Περιμένοντας τους βάρβαρους/ part 4

Βερολίνο 1941

Ο κόσμος όλος βρισκόταν σε αναβρασμό και η Ελένη, είχε πληροφορηθεί πως οι γερμανικές δυνάμεις, είχαν εισβάλει στη μικρή της χώρα. Ο άντρας της είχε πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια και από τότε είχε αφιερώσει τη ζωή της στην περιποίηση των ορφανών. Το μυαλό της διαρκώς στριφογυρνούσε στα δύο αγόρια. Ο Φίλιμπερτ ήταν η χαρά της ζωής, μονάχα που εκείνη του είχε φερθεί σκληρά, όσο και αν  είχε παλέψει να του χαρίσει στιγμές αγάπης και αποδοχής. Δεν έπαυε ωστόσο να σκέφτεται και τον Κάσπαρ. Μονάχα η ίδια μπορούσε να τον καταλάβει, μα ήταν σίγουρη πως και ο κολλητός του θα τον κατανοούσε εξίσου, αν φυσικά του έδινε ποτέ την ευκαιρία. Αυτό το πανέμορφο, ξανθό αγόρι, είχε αφεθεί το ίδιο βράδυ στο κατώφλι, μαζί με τον Φιλ. Τα βρέφη βαστούσαν σφιχτά το ένα το χέρι του άλλου, σε μία προσπάθεια να αισθανθούν ασφάλεια, πως δεν ήταν τελείως μόνα, δίχως ένα άγγιγμα, μία αγκαλιά. Καθώς μεγάλωναν, έγιναν αχώριστοι. Στο σήμερα, στη σκέψη τους και μόνο, δάκρυα αυλάκωναν το ταλαιπωρημένο της πρόσωπο, το οποίο προσπαθούσε να μην στρέφει προς την μεριά του πρώην εβραϊκού ορφανοτροφείου. Ετοίμαζε φαγητό, όταν άκουσε την πόρτα να χτυπά και τον διευθυντή να ανοίγει. Η περιέργεια, την οδήγησε να ανέβει τη σκάλα, ρίχνοντας μία ματιά στην πόρτα.

Στο κατώφλι στεκόταν ένας σχετικά νεαρός άνδρας, ντυμένος με τη στολή του μίσους. Εκείνη των Ες-Ες. Κατόρθωσε να ακούσει το όνομα Άρτουρ, μα όχι το επίθετο. Κατά πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα, κάποιον αναζητούσε. Παρακαλώντας τις υπόλοιπες γυναίκες στην κουζίνα να την καλύψουν για λίγο, προσπάθησε να σταθεί όσο πιο κοντά στην πόρτα μπορούσε, δίχως να γίνει αντιληπτή. Ήταν τότε που άκουσε τον όνομα και το επίθετο της πατρικής οικογένειας του Φίλιμπερτ. Αυτός ο άνδρας τον αναζητούσε, μα δεν είχε ιδέα για τον λόγο. Αγχωμένη, ετοιμάστηκε να αποχωρήσει όσο πιο επιδέξια γινόταν, όταν άκουσε την πόρτα να ανοίγει και τον διευθυντή να ξεροβήχει.

«Τι δουλειά έχεις σε αυτόν τον όροφο; Η θέση σου είναι στις κουζίνες» της γρύλισε, ωστόσο τα δικά της μάτια κύλησαν στο ατσάλινο, σχεδόν άψυχο βλέμμα του άνδρα με τη στολή.

Αυτή η φιγούρα, όσο ανατριχιαστική και αν φαινόταν, είχε επάνω της κάτι το οικείο. Ο νεαρός άνδρας φάνηκε να την αγνοεί, ενώ ευχαριστώντας τυπικά τον διευθυντή και αποδίδοντας έναν χιτλερικό χαιρετισμό, αποχώρησε με την Ελένη να παρατηρεί πως έσερνε ελαφρώς το βήμα του, ενώ το δεξί του πόδι, κατασκευαστικά, έμοιαζε διαφορετικό από το αριστερό. Παραδόξως ωστόσο φορούσε μία στολή που απαιτούσε τελειότητα, επομένως υπέθεσε πως ίσως, είχε τραυματιστεί σχετικά πρόσφατα. Όταν επέστρεψε στο πόστο της, έμοιαζε πιο ταραγμένη από ποτέ. Τι στο καλό αναζητούσε αυτός ο απεχθής άνδρας από το αγόρι της; Ήθελαν να τον γράψουν στα Ες-Ες; Μπορούσε να πραγματοποιηθεί έτσι απλά κάτι τέτοιο; Όχι. Ο Φίλιμπερτ δεν θα δεχόταν ποτέ να συμμετάσχει στους δολοφόνους. Δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Συνέχισε να αναπνέει με δυσκολία. Τελευταία όλες οι κινήσεις την δυσκόλευαν, της προκαλούσαν δυσφορία. Έπρεπε να μάθει περισσότερα και ίσως η Γκρέτα να την βοηθούσε σε αυτό.

Όταν βγήκε από το ίδρυμα, ο Άρτουρ ξεφυσούσε αγανακτισμένος. Είχε λάβει όλες τις πληροφορίες που επιθυμούσε για τον νεαρό Φίλιμπερτ. Πριν να γίνει μέλος των Ες-Ες, έμενε με την γιαγιά του. Εκείνη τον μεγάλωσε, ενώ ποτέ δεν του μιλούσε για την οικογένειά του. Ήξερε ποιοι ήταν, μα ουδέποτε τους αναζήτησε. Ο πατέρας και η μητέρα του, τον είχαν εγκαταλείψει. Δεν τον ήθελαν, ήταν ένα βάρος και αυτός, από μικρή ηλικία κλήθηκε να πάψει απλώς να είναι ένας άχρηστος, εκ γενετής κουτσός. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε καταλήξει στο πρόγραμμα για την ευθανασία. Ο Άρτουρ όμως, θα αποδείκνυε πως δεν ήταν βάρος για την γερμανική κοινωνία. Από μικρός ονειρευόταν να γίνει στρατιώτης. Όταν είχε δει τους Ες-Ες να παρελαύνουν, αποφάσισε πως θα έκανε τα πάντα για να γίνει ένας από αυτούς. Ήταν το απόλυτο παράδειγμα, πως η ισχυρή θέληση, υπερνικούσε κάθε εμπόδιο και με σιγουριά, το ελαφρώς ελαττωματικό του πόδι, ήταν σοβαρό. Οι Ες-Ες δεν θα δέχονταν ποτέ κάποιον σαν εκείνον, παρά το γεγονός πως είχε μία πολύ όμορφη εμφάνιση και πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις. Χρησιμοποιώντας το επίθετο των γονιών του, βρέθηκε πως ήταν καθαρόαιμοι Άριοι. Η μικρή σωματική μειονεξία όμως, θα του έκλεινε τις πόρτες. Η αξία του, θα αποδεικνυόταν μέσω πολύ σκληρής δουλειάς, γυμναστικής, εγκλημάτων που θα του άνοιγαν τις πόρτες της αφοσίωσης. Μέχρι τότε, τα Ες-Ες δεν δέχονταν τον οποιονδήποτε. Ο Άρτουρ ωστόσο, με σκληρή δουλειά, πάλεψε να αποδείξει πως δεν ήταν απλώς ο οποιοσδήποτε. Άπαντες έπρεπε να τον φοβούνται, ακόμη και οι σύντροφοι που τον στόλιζαν με υποτιμητικές ματιές. Στην Ελλάδα λοιπόν. Σύντομα θα μεταφερόταν εκεί.

Ελλάδα 1941

Εκείνο το πρωί, η Δέσποινα είχε μόλις ανακαλύψει ένα γράμμα από μία γερμανική υπηρεσία, η οποία ζητούσε από τον Στέφανο, να παρουσιαστεί ενώπιων ενός αξιωματικού, στα γραφεία μίας συγκεκριμένης διεύθυνσης. Από το πρόσωπό της ξεκίνησε να τρέχει ιδρώτας. Αυτό ήταν. Ο αξιωματικός που τον ζητούσε, ήταν ο Φίλιμπερτ. Κάποια τρέλα είχε κάνει με σιγουριά ο γιος της. Του τα είχε πει, κάθε μέρα του τα έλεγε αλλά μυαλό δεν έβαζε. Δεν χωρούσαν μαγκιές τώρα πια και η οικογένεια δεν θα άντεχε ακόμη μία τραγωδία. Της αρκούσε εκείνη του αδερφού της με τον χαμό της γυναίκας του και κατόπιν της πολυαγαπημένης της ανιψιάς. Η κυρία Τούλα την παρακολουθούσε να ξεφυσά, παλεύοντας να μάθει τι κακό της είχε συμβεί τελοσπάντων, σαν την είδε να σταυροκοπιέται.

«Τι σε θέλουν εσένα οι Γερμανοί, μου λες;» βρόντηξε σαν αντίκρυσε τον Στέφανο, ο οποίος ξαφνιάστηκε.

«Τι να με θέλουν;»

«Με ρωτάς στ'αλήθεια; Λοιπόν, για πες μου! Σου έστειλαν και επιστολή!» του πέταξε στα μούτρα το γράμμα.

«Αν είναι επίσημη, ίσως δεχτώ» ειρωνεύτηκε και την είδε να εξαγριώνεται.

«Αρκετό μαράζι δεν περνά ο πατέρας σου και ο θείος σου; Τι θέλεις; Να τους αποτρελάνεις; Δεν βλέπεις πως η ξαδέρφη σου δεν θα αντέξει άλλο πλήγμα; Τουλάχιστον, κάνε το για εκείνη και ηρέμησε!»

Ο Στέφανος διάβασε την επιστολή πνιγμένος στον εκνευρισμό. Τι στο ανάθεμα είχε σκαρφιστεί εκείνος ο Γερμαναράς; Αν ήθελε να τον συλλάβει, λογικά θα το είχε κάνει μιας που γνώριζε κατά πώς φάνηκε τα πάντα. Όλα του τα στοιχεία. Ξεφυσώντας, αναγκάστηκε να ρίξει τον εγωισμό του για το καλό όλων και να πάει. Στην πόρτα της υπηρεσίας, στεκόταν ένας Γερμανός και ένας Έλληνας, ο οποίος του υπέδειξε να συνεχίσει τον δρόμο του ως τον πρώτο όροφο. Μπαρουτιασμένος ακόμη, ο Στέφανος συνέχισε τη διαδρομή δείχνοντας τα χαρτιά του για ακόμη μία φορά. Εκεί, ένας άλλος Έλληνας τον συνόδευσε σε μία αίθουσα, χτυπώντας μία φορά και ακούγοντας την γερμανική απάντηση. Στο γραφείο, καθόταν αναπαυτικά ο Φίλιμπερτ και δίπλα του, στεκόταν εκείνος. Ο Κυριάκος. Στη θέα του, ο Στέφανος ένιωσε την οργή να κοχλάζει. Αντί να συμβεί το αντίθετο, ο Κυριάκος βρισκόταν τώρα σε θέση ισχύος, παριστάνοντας για κάποιον απίθανο λόγο τον διερμηνέα!

«Έχετε στο μυαλό σας να στραφείτε εναντίον των γερμανικών στρατευμάτων;» ρώτησε στα γερμανικά ο Φίλιμπερτ και ο Κυριάκος φάνηκε να λούζεται από ένα φως ευτυχίας.

΄΄Ο σιχαμένος! Έχει μάθει γερμανικά επίτηδες!΄΄ σκέφτηκε ο Στέφανος.

«Να με ρωτήσεις στα ελληνικά» του γρύλισε και ο Φίλιμπερτ φάνηκε να στρέφεται ξανά στον Κυριάκο.

«Ο αξιωματικός δεν μιλά ελληνικά. Γι' αυτό βρίσκομαι εγώ εδώ. Τον πληροφόρησα μάλιστα πως είσαι από τους πρώτους υπόπτους και ήταν ένας λόγος αυτός που βρέθηκες εδώ. Λοιπόν, απάντησε»

Ο Στέφανος προσπάθησε να αναπνεύσει. Ξαφνικά το οξυγόνο ολοένα και λιγόστευε, ωστόσο στο μυαλό του ήρθε το πρόσωπο της Αφροδίτης. Όφειλε να κρατηθεί για χάρη της. Όφειλε να κάνει πίσω και να μην αρπάξει το οτιδήποτε αιχμηρό, μπήγοντάς το στα σωθικά και των δύο.

«Τι βλακείες με ρωτάς μπροστά σε έναν Γερμανό αξιωματικό τρισάθλιε;»

«Απαντήστε παρακαλώ με ένα ναι ή ένα όχι»

«Όχι» έσφιξε περισσότερο ακόμη τα δόντια του. Είδε τον Φίλιμπερτ τότε να βγάζει ορισμένα χαρτιά και να τα παραδίδει στον Κυριάκο, έχοντας μόλις καταλάβει πως πιθανότατα οι δυο τους γνωρίζονταν από το παρελθόν και οι λόγοι διόλου θετικοί δεν ήταν «Τι είπε μόλις ο...αξιωματικός;» γρύλισε ο Στέφανος μονάχα για να δει τον Φίλιμπερτ να απελευθερώνει μία γκριμάτσα ευχαρίστησης.

«Ζήτησε να υπογράψετε πως δεν θα στραφείτε εναντίον των στρατευμάτων κατοχής. Στη θέση του βέβαια, δεν θα εμπιστευόμουν την υπογραφή σου»

Σαν τελείωσε η ταπεινωτική διαδικασία, ο Στέφανος κατέβηκε τα σκαλοπάτια έχοντας κοπανήσει πίσω του την πόρτα. Τελικά, αυτός ο φασίστας είχε δίπλα του το χειρότερο κάθαρμα που θα μπορούσε να υπάρξει. Παρά το γεγονός πως δεν είχε αποδείξεις για τίποτε, δεν ήταν βέβαιος για την ταυτότητα εκείνου που είχε αγγίξει την Αφροδίτη τη φρικτή, βροχερή νύχτα. Όταν βγήκε ξανά στον δρόμο, ήθελε να ουρλιάξει. Πόσα βάσανα θα περνούσε η οικογένειά του; Πόσο ταπεινωτική φάνταζε εκείνη η στιγμή που είχε μόλις ζήσει; Τον μισούσε. Μισούσε τον Κυριάκο, τον φασίστα, όλους τους κατακτητές. Μισούσε που δεν είχε υπάρξει δίπλα στην ξαδέρφη του εκείνη τη μοιραία νύχτα.

Πίσω στα γραφεία, ο Φίλιμπερτ ζήτησε από τον Κυριάκο να αποχωρήσει, όταν άκουσε τον Κάσπαρ να εισέρχεται και πίσω ακόμη έναν, βαστώντας αλληλογραφίες. Ο Γερμανός στρατιώτης, άφησε ένα γράμμα και εξαφανίστηκε.

«Δεν πιστεύω να προέρχεται από τη φρικτή οικογένεια που με υιοθέτησε;» μουρμούρισε ο Φιλ κοιτώντας τον φάκελο, ο οποίος ωστόσο δεν είχε μήτε αποστολέα, μήτε παραλήπτη. Ο Κάσπαρ πλησίασε και τον κοίταξε.

«Ειλικρινά, τυχαία θα έφτασε στα χέρια σου. Κατά λάθος»

«Εικάζω πως ναι»

Ο Φίλιμπερτ άνοιξε προσεκτικά τον φάκελο. Η γραφή ήταν στα ελληνικά, τα γράμματα προσεγμένα. Ευτυχώς ήξερε σχετικά καλή ανάγνωση, μα όχι και τόσο καλή ορθογραφία. Το γράμμα λοιπόν, είχε παραλήπτη μία Ανδριανή και αποστολέα μία Αφροδίτη. Με την κόρη του κυρίου Παύλου δεν είχαν συστηθεί, επομένως δεν γνώριζε το όνομά της. Για λίγο, πίνοντας μία γουλιά καφέ, ξάπλωσε πίσω στην καρέκλα του γραφείου του και προσπάθησε να το διαβάσει.

Αγαπημένη μου Ανδριανή

Πόσα ΄΄συγγνώμη΄΄ να σου ζητήσω για την απουσία μου; Τόσα χρόνια έχουν περάσει και όμως, η ζωή μου έχει μείνει στάσιμη. Χάρη σε εσένα και την επιμονή σου, ξεκίνησα να γράφω ξανά. Όσες επιστολές δεν φτάνουν σε εσένα, απευθύνονται στη μητέρα μου. Μονάχα που εκείνη πέταξε νωρίς για τους ουρανούς, αφήνοντάς με μονάχα με το κενό της. Ήθελα να κοιτάξω τη ζωή διαφορετικά. Ήθελα να μπορώ να διακρίνω μία νότα αισιοδοξίας, το έχω ανάγκη, μα η Κατοχή δεν μου το επιτρέπει. Στο σπίτι μας, όπως φαντάζομαι θα γνωρίζεις, έχουν εγκατασταθεί αναγκαστικά δύο αξιωματικοί. Ευτυχώς, σέβονται τα όριά μας και δεν εμφανίζονται συχνά μπροστά μου. Κάθε φορά που σκέφτομαι την ύπαρξή τους, στο διπλανό δωμάτιο, πνίγομαι. Οι μνήμες εκείνες επανέρχονται και φοβάμαι μήπως....επαναληφθούν. Τόσα έχουμε ακούσει, τόσες οι χυδαιότητες του γερμανικού στρατού. Φοβάμαι πολύ....θέλω να φύγουν. Ο Λευτεράκης μοιάζει να συμπαθεί τον έναν. Τι να πεις...αγνό παιδάκι είναι, κακία δεν έχει μέσα του. Αυτές τις μέρες θα ήθελα να πάμε μία βόλτα....

Αφροδίτη

Ο Φίλιμπερτ διαβάζοντας το γράμμα, ευθύς αντιλήφθηκε ποια ήταν. Η Αφροδίτη, ήταν η κόρη του ευγενέστατου κύριου Παύλου. Πικραμένη κοπέλα φαινόταν. Πάντοτε μελαγχολική, ακόμη και στα γράμματα προς τη φίλη της. Για λίγο σκέφτηκε πόσο όμορφο θα ήταν να λάμβανε και εκείνος επιστολές έγνοιας. Παρακολουθούσε μήνες τώρα την αγωνία των συντρόφων του, σαν λάμβαναν γράμματα από το σπίτι. Εκείνος όμως δεν είχε κανέναν. Αν σκοτωνόταν μία μέρα, μονάχα η κυρία Ελένη θα τον έκλαιγε, αν τον θυμόταν ακόμη. Η θυσία του, θα έπεφτε στο κενό. Καμία σημασία δεν είχε η αναλώσιμη ζωή ενός ορφανού. Κοίταξε πλαγίως τον Κάσπαρ.

«Θα της απαντήσω» του δήλωσε.

«Τι εννοείς; Αυτό αποκλείεται. Είσαι Γερμανός και κανείς δεν θα ήθελε να σου στέλνει επιστολές από αυτή τη χώρα, πόσο μάλλον μία κοπέλα εμφανώς δυστυχισμένη που σε φοβάται»

«Εμένα στα σίγουρα. Τον ΄΄Φίλιππο΄΄ όμως;»

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ξανά ο Κάσπαρ.

«Είναι ό,τι πιο κοντινό έχω στο όνομά μου» πήρε μία ανάσα «Φώναξε αυτόν που το έφερε και ρώτησέ τον πού το βρήκε»

Ο Κάσπαρ υπάκουσε και σε λίγη ώρα είχε μαθευτεί πως τυχαία βρέθηκε στα χέρια του, καθώς του έπεσαν οι επιστολές στο δρόμο και μαζεύοντάς τες, κατά λάθος άρπαξε και αυτή που πιθανότατα βρισκόταν έξω από έναν φούρνο. Ο Φίλιμπερτ τον ευχαρίστησε και βάλθηκε να σκέφτεται την απάντηση.

Καλησπέρα Αφροδίτη,

Αυτό το γράμμα βρέθηκε κατά λάθος στα χέρια μου. Δεν είχε αποστολέα, μήτε παραλήπτη, με αποτέλεσμα να το ανοίξω και να το διαβάσω. Λυπάμαι πολύ αν το θεώρησες αδιακρισία, δεν είχα τέτοια πρόθεση. Από τα λεγόμενά σου, αντιλαμβάνομαι πως έχεις περάσει δύσκολες στιγμές. Θα μπορούσα να εφεύρω μύρια λόγια παρηγοριάς, ωστόσο θα αρκεστώ να σου πω, πως σε καταλαβαίνω. Ο λόγος που άνοιξα αυτήν την επιστολή, είναι γιατί ποτέ στη ζωή μου δεν έχω λάβει κάποιο γράμμα. Ήταν τέτοια η χαρά μου, έστω και κάλπικη, η οποία με οδήγησε στον πειρασμό να την ανοίξω. Θα σε παρηγορούσα, αν σου έλεγα πως ούτε εγώ έχω μητέρα; Εμένα πέταξε σε ουρανούς πριν την γνωρίσω. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ένα χάδι παρηγοριάς επάνω μου, μήτε όμως άκουσα μία πατρική συμβουλή. Ναι, καλά κατάλαβες. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ τους γονείς μου. Όσο για την Κατοχή...κάνε κουράγιο. Μία ημέρα ελπίζω πως θα τελειώσει για όλους μας και πως έρθουν καλύτερες στιγμές.

Με εκτίμηση, Φίλιππος


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top