Κάτω από τη Μουριά/ part 2
Κατά το απογευματάκι, ο Φίλιμπερτ επέστρεψε μαζί με τον Κάσπαρ και τον Λευτέρη, ο οποίος έμοιαζε πιο υγιής και ορεξάτος σε σχέση με το πρωί, μιας που είχε ταϊστεί καλά. Η Αφροδίτη, είχε προσπαθήσει να σταθεί στην ουρά του συσσιτίου για ένα αποτέλεσμα πενιχρό. Είχε ήδη αδυνατίσει, το πρόσωπό της αντικατόπτριζε μία χλωμάδα, ωστόσο, το μυαλό της δεν έπαψε λεπτό να τριγυρνά τόσο στον Ιωσήφ και τον Σάββα που έμεναν στην Καισαριανή, όσο και στον δύστυχο πατέρα της, ο οποίος με τσακισμένη περηφάνια, πάλευε να κερδίσει λίγα χρήματα. Έπρεπε να κάνει κάτι δραστικό, έπρεπε να εξασφαλίσει φαγητό για εκείνη και την οικογένειά της. Είχε δει τα πρησμένα πόδια της θείας της και τα αδυνατισμένα του πατέρα και του θείου της. Τα βαθουλωμένα τους μάτια, ψιθύριζαν ένα μοιρολόι που υπό άλλες συνθήκες δεν θα ακουγόταν.
Ο θόρυβος από τη μηχανή, την έκανε να πεταχτεί έξω, προκειμένου να αγκαλιάσει το παιδί της. Το παιδί που είχε προικίσει ο Θεός με μία ευχή και μία κατάρα. Ο Λευτέρης χαμογελαστός και χορτασμένος, έτρεξε προς το μέρος της για να ακολουθήσουν οι δύο αξιωματικοί διστακτικά, σαν παιδιά που τα είχαν μαλώσει. Η Αφροδίτη, τους κοίταξε πάντοτε ελαφρώς φοβισμένη, σαν ελάφι εύθραυστο, στριμωγμένο στον τοίχο. Όταν τα μάτια της αντάμωσαν με εκείνα του Φίλιμπερτ, διέκρινε μία στεναχώρια. Ο νεαρός ήθελε να της πει να πάψει να φοβάται πια και να ζήσει, όσο αυτό ήταν εφικτό, σχετικά ήρεμη.
«Σας ευχαριστώ που τον περιποιηθήκατε» ψέλλισε.
«Κανένα πρόβλημα. Ο αδερφός σου είναι πολύ κοινωνικό παιδί και πολύ καλό, ήρεμο. Ευχαρίστως θα τον παίρναμε ξανά» χαμογέλασε ο Κάσπαρ.
«Ο κόσμος πεινά εδώ γύρω. Η πείνα σε εξαθλιώνει και ταυτόχρονα σου ξυπνά άγρια ένστικτα. Αν καταλάβουν πως εμείς τρώμε με κάποιον τρόπο, φοβάμαι για τη ζωή μας»
«Μην ανησυχείς. Ίσως με κάποιον τρόπο να βοηθήσουμε και όσους μπορούμε εδώ γύρω» ο Φιλ απάντησε σχεδόν βραχνά.
Η κοπέλα, έχοντας βρει το γράμμα, το φυλούσε στο δωμάτιό της. Για λίγο, στάθηκε ολομόναχη εκεί, με τα φτωχικά παντζούρια ανοιχτά. Οι μυρωδιές από τις γύρω αυλές, ήταν ο μόνος ίσως λόγος για να δημιουργηθεί μία ψυχική ανάταση. Αυτές και το χρώμα του γλυκοκέρασου στον κυανό ορίζοντα, λίγο πριν να βασιλέψει η πύρινη σφαίρα. Η πόρτα της έμεινε ανοιχτή, το γράμμα το διάβασε με πολύ προσοχή. Στην ερώτηση του Φίλιππου,για το πως τον φανταζόταν, ασυναίσθητα, της ήρθε στο μυαλό ο νεαρός Γερμανός αξιωματικός. Τα καλοσυνάτα γαλανά μάτια του, σπάνιο για τα γερμανικά δεδομένα, αγκάλιαζαν συχνά την εικόνα της και έρχονταν σε αρμονική αντίθεση με τα καστανά μαλλιά του. Αυτή τη στιγμή, απαλλαγμένος από το πανωφόρι του, καθόταν ευθεία μπροστά της στον καναπέ, φορώντας μία λευκή, αμάνικη φανέλα. Το κορμί του ήταν σφριγηλό,ολόλευκο, μα το στόλιζαν ορισμένες ουλές. Υπέθεσε πως θα ήταν από τις στιγμές της μάχης. Καθώς στεκόταν ακίνητος, δίχως να την παρατηρεί, της γεννήθηκε μία απροσδόκητη επιθυμία να τον ζωγραφίσει, όπως κάποτε είχε κάνει με τον ξάδερφό της.
Αγχωμένη, παρακαλώντας να μην κουνηθεί από τη θέση του, ξεκίνησε να τον σχεδιάζει. Ο Φίλιμπερτ με την άκρη του ματιού του, το αντιλήφθηκε, μα δεν επιθυμούσε ούτε για μία στιγμή να της χαλάσει την έμπνευση και ας διαμαρτυρόταν ελαφρώς η μέση του πως έπρεπε να αλλάξει στάση. Ευτυχώς, ένα τέταρτο αργότερα, την είδε να αποσύρεται για λίγο, σημάδι πως είχε τελειώσει. Ο Κάσπαρ τον προσπέρασε παραξενευμένος και εκείνος χαμογέλασε. Η Αφροδίτη, φρόντισε να απαντήσει στο γράμμα και λίγο πριν να χαθεί ο ήλιος για πάντα, έτρεξε στο γνωστό σημείο, ώστε να το κρύψει. Ήταν η ώρα που ο Φίλιμπερτ γλίστρησε στο δωμάτιό της αναζητώντας το σκίτσο του. Τελικά το εντόπισε κάτω από το σεντόνι. Το πρόσωπο του σκίτσου κοιτούσε γαλήνια ευθεία. Τα μεγάλα, φωτεινά μάτια έκρυβαν μέσα τους μία χαρά ανείπωτη. Στην πραγματικότητα, αισθανόταν όντως χαρούμενος. Ήταν μία άτυπη επαφή, ένα σημάδι πως δεν τον σιχαινόταν, πως ήταν και εκείνος σαν όλους τους άλλους ανθρώπους τριγύρω. Στάθηκε για λίγο καταμεσής του μικρού δωματίου. Επάνω σε ένα τραπεζάκι, υπήρχε μία ξεθωριασμένη φωτογραφία. Ήταν από την ημέρα του γάμου των γονιών της. Η μητέρα της, με τα μεγάλα, αμυγδαλωτά της μάτια, βαστούσε ένα μπουκέτο με γαρδένιες. Ο πατέρας της, όρθιος στο πλάι της, στεκόταν καμαρωτός με τα σχεδόν μαύρα του μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω.
Συνεχίζοντας, πρόσεξε ορισμένα χαρτιά, αφημένα επάνω στο τραπέζι. Για λίγο άφησε το σκίτσο και ξεκίνησε να περιπλανιέται σε κάτι, που έμοιαζε με ημερολόγιο. Όσο κακό και αν φάνταζε, ίσως με αυτόν τον τρόπο ανακάλυπτε την αλήθεια που κανείς δεν θα ήταν διατεθειμένος να του πει. Διάβαζε με δυσκολία τα ελληνικά, ώσπου σταμάτησε σε ένα από τα χαρτιά εκείνα.
΄΄Αλλιώς είχα φανταστεί τη ζωή μου, τη ζωή γενικότερα. Θυμάμαι ακόμη τις ημέρες των παιδικών μου χρόνων, τους ατέλειωτους περιπάτους στους ώμους του μπαμπά. Καθώς τον παρατηρώ, όσο μεγαλώνω, αντιλαμβάνομαι ολοένα και περισσότερο τη μελαγχολία του. Ποτέ του δεν ξέχασε τις ρίζες του, τα Βουρλά, ποτέ του δεν ένιωσε απολύτως ευπρόσδεκτος και ας έχει πετύχει ένα σωρό πράγματα. Σήμερα, ξημερώνει ακόμη μία ημέρα δίχως γεύση και χρώματα. Οι Γερμανοί είναι εδώ, μπλεγμένοι στη δυστυχία μας. Βλέπω τον γιο μου να αδυνατίζει μέρα με τη μέρα, την καρδιά μου να κομματιάζεται και τα συναισθήματά μου κάποτε να παλεύουν να ξεμπλοκάρουν. Του αξίζει η αγάπη. Κάποτε όμως, οι σκηνές εκείνες που έζησα στα χέρια του καταραμένου, αναβιώνουν. Θυμάμαι τον πόνο, τον εξευτελισμό καθώς όργωνε βάναυσα το κορμί μου...΄΄
Ο Φίλιμπερτ τα έχασε, μα συνέχισε να διαβάζει. Κάπου θα έβρισκε τα στοιχεία του τέρατος, σε κάποιο σημείο. Του είχε περάσει από το μυαλό ο Κυριάκος, μιας και εκείνος με το Στέφανο έμοιαζαν άσπονδοι εχθροί ήδη από το παρελθόν. Προσπαθούσε να προσπερνά τις κουβέντες, τις ματωμένες εκείνες λέξεις, οργισμένος με τον άγνωστο που κατέστρεψε αυτό το πλάσμα. Τα μάτια του πηδούσαν γραμμές, ώσπου το είδε. Είδε τις περιγραφές εκείνες του μέρους, κάποια στοιχεία σκοτεινά. Τα μάτια του στένεψαν. Ο ύποπτος είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό του, μα όφειλε πρώτα να κάνει μία μικρή έρευνα. Έκρυψε τα χαρτιά στο πρότερο σημείο τους και κοίταξε ξανά το σκίτσο, δίχως να αντιλαμβάνεται την παρουσία της κοπέλας που τον κοιτούσε τρομοκρατημένη. Στο μυαλό της και με βάση όσα είχε ακούσει, φοβήθηκε πως ο αξιωματικός της Βέρμαχτ θα αναζητούσε ίσως στοιχεία εναντίον της ή της οικογένειας. Ντροπιασμένη, τον πλησίασε βυθισμένη στην απόγνωση.
«Κύριε, με συγχωρείτε. Δεν έχω τίποτε μαζί σας, τίποτε δεν κρύβω που...» κοίταξε το σκίτσο στα χέρια του. Ήταν καταδικασμένη. Τι ντροπή Θεέ μου! «Με συγχωρείτε, εγώ...»
«Μισό λεπτό δεσποινίς. Γιατί ζητάτε συγγνώμη; Είναι ό,τι πιο όμορφο έχω δει. Θα...μπορούσα να το κρατήσω;»
Εκείνη σάστισε. Δεν καρτερούσε σε καμία περίπτωση την απάντησή του.
«Εντάξει...»
«Εγώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη. Μπήκα στο δωμάτιό σας, ωστόσο, το κατάλαβα πως με ζωγραφίζατε και είχα την περιέργεια να δω το αποτέλεσμα» κοκκίνισε. Για λίγο κοίταξε έξω. Είχε σκοτεινιάσει «Έχω μία ιδέα. Αν βγάλω τα ρούχα μου για λίγο, εκείνα της στολής και με τα άπταιστα ελληνικά που μιλώ, θαρρώ πως δεν θα με αναγνωρίσουν μέσα στη νύχτα. Σκεφτόμουν, αν θέλατε να περπατήσουμε για λίγο, να με γνωρίσετε και να σας φύγει το άγχος πως θα πάθετε κάποιο κακό»
Εκείνη τη στιγμή, επέστρεψε και ο Παύλος. Απόψε, η δουλειά του ήταν πιο νωρίς. Κατάκοπος, με ρούχα μπαλωμένα και σε ορισμένα σημεία φθαρμένα, κοίταξε τους δύο με αγωνία.
«Μπαμπά, δεν είσαι και πολύ καλά. Μήπως θα έπρεπε να σταματήσεις; Θα βρω κάτι εγώ...»
«Όχι. Θα σταματήσω, όταν πια δεν θα μπορώ να βαδίσω»
«Θα...βγω μία βόλτα» του είπε και ο Φιλ ξαφνιάστηκε.
«Θα σας συναντήσω εγώ...» της ψιθύρισε.
«Υπάρχει μία μουριά στο απέναντι αλσύλλιο. Το πιο μεγάλο δέντρο» ήταν οι τελευταίες της οδηγίες.
«Πού θα πας; Δεν είναι πια τα πράγματα όπως ήταν» πρόφερε ο πατέρας της, ενώ ο Φιλ απομακρυνόταν.
«Θα είμαι με τα παιδιά. Τον αδερφό μου...»
«Θα τον προσέχω εγώ. Μην αργήσεις»
Ήταν τρέλα αυτό που έκανε. Δίχως να πάρει φακό μαζί της, βγήκε πράγματι από το σπίτι κατευθυνόμενη στην μουριά. Ήταν ένα μέρος ήσυχο και εκείνη την ώρα, κανείς δεν τριγυρνούσε στο δασάκι, με εξαίρεση ίσως κάποιο ζευγαράκι. Λίγο αργότερα, είδε έναν νεαρό να έρχεται τρέχοντας και ταυτόχρονα αθόρυβα. Άτσαλα σωριάστηκε στο χώμα κάνοντάς την να μειδιάσει.
«Δεν μοιάζω με Γερμανό τώρα. Έ;»
«Στο σκοτάδι, σίγουρα όχι. Μιλάτε καλά Ελληνικά»
Για λίγο επικράτησε η σιωπή της αμηχανίας. Ο Φιλ ένιωσε πως έπρεπε κάτι να πει, για να σπάσει τον πάγο.
«Μπορείς να μου μιλάς στον ενικό. Πόσο χρονών είσαι;»
«Δεκαεννέα»
«Και εγώ! Επομένως, απλώς σταμάτα να με αποκαλείς ΄΄κύριο΄΄. Με κάνεις και νιώθω γερασμένος, περισσότερο και από τον ίδιο τον πόλεμο. Τη στιγμή λοιπόν που εσύ μεγάλωνες εδώ, σε μία φτωχή μα γαλήνια σχετικά χώρα, εμείς είχαμε τον Χίτλερ. Η γερμανική κοινωνία άλλαζε, γινόταν βίαιη. Οι επιλογές μου ήταν λίγες»
«Οι γονείς σου; Τι άποψη είχαν;»
«Δεν τους γνώρισα» της απάντησε.
΄΄'Όπως και ο Φίλιππος στο γράμμα΄΄ σκέφτηκε.
«Θα πρέπει να ήταν δύσκολο»
«Ήταν, μα σου χρωστώ την απάντηση του λόγου που μιλώ ελληνικά. Μεγάλωσα σε ένα ορφανοτροφείο στο Βερολίνο. Εκεί, υπήρχε μία κυρία που φρόντιζε για το γεύμα μας, η Ελένη. Τις ώρες που κατόρθωνα να ξεφύγω, της ζητούσα να μου μάθει ελληνικά γιατί ήθελα να της μιλώ και να μην με καταλαβαίνει κανείς. Σε αυτό συμφώνησε και ο Κάσπαρ και έτσι μάθαμε. Μαζί μας βρήκαν έξω από το ίδρυμα και από τότε είμαστε αχώριστοι»
Εκείνη τον κοίταξε με κατανόηση. Μέσα στο σκοτάδι, τα χαρακτηριστικά της δεν διακρίνονταν. Ένα ζευγάρι τους προσπέρασε, μα ακούγοντας τα ελληνικά δεν ασχολήθηκε λεπτό.
«Υπάρχει κάτι που φοβάσαι;» τον ρώτησε.
«Το νερό και τη συνειδητοποίηση πως αν σκοτωθώ στη μάχη, κανείς δεν θα με θυμάται την επόμενη μέρα. Θα είμαι ένας ακόμη σιχαμένος ναζί, που δόξα τω Θεώ θα έχει ψοφήσει. Αυτό, ίσως με τρομάζει πιο πολύ και από το νερό»
«Δεν είναι έτσι. Ο μπαμπάς μου σε συμπαθεί. Έστω και ένα λεπτό θα σε σκεφτεί» τον πείραξε και ταυτόχρονα ξαφνιάστηκε. Έκανε χιούμορ. Το χέρι της σταμάτησε στο σημείο της καρδιάς «Πρέπει να πηγαίνω» του είπε απότομα.
«Έκανα κάτι κακό;» τη ρώτησε με αγωνία ο νεαρός.
«Όχι. Απλώς, πρέπει να φύγω»
Δεν την σταμάτησε. Την είδε να απομακρύνεται με αγωνία, τρομοκρατημένη σαν να έτρεχε να ξεφύγει από την ευτυχία την ίδια, από το χαμόγελο. Άφησε το κορμί του να ακουμπήσει στη μουριά. Ήταν ωραία τα ελληνικά βράδια.
Η πραγματικότητα ωστόσο, ήταν κάτι παραπάνω από φρικτή. Ο ήλιος αποκάλυπτε τα πτώματα των δύστυχων που κείτονταν στους αθηναϊκούς δρόμους. Το πρωινό λοιπόν,ο Παύλος βαθιά συνταραγμένος από την κατάσταση της αδερφής του, μπήκε σε μία ουρά διαφορετική, στην παλαιά του γειτονιά, στις προσφυγικές περιοχές. Ήταν το μόνο του είπαν. Μονάχα που εκεί κανείς δεν προσποιούνταν. Η μιζέρια και η ένδεια είχαν ξεγυμνωθεί.Δεν υπήρχε καμία αξιοπρέπεια και καμία περηφάνια. Μία σειρά σκελετών, ντυμένοι από κίτρινο δέρμα και βαθουλωμένα μάτια στις κόγχες τους, πλαισιωμένοι από τη μυρωδιά του θανάτου, καρτερούσαν για λίγη σούπα. Ο Θεός τους είχε ξεχάσει. Μπρος στο θέαμα αυτό για πρώτη φορά ο Παύλος αφέθηκε να κλάψει δίχως ντροπή. Και εκείνος από εκεί είχε ξεκινήσει. Μία ψυχή δίχως διασυνδέσεις, εγκαταλελειμμένη από όλους. Τώρα στεκόταν στην δική τους ουρά, βαθιά ντροπιασμένος σαν να τους έκλεβε το λιγοστό φαγητό τους. Τα πρησμένα πόδια της αδερφής του όμως και τα κλαμένα κάποτε μάτια του εγγονού του, δεν του άφηναν επιλογή. Η αποφορά από τη βρώμα τριγύρω επισκίαζε τη μυρωδία από το ελάχιστο φαγητό. Είχε φέρει μαζί του ένα δοχείο. Οι υπεύθυνοι, τους είπαν πως θα έδιναν μία κουτάλα για κάθε άνθρωπο. ΄΄Άνθρωπος΄΄ σκέφτηκε. Τόσο όμορφη λέξη. Τελικά ήταν όλοι άνθρωποι, ίσοι κάτω από το θλιμμένο βλέμμα του Θεού. Το ωχρό υγρό έσταξε στο δοχείο του και εκείνος αποχώρησε βαδίζοντας νωθρά, κουβαλώντας το δοχείο με την οικτρή σούπα που αισθανόταν πως είχε κλέψει από τους ετοιμοθάνατους, από τις ετοιμοθάνατες ρίζες του.
Καλησπέρα σε όλους! Το επόμενο κεφαλαιο ίσως αργήσει γιατί θα λείψω για μία εβδομάδα. Πώς σας φαίνεται ως εδώ; Ξέρω πως είναι διαφορετικό από τον Απολογισμό για όσους τον έχουν διαβάσει αλλά εγώ το έχω αγαπήσει. Ποιους ήρωες ξεχωρίσατε;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top