Σκληρότερη Στάση/ part 1

Στη φωτό ο Αρτουρ

Καθώς έδειχναν τα πράγματα, στον πόλεμο που είχε ξεκινήσει, οι Εβραίοι στέκονταν μόνοι. Πώς όμως έμοιαζε η μοναξιά και ο στιγματισμός σε έναν ολόκληρο πλανήτη; Οι περισσότερες χώρες, τους εγκατέλειψαν. Αντιστασιακές και ανθρωπιστικές οργανώνεις τους βοήθησαν, κάποτε ίσως με αντίτιμο. Μεμονωμένοι αξιωματούχοι και απλοί πολίτες, αποδείχτηκαν πιο γενναίοι από ολόκληρες κυβερνήσεις. Μικροί, λαμπεροί φάροι σε ένα πηχτό και τρομακτικό σκοτάδι που ολοένα απλωνόταν. Λέξεις λησμονημένες, έπαιρναν εκ νέου σάρκα και οστά. Αλληλεγγύη και ανθρωπιά. Από τα εννέα εκατομμύρια Εβραίων της Ευρώπης, τα έξι δολοφονήθηκαν. Εκτός από ορισμένες οργανώσεις, όπως η εβραϊκή JOINT, υπήρχαν και μερικοί καλοί άνθρωποι, σκορπισμένοι σε όλες τις χώρες. Οι Δίκαιοι των Εθνών. Οι Σύμμαχοι θα έκαναν πολύ λίγα, πολύ αργά. Τα μάτια και τα αυτιά τους παρέμεναν ερμητικά κλειστά στο ανθρώπινο δράμα. Όταν πλέον θα τα άνοιγαν, μία μαύρη σελίδα στην ανθρώπινη ιστορία, θα έμενε γραμμένη για πάντα.

Στις 12 Μαϊου του 1943, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αδιαφορία του κόσμου απέναντι στην εξόντωση των Εβραίων, ένα μέλος της εξόριστης πολωνικής κυβέρνησης, άνοιξε το γκάζι στο δωμάτιό του, στο Πάντιγκτον του Λονδίνου και αυτοκτόνησε. Σε επιστολή του ανέφερε, πως ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την δολοφονία όλων αυτών των ανθρώπων, το έφεραν οι Σύμμαχοι. Ο ίδιος είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του. Γνώριζε πόσο λίγη ήταν η αξία της ανθρώπινης ζωής και δεν μπορούσε να ζει με αυτό το βάρος. Εξέφραζε επίσης την επιθυμία, η επιστολή του να κοινοποιηθεί και στις συμμαχικές κυβερνήσεις.

Βάδιζε στα στενοσόκακα των συνοικιών, εκεί που τα απόνερα από τις μπουγάδες και τους νεροχύτες, έτρεχαν σε ρυάκια βρώμικα, ενώ έβλεπες τους μαυραγορίτες να κάθονται σαν βασιλιάδες, αδιάφοροι. Η άρση του αποκλεισμού ωστόσο, τους έδωσε ένα γερό μάθημα. Ήδη από τον Μάρτη του 1942, ένα Σουηδικό πλοίο έφτασε με σιτηρά. Το έφερε ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός και ήταν μία ανάσα μεγάλη. Συνέχισε το βάδισμα, όταν στο μυαλό του ήρθε το εβραϊκό σπίτι. Ο Σάββας είχε καταλάβει πως η Χάβα του χαμογελούσε ανεπαίσθητα, εκείνες τις λίγες φορές που τύχαινε να συναντηθούν τα βλέμματά τους. Αυτό που σε καμία περίπτωση δεν καρτερούσε, ήταν το νέο πως η οικογένεια ήταν συγγενείς του Κάσπαρ. Το απόγευμα που θα γνώριζαν τον ανιψιό τους, είχε αποφασίσει να τις επισκεφθεί. Η μητέρα του καθάριζε από το πρωί, μα ένας άνδρας με στιλπνά, ολόξανθα μαλλιά, βρισκόταν στην πόρτα και πίεζε την Χάβα. Η κοπέλα έμοιαζε φοβισμένη. Το χέρι του Γκεσταπίτη, χάιδεψε πρόστυχα τους γοφούς της. Ο Σάββας πραγματοποίησε ένα ακόμη βήμα και η κοπέλα το αντιλήφθηκε. Ντροπή κατέκλυσε την ψυχή της. Παρόλα αυτά δεν έκανε καμία κίνηση που θα την πρόδιδε. Έπρεπε να ανεχτεί ορισμένες κινήσεις, προκειμένου να συνεχίσουν οι δικοί της το ανθρώπινο έργο της προστασίας των εβραϊκών οικογενειών.

Απηυδισμένος αποχώρισε, κατευθυνόμενος προς την γειτονιά του Στέφανου και της Αφροδίτης. Στάθηκε για λίγο έξω από την εκκλησία, αφήνοντας το μυαλό του να ξεμουδιάσει. Ποτέ του δεν είχε νιώσει διαφορετικός. Ποτέ δεν είχε πιστέψει πως η καταγωγή του θα τον χώριζε από τους φίλους του ή θα τον έκανε κατώτερο στα μάτια της κοινωνίας. Δεν είχε βιώσει ούτε στο ελάχιστο, όλα αυτά που συνέβαιναν στη Θεσσαλονίκη, σε οικογένειες σαν την δική του. Σήμερα όμως, είχε αισθανθεί αδύναμος να προστατέψει την κοπέλα. Μία απότομη κίνηση θα μπορούσε να σημάνει τη σύλληψη και εκτέλεσή του ή την αποστολή του σε στρατόπεδα. Αρκετοί Έλληνες δεν εμπιστεύονταν τους Εβραίους, μα άλλοι τόσοι είχαν βοηθήσει. Η μνήμη του επικεντρώθηκε στα χαρακτηριστικά του άνδρα. Τα ξανθά, τα τέλεια και σε εκείνο το λαίμαργο βλέμμα σαν πίεζε την κοπέλα.

«Τι έπαθες και έχεις τέτοια μούτρα;» η φωνή του Κάσπαρ ήχησε σχετικά ψιθυριστά. Καθόταν κόντρα σε έναν τοίχο και ο Σάββας αποφάσισε να μην προδοθεί.

«Όποια νέα αρχή προσπαθώ να κάνω στη ζωή μου, βουλιάζει και ο λόγος είστε πάντοτε εσείς»

«Τα πράγματα, μπορώ να πω με σιγουριά πως είναι άθλια. Σήμερα θα γνωρίσω τους θείους και τα ξαδέρφια μου. Αισθάνομαι κοντά και μακριά. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω. Όταν διατελείς μία κρυφή ζωή για χρόνια, στο τέλος τη φοράς σαν δέρμα σου. Αισθάνομαι περισσότερο Γερμανός και λιγότερο Εβραίος. Ή μήπως τελικά είμαι Εβραίος της Γερμανίας; Αισθάνομαι πως τους έχω προδώσει, σας έχω προδώσει και ταυτόχρονα, υπάρχουν στιγμές που με τραβά η ζωή ως μέλος της Βέρμαχτ. Εκτός από εριστικά και σιχαμένα άτομα, υπάρχουν και μέσα στους κόλπους του στρατού οι φίλοι. Μονάχα που δεν γνωρίζουν ποιος είμαι στ' αλήθεια»

Ο Σάββας ξεφύσησε.

«Δεν είμαστε όλοι ήρωες. Ο άνθρωπος είναι διατεθειμένος να κάνει πολλά για να επιβιώσει. Ίσως τελικά να έκανες καλά που μπήκες στο στρατό. Ξέφυγες από τον παραλογισμό, δεν έστειλες αθώους εκεί. Ίσως αυτό να σε κάνει να νιώσεις λίγο καλύτερα»

«Η ιστορία της οικογένειάς μου είναι πονεμένη. Οι γονείς μου δεν γλίτωσαν από το στρατόπεδο και εγώ έχω μεταμορφωθεί σε αυτό που μισούν»

«Οι γονείς σου θα ήθελαν να ζήσεις και να μην έχεις μία κακή τύχη. Δεν θα επιθυμούσαν απαραίτητα να είσαι ήρωας. Επίσης, μπορείς πάντα να προσφέρεις»

«Αυτό θα το κάνω. Θα βοηθήσω τους θείους μου και το έργο τους»

Σαν άκουσε τη μηχανή του Φίλιμπερτ, αναπήδησε. Ο νεαρός σταμάτησε μπροστά του, ρίχνοντας ένα βλέμμα καλοσύνης στον Σάββα. Κατόπιν κοίταξε το φίλο του και το κενό καλάθι δίπλα του.

«Η απουσία σου είναι αισθητή» του μίλησε στα γερμανικά, δείχνοντάς του τη θέση. Ακόμη θυμόταν την πρώτη φορά που έφτασαν στην Αθήνα. Ο φίλος του κοιμόταν, όπως πάντα, ίσως βυθισμένος σε μία κατάθλιψη, ανίκανος να σηκώσει τα μυστικά της ζωής του. Ο Κάσπαρ δεν είπε τίποτε. Κοίταξε απλώς τη θέση και πλησιάζοντας, ανέβηκε ελαφρώς αμήχανα. Ο Φίλιμπερτ τον κοίταξε πλαγίως και για λίγο σώπασε. Στο μυαλό του δημιουργήθηκαν εικόνες του παρελθόντος, καθώς και μίας πιθανής κατάληξης των δυο τους. Η χώρα τους είχε σπείρει τον πόλεμο. Όπως και να είχε όμως, μαζί είχαν έρθει στη ζωή και μαζί θα έφευγαν «Ξέρεις, θα έδινα τη ζωή μου για εσένα δίχως να το σκεφτώ. Όσο θυμωμένος και να είμαι, η αποκάλυψη δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο τα συναισθήματά μου για εσένα. Είσαι αδερφός μου»

Ο Κάσπαρ στράφηκε προς το μέρος του μελαγχολικά.

«Ο Άρτουρ είναι αδερφός σου» ψιθύρισε «Πώς είναι παρεμπιπτόντως»

«Υπάρχουν τα αδέρφια της καρδιάς και του αίματος. Δεν ξεχωρίζω καμία κατηγορία. Είναι καλύτερα, μα αυτό δεν θα το αφήσουν έτσι. Για τραυματισμό και μάλιστα Ες-Ες, θα υπάρξει τίμημα»

Ο Κάσπαρ ξεροκατάπιε, μα ήταν μέρος του πολέμου. Ξαφνικά, θυμήθηκε εκείνο το μικρό αγόρι, που πάντοτε τον προσκαλούσε στο κρεβάτι του για παρηγοριά, που πάντοτε φοβόταν μήπως τους υιοθετούσαν χώρια, μήπως έχαναν ο ένας τον άλλο. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια του, τη στιγμή που άτσαλα αγκάλιαζε τον φίλο του. Σπάνιο θέαμα για τους περαστικούς που δεν είχαν καταλάβει τον λόγο. Ο Σάββας χαμογέλασε. Μήτε εκείνος γνώριζε τη γλώσσα, μα το σώμα είχε μιλήσει στη θέση της. Τους είδε να αποχωρούν και πήρε την απόφαση και πρωτοβουλία, να συναντήσει τη φίλη του την Ανδριανή, η οποία τελευταία χανόταν ακόμη και από τα μάτια του Στέφανου. Ο Ίκαρος είχε φύγει από το σπίτι, ευχαριστώντας την οικογένεια και είχε προσχωρήσει στην Αντίσταση. Η κοπέλα εργαζόταν εκείνη τη στιγμή, μα ευτυχώς θα κατέβαινε για ένα μικρό διάλειμμα. Ο Σάββας την πλησίασε χαμογελαστός, εισπράττοντας ορισμένους γυναικείους ψίθυρους.

«Πες μου πού αρμενίζεις»

Δεν ήταν ερώτηση που της είχε θέσει.

«Δεν καταλαβαίνω»

«Καταλαβαίνεις. Έχεις μυηθεί στην αντίσταση» της ψιθύρισε στο αυτί για να μην ακουστούν, εισπράττοντας ένα εξαγριωμένο βλέμμα.

«Και λοιπόν;» την είδε να αμύνεται και ο Σάββας τη χάιδεψε φιλικά στην πλάτη.

«Μην αρπάζεσαι. Ρωτώ από ενδιαφέρον. Και τον Στέφανο τον είχαν προσεγγίσει, αλλά πάλεψε να ξεμπλέξει. Αυτό που θέλω να σου πω, είναι πως ανησυχώ για εσένα, όπως και η Αφροδίτη. Δεν θέλουμε να σου συμβεί κάτι κακό»

«Το ξέρω» μαλάκωσε ευθύς το βλέμμα της «Δεν κάνω κάτι σπουδαίο, μα δεν μπορώ να παραμείνω άπραγη. Χτύπησαν τον αδερφό του Φίλιμπερτ. Εγώ και η Αφροδίτη τον βοηθήσαμε, μα φυσικά δεν έχω αναφέρει τίποτε. Στους κύκλους όλα ελέγχονται και αν κάνεις παρέα με τα λάθος άτομα, στην καλύτερη περίπτωση απομακρύνεσαι. Για την ένταξη στην Λεύτερη Νέα* που είμαι εγώ, οι παρέες είναι το άλφα και το ωμέγα»

«Πρόσεχε Ανδριανή»

«Θα σε προστατέψω αν χρειαστεί, Σάββα. Δεν θα αφήσω τους Γερμανούς ή τους προδότες σαν τον Κυριάκο, να σε αγγίξουν»

Οι προδότες ωστόσο σαν τον Κυριάκο, συνήθως κινούνταν όπου τους φυσούσε ο άνεμος. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Χέλμουτ είχε αντιληφθεί το ποιον του. Είχαν οργανώσει με τέτοιο τρόπο την επίθεση στον Άρτουρ, ώστε να αφήσουν να εννοηθεί πως τα μέλη του ΕΑΜ είχαν βάλει το χέρι τους. Η Αφροδίτη βρισκόταν σπίτι της, αγκαλιά με τον Λευτέρη που σε λίγο γινόταν τεσσάρων. Για την ακρίβεια είχε την επομένη τα γενέθλιά του. Εκείνη στεκόταν στο παράθυρο, στην αγαπημένη της θέση.

«Μαμά, τι σκέφτεσαι;»

«Τι δώρο θα σου κάνω» τον πείραξε και ο μικρός φάνηκε να συλλογίζεται.

«Ό,τι θες...» της απάντησε χαμογελαστός «Ίσως αύριο, να ερχόταν ο Φιλ σπίτι μας. Δεν είναι πια εδώ. Γιατί δεν είναι;»

«Μένει με τον αδερφό του» απάντησε η Αφροδίτη.

«Ποιος είναι;»

«Ο ψηλός και καστανόξανθος κύριος που σου έχω ζητήσει να αποφεύγεις»

«Είναι κακός;»

«Ίσως και όχι» απάντησε εκείνη.

«Μα, αν είναι αδελφός του Φιλ, πρέπει να είναι καλός» σώπασε ξανά «Μαμά, εγώ θα μπορούσα να έχω αδερφό;» ρώτησε κάνοντάς την να γελάσει.

«Ίσως στο μέλλον. Μήπως θα ήταν καλύτερα για την ώρα να πας να παίξεις; Ο παππούς διαβάζει, οπότε να είσαι ήσυχος»

Για λίγο γύρισε στο δωμάτιό της και άνοιξε ένα φαγωμένο συρτάρι που ήταν ενσωματωμένο στο μικρό της γραφειάκι. Στο εσωτερικό του, είχε φυλάξει τα γράμματα που αντάλλαζαν με τον Φιλ, καθώς και τη ζωγραφιά του. Την κοίταξε για πολύ ώρα. Σιωπηλή, πήρε ένα μολύβι και άφησε τα δάχτυλά της ελεύθερα να σχηματίσουν γραμμές. Η φαντασία της σχημάτισε μία εικόνα, μάτια, χείλη, μαλλιά, σκιάσεις. Κοίταξε έπειτα από είκοσι λεπτά το αποτέλεσμα. Αυτά τα μάτια, καθρέπτιζαν θλίψη. Τα σαρκώδη χείλη δεν γελούσαν ποτέ, η ευτυχία δεν έφτανε στα μάτια. Η απαράμιλλη ομορφιά ήταν αδιαμφισβήτητη. Έβαλε τις ζωγραφιές των δύο αδερφών την μία, πλάι στην άλλη. Ο Φίλιμπερτ ήταν ελεύθερος στην καρδιά. Χαμογελούσε συχνά, παρά τις δυσκολίες που είχε φέρει ο πόλεμος και στη δική του ζωή. Ο Άρτουρ από την άλλη ήταν δυστυχής. Ένα άτομο ψυχρό. Δεν είχε ιδέα αν ήταν καλός ή κακός. Στο μυαλό της έφερε τη στιγμή στο σοκάκι. Τα μάτια του την κοιτούσαν με ένα συναίσθημα παράξενο. Σχεδόν έμοιαζε να μην πίστευε όλα όσα του προκαλούσε. Έπειτα, το χέρι του στο σπίτι του, είχε παραμερίσει τα μαλλιά της απαλά. Για δευτερόλεπτα, είχε δει και πάλι φόβο. Αναπήδησε. Αν υπήρχαν αισθήματα, έπρεπε να φύγει. Δεν θα μπορούσαν να σημαίνουν τίποτε εξάλλου. Πότε να πρόλαβε; Και ο Φιλ; Ήταν αδέρφια και έπρεπε να μείνει μακριά. Εξάλλου, δεν είχε ανάγκη τους έρωτες. Είχε το παιδί της και μία σκληρή καθημερινότητα.

Ο Φίλιμπερτ από την άλλη, βρισκόταν στο σπίτι του αδερφού του. Τα πράγματα όδευαν καλύτερα, μα τα αντίποινα ήταν προ των πυλών.

«Πώς συνέβη αυτό;»

«Δεν γνωρίζω. Έφαγα ένα σκασμό σφαίρες και δεν κατόρθωσα να δω τον ένοχο. Θα ήταν κάποιος αντιστασιακός σίγουρα. Παρόλα αυτά, με βοήθησαν αυτές οι κοπέλες, η Αφροντίτη και μία που δεν θυμάμαι το όνομα στα ελληνικά»

Στο άκουσμα της Αφροδίτης, ο Φίλιμπερτ ξεροκατάπιε.

«Είναι μία υπέροχη κοπέλα. Έχει περάσει τόσα πολλά και όμως θα βοηθούσε τον οποιονδήποτε. Θυμάσαι τον παπά που σου είχαμε φέρει;» Ο Άρτουρ ένευσε θετικά «Εκείνος της έκανε πολύ κακό. Ό,τι και σε εσένα αυτός ο...»

Ο Άρτουρ πάγωσε. Ανάθεμα, το είχε καταλάβει. Κάποια σημάδια στο σώμα, η συμπεριφορά του φόβου.

«Εκείνος την κακοποίησε λοιπόν. Είχα καταλάβει πως κάτι παρόμοιο της είχε συμβεί. Όπως και εγώ, έτσι και εκείνη, θα είχε περάσει διαστήματα μισώντας το σώμα της, μισώντας τα χάδια και τις επαφές»

«Είναι καλύτερα. Προσπάθησα να τη βοηθήσω αλλά...» σταμάτησε απότομα «Τελοσπάντων, δεν έχει σημασία»

Ο Άρτουρ τον κοίταξε σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά.

«Έχεις αισθήματα για εκείνη, έτσι δεν είναι;»

«Τι σημασία έχει; Είμαι Γερμανός και εκείνη μία κοπέλα βασανισμένη. Αν τη δουν μαζί μου, η κοινωνία θα την αποκλείσει. Επομένως, αποφάσισα απλώς να αποσυρθώ και να έρθω να μείνω μαζί σου»

Η φωνή του Κάσπαρ διέκοψε τον διάλογο. Τους καρτερούσε προκειμένου να γνωρίσουν από κοντά τους θείους του. Ο Άρτουρ σχεδόν δεν άκουγε καθαρά τι έλεγε. Το βλέμμα του είχε μελαγχολήσει περισσότερο. Δεν θα μπορούσε ποτέ να παραδεχτεί τυχόν αισθήματα. Και εκείνος δεν ήξερε τι ήταν αυτό το καρδιοχτύπι, τι ήταν η θέλησή του να την αγγίξει, να μην αισθάνεται κατώτερος, μα ένα χαμένο κομμάτι παζλ που κούμπωνε τέλεια επάνω της. Σε όλες τις γυναίκες, ήθελε να δείχνει ανώτερος, σκληρός, άνδρας. Γιατί θεωρούσε πως του είχαν κλέψει τον ανδρισμό, τον είχαν ταπεινώσει. Οι γυναίκες καρτερούσαν τον περήφανο άνδρα των Ες-Ες, το καμάρι του Ράιχ. Εκείνη καρτερούσε ασφάλεια και κάποιον να της δώσει...Τι πράγμα; Τι είχε εκείνος να της προσφέρει;

΄΄Έχεις μάθει στη μιζέρια. Ο αδερφός σου είναι αίμα σου. Ας ευτυχήσει εκείνος΄΄

«Δεν ξέρω γιατί απαγορεύεται ο έρωτας και επιτρέπεται ο πόλεμος» του βγήκε μόνο να πει.

«Πώς;» εξεπλάγην ο Φιλ.

«Είναι η ώρα να πάμε στους θείους του Κάσπαρ.





*Ήταν το ΕΑΜ νέων για τα κορίτσια

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top