Περιμένοντας τους βάρβαρους/ part 2

Οι Έλληνες σε καμία περίπτωση δεν είχαν πιστέψει πως ήταν ισχυρότεροι από τη Βέρμαχτ. Πριν πεθάνει, και παρόλο που ήταν γέρος και άρρωστος, ο Μεταξάς προσπάθησε να πείσει το Βερολίνο πως οι Έλληνες δεν είχαν θελήσει οι ίδιοι τη σύγκρουση με την Ιταλία, επιθυμώντας να παραμείνουν ουδέτεροι. Να που όμως τα πράγματα, δεν ήρθαν καθόλου έτσι τελικά. Μία μέρα πριν, στις 26 Απριλίου, ο Τσολάκογλου*, διακήρυξε την προθυμία του να υπηρετήσει τον «Φύρερ του γερμανικού λαού». Μία κυβέρνηση όμως με εκείνον στο τιμόνι, πίστευε πως θα υποστηριζόταν από τους Γερμανούς και από τα ανώτερα κλιμάκια του ελληνικού στρατού. Αυτή η προσφορά, φάνηκε να έχει τη μορφή δώρου για τον Χίτλερ, καθώς έτσι και αλλιώς δεν είχε και πολλές επιλογές. Η επίσημη κυβέρνηση και ο βασιλιάς, ήταν μόλις μία ώρα στο δρόμο για την Κρήτη. Προπολεμικά, η καριέρα του Τσολάκογλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αξιοπρεπής. Τίποτε δεν τον είχε προετοιμάσει όμως για τον όγκο των ευθυνών του. Το αρχικό, κυβερνητικό του σχήμα, βάδιζε δίπλα στην στενομυαλιά του, αποτελούμενο από έξι ακόμη το ίδιο άπειρους, στρατηγούς. Η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, αηδιασμένη από την πολιτική του δραστηριότητα. Η αδύναμη αυτή κυβέρνηση, θα δεχόταν το πρώτο πλήγμα, όταν οι εύφορες περιοχές της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, θα έπεφταν στα χέρια των Βούλγαρων, συμμάχων του Χίτλερ.

Στην περιοχή τους, που βρισκόταν σχεδόν ανάμεσα στο Γουδί και στου Ζωγράφου, τα πράγματα φάνηκαν να είναι δύσκολα από την πρώτη στιγμή. Οι Ιταλοί είχαν στρατοπεδεύσει στην Ισσού, που αργότερα θα ονομαζόταν Ούλωφ Πάλμε, ενώ τη Βίλα Σταματοπούλου τη χρησιμοποιούσαν ως κατάλυμα. Η Αφροδίτη μετά βίας στεκόταν στο παράθυρο του σπιτιού της, όταν άκουσε πυροβολισμούς. Οι Γερμανοί, είχαν φτάσει στην περιοχή και είχαν εκτελέσει όσους πολίτες έτυχε να βρίσκονται κοντά στο στρατόπεδο το οποίο αποφάσισαν να επιτάξουν. Τα κορμιά τους θάφτηκαν πρόχειρα στον χώρο από πίσω ακριβώς και τα ονόματά τους δεν ανακοινώθηκαν ποτέ. Εκείνοι, όπως και τόσες άλλες ψυχές, θα άφηναν την τελευταία τους πνοή, περνώντας ανώνυμα στην ιστορία σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Οι προθέσεις του κατακτητή, είχαν γίνει ολοφάνερες και οι κάτοικοι στο Γουδί θα περνούσαν μαύρες μέρες. Στου Ζωγράφου πάλι, τα πράγματα ήταν καλύτερα.

Ο Φίλιμπερτ είχε αργήσει εκείνο το βράδυ να φτάσει στο στρατόπεδο, καθώς θεωρούσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τη μηχανή και είχε σταματήσει για να την κοιτάξει, αγανακτώντας με τη ραθυμία του φίλου του, ο οποίος κυριολεκτικά φερόταν σαν να βρισκόταν σε διακοπές. Τους είχε κάνει εντύπωση η ελληνική υποδοχή, με τα κλειστά παράθυρα. Βαθιά μέσα του, αν και γνώριζε πως ήταν φυσιολογικό, θεωρούσε πως για ακόμη μία φορά στη ζωή του θα γινόταν αντιπαθής. Είχε κουραστεί να απωθεί την αγάπη από τότε που γεννήθηκε. Όσο για την οικογένεια που τον υιοθέτησε; Από το βράδυ εκείνο που τον είχε στιγματίσει, εξαιτίας του θανάτου του Γιάεν, δεν επέστρεψε ξανά στο σπίτι του, παρά μονάχα για να πάρει τα ελάχιστα, μπαλωμένα ρούχα που διέθετε. Προτίμησε να κοιμηθεί στους δρόμους για αρκετές μέρες, μέχρι που ο εργοδότης του, ο παχουλός κύριος που πουλούσε τα λαχανικά, κατάλαβε από την εμφάνιση πως ο Φίλιμπερτ δεν είχε πού να μείνει. Έτσι, μέχρι να γραφτεί στη Βέρμαχτ και έπειτα να ξεκινήσει να πληρώνεται, αποφάσισε να τον φιλοξενήσει. Στον στρατό είχε συντρόφους, μα τον μοναδικό που θεωρούσε ως κολλητό του φίλο, ήταν ο Κάσπαρ, το πρώτο χέρι που άγγιξε με στοργή σε αυτό τον κόσμο. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που τόση ώρα ανεχόταν τη ραθυμία του, ενώ εκείνος πάσχιζε να ανακαλύψει το πρόβλημα και να συνεχίσει την πορεία του.

Η Ανδριανή βρισκόταν στο Λαϊκό και είχε βγει για λίγο έξω εκείνο το βράδυ, έχοντας πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Εκτός του φόβου, σκεφτόταν κυρίως τη φίλη της. Μπροστά της, σε πολύ κοντινή απόσταση βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Θωμά. Έκανε ένα διάλειμμα από τη δουλειά της, σχεδόν ένα βήμα πριν την απελπισία. Το μόνο που επιθυμούσε, ήταν να γράψει μονάχα μία ερώτηση στην Αφροδίτη και την αφήσει στο γνωστό σημείο. Έτσι και έκανε. Ήταν βέβαιη πως η φίλη της θα την έβρισκε την άλλη μέρα το πρωί. Μέχρι να φτάσει το ξημέρωμα ωστόσο, μία πολύ δυσάρεστη έκπληξη καρτερούσε τις οικογένειες. ΟΙ Γερμανοί αξιωματικοί άρχισαν να επιτάσσουν όποια σπίτια ήταν σε καλή κατάσταση ή μεγάλα, προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα δωμάτιο. Η έκπληξη του Φιλ ήταν ασυγκράτητη, σαν του άνοιξε την πόρτα ο κύριος Παύλος. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν και ένα πλατύ σχεδόν χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπο του νεαρού, του οποίου τα καστανά μαλλιά έμοιαζαν ανακατεμένα.

«Εσύ...» μονολόγησε σχεδόν ξεψυχισμένα ο Παύλος. Βαθιές ρυτίδες αυλάκωναν το πρόσωπό του, όχι μονάχα από τα χρόνια, αλλά κυρίως από τα βάσανα. Ο Φιλ τον χαιρέτησε στρατιωτικά, έχοντας σταθεί περήφανος μπροστά του.

«Είστε εκείνος ο κύριος που παραλίγο να χτυπήσω. Λυπάμαι αν η παρουσία μου θεωρείται αποκρουστική...» ξεκίνησε και τον είδε να κοιτάζει προς την πλευρά ενός μικρού δωματίου, του μοναδικού κενού, καθώς ο μικρός κοιμόταν μαζί με την Αφροδίτη, στο ίδιο δωμάτιο. Την αλήθεια την γνώριζε, απλώς τον είχαν δασκαλέψει πως για χάρη ενός παιχνιδιού, στους ξένους θα έλεγε πάντα πως η Αφροδίτη ήταν η μεγάλη του αδερφή.

Τη στιγμή εκείνη, εμφανίστηκε πίσω από τον παππού του, κοιτώντας τον Φιλ με φόβο. Η παρουσία του στο μισοσκόταδο, η στολή του, φάνταζαν τρομακτικά για το λεπτοκαμωμένο αγοράκι.

«Ο Λευτέρης....ο...μικρός μου γιος» ψέλλισε απρόθυμα ο Παύλος και ο Φιλ έσκυψε για λίγο, δίχως να πλησιάζει πολύ.

«Γειά σου...μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό»

«Οι Γελμανοί κακοί» ψέλλισε ο μικρός.

«Υπάρχουν και καλοί» του χαμογέλασε ο Φιλ, βλέποντάς τον να παλεύει να τον πλησιάσει. Είχαν ενημερωθεί πως θα φιλοξενούσαν αξιωματικό, τόσο εκείνοι, όσο και ο Σοφοκλής με τη Δέσποινα. Τα ουρλιαχτά τα εξαγριωμένα του Στέφανου εξάλλου, σχεδόν σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι.

Ο Φίλιμπερτ είδε τον Κάσπαρ αναψοκοκκινισμένο να πλησιάζει με γοργό βήμα. Ο Παύλος τον κοιτούσε φοβισμένος, όταν έφτασε μπροστά από το σύντροφό του.

«Αυτός εκεί, είναι τρελός!» τσίριξε δείχνοντας έναν Στέφανο που τον κοιτούσε οργισμένος από το παράθυρο.

«Πλησίασε βρομοναζί και θα σου δείξω εγώ!» ούρλιαζε, ενώ ο Σοφοκλής πάλευε να του κλείσει το στόμα. «Σταμάτα πατέρα! Ας με πάρουν στα μπουντρούμια! Στα στρατόπεδα! Εγώ έδωσα την ψυχή μου εκεί έξω, ο Ιωσήφ παραλίγο να χάσει το πόδι του από τα κρυοπαγήματα! Δεν θα δεχτώ άλλη ταπείνωση και ούτε να το σκεφτείτε να μείνουν αυτοί εδώ!»

«Καταλαβαίνεις τώρα;» στράφηκε ο Κάσπαρ στον Φιλ σε άπταιστα ελληνικά επίσης. Μπροστά τους ο Παύλος ετοιμάστηκε να σχολιάσει.

«Μαζί μεγαλώσαμε και μαζί μάθαμε ελληνικά» τον πρόλαβε ο Φιλ, βλέποντάς τον να ξεφυσά.

«Θείε μην τολμήσεις να τους δεχτείς!»

«Πάψε Στέφανε!» τον διέκοψε και γύρισε προς το μέρος τους «Ένα είναι το δωμάτιο. Μου φερθήκατε με ευγένεια και εγώ δεν είμαι αχάριστος, παρά το γεγονός πως δεν σας κρύβω τη θλίψη και αγανάκτησή μου για την κατάκτηση της χώρας μου. Μπορείτε να μείνετε, δεν έχω και επιλογή εξάλλου. Στο βάθος, σε εκείνο το δωμάτιο υπάρχουν δύο κρεβάτια, τίποτε το σπουδαίο. Μπορείτε να βολευτείτε. Επίσης, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μην ενοχλήσετε την κόρη μου. Μένει στο διπλανό δωμάτιο με την κλειστή πόρτα. Είναι η μοναδική παράκλησή μου»

Ο Φίλιμπερτ διέκρινε βαθύ πόνο και μόνο στην αναφορά της κόρης του. Τα κυανά του μάτια αγκάλιασαν την εικόνα της κλειστής πόρτας και συνειδητοποίησε πως δεν είχε ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος, σε σημείο που θα πίστευε πως οι μόνοι ένοικοι, ήταν ο κύριος Παύλος και το αγοράκι.

«Μείνετε ήσυχος. Δεν βρισκόμαστε εδώ για να καταχραστούμε τη φιλοξενία σας. Ήδη έχετε κάνει πολλά για εμάς και γνωρίζω πως δικαίως μας αντιπαθείτε. Με λένε Φίλιμπερτ και αυτός που κοιμάται όρθιος δίπλα μου, είναι ο Κάσπαρ»

«Είμαι ο Παύλος. Πόσο χρονών είστε, αν επιτρέπεται;»

«Δεκαεννέα και οι δύο» χαμογέλασε ο Κάσπαρ αυτή τη φορά.

«Παιδιά και αξιωματικοί;» αναρωτήθηκε.

«Η Πολωνία τα άλλαξε όλα κύριε. Θα ξαπλώσουμε αν γίνεται γιατί είμαστε πολύ κουρασμένοι» ακούστηκε η φωνή του Φιλ και αποχώρησαν, με τις μπότες τους να βροντάνε στο πάτωμα.

Τα μονά κρεβάτια, δεν ήταν τίποτε το ιδιαίτερο, μα και οι δυο δεν είχαν μάθει στα πλούτη. Ο Κάσπαρ είχε ζήσει καλύτερες στιγμές με τη θετή του οικογένεια, έχοντας ευθυγραμμιστεί πλήρως με τα θέλω τους. Μόλις το κορμί του ακούμπησε το στρώμα, βυθίστηκε ευθύς σε βαθύ ύπνο. Ο Φίλιμπερτ απέναντί του, αν και κουρασμένος, κοιτούσε το παράθυρο. Μυρωδιές όμορφες είχαν γαργαλήσει τη μύτη του, ερχόμενος μέχρι εδώ. Ξεφύσησε αποφασισμένος να βγει έξω στην μικρή αυλή, όταν άκουσε εκείνη τη μόνιμα κλειστή πόρτα να ανοίγει. Το χέρι του μετακινήθηκε και άγγιξε τη δική του. Είχε αλλάξει γνώμη. Θα της έδινε τον χώρο και την ελευθερία που χρειαζόταν παρά το γεγονός πως είχε τρομερή περιέργεια να τη δει. Ήταν άραγε κοντά στην ηλικία του; Μικρότερη; Τι σημασία είχε βέβαια καθώς και εκείνη τον μισούσε και τον σιχαινόταν, όπως ο ξάδερφός της που κόντεψε να στραγγαλίσει με τα χέρια του τον Κάσπαρ. Η οργή κόχλαζε στα μάτια του και με το δίκιο του. Είχε δώσει τα πάντα γι' αυτό το κομμάτι γης που πατούσε, όταν ο Χίτλερ και η ναζιστική λαίλαπα, ήταν αποφασισμένοι να μην αφήσουν τίποτε. Δυστυχώς, από το πρώτο κιόλας βράδυ, τα πράγματα δεν πήγαν καλά.

Κάποιοι, αποφάσισαν να σκοτώσουν έναν Ιταλό φύλακα έξω από το Νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία. Πιθανότατα οι λόγοι να ήταν προσωπικοί καθώς πίσω από το νοσοκομείο, βρισκόταν ένας Οίκος Ανοχής. Αυτή η πράξη ωστόσο θα πληρωνόταν. Το επόμενο πρωί και λίγο πριν ανοίξει τα μάτια του ο Φιλ, άκουσαν φωνές και ουρλιαχτά. Οι Γερμανοί όφειλαν να κάνουν μία επίδειξη ισχύος στους κατακτημένους. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να ορμάνε μέσα στα σπίτια, πετώντας έξω με το ζόρι άνδρες, γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους ενώ ξεκίνησαν να ρίχνουν φωτοβολίδες από το νοσοκομείο μέχρι την πλατεία Ελευθερίας. Έχοντας συγκεντρώσει εκατό άτομα, τα μετέφεραν σε ένα σημείο όπου βρίσκονταν στημένα πολυβόλα. Πάνω από είκοσι Γερμανοί, ούρλιαζαν και κλωτσούσαν τους ανθρώπους με τα όπλα στραμμένα πάνω τους. Ο Φίλιμπερτ είχε μόλις σηκωθεί από το κρεβάτι, γνωρίζοντας πως υπήρχε πρόβλημα. Ο Κάσπαρ ως συνήθως είχε κοιμηθεί, ίδιος νεκρός, σε σημείο που χρειάστηκε να του τραβήξει τα σεντόνια με μένος για να τον συνεφέρει.

«Σήκω! Έχουμε πρόβλημα» του φώναξε και αφού έστρωσαν και οι δυο προσεκτικά τα κρεβάτια τους, χαιρέτησαν τον κύριο Παύλο κατευθυνόμενοι στο στρατόπεδο.

 Ο Φίλιμπερτ, πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αποτρέψει τη σφαγή. Το στοίχημα ήταν δύσκολο και απαιτούσε πολύωρες διαπραγματεύσεις, μα όφειλε να προσπαθήσει. Απευθύνθηκε στον επικεφαλής και ώρες αργότερα, κατόρθωσε να γλιτώσει τελικά τους ανθρώπους. Παρόλα αυτά, τίποτε δεν είχε γίνει δίχως συμφωνία. Μία συμφωνία για την οποία ο Φίλιμπερτ κάθε άλλο παρά σίγουρος ήταν, ωστόσο, είχε γεμίσει τον επικεφαλής με ψέματα. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον βοηθήσει, ήταν ο κύριος Παύλος, αλλιώς κινδύνευε να εκτεθεί και να καταλήξει ο ίδιος στο τέλος στην θέση των εκατό ανθρώπων που είχε μόλις γλιτώσει.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top