Άνθρωποι ξανά/ part 3
Αθήνα, 1944
Δεν θα ξεχνούσε ποτέ την αίσθηση, έστω και της προσωρινής ελευθερίας εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό του Οκτώβρη. Ο Στέφανος ήταν ο πρώτος από την οικογένεια που είχε τολμήσει να κρεμάσει την ελληνική σημαία στο παράθυρο. Ως και ο αέρας είχε διαφορετική μυρωδιά. Μπορούσε σχεδόν να τον γευτεί. Το ημερολόγιο που κρατούσε ο ίδιος, σαν φυλακισμένος, έδειχνε 12 Οκτωβρίου 1944. Πριν τις δέκα το πρωί, οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες κατέβασαν τη σημαία με τη σβάστικα από την Ακρόπολη, καταθέτοντας στεφάνι στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη. Το πρωινό εκείνο, η μητέρα του η Δέσποινα είχε ανοίξει όλα τα παντζούρια με ένα πρωτοφανές θάρρος, καθώς όλοι οι προηγούμενοι μήνες, είχαν βυθίσει το σπίτι και τις ζωές τους στο σκοτάδι. Την Ελλάδα βέβαια την καρτερούσαν και άλλα, χειρότερα βάσανα, μα για την ώρα η μπότα του κατακτητή είχε φύγει. Μαζί με τον Σοφοκλή, ο Στέφανος, είχε κάνει πάλι μικρά βήματα. Είχαν έναν μικρό χώρο, σαν μαγαζάκι και έφτιαχναν αυτό που ήξεραν καλύτερα. Έπιπλα.
Ως και ο μικρός Λευτέρης τους ακολουθούσε κάποια μεσημέρια. Του άρεσε να βλέπει τη δουλειά και συχνά προσπαθούσε να μιμηθεί τον Στέφανο. Την ημέρα εκείνη, μαζί του και μαζί με την Αφροδίτη, είχαν ξεχυθεί στους δρόμους. Τα πιτσιρίκια σαν και τον Λευτέρη, χτυπούσαν τις καμπάνες των εκκλησιών, δίχως ρυθμό, άνδρες και γυναίκες ακόμη και άγνωστοι μεταξύ τους αγκαλιάζονταν και κορίτσια έραιναν τους δρόμους με δάφνες και ροδοπέταλα. Τώρα που τα μάτια είχαν φύγει από την περίπτωση των Γερμανών, έμεναν οι προδότες και οι συνεργάτες τους. Ως τότε όμως, έπειτα από αμέτρητες μέρες, τα φώτα στους δρόμους άναψαν και στις γειτονιές ακούγονταν καντάδες και τραγούδια.
Πίσω, κοντά στα σπίτια τους που φιλοξένησαν τους φόβους και τις ελπίδες τους, η μουριά εξακολουθούσε να στέκεται, μα αμέτρητες ήταν οι απώλειες στην παρέα. Η Αφροδίτη πήγε ολομόναχη μαζί με τον Λευτέρη που τώρα στα επτά κοντά, καταλάβαινε τα πάντα. Κάθισαν οκλαδόν, ο ένας απέναντι από τον άλλο για πρώτη φορά. Μητέρα και γιός. Ο Λευτέρης έπαιζε με ένα τόπι πάνινο που του είχε ράψει η θεία του. Τα μάτια του κατρακύλησαν σε αυτά της μητέρας του.
«Ο πραγματικός μπαμπάς μου, σε έκανε δυστυχισμένη;» τη ρώτησε ξαφνιάζοντάς την.
Από μακριά εξακολουθούσαν να ακούγονται οι παρέες που περνούσαν καθώς το γλέντι συνεχιζόταν.
«Μα, πώς σου ήρθε αυτό;»
«Δεν τον έχεις αναφέρει ποτέ»
«Δεν έχει σημασία αυτός» του απάντησε πιο ψυχρά από όσο ήθελε να ακουστεί και είδε τον μικρό να κατσουφιάζει. Ευθύς έκλεισε το κενό μεταξύ τους και τον πήρε αγκαλιά «Σημασία έχει πως μου άφησε το πιο όμορφο δώρο. Εσένα»
Ο Λευτέρης χαμογέλασε.
«Ξέρεις, τώρα που ο πόλεμος τελείωσε, ίσως μπορούμε να πάμε να βρούμε τον Άρτουρ»
Η Αφροδίτη γέλασε πικρά με την παιδική αφέλεια.
«Ο πόλεμος πιο πάνω από εδώ δεν τελείωσε. Και...δεν πιστεύω πως ο Άρτουρ...»
«Το υποσχέθηκε και τις κρατά τις υποσχέσεις. Μου έφερε πίσω εσένα»
Αισθάνθηκε έτοιμη να κλάψει. Τι να εξηγούσε στον μικρό; Πως ο Άρτουρ θα ήταν κόκκινο πανί; Πως αν έβλεπαν το ξανθό του μαλλί και το γαλανό του μάτι θα αφήνιαζαν;
«Είναι καλύτερα έτσι. Η κοινωνία δεν θα τον δεχόταν έτσι και αλλιώς. Είναι Γερμανός»
«Μα, θα της λέγαμε πως ήταν καλός. Βοήθησε. Έσωσε εσένα και άλλους από εκείνο το τρένο που μου είχες πει!»
«Λευτέρη, πέρασε η ώρα. Νομίζω πως πρέπει να πας σπίτι. Θα σε περιμένει ο Στέφανος ή ο παππούς»
«Πάντα το ίδιο! Όταν δεν θες να μου μιλήσεις για κάτι, με διώχνεις»
«Δεν είναι κακό να προφυλάξω την ψυχή σου. Είσαι παιδί ακόμη και δεν είναι ανάγκη να σε γεμίζω με άλλες έγνοιες»
Τι να του έλεγε τότε; Στο σήμερα θυμόταν τι είχε συμβεί σε μία κοπέλα, λίγες μέρες μετά την πολυπόθητη ελευθερία. Ένας εξαγριωμένος όχλος είχε πέσει επάνω της, της ξέσκιζαν τα ρούχα, την είχαν αφήσει μόνο με το κομπινεζόν. Τα μαλλιά της είχαν άτσαλα κουρευτεί, ενώ ένας άνδρας είχε χαράξει με πυρακτωμένο σίδερο το πρόσωπό της. Την έβριζαν για ώρες ατελείωτες. Ήταν φρικτό. Δεν θα μπορούσε ποτέ της να το ξεχάσει. Η καρδιά της όφειλε να μπει σε δεύτερη μοίρα. Ας έμενε ολομόναχη παρά να έβαζε σε κίνδυνο το παιδί της και την οικογένειά της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. Αυτός ο κόσμος δεν τους χωρούσε και ας ήξερε εκείνη την αλήθεια για τον Άρτουρ. Ο κόσμος δεν θα έδειχνε έλεος. Mπροστά στα γαλανά του μάτια και τα ξανθά μαλλιά, θα αναβίωναν όλοι οι εφιάλτες. Αυτός ήταν και ο λόγος που τώρα καθόταν ολομόναχη, παρέα απλώς με τις αναμνήσεις της. Όφειλε να μάθει να αγαπά κάποιον άλλο. Ο κόσμος ήδη μιλούσε γύρω της. Πως είχε μείνει μόνη, πως έπρεπε ίσως να κάνει μία νέα αρχή. Και για τον Στέφανο μιλούσαν, μα τα ξαδέρφια δεν ενδιαφέρονταν καθόλου.
Ο Στέφανος την είδε να μπαίνει στο σπίτι και εκείνος έμεινε για λίγο να σκέφτεται. Η Ελλάδα τον είχε κουράσει. Η ζωή του τον είχε κουράσει σε σημείο που τελευταία ζητούσε από τον πατέρα και τον θείο του να του αφηγούνται ιστορίες από απέναντι. Από τα χρόνια που ζούσαν στα Μικρασιατικά παράλια. Ονειρευόταν να φύγει. Η πείνα, η σκληρή Κατοχή, οι αρρώστιες και ο θάνατος, είχαν για τα καλά εδραιωθεί μέσα του. Το μόνο που τον χαροποιούσε ήταν ο Σάββας. Την είχε γλιτώσει και πλέον οι Γερμανοί είχαν αποχωρήσει. Την Ανδριανή είχε πάψει να τη σκέφτεται. Εξάλλου τους είχε ξεχάσει και η ίδια. Είχε για τα καλά μπλέξει με την Αντίσταση πιστεύοντας πως εξυπηρετούσε έναν ανώτερο σκοπό. Οι φίλοι δεν είχαν καμία θέση, μονάχα οι σύντροφοι και οι συναγωνιστές. Σύντομα θα καταλάβαινε πως ίσως και να είχε κάνει καλά που δεν μπλέχτηκε ποτέ του. Τα Χριστούγεννα που πλησίαζαν θα ήταν από τα πιο μαύρα της ζωής τους.
Από τον Δεκέμβρη του 44, είχε ξεσπάσει ένας πόλεμος πολύ διαφορετικός, πολύ άγριος. Δεν είχες ιδέα στα ξαφνικά ποιος θα μπορούσε να είναι ο εχθρός σου. Τους Εγγλέζους που κάποτε τους θεωρούσαν συμμάχους, τώρα τους έβλεπαν σαν εχθρούς. Οι μαυραγορίτες είχαν αναβαθμιστεί σε εθνοσωτήρες, ενώ οι αλλοτινοί, σακατεμένοι ήρωες της Αλβανίας έβρισκαν τραγικό θάνατο, κάτω από τα ερείπια του νοσοκομείου Σωτηρία. Η Αθήνα είχε χωριστεί στα δύο, οι δρόμοι εκ νέου είχαν γεμίσει χαλάσματα και πτώματα. Βρετανικά τανκς ισοπέδωναν ό,τι είχε απομείνει όρθιο, χωροφύλακες και αντάρτες αντάλλαζαν πυρά, με τον ΕΛΑΣ να ανατινάζει κτίρια και να στήνει οδοφράγματα. Η ζωή μέσα στα σπίτια είχε γίνει επικίνδυνη και αν υπήρχε κάτι που τους έσωζε σαν οικογένειες, ήταν το δέσιμό τους και πως δεν είχαν ποτέ μπλεχτεί και με κανέναν. Για καλή τύχη του Σοφοκλή, ο γιος του κάποτε κοιτούσε μονάχα τη δουλειά του και πώς θα έβγαζαν την επόμενη μέρα. Ποτέ του δεν είχε εμπλακεί με τους αντιστασιακούς μήτε τους προδότες. Η γειτονιά τους συμπαθούσε. Ακόμη και η κυρία Τούλα, αρκετές φορές τους επισκεπτόταν φέρνοντας ό,τι φαγητό μπορούσε να βρει.
Η Αφροδίτη πια δεν πήγαινε ούτε μέχρι τη μουριά. Οι γιορτές πλησίαζαν αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Ένα ψυχρό απόγευμα, χτύπησε η πόρτα του σπιτιού τους. Ο Σοφοκλής, η Δέσποινα και ο Στέφανος, είχαν έρθει φυσικά για επίσκεψη στον Παύλο, ο οποίος είχε μεγαλώσει λίγο και η μέση του τελευταία τον πρόδιδε. Ο μικρός Λευτέρης, παράτησε τη ζωγραφιά που έκανε και έτρεξε να ανοίξει. Ήταν η Τούλα και η Μίνα, μία κυρία που ήταν χήρα πια, ενώ ο γιός της αγνοούνταν. Κάποιοι είπαν πως τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο και δούλευε σε γερμανικά εργοστάσια ή στρατόπεδα. Κάθισαν έχοντας φέρει δίπλες.
«Τι κάνετε;» τους ρώτησαν.
«Φοβόμαστε πλέον και τη σκιά μας» απάντησε ο Παύλος και ήταν η αλήθεια.
«Δεν έχετε άδικο. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να δολοφονηθεί στο δρόμο είτε φταίει, είτε όχι» απάντησε η Μίνα και συνέχισε «Είστε μία πολύ δεμένη οικογένεια. Ακόμη θυμόμαστε αυτούς τους Γερμανούς που φιλοξενούσατε»
«Σκοτώθηκαν» απάντησε ο Στέφανος ξερά.
«Δεν ήταν κακά παιδιά» τόλμησε να προφέρει η Μίνα και κατόπιν κοίταξε ενοχικά τριγύρω της.
«Η γειτονιά μας δεν είναι σαν τις άλλες» κάγχασε ο Σοφοκλής «Εδώ μπορούμε να παραδεχτούμε την ύπαρξη του καλού, αν όντως είναι έτσι»
Ο Στέφανος πάλι που για ακόμη μία φορά σκεφτόταν την επιβίωση, ήξερε πως μοιράζονταν τρόφιμα από τις επιτροπές επισιτισμού του ΕΛΑΣ κατά τις δώδεκα με δύο το μεσημέρι όταν ίσχυε εκεχειρία. Εκτός από τα φαγητά που για ακόμη μία φορά βρίσκονταν σε έλλειψη, πολλές περιοχές δεν είχαν και νερό καθώς λόγω των εκρήξεων, το σύστημα ύδρευσης είχε καταρρεύσει.
Σαν κάθονταν όλοι μαζί, ξεκίνησε ένας ανελέητος βομβαρδισμός που όμοιό του η Αθήνα σχεδόν δεν είχε γνωρίσει. Ο Λευτέρης έβαλε τα κλάματα και έτρεξε στην αγκαλιά στην Αφροδίτης, ο Παύλος τινάχτηκε επάνω και ο Στέφανος κοίταξε την πόρτα.
«Πάμε στο καταφύγιο!Τώρα!» τους φώναξε «Αλλιώς θα σκοτωθούμε!»
Έντρομοι, πετάχτηκαν έξω και έπειτα στριμώχτηκαν στο μικρό υπόγειο. Η ατσάλινη βροχή ισοπέδωνε ό,τι είχε απομείνει στον δύστυχο αυτόν τόπο. Η Αφροδίτη είχε κλείσει τα μάτια της σφιχτά και είχε κολλήσει το σώμα της στον τοίχο. Ο Λευτέρης που είχε φωλιάσει στην αγκαλιά της, της ψιθύρισε :
«Θέλω τον Άρτουρ να έρθει να μας σώσει. Ήταν ψηλός και δυνατός. Κοντά του δεν φοβόμουν. Είχα βρει έναν μπαμπά και τώρα επειδή φοβάσαι αυτήν την κυρία κοινωνία, δεν μπορεί να έρθει»
Της Αφροδίτης της κόπηκε η ανάσα. Δεν ήθελε να ακούν οι άλλοι, ωστόσο με μία ματιά φάνηκαν απασχολημένοι, βυθισμένοι στον φόβο τους.
«Ο Άρτουρ είναι Γερμανός. Οι Έλληνες τους μισούν και αν έρθει, θα μισήσουν και εμάς. Θυμάσαι δύο μέρες πριν που άκουσες φωνές; Θυμάσαι που μου έδειξες κάτι κοπέλες κουρεμένες που τις περίφερε το γκαζοζέν στους δρόμους; Ε, αυτές οι κοπέλες αγαπούσαν Γερμανούς. Για εμένα δεν ξέρουν τίποτα, αλλιώς θα κινδυνεύαμε»
Ο μικρός το σκέφτηκε λίγο με τη λογική ενός παιδιού.
«Τότε ίσως θα έπρεπε να πάμε εμείς να τον βρούμε. Η αλήθεια είναι πως η Ελλάδα με τρομάζει. Κάθε μέρα είναι τρομακτική, κάθε μέρα φοβόμαστε πως θα πεθάνουμε. Θα μπορούσαμε να πάρουμε και τον παππού και τους θείους»
Η Αφροδίτη ξεφύσησε. Σε μια Ευρώπη που κυριολεκτικά είχε ισοπεδωθεί και που ακόμη δεν είχαν τελειώσει όλα, πού θα μπορούσαν να πάνε και μάλιστα χωρίς βοήθεια; Επίσης, το πιθανότερο ήταν να μην ζούσε ο Άρτουρ. Με την ιδιότητά του δεν θα μπορούσε να είχε επιβιώσει.
«Είναι δύσκολο Λευτέρη» τελικά του απάντησε.
«Δηλαδή εγώ δεν θα αποκτήσω ποτέ μπαμπά έτσι δεν είναι; Δεν θα ήθελα κάποιον άλλο, αλλά αν είναι τόσο δύσκολο να έρθει εκείνος...»
«Δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι»
«Εσύ στεναχωριέσαι και σε βλέπω. Κάποτε, όταν φεύγεις, ξέρω πως πας εκεί στον κήπο. Σου αρέσει εκεί γιατί άρεσε και σε εκείνον»
Η Αφροδίτη χαμογέλασε μελαγχολικά. Ο χρόνος πίσω δεν γυρνούσε. Ο Στέφανος την κοιτούσε. Ετοιμαζόταν να πάρει μία ριψοκίνδυνη απόφαση και όπου τον έβγαζε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top