Η Μουριά ερημώνει/ part 3
Πλησίαζαν οι γιορτές. Ο Στέφανος είχε αναρρώσει και αποφασίσει πως θα συνόδευε τον πατέρα του σε μία δουλειά που γνώριζαν καλά. Να είναι έμποροι. Η Αφροδίτη δεν του αποκάλυψε ποτέ την αλήθεια για τον θάνατο του Ιωσήφ. Μήτε στην Ανδριανή είπε λέξη. Το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε, ήταν να δημιουργηθεί έχθρα ανάμεσα στους αξιωματικούς και τον ξάδερφό της. Δεν ήταν βέβαιη πως κατανοούσε τη θέση του Φίλιμπερτ, δεν ήταν επίσης βέβαιη για το αν επιθυμούσε να την κατανοήσει. Οι δυο τους είχαν μία σχέση τυπική και ας ξέκλεβαν ματιές. Το πιο ευχάριστο γεγονός ήταν πως αυτός ο ανατριχιαστικός, ατσάλινος άνδρας, εκείνο το δολοφονικό μανεκιέν, δεν είχε πατήσει ξανά το πόδι του στην περιοχή. Ο Στέφανος σκεφτόταν τον σύντροφο Μανώλη. Αυτός ο άνδρας δεν ήταν μήτε καλός, μήτε κακός. Υπήρχε μία σκοτεινή πλευρά και ο νεαρός δεν επιθυμούσε να την εξερευνήσει περισσότερο.Δεν ήταν λίγα και τα αντίποινα εξάλλου, σε κάθε υποψία αντάρτικης πρόθεσης.
Οι Γερμανοί είχαν βρει και σε αυτό τους Ιταλούς αντίθετους. Σε μία εποχή που διατηρούσαν ακόμη μία κάποια ισχύ, δεν συμφωνούσαν με όλες αυτές τις εκτελέσεις, τις καύσεις χωριών ή την δολοφονία κάθε άρρενα σε μία περιοχή. Καθώς αρκετοί αντάρτες δεν φορούσαν στολή, αλλά μπλέκονταν με τους απλούς πολίτες, οι Γερμανοί τους θεωρούσαν όλους εχθρούς και ύποπτους. Ήταν καθήκον κάθε στρατιώτη να σπάσει οποιαδήποτε ενεργό αντίσταση του πληθυσμού με τη δύναμη των όπλων, αλλιώς θα αντιμετώπιζε το στρατοδικείο. Αν κάποιος Γερμανός πυροβολούνταν, δεν θα αναζητούσε κανείς τον δράστη. Άπαντα τα εξέχοντα πρόσωπα του χωριού ή της περιοχής, θα απαγχονίζονταν δημόσια για παραδειγματισμό.
Για την ώρα η επιχείρηση στην αποθήκη είχε θύματα Έλληνες. Ο Φίλιμπερτ είχε τραυματιστεί, ωστόσο τους παρακάλεσε όλους να μην πουν τίποτε. Θα έλεγε πως είχε αρρωστήσει βαριά, για να γλίτωναν οι υπόλοιποι τα αντίποινα. Τέλη σχεδόν Δεκέμβρη και το κρύο ήταν αφόρητο. Ο Στέφανος είχε απαγορεύσει στον πατέρα του να βγαίνει για να πουλά προϊόντα. Προτιμούσε να στέκεται ο ίδιος καταμεσής των δρόμων, να ξεπαγιάζει, ώστε να φέρει λίγο φαγητό στο σπίτι. Στεκόταν από το πρωί ως το βράδυ. Η Ανδριανή μαράζωνε. Τον νοιαζόταν, τον αγαπούσε και καρτερούσε όποτε της επιτρεπόταν με βάση τις βάρδιες, να του δώσει την μερίδα που αντιστοιχούσε σε εκείνη από το νοσοκομείο. Βαδίζοντας, ο Στέφανος πρόσεξε ένα ρακένδυτο παλικάρι να έχει κουρνιάσει σε ένα μαρμάρινο σκαλί. Μονολογούσε σχεδόν φωναχτά, ίσως εξαιτίας της πείνας, πως ήθελε απλώς να γυρίσει στο σπίτι του. Ήταν στρατιώτης από την Ιθάκη και είχε εγκλωβιστεί στην Αθήνα, ανήμπορος να επιστρέψει. Ο Στέφανος, παρατώντας μία ξεφτισμένη τσάντα που έσερνε με παλαιά, αντικείμενα από την ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, έτρεξε κοντά στον νεαρό, προσπαθώντας να τον σηκώσει.
«Γιατί να μου συμβεί εμένα αυτό; Για την πατρίδα μου πολέμησα! Γιατί; Γιατί δεν μπορώ να πάψω να ζητιανεύω και να ζήσω απλώς αξιοπρεπώς;»
«Σήκω φίλε μου! Σε παρακαλώ» προσπάθησε να τον στηρίξει ο Στέφανος.
«Δεν μπορείς να με μεταφέρεις. Είσαι και εσύ αδύναμος. Εξάλλου, πού να πάω; Δεν έχω σπίτι, δεν έχω κανέναν» βούρκωσε.
«Απέκτησες μόλις. Το σπίτι μου ας γίνει και δικό σου, μέρες που έρχονται. Είμαστε Έλληνες, συμπατριώτες, στα ίδια χώματα ματώσαμε. Δεν έχουμε και τόσα πολλά, μα σου υπόσχομαι πως θα πάψεις να νιώθεις μόνος»
Το αδύνατο, σκελετωμένο χέρι, πέρασε από τον ώμο του. Ο Στέφανος, ένιωσε άξαφνα πως του δινόταν μία απίστευτη δύναμη. Η δύναμη να σηκώσει έναν άνθρωπο και να τον μεταφέρει σπίτι, ώστε να νιώσει λίγη θαλπωρή. Στα έρημα, σκιερά σοκάκια, λιπόσαρκα πτώματα σάπιζαν ολομόναχα. Το κάρο του δήμου δεν είχε προλάβει να τα μαζέψει. Στον Πειραιά, τα καράβια τα είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Ο Φίλιμπερτ, ο οποίος είχε διασυνδέσεις, πλεύριζε τους Γερμανούς που δωροδοκούνταν με αυγά και άλλα προϊόντα από τους μαυραγορίτες, προκειμένου να τα πάει στο σπίτι. Τελευταία, ο Παύλος είχε μαλακώσει και δεχόταν μικρή βοήθεια, αποκλειστικά τροφής. Ο Στέφανος, έφτασε αργά στο σπίτι, παγωμένος και εξασθενημένος, με τις δύο οικογένειες να πετάγονται έξω. Ο νεαρός τους εξήγησε την κατάσταση του στρατιώτη που βρήκε μισοπεθαμένο στο δρόμο. Ο Σοφοκλής τον καλωσόρισε και του δόθηκε, έστω και λίγο φαγητό.
«Ένα ΄΄ευχαριστώ΄΄ δεν θα είναι ποτέ αρκετό. Το όνομά μου είναι Ίκαρος»
Οι γονείς του Στέφανου χαμογέλασαν. Γιορτές πλησίαζαν και για πρώτη φορά, ο Φίλιμπερτ θα επέστρεφε πίσω στο Βερολίνο. Σαφώς και δεν είχε οικογένεια για να γιορτάσει. Ήθελε όμως να πείσει την Ελένη να φύγει. Σύντομα κάθε ξένος στην πόλη αυτή, θα θεωρούταν κατώτερος, σωστός εισβολέας σε αυτή τη χώρα. Εκείνη είχε ζήσει χρόνια πολλά στον τόπο αυτόν, ο οποίος πλέον δεν τη σήκωνε. Ο Κάσπαρ, μάζευε με τη σειρά του τα λιγοστά του υπάρχοντα. Ο Φιλ για λίγο στάθηκε στον διάδρομο που είχε θέα το δωμάτιο της κοπέλας. Ένα μικρό τσίμπημα στην καρδιά, ήταν ικανό να του υπενθυμίσει τη θλίψη. Το σκίτσο του, βγήκε μέσα από το πανωφόρι. Αυτό τουλάχιστον θα το έπαιρνε μαζί του σαν αναμνηστικό. Μπορεί να μην είχαν ποτέ προχωρήσει με την Αφροδίτη, μα κάθε κίνηση τα χρόνια εκείνα, είχε άλλη γλύκα, άλλο νόημα και συναισθήματα δυνατά. Όπως αυτά που αισθανόταν και που προσπαθούσε να απωθήσει. Τον Ίκαρο τον κατάλαβε από τις φωνές για βοήθεια του Στέφανου. Ο δύστυχος νεαρός δεν είχε συνηθίσει τους Γερμανούς τριγύρω, μα όταν άκουσε τα άψογα ελληνικά, σε συνδυασμό με την εξήγηση πως μένουν στο διπλανό σπίτι, κάπως ηρέμησε. Ο Φιλ προμήθευσε στα κρυφά τον Στέφανο με λίγα αυγά, καθώς δεν επιθυμούσε να φανεί πως οι Γερμανοί βοηθούσαν.
«Αν το συνεχίσεις, θα πάθεις πνευμονία» του αγρίεψε ο Φιλ για να τον δει να μειδιά πλαγίως.
«Εντάξει, αντέχω. Νομίζω πως ο αδερφός σου με πότισε με τόσα φάρμακα, τα οποία αυτόματα έχουν γιατρέψει και κάθε άλλη μελλοντική πάθηση» έκανε παύση «Θα φύγεις;»
«Έχω έναν δικό μου άνθρωπο εκεί, στο Βερολίνο. Θέλω να τη δω γιατί άλλη οικογένεια δεν υπάρχει για εμένα. Θα επιστρέψω σε μερικές μέρες. Απολαύστε την ησυχία δίχως εμάς»
Ο Στέφανος το σκέφτηκε.
«Αν ήσασταν απλώς παραθεριστές, θα σας έλεγα πως η παρουσία σας δεν μας ήταν δυσάρεστη τελικά. Κάνουμε καλή παρέα. Όμως είστε σε άλλο στρατόπεδο και οποιαδήποτε σχέση μαζί μας, θα μας βάλει σε μπελάδες. Καλές γιορτές»
«Θα σας φέρω πράγματα από το Βερολίνο. Ό,τι μπορώ σε φαγητό»
Ο Κάσπαρ τον καρτερούσε ήδη για να φύγουν. Είχαν συμφωνήσει πως εκείνος θα έμενε μαζί με την Ελένη και ο Φιλ με τον αδερφό του, σε μία προσπάθεια να γνωριστούν καλύτερα. Ο Μπάλντερ, ο φίλος του Άρτουρ, βρισκόταν μακριά ακόμη από τη μάχη του Στάλινγκραντ, όπου έμελλε ο γερμανικός στρατός να πάθει μία από τις μεγαλύτερες πανωλεθρίες. Ο Φίλιμπερτ καθώς θα βρισκόταν έξω από τη φρίκη του συγκεκριμένου μετώπου, θα μπορούσε μονάχα να έχει υποψίες για την τύχη των στρατιωτών τους που κυριολεκτικά θα υπέφεραν από την πείνα και τις πολικές θερμοκρασίες. Οι Γερμανοί τότε θα έχαναν τον πόλεμο αργά. Δεν είχε έτσι και αλλιώς γνωρίσει το ανατολικό μέτωπο, μα υποψιαζόταν πως οι δικοί του για πρώτη φορά, σε αυτήν την πολύπαθη, ρωσική πόλη κοντά στο Βόλγα, θα πλήρωναν το τίμημα για όσες σφαγές και εγκλήματα είχαν πραγματοποιήσει. Χριστούγεννα. Γιορτές με πόλεμο. Τι αξία είχαν άραγε; Να υπενθυμίζουν στους ανθρώπους αυτό ακριβώς που είναι; Άνθρωποι δίχως καμία διαφορά; Ο Άρτουρ λοιπόν, μαζί με τον Μπάλντερ και μερικά κορυφαία στελέχη των Ες-Ες και του ναζιστικού Κόμματος, ήταν καλεσμένοι σε ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι, το οποίο διοργάνωνε ο Χίτλερ. Ευτυχώς ο Φίλιμπερτ δεν θα περνούσε ούτε έξω από το κτήριο.
Πριν πραγματοποιήσει και το τελευταίο βήμα, είδε την Αφροδίτη να ανοίγει την πόρτα του δωματίου της. Την κοίταξε σιωπηλός. Οι ενοχές του για όσα είχε εξομολογηθεί, για τον θάνατο του Ιωσήφ, βάραιναν το στήθος του. Την πλησίασε και όταν την είδε να του χαμογελά αχνά, μία ανάσα ξέφυγε από τα πνευμόνια του.
«Καλές γιορτές» της ευχήθηκε και έχοντας φτάσει λίγα εκατοστά μακριά, πέρασε ντροπαλά το χέρι του από τη λεπτή της μέση, αφήνοντας το κεφάλι του να ακουμπήσει στον ώμο της.
«Θαρρώ πως προτού να σε κρίνω, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθώ αν θα έπραττα και εγώ το ίδιο στη δική σου θέση»
«Μπορεί να προστάτευες τον εαυτό σου, μα δεν είναι το ίδιο. Ο Ιωσήφ στην τελική πολεμούσε για τη χώρα του και εγώ, όντας δειλός και αγαπώντας παράλληλα την ζωή μου, τον σκότωσα για να μην τη στερηθώ» έκανε παύση. Η μυρωδιά του έκανε την καρδιά της να χτυπήσει, το χέρι του άγγιξε ανάλαφρα τα μαλλιά της «Σε νοιάζομαι. Πάντα θα σε νοιάζομαι» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, πριν να βρεθεί στο Βερολίνο, τα Χριστούγεννα του 1941 προς 1942.
Η διαδρομή του φάνηκε αιώνας, μα το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον Κάσπαρ που δεν είχε ρίξει ούτε μισό βλέμμα στον Άρτουρ. Ο δεύτερος ήταν γενικά χαμένος σε δικές του σκέψεις και έτσι ο Φιλ αποφάσισε πως ίσως και να ήταν καλύτερο να μην χαλάσει την ησυχία. Η πρωτεύουσα-τερατούργημα δεν είχε αλλάξει και πολύ. Ο Χίτλερ ήταν κατηφής, καθώς στην ουσία γιόρταζε την γέννηση ενός Εβραίου. Αυτό και αν ήταν δράμα. Ο Κάσπαρ θα έμενε στην Ελένη, ενώ ο Άρτουρ ετοιμαζόταν, φορώντας τη στολή του. Η πρώτη τους συνάντηση, πολιτικών και στρατηγών, θα ήταν μπροστά από ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αν υπήρχε ένα πρόσωπο που ξεχώριζε, εκτός από τον κατηφή Φύρερ, ήταν εκείνο του Βίγκμπερτ Μάινσερ. Του πιο μισητού ανθρώπου στον κόσμο, ενός δολοφονικού εργαλείου των Ες-Ες. Τα παγερά του μάτια, όργωναν λαίμαργα τους καλεσμένους. Σαν έπεσαν επάνω στον Μπάλντερ, ο οποίος στεκόταν δίπλα από τον Άρτουρ, μία αηδία διαφάνηκε για δευτερόλεπτα, προτού συναντήσει ένα βλέμμα, το οποίο τον ανταγωνιζόταν σε πυγμή. Ο Άρτουρ τον κοίταξε, χαμογελώντας τυπικά. Λίγες σχέσεις είχαν, ήταν και μικρότερός του.
«Τιμή μας αξιωματικέ Μπεργκ που βρισκόσαστε μαζί μας απόψε» άκουσε τη φωνή του.
«Δική μου η τιμή της πρόσκλησης» ανταπέδωσε τον χαιρετισμό καθώς είδε τον νεαρό να υψώνει το ποτήρι.
«Φαντάζομαι πως έχετε εργαστεί σκληρά για τη χώρα, εκεί που βρισκόσαστε» συνέχισε ο Βίγκμπερτ.
«Δεν φαντάζεστε πόσο. Έχω φτάσει σε σημείο να επινοώ βασανιστήρια μονάχος μου, έτσι για να περνά η ώρα» συνέχισε ο Άρτουρ.
«Θα ήθελα να μου μιλήσετε αναλυτικά γι' αυτά αργότερα. Ξέρετε, τη στιγμή του γεύματος» έκανε παύση και κοίταξε τον Μπάλντερ «Εσείς κύριε Χάουσντορφ; Στερήστε φαντασίας;» τον ρώτησε μα εκείνος δεν απάντησε τίποτε. Ένα στριγκό γέλιο δραπέτευσε από το στόμα του Βίγκμπερτ, όταν τον είδαν να απομακρύνεται.
«Η έπαρση βλάπτει. Ένα στραβοπάτημα αρκεί για να κατακρημνιστεί κάποιος από την κορυφή. Η διαφορά είναι πως όταν έχεις συμμάχους, θα ανοιχτούν χέρια για να κρατήσουν. Στην αντίθετη περίπτωση, η πτώση σου θα συνεχιστεί ως το τέλος» ο Μπάλντερ ήπιε μία γουλιά κοιτώντας τον Άρτουρ που σκεφτόταν τα λόγια του «Αλήθεια, έχεις εφεύρει βασανιστήρια;»
Ο Άρτουρ μειδίασε.
«Έχω ζωηρή φαντασία, μα όχι. Ήθελα απλώς να δω την αντίδρασή του. Φτιάχνεται με κάτι τέτοια» κοίταξε ξανά τον Μπάλντερ «Μην ανησυχείς. Δεν έχω γίνει καλό παιδί ακόμη. Τελευταία, υπάρχουν εικόνες που δραπετεύουν από τα άδυτα του μυαλού μου. Εφιαλτικές στιγμές»
Ο Μπάλντερ τον κοίταξε.
«Όχι όσο εφιαλτικές έχουμε δει εμείς στο Ανατολικό Μέτωπο»
Η γιορτή όλων των ναζιστικών στελεχών κυλούσε ανιαρά. Ο Μπάλντερ αργά το βράδυ, είχε προσκαλέσει ακόμη έναν άνδρα, τον Άντολφ Μάχνερ που υπηρετούσε και εκείνος σε μία μονάδα των Ες-Ες στα ανατολικά, κοντά στο Λένινγκραντ. Είχαν αρχίσει να πίνουν στο σαλόνι του Μπάλντερ και το ποτό εκτός του γεγονότος πως χαλάρωνε, έβγαζε από μέσα τους και ορισμένες αλήθειες. Όπως τις συνέπειες του απόλυτου και εξοντωτικού πολέμου του Χίτλερ.
«Οι άνδρες της μονάδας μου έβαζαν φωτιά σε ξύλινα σπίτια με φλογοβόλα και πυροβολούσαν όποιον έβγαινε. Ήταν ανυπεράσπιστοι άνθρωποι, ακόμη και παιδιά. Θυμάμαι πως είχαμε εισβάλει σε ένα σχολείο. Ρώτησα τους δικούς μου αν λυπούνταν τα παιδιά και μου απάντησαν πως δεν μπορούν να ταΐζουν ορφανά στόματα και πως καλά θα έκανα να τα σκοτώσω και να τα πετάξω σε ένα χαντάκι. Άλλοι, απολάμβαναν τις κραυγές και τα κλάματα των παιδιών. Εκείνα φώναζαν βοήθεια, φώναζαν μαμά, αλλά εκείνοι έπαιρναν μία έκφραση απόλαυσης. Ο απόλυτος σαδισμός»
Στο μυαλό του Άρτουρ ήρθε εκείνη η εικόνα, τη στιγμή που έκλαιγε ενώ ο άνδρας, έχοντας σχηματίσει ένα σαρδόνιο χαμόγελο, τον βίαζε. Κανένας οίκτος. Για λίγο αναρωτήθηκε γιατί να δείξει οίκτο σε άλλους, όταν συγκρούστηκε με μία αλήθεια. Πως οι άλλοι ήταν εκείνος. Πως θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να είναι στη θέση του και το αντίθετο. Πως θα έπρεπε να λυπηθεί ακριβώς γιατί ήξερε πώς ήταν. Πώς γίνεται ένας νοήμων άνθρωπος που έχει σώας τας φρένας, να θέλει να εμπλακεί σε τόσο σαδισμό;
«Θα ήθελα να φύγω» ανακοίνωσε στο τέλος.
«Είσαι βέβαιος πως περπατάς;» τον πείραξε ο Μπάλντερ.
«Απολύτως»
Βγήκε στους δρόμους. Έκανε πολύ κρύο και εκείνος βάδιζε καμαρωτά όπως είχε μάθει. Κοίταξε τα όμορφα, ανδρικά του χέρια. Για δευτερόλεπτα, έφερε στο μυαλό του την εικόνα της Αφροδίτης. Τις ουλές στα σημεία του κορμιού της, τον φόβο στα μάτια της εκείνο το βράδυ. Για κάποιον λόγο, σε αυτή τη γυναίκα έβλεπε ένα σπασμένο κλωνάρι όπως ήταν και ο ίδιος. Σε όλες τις υπόλοιπες τον ενδιέφερε να επιβληθεί, γιατί η τραυματισμένη του ψυχή, τον έκανε να πιστεύει πως αν δεν φερόταν ψυχρά, οι γυναίκες θα καταλάβαιναν πως δεν ήταν άνδρας. Το περιστατικό του βιασμού του, έμοιαζε να του είχε στερήσει και ραγίσει την εικόνα που είχε για τον ανδρισμό του. Θεωρούσε πως είχε καταστραφεί. Απέναντι στην Αφροδίτη δεν ένιωσε πως είχε να αποδείξει τίποτε. Αυτό ίσως έκανε τη διαφορά. Με μία κίνηση του χεριού του θαρρείς και έδιωξε την εικόνα. Η τρομακτική φιγούρα του, κινήθηκε ολομόναχη στις σκιές του Βερολίνου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top