Άνθρωποι ξανά/ part 2

Είχε παρακαλέσει μέχρι το τέλος για να πάρει αυτή τη φωτογραφία. Με τον Μιχαήλ χωρίστηκαν και ο Βέρνερ μελαγχολικός, αναζητούσε έναν λόγο για να συνεχίσει να ζει. Η κατάθλιψη τον είχε τυλίξει άχαρα και τις στιγμές που δεν πολεμούσε, το μυαλό του ολοένα σκεφτόταν. Έμοιαζε να πέφτει σε σκοτεινούς, ανέλπιδους λήθαργους και σε ύπνους όπου κυριαρχούσαν μονάχα οι εφιάλτες. Έβλεπε το κορμί της Άνια γυμνό και κατακρεουργημένο, το σπίτι του να φλέγεται, τον αδερφό του να παρακαλεί για βοήθεια. Ξυπνούσε καταμεσής της νύχτας ουρλιάζοντας άηχα σχεδόν. Δεν είχε ελπίδα σωτηρίας καμία. Ήταν ένα πρόσωπο μισητό, το οποίο ο κόσμος θα ήθελε να εξαφανίσει. Ό,τι του είχε απομείνει, ήταν η χώρα του που και αυτή ψυχορραγούσε και τον εκδικούνταν. Τα μέτρα πλέον ήταν αυστηρά, προκειμένου άπαντες να κρατηθούν στις θέσεις τους και να μην λιποτακτήσουν. Για λίγο σκέφτηκε την αυτοκτονία. Αφού ελπίδα δεν είχε να ξαναφτιάξει τη ζωή του, ο θάνατος θα ήταν η μόνη του σωτηρία. Ευτυχώς, είχε έρθει στη δική του ομάδα και ο φίλος του ο Άλμπερτ, φέρνοντας νέα από το χωριό του. Σκέφτηκε την ολομόναχη μητέρα του και όσα θα πλήρωνε μόλις οι Ρώσοι έφταναν εκεί. Άραγε, ο Μιχαήλ θα μπορούσε να βοηθήσει;

Κατά τα άλλα, η σαπίλα του χιλιετούς Ράιχ, ήταν ασταμάτητη. Τίποτε δεν είχε απομείνει που θα μπορούσε να αποτρέψει το χάος. Οι γραμμές επικοινωνίας και ανεφοδιασμού είχαν καταρρεύσει και οι πληθυσμοί των κατεκτημένων περιοχών, δικαίως είχαν εξεγερθεί, όσο πλησίαζε το βίαιο τέλος. Τα Βάφφεν Ες-Ες και οι στρατιωτικοί αστυνομικοί πάλευαν να βάλουν μία τάξη σε όλο αυτό το χάος, με αποτέλεσμα την άνθιση της θηριωδίας σε κάθε μορφή. Πλήθος Γερμανών προσφύγων πάλευε να φύγει δυτικότερα, ενώ τους είχαν στείλει για υποστήριξη μία ομάδα Βάφφεν Ες-Ες, αποτελούμενη από αγόρια δεκαέξι χρονών, τα οποία είχαν ποτίσει με την ψευδαίσθηση πως ήταν αήττητα. Το μυαλό του Βέρνερ γυρνούσε, όταν ένα ηλιοβασίλεμα χειμωνιάτικο ακόμη, είχε καθίσει μαζί με τον Άλμπερτ, σκεπτόμενος να φύγει και όπου τους έβγαζε.

«Αυτό που λες είναι τρέλα» του είπε ο φίλος του.

«Το να συνεχίσω να πολεμώ άδικα, ενώ γνωρίζω το τέλος μου, θαρρώ πως είναι μεγαλύτερη»

«Όμως πού θα πας; Και επίσης, δεν θα σε αφήσω να φύγεις, θα έρθω και εγώ μαζί. Αν είναι να εκτελεστείς ως λιποτάκτης, θα εκτελεστώ δίπλα σου»

«Προτιμώ να με αποκαλέσουν ως λιποτάκτη, παρά πολεμιστή των Ναζί. Αυτό είναι η αληθινή ντροπή και στο λέω εγώ που εκπαιδεύτηκα ως ελεύθερος σκοπευτής και που κάποτε πίστευα στην υπεράσπιση της χώρας μας»

«Μα όλα άλλαξαν όταν γνώρισες τον Ρώσο»

Ο Βέρνερ για λίγο σώπασε.

«Ξέρεις, σε περίοδο διαφορετική, ειρήνης, αν άφηνα έναν άνθρωπο να πεθάνει μπροστά μου ή αν τον σκότωνα θα θεωρούμουν πνευματικά ασταθής. Σε περίοδο πολέμου όμως, κάτι τέτοιο θεωρείται επίτευγμα. Δεν το κατάλαβα ποτέ. Όπως και να έχει, σχεδιάζω να φύγω. Έχε μου εμπιστοσύνη. Μπορώ να χρησιμοποιήσω την πυξίδα και ως ένας από τους καλύτερους Ελεύθερους Σκοπευτές, μπορώ να μετακινούμαι όσο πιο διακριτικά γίνεται»

«Ας το κάνουμε να πάει στο ανάθεμα και αν πέσουμε επάνω σε γνωστούς θα πούμε πως αποκοπήκαμε εξαιτίας των συμπλοκών και ας προσευχηθούμε να μην πέσουμε επάνω σε Ες-Ες και μας κρεμάσουν για παραδειγματισμό»

«Πίστεψέ με προτού φτάσουν να με κρεμάσουν ή θα πέσουν αυτοί νεκροί ή εγώ. Λοιπόν, μόλις πέσει το σκοτάδι τελείως, φύγαμε. Ίσως προλάβω να φτάσω πίσω στο σπίτι»

Κοιτούσαν τους δικούς τους όλους με ένα βλέμμα συμπάθειας, οίκτου και ίσως ελαφρών τύψεων. Ο Βέρνερ όμως είχε πάρει την απόφασή του και τίποτε δεν θα τον σταματούσε. Τον πρόλογο στη ζωή του τον είχαν γράψει οι Ναζί. Στο ανάθεμα! Δεν θα τους χάριζε και τον επίλογο. Είχε έναν χάρτη και φυσικά την πυξίδα του. Αυτά του ήταν αρκετά. Ο ήλιος είχε χαθεί ξανά πίσω από μουντά σύννεφα και υποτίθεται ήταν η ώρα του να βγει για ανίχνευση. Δεν επέστρεψε ποτέ. Μαζί με τον Άλμπερτ, χάθηκαν κυριολεκτικά. Έχοντας μαζί τους τα όπλα τους και βαστώντας την πολύτιμη πυξίδα, θα περνούσαν στην Πολωνία και ίσως να προσπαθούσαν να φτάσουν από εκεί στο σπίτι τους. Τα δάση είχαν γίνει για μέρες το καταφύγιό τους. Δυστυχώς η πείνα, τους είχε οδηγήσει να αρπάζουν προϊόντα  με τη βία αν χρειαζόταν. Όπου και να πήγαιναν, έμοιαζε σαν να έρχονταν οι Ρώσοι από παντού.

Η παγωνιά περόνιαζε το κορμί του και δεν είχε ιδέα πόσες μέρες είχαν περάσει όταν έφτασε μπροστά σε μία έκταση με συρματοπλέγματα. Κοντά του ο Άλμπερτ έχοντας προσπαθήσει να καλύψει το κεφάλι του, στάθηκε πίσω ακριβώς από τον Βέρνερ. Υπήρχε κάτι στην ατμόσφαιρα. Κάτι τρομερά δυσοίωνο, ένα αίσθημα πνιγμού.

«Βερ κάτι άσχημο συμβαίνει εδώ» τραύλισε, μα ο φίλος του είχε παγώσει. Μπροστά τους κείτονταν δέκα νεκροί στη σειρά, οι οποίοι είχαν μείνει άθαφτοι με τα κοράκια να ουρλιάζουν απειλητικά στον γκρίζο ουρανό. Ο Βέρνερ τους κοίταξε. Δεν ήταν άνθρωποι. Κανένας άνθρωπος δεν ήταν επιτρεπτό να φτάσει σαδιστικά σε τέτοιο σημείο απόλυτης πείνας. Αυτό που είχαν μόλις αντικρύσει, ήταν δέκα πεθαμένοι σκελετοί με κουρέλια.

«Φοβάμαι να προχωρήσω. Όμως αν υπάρχουν και άλλοι σαν αυτούς που χρειάζονται βοήθεια;»

«Βέρνερ, αυτοί εδώ έχουν εκτελεστεί με μία σφαίρα στον αυχένα που σημαίνει πως εδώ γύρω υπάρχουν Ες-Ες ή υπήρχαν τελοσπάντων. Αν μας δουν...»

«Η Βέρμαχτ υποχωρεί. Θα υποθέσουν πως απλά και εμείς την ακολουθούμε. Κανείς δεν θα ελέγξει χαρτιά σε αυτό το χάος. Έλα...»

Με τρόπο, βρήκαν ένα άνοιγμα στο συρματόπλεγμα που είχε γίνει πρόσφατα. Μία αποφορά τους κύκλωσε καθώς κάθε τετραγωνικό του στρατοπέδου σχεδόν, ήταν γεμάτο περιττώματα από τους άρρωστους με δυσεντερία ή πτώματα ξυλιασμένα. Ο Άλμπερτ κοιτούσε αηδιασμένος, μέχρι που τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

«Αυτό συνέβη λοιπόν στους γείτονές μας, σε όσους ανθρώπους εξαφανίζονταν δήθεν ανατολικά. Αυτή ήταν η Τελική Λύση. Η απόλυτη, κτηνώδης εξόντωση»

Ο Βέρνερ τον άκουγε προσεκτικά.

«Το φανταζόμασταν. Απλώς...δεν υποθέταμε ακριβώς μία τόσο κτηνώδη και μαζική εξόντωση. Αλλά μην μου πεις πως πίστευες ότι τους στέλνουν διακοπές, έτσι δεν είναι;»

Κρύφτηκε πίσω από έναν τοίχο ενός παραπήγματος. Προχώρησε προς έναν χώρο που θα ήταν τα στρατόπεδα των Ες-Ες. Βρήκαν πάνω στα τραπέζια μισογεμάτα πιάτα με σούπα, ποτήρια με λίγη μπύρα και μία παρτίδα σκάκι στη μέση. Μπορεί να είχαν μιάμιση μέρα να φάνε, ωστόσο αναρωτιόνταν πώς πήγαινε σε αυτούς τους ανθρώπους κάτω το φαγητό, όταν καθημερινά έρχονταν αντιμέτωποι με ένα θέαμα σαν αυτό που αντίκρισαν, ξέροντας πως ήταν μόνο η αρχή. Το στρατόπεδο έξω ήταν σιωπηλό. Οι δυο νεαροί έτρεμαν κυριολεκτικά και δεν ήταν από το κρύο, μα από την ανατριχίλα και τον φόβο. Στο βάθος, πεινασμένα φαντάσματα κυκλοφορούσαν αέναα θαρρείς, με βαθουλωμένα μάτια, ωχρά μέλη, με σκελετούς για πόδια. Άλλοι τσακώνονταν για δυο σάπιες πατάτες, σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Ο Βέρνερ κρύφτηκε πίσω από κάτι ξύλα, όταν ένιωσε κάποιον να προσπαθεί να σηκώσει με κόπο το ένα, μπας και το χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν φωτιά. Η Εσθήρ, αδύναμη και με τα μέλη της να πονάνε όλα, κατέβαλε τεράστια προσπάθεια να το μετακινήσει. Τα αλλοτινά καστανά της μαλλιά, είχαν αραιώσει τρομακτικά από την αβιταμίνωση και την πείνα. Τα ισχνά της δάχτυλα τα άγγιζαν τρέμοντας, μα όταν είδε τον κρυμμένο Βέρνερ, τρόμος καθρεπτίστηκε στο αποστεωμένο της πρόσωπο.

Ήθελε να ουρλιάξει, μα φοβόταν πολύ. Έτσι, αντέδρασε όπως ένα σκυλί ανυπεράσπιστο που καρτερά να το κλοτσήσουν. Σκέβρωσε σε μία άκρη φοβισμένη.  Το κορμί της ξεκίνησε τρέμει και όταν είδε και τον Άλμπερτ, όλο αυτό επιδεινώθηκε.

«Ωχ! Την φόβισα;» σκέφτηκε.

«Ναι...» του απάντησε ο Βέρνερ κοιτάζοντάς την «Και όσο μιλάμε μεταξύ μας είναι χειρότερο»

Κοίταξε την εμφάνισή της. Ήταν όμορφη, όμως τώρα την τύλιγαν λερωμένα κουρέλια. Άπλωσε αργά το χέρι του, φροντίζοντας να χαμογελάσει τρυφερά. Τα όμορφα πράσινα μάτια του και η νεανική εμφάνιση, βοηθούσαν.

«Είναι εντάξει» της είπε στα αγγλικά μα η κοπέλα δεν κουνήθηκε. Με ένα μαντήλι, καθάρισε το πρόσωπό της. Η αντίδρασή της στην επαφή ήταν μονάχα φόβος. Στάθηκε εκεί για λίγο. Η Εσθήρ είχε σκύψει το κεφάλι υποτακτικά στη γη. Ο Βέρνερ με τρόπο ύψωσε το πηγούνι της και την κοίταξε. «Είσαι πολύ όμορφη. Μην με φοβάσαι» πρόφερε αργά στα αγγλικά, όταν άκουσε μία γνωστή φωνή. Ήταν ο Άρτουρ.

Τότε, με ένα σάλτο αποκαλύφθηκε και ο Άρτουρ που είχε δίπλα του τον Αβραάμ, τον κοίταξε σαστισμένα.

«Βέρνερ;»

«Άρτουρ!» έτρεξε προς το μέρος του ξεσηκώνοντας τους υπόλοιπους που κοιτούσαν τρομοκρατημένοι.

«Εσθήρ, είναι φίλος μου, μη φοβάσαι» της είπε ο ξανθός νεαρός στα ελληνικά και εκείνη πλησίασε ντροπαλά.

«Ώστε, είναι Ελληνίδα. Εβραία μάλλον της Ελλάδας» την κοίταξε «Βέρνερ» της άπλωσε το χέρι και εκείνη δίστασε στην αρχή. Μετά τον χαιρέτησε. Η Τζούλια όμως, πλησίασε αγριεμένη. Όταν είχε τον Άρτουρ με το μέρος της δεν φοβόταν καθόλου.

«Ποιοι είναι αυτοί;»

«Θα σου πω, μα η ιστορία είναι μεγάλη. Νομίζω είναι καλύτερα να σας την αφηγηθεί ο Βέρνερ»

Οι τρεις Εβραίοι τον κοίταξαν. Καλύβα είχαν, ζέστη είχαν και από σήμερα χάρη σε μία μπαταρία που βρήκαν και ρεύμα. Ο Άρτουρ θα τους έκανε μετάφραση στα ελληνικά. Κάθισαν στις κουκέτες, άλλοι στο πάτωμα, όπου ήταν καθαρά. Ο Βέρνερ ξεκίνησε να μιλά για την σχολή του των Ελεύθερων Σκοπευτών στο Βερολίνο και την κλήση του στο Στάλινγκραντ με σκοπό να σκοτώσει τον πιο διάσημο Ρώσο. Τον Μιχαήλ Μελέτεφ. Τον Γερμανό, δίδυμο αδερφό του Άρτουρ. Η Εσθήρ παρακολουθούσε άφωνη. Τους έδειξε τη φωτογραφία που είχε τραβήξει με τον Μιχαήλ και για πρώτη φορά είδε τον Άρτουρ να βουρκώνει και να σηκώνεται απότομα να φύγει. Βγήκε έξω στο χιόνι και την παγωνιά, ενώ ο Βέρνερ έμεινε να παρακολουθεί δίχως να καταλαβαίνει.

«Άστον» του είπε η Τζούλια στα πολωνικά μιας που καταλάβαινε λίγες λέξεις «Δεν φταις. Φταίει το χάσμα που η ζωή δημιούργησε ανάμεσα στα δύο αδέρφια»

«Θα πάω να του μιλήσω»

Ο Άρτουρ στεκόταν μόνος στη μέση του φρικτού στρατοπέδου. Ήθελε να κλάψει ή να ουρλιάξει ή ίσως και να σπάσει ότι έβρισκε μπροστά του. Δεν ήξερε γιατί ή ακόμη χειρότερα, δεν μπορούσε να το εκφράσει.

«Άρτουρ;» άκουσε τη φωνή του Βέρνερ.

«Δεν φταις εσύ, μη με παρεξηγείς. Απλώς...ένιωσα άσχημα. Γιατί εσύ ξέρεις τον αδερφό μου, ενώ εγώ δεν έδωσα καμία ευκαιρία σε αυτή τη σχέση. Όμως είναι αίμα μου, είναι οικογένειά μου. Ανάθεμα,είμαστε ίδιοι! Αλλά δεν ήθελα να τον μπλέξω...Είμαι δειλός, έτσι; Εσύ είχες το θάρρος να διεκδικήσεις μία φιλία με τον άνθρωπο που σε έστειλαν να σκοτώσεις»

Ο Βέρνερ χαμογέλασε θλιμμένα.

«Έχουμε φτάσει στην άκρη του γκρεμού Άρτουρ. Η σχέση σου με τον αδερφό σου είναι πολύτιμη και ίσως σου χαρίσει την ελευθερία. Τον αγαπώ πολύ τον Μιχαήλ. Χωρίς να θέλω να παρεξηγηθώ, τον αισθάνομαι και σαν δικό μου αδερφό. Ζήσαμε πολλά μαζί στα πεδία της μάχης και όσο και αν παριστάνει τον περήφανο αετό, ξέρω πως κατά βάθος θέλει να ριζώσει σε μία οικογένεια. Το κενό που αισθανόταν, αυτό που τον ανάγκασε να φύγει από το πλούσιο σπίτι στη Μόσχα, ήσουν ασυνείδητα εσύ. Μην τον αφήσεις. Σε έχει ανάγκη»

Ο Άρτουρ κοίταξε τη γη.

«Φοβάμαι πως η ζωή δεν μας προορίζει για ένα κοινό μονοπάτι. Αν ζήσω...θέλω να ξαναδώ την...κοπέλα μου. Θα σερνόμουν αν δεν είχα πόδια ως την Ελλάδα για να την βρω. Θέλω να της πω πως την αγαπώ, αλλά και πάλι, φοβάμαι μήπως της προκαλέσω προβλήματα. Ως Γερμανοί βλέπεις, είμαστε πρόβλημα»

«Λογικό. Όμως μην αφήνεις αυτούς που αγαπάς. Θα την βρεις την άκρη ακόμη και με τον αδερφό σου» κοίταξε γύρω του «Τι είναι αυτό το μέρος;»

«Η Κόλαση ή αλλιώς η απογύμνωση από κάθε ανθρωπιά»

Ακούστηκαν από μακριά πυροβολισμοί. Ως και οι Πολωνοί είχαν εξαφανιστεί. Ο Βέρνερ κοίταξε τριγύρω. Αν ήθελε να σωθεί, αν δεν κατόρθωνε να φτάσει σπίτι του, ας παραδινόταν στους Αμερικάνους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top