εδώ και θα σου φέρω στολή. Θα πάω να του μιλήσω για την άδεια και θα φύγω μεθαύριο ή μάλλον...θα φύγουμε μεθαύριο»

Ο Άρτουρ το θεώρησε τρελό. Για την ακρίβεια δεν είχε ξαναδεί τον Μίσα και τα συναισθήματά του εξακολουθούσαν να είναι μπερδεμένα. Έπρεπε να πείσει τους ανωτέρους του γι' αυτό ωστόσο τα τραύματα στο σώμα του, στάθηκαν αρκετά ως μία δικαιολογία, για λίγες όμως μέρες. Όταν τα χαρτιά ήταν έτοιμα, φυγαδεύτηκε και τη θέση του πήρε το είδωλό του. Ο Μίσα αισθανόταν αμηχανία και ίσως για πρώτη φορά φόβο. Πώς θα ένιωθε αν επισκεπτόταν τη χώρα που ίσως και να είχε γεννηθεί; Τι θα έβλεπε εκεί; Πώς θα αντιμετώπιζε τους ανθρώπους που μισούσε; Θα έβρισκε κάποιο στοιχείο; Ο Άρτουρ μίλησε στον Βέρνερ για τον τόπο γέννησής του και για την κυρία Ελένη που μεγάλωσε τον μικρό τους αδερφό. Πόσο τραγικό; Μία οικογένεια διαλυμένη, τρία αδέρφια που μεγάλωσαν χώρια και μάλιστα το ένα στην αντίπαλη χώρα. Πώς θα μάζευαν αυτά τα κομμάτια; Ο Βέρνερ πίστευε πως έτσι ίσως να ήταν καλύτερα. Πως αν έβλεπε, αν μάθαινε αν ζούσε από την απέναντι πλευρά, μπορεί να καταλάγιαζε ο θυμός. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την εικόνα του Μιχαήλ στο τρένο με τη γερμανική στολή. Τα κυανά του μάτια ήταν ίσως πιο ψυχρά ακόμη και από του Άρτουρ. Αυτό το έκανε κάθε φορά που φοβόταν, ώστε κανείς να μην μπορέσει να δει την αδυναμία του.

«Θα μείνουμε σπίτι μου» του είπε ο Βέρνερ και τον είδε να τινάζεται.

«Τι; Όχι! Δεν έχω πρόβλημα να...»

«Μιλάς ρωσικά σε γερμανικό τρένο. Ας μιλήσουμε ακόμη και γαλλικά. Θα μείνεις μαζί μου, καθώς θα χρειαστείς βοήθεια και επίσης η μητέρα μου, θα έδινε τα πάντα για να γνωρίσει τον νεαρό που με έκανε να φύγω ένα πρωί για το μέτωπο»

«Την αγαπάς πολύ»

«Φυσικά»

«Νομίζω πως και εγώ τη συμπαθώ μέσα από εσένα. Σε χρόνια σκοτεινά, διατήρησε το φως μέσα σου και γύρω σου. Είναι άξια»

«Είναι η μαμά μου και μου έχει λείψει όσο τίποτε και κανείς»

Ο Μίσα για λίγο ακούμπησε πίσω αδιαφορώντας για τους Γερμανούς γύρω του. Ο Βέρνερ στα κλεφτά του εξήγησε πως όλοι είχαν συνειδητοποιήσει την ήττα που ερχόταν και που σαν κύμα αγριεμένης παλίρροιας, θα έπνιγε όλη τη χώρα. Ίσως και να τους άξιζε. Όμως ο Μίσα είχε συμπαθήσει αυτόν τον νεαρό και ευχόταν το σπίτι να βρισκόταν κάπου απομονωμένο, γλυτώνοντας ίσως τη ρωσική εκδίκηση.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top