Αρυτίδωτη σιωπή/ part 2
Οι Ζωγραφιώτες, όπως και οι Ανατολικές Συνοικίες, είχαν ένα τεράστιο προνόμιο που ονομαζόταν Υμηττός. Το συγκεκριμένο βουνό, εκτός από ξύλα για την θέρμανση και το μαγείρεμα, πρόσφερε και χόρτα, λαχανίδες, χαρούπια και τσουκνίδες. Η πρόσβαση στα ξύλα, δεν εξυπηρετούσε μόνο οικιακές ανάγκες, αλλά ήταν και ένα πολύ καλό προϊόν για ανταλλαγή με τις αστικές περιοχές του λεκανοπεδίου. Με την εξαφάνιση των καυσίμων, τα ξύλα πλέον εξυπηρετούσαν για έναν σωρό λόγους. Οι κάτοικοι της περιοχής ξεκινούσαν νύχτα για να κόψουν ξύλα, ανεβαίνοντας ολοένα και ψηλότερα, μιας που είχαν ήδη εξαφανιστεί οι ευκαιρίες από τον προηγούμενο Χειμώνα. Η Αφροδίτη είχε θελήσει να στηρίξει τη θεία της σε αυτό το δύσκολο εγχείρημα, πουλώντας τα έπειτα στην επιστροφή στον γνωστό της φούρνο και σε άλλα μαγαζιά της γειτονιάς. Ήξερε πολύ καλά, πως η σημερινή μέρα θα ήταν δύσκολη για τον πατέρα και τον θείο της, οι οποίοι θα αποχαιρετούσαν για πάντα, το μαγαζί που με τόσο κόπο είχαν στήσει. Αυτό φυσικά που δεν καρτερούσαν, ήταν να το βρουν λεηλατημένο από τους Γερμανούς, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει να αρπάξουν οτιδήποτε θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμο. Οι δυο τους, πνιγμένοι στον εκνευρισμό, κάθισαν βαριά στο πάτωμα. Για λίγο κοιτάχτηκαν αμίλητοι, με τα μάτια του Παύλου να γυαλίζουν, έτοιμα να αφήσουν ελεύθερα δάκρυα αγανάκτησης.
«Ξέρω πολύ καλά τι σκέφτεσαι. Τόσα χρόνια έχουμε περάσει μαζί και μάλιστα βιώνοντας δύσκολες στιγμές»
«Σκέφτομαι αυτό ακριβώς που φαντάζεσαι. Σκέφτομαι πού στο καλό έφταιξα, τι έκανα λάθος πια και το πληρώνω διαρκώς!» ούρλιαξε για πρώτη φορά. Οι πλάτες του είχαν ήδη σηκώσει αρκετό βάρος. Από τον χαμό της οικογένειάς του στα Βουρλά, ως εκείνον της γυναίκας του και έπειτα, το περιστατικό με την κόρη του. Η κατάληξη, ήταν ένα μαγαζί λεηλατημένο ύπουλα από τους κατακτητές.
«Θα έλεγα πως αν υπάρχει μία μικρή θετική σκέψη, είναι πως ο Θεός μας δίνει όσα μπορούμε να αντέξουμε. Εσύ, έχεις πολλές αντοχές και πίστεψέ με, μία μέρα όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Έχε πίστη»
Πόση πίστη χρειαζόταν άραγε;
Το ίδιο πρωί, ο Κάσπαρ καθόταν μόνος στην μικρή αυλή της μονοκατοικίας. Σε αντίθεση με τον φίλο του, εκείνος ήταν ολόξανθος, με ανοιχτά κυανά μάτια, τα οποία ατένιζαν μία κοπέλα να πλησιάζει. Στην αρχή δίστασε, κατόπιν και με τον ταυτόχρονο ερχομό του Σάββα και του Ιωσήφ, προχώρησε προς το μέρος του αδιαφορώντας. Από όλους, μονάχα ο Σάββας κοντοστάθηκε για να τον χαιρετήσει, πράγμα που παραξένεψε τους πάντες. Ο Κάσπαρ μειδίασε με ευχαρίστηση.
«Μπορώ να καθίσω;» τον ρώτησε και ο ξανθός νεαρός κοίταξε τρομαγμένος τριγύρω.
«Απαγορεύεται να έχουμε σχέσεις με τον ντόπιο πληθυσμό»
«Δεν κοιτάζει κανείς και θα είναι για λίγο»
«Εντάξει»
Ήθελε πολλά να τον ρωτήσει. Για τους Εβραίους είχε ακούσει ελάχιστα, άπαντες στη χώρα του τους έκριναν, μα εκείνος δεν γνώριζε τίποτε σχετικά με τα ήθη και τα έθιμά τους, τα οποία είχαν προκαλέσει τόσο τρόμο «Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί σας κυνηγούν με τόσο μένος, τι το ξεχωριστό διαθέτετε»
«Σίγουρα δεν είμαστε εμείς που το διαθέτουμε, οι απλοί άνθρωποι. Παγκόσμια, μεγάλα εβραϊκά κεφάλια ίσως και να έχουν σημασία και απλώς αυτό να είναι αφορμή, ώστε να ξεριζώσουν το εβραϊκό στοιχείο. Δεν καταλαβαίνω το γιατί όμως. Είμαστε άνθρωποι. Πώς μπορεί ένας άλλος άνθρωπος να κάνει τόσο κακό σε παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένους; Πώς γίνεται να είναι τόσοι πολλοί; Τι κερδίζουν από αυτό;»
Κανείς δεν ήξερε. Κανείς δεν ήξερε γιατί στο Άουσβιτς θα έβρισκαν κάποτε τόνους μαλλιών, βαλιτσών, παιχνιδιών. Γιατί θα ανακάλυπταν τα κρεματόρια, γιατί θα πραγματοποιούνταν φρικτά πειράματα, εγχειρήσεις δίχως αναισθησία, στείρωση στις γυναίκες. Κανείς δεν ήξερε γιατί τελικά η εργασία δεν θα απελευθέρωνε ποτέ κανέναν τους, μα μονάχα θα έστεκε εκεί σαν αιώνια επιγραφή, χλευάζοντας και την τελευταία τους ελπίδα να βγουν ζωντανοί. Τα δύο αγόρια βρέθηκαν να μιλούν για τα εβραϊκά έθιμα. Για τη γιορτή της Χανουκά αντί για τα Χριστούγεννα, για τους λουκουμάδες που τηγάνιζαν, για το παιχνίδι της σεβιβόν, της σβούρας, καθώς και για το άναμμα των κεριών της Χανουκίας. Το πρώτο κερί, το άναβαν το πρώτο βράδυ της γιορτής και έπειτα ακολουθούσε ένα κερί για κάθε βράδυ ως το όγδοο.
«Η θαλπωρή απλώνεται γύρω μας και μέσα μας. Κάθε μέρα, με ένα κερί το φως δυναμώνει, σωστά;»
Ο Σάββας, έχοντας πάντοτε εκείνη τη γλυκιά φωνή, δεν άφηνε κανέναν ασυγκίνητο. Ο Φίλιμπερτ, παρακολουθούσε για ώρα τον φίλο του να κάθεται και να ακούει προσηλωμένος τις εβραϊκές αφηγήσεις του Σάββα. Ήταν η πρώτη φορά που είχε φανεί να ενδιαφέρεται πραγματικά για κάτι. Στη θέα της Ανδριανής, χαιρέτησε στρατιωτικά και αποχώρησε για το γραφείο του, μιας και η κοπέλα τον κοίταξε απλώς άνευρα, συνεχίζοντας τον δρόμο της. Ο Κάσπαρ τον μιμήθηκε και αποχώρησε μαζί του. Μόλις οι αξιωματικοί χάθηκαν από το οπτικό τους πεδίο, η Ανδριανή ένιωσε να χαλαρώνει. Χτυπώντας, της άνοιξε η φίλη της, με τον Λευτεράκη να βρίσκεται πίσω της. Έχοντας πιάσει την κουβέντα, δεν πρόσεξαν πως ο μικρός έτρεξε, για να ακολουθήσει τους δύο άνδρες. Ο Ιωσήφ με τον Σάββα, πετάχτηκαν στο σπίτι του Στέφανου, αρπάζοντας και τον μικρό την τελευταία στιγμή. Ιδέες τριγυρνούσαν στο μυαλό τους, αναζητώντας τρόπο να αντισταθούν στο κακό που τους είχε βρει.
«Πάλι καλά που ήρθες, καθώς θέλω να σου δείξω κάτι» της είπε η Αφροδίτη εμφανίζοντας το γράμμα. «Το είχα αφήσει για εσένα, μα καθώς φαίνεται έπεσε σε λάθος χέρια» της έδειξε την απάντηση του Φίλιππου.
«Ίσως να έπεσε και στα σωστά. Αν εξαιρέσεις πως ο καημένος ο Φίλιππος, ζήτημα είναι αν έχει βγάλει το δημοτικό, κατά τα άλλα μοιάζει καλό παιδί και έχετε και κοινά»
«Ανδριανή εγώ...»
«Άκουσέ με. Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Ωστόσο το γράμμα σου ανοίγει άλλες πόρτες. Θα του μιλάς, δίχως να έρθεις αντιμέτωπη μαζί του. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα έρθεις και εσύ σε δύσκολη θέση»
«Και αν μου ζητήσει να βρεθούμε;» ψέλλισε ξεψυχισμένα η Αφροδίτη.
«Δεν χρειάζεται να πιεστείς. Μπορείς και να μη δεχτείς. Αν το κάνεις όμως, θα στείλουμε και τον Στέφανο, ώστε να βρίσκεται κάπου κοντά για δική σου ασφάλεια. Λοιπόν, θα απαντήσεις;»
«Δεν ξέρω τι να γράψω...»
«Ό,τι νιώθεις»
Για λίγο την κοίταξε. Υπήρχε μία ερώτηση που εδώ και ώρα επιθυμούσε να της θέσει.
«Με τον Στέφανο;» αρκέστηκε να ψελλίσει για να την δει να ταράζεται.
«Τι συμβαίνει ακριβώς;» ρώτησε η κοπέλα.
«Είναι ολοφάνερο. Είναι ο τρόπος με τον οποίο τον κοιτάζεις, όπως και εκείνος εσένα»
«Οι γονείς μου, θα μου γνωρίσουν σήμερα τον Παντελή. Είναι ο γιος του φίλου του πατέρα μου. Ο Στέφανος...ξέρεις τώρα. Τον θεωρούν λιγάκι ατίθασο...γυναικά...δεν ξέρω»
«Ξέρεις! Ο ξάδερφός μου δεν είναι τίποτε από αυτά. Είναι ένας υπέροχος νέος και επειδή είχε μία σχέση που απέτυχε και μερικές που τον λαχταρούσαν, δεν σημαίνει πως είναι γυναικάς» διαμαρτυρήθηκε.
«Τους ξέρεις τους γονείς και ειδικά τον πατέρα μου. Ήθελα να σε ρωτήσω αν είναι όλα καλά με τους Γερμαναράδες που φιλοξενείς. Ασχέτως αν δεν τους έδωσα καμία σημασία, μπορώ να παραδεχτώ πως είναι όμορφοι και φαίνονται μικροί»
«Δεν έχουμε και πολλές επαφές, μήτε θα το ήθελα. Χθες μονάχα, συνάντησα τον καστανό εδώ έξω. Ήταν μόνος του. Μου μίλησε λίγο, στα ελληνικά. Δεν μου αποκάλυψε από πού τα γνωρίζει. Μακάρι να μην υπήρχαν, να μην έρχονταν. Είναι δυσβάσταχτο»
«Ξέχασέ τους για λίγο και σκέψου για πρώτη φορά κάτι ευχάριστο. Δώσε μία απάντηση στον Φίλιππο»
Ποιος ήταν ωστόσο εκείνος ο άγνωστος; Τι ηλικία να είχε; Ήταν πράγματι ένας νεαρός ή ίσως ένας ακόμη δολοφόνος ψυχών; Ένα παιχνίδισμα της τύχης της; Πότε της είχε χαμογελάσει άλλωστε;
«Φοβάμαι...Εγώ...»
«Δεν χρειάζεται να τον συναντήσεις. Ίσως γράφοντας να κατορθώσεις να ανοιχτείς. Να βρεις έστω και ένα κομμάτι του παλαιού σου εαυτού»
Είχε φτάσει η ώρα της Ανδριανής να φύγει. Είχε δουλειά στο νοσοκομείο.
«Μην πάρεις μία απόφαση που θα μετανιώσεις. Εσύ τουλάχιστον, έχεις την ευκαιρία να ευτυχήσεις και γνωρίζω πολύ καλά, πως δίπλα στον Στέφανο θα είσαι ευτυχισμένη»
Τα λόγια της αντηχούσαν για ώρα μέσα στο μυαλό της Ανδριανής. Ο Παντελής φαινόταν μετρημένο παιδί, μα σε τίποτε δεν έμοιαζε με εκείνον. Εκείνον του οποίου τα μάτια διέθεταν έντονες, φυσικές γραμμές, σαν μολύβι μαύρο. Ο Στέφανος θα πήγαινε να εργαστεί σε ένα μεσιτικό γραφείο. Βγαίνοντας από το σπίτι, ο Σάββας και ο Ιωσήφ απομακρύνθηκαν επιστρέφοντας τον Λευτέρη στο σπίτι του και εκείνος έμεινε για λίγη ώρα να κοιτάζει την Ανδριανή. Κάθε φορά που την αντίκριζε, έχανε το χρώμα του. Οι παλάμες των χεριών του ίδρωναν και η αμηχανία φούντωνε.
«Είσαι καλά; Σε βλέπω σκεφτική» της είπε έχοντας πλησιάσει αρκετά.
«Εγώ...Σήμερα θα μου γνωρίσουν κάποιον» του πέταξε «Είναι φίλος των γονιών μου, καλό παιδί, μα...»
Ο Στέφανος έκανε ένα βήμα πίσω.
«Ώστε, υπάρχει δισταγμός εκ μέρους σου;»
«Δεν είμαι σίγουρη. Δεν...αισθάνομαι έτοιμη»
«Τότε απλώς αρνήσου» πήρε μία ανάσα «Ανδριανή, γιατί φοβάσαι να κυνηγήσεις τα όνειρά σου;» είχε πλησιάσει αρκετά.
Η αύρα του κορμιού του, η ζεστασιά της ανάσας του...Σχεδόν μπορούσε να νιώσει τους χτύπους της καρδιάς του. Το μέτωπό του απαλά, άγγιξε το δικό της. Οι ανάσες τους συγχρονίστηκαν διψασμένα. Για λίγο έκλεισαν τα μάτια τους, μα όταν τα άνοιξαν ξανά, εκείνος είχε απομακρυνθεί θλιμμένος. Μέσα του κόχλαζαν χίλια συναισθήματα, με κυριότερο εκείνο της ανάγκης να ξεφορτωθεί τους ναζί και τους φασίστες. Έπρεπε κάτι να κάνει. Ίσως μία λύση θα βρισκόταν, αν κατόρθωνε να ξετρυπώσει από κάπου μία γραφομηχανή. Το ίδιο κιόλας βράδυ, αποφάσισαν μαζί με τον Ιωσήφ, τον Σάββα και ακόμη δέκα άτομα από την παλαιά του γειτονιά, να μαζευτούν να συζητήσουν. Πού να ήξερε ωστόσο, πως η νύχτα, θα είχε πολύ άσχημη κατάληξη.
Ο Ιωσήφ, βοηθώντας δήθεν τρεις Ιταλούς που αναζητούσαν ούζο, μόλις τους είδε να πηδάνε έξω από την καρότσα τους, ευθύς σκαρφάλωσε και άρπαξε μερικά ψωμιά και μία αραβίδα. Αυτόν ήταν! Επιτέλους έπιανε ξανά στα χέρια του όπλο και αυτό οι Ιταλοί θα το πλήρωναν ακριβά. Προς το τέλος της οδού Ούλωφ Πάλμε, γνώριζε πως είχαν στρατοπεδεύσει σε σκηνές, μα και στα γύρω σπίτια. Η καζούρα ήταν εύκολη υπόθεση και έτσι, μόλις επέστρεψε ο Στέφανος, η ομάδα που είχε αποφασίσει να μαζευτεί, ξεκίνησε τη συζήτηση.
«Ευτυχώς που βρισκόμαστε μακριά από το σπίτι μου. Έχω δύο αξιωματικούς της Βέρμαχτ εκεί»
«Λοιπόν, ακούστε. Τι λέτε να πάμε να τους ενοχλήσουμε;» ρώτησε ο Ιωσήφ, δείχνοντας προς το μέρος των Ιταλών.
«Δεν ξέρω. Σήμερα που πήγα πρώτη μέρα στη δουλειά, βρήκα γραφομηχανή. Σκέφτηκα να γράφουμε προκηρύξεις. Ακόμη βέβαια δεν έχω ξεκινήσει να τη χρησιμοποιώ, μα είναι εργαλείο του μέλλοντος»
«Το παρόν έχει σημασία. Άντε πάμε!» βροντοφώναξε ο Ιωσήφ και άπαντες ξεκίνησαν να ουρλιάζουν Κορόιδο Μουσολίνι.
Οι Ιταλοί βγήκαν ευθύς έξω με ξύλα και ζωστήρες, ξεκινώντας να τους κυνηγούν. Η επόμενη κίνηση, ήταν η έναρξη ενός πετροπόλεμου, μέχρι που ο Ιωσήφ, είδε πως είχαν πιάσει δύο από την παρέα τους, κοπανώντας τους με ό,τι έβρισκαν. Ήταν τότε που άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε, δίχως να πετυχαίνει τον στόχο. Η κατάσταση αγρίεψε και τα κτηνώδη, εχθρικά ένστικτα, βγήκαν στην επιφάνεια. Δυστυχώς για όλους, μία γερμανική περίπολος στην οποία ανήκε και ο Φιλ, αντιλήφθηκε το περιστατικό. Ένας Ιταλός αξιωματικός εξήλθε, μα ο Ιωσήφ βλέποντας τους Γερμανούς, σε μία κίνηση τρέλας, σημάδεψε τον πρώτο, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Ο Στέφανος ξεκίνησε να του ουρλιάζει, ο Φίλιμπερτ άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του ζητώντας του να σταματήσει, όταν ο Ιωσήφ σήκωσε το όπλο εναντίον του.
Στην κίνηση αυτή, ο Φιλ στάθηκε γρηγορότερος, πυροβολώντας τον στον ώμο. Ο Ιωσήφ παραπάτησε, ενώ ταυτόχρονα μία πέτρα εκσφενδονίστηκε, σκίζοντάς το φρύδι του Γερμανού αξιωματικού. Το πρόσωπό του Φιλ γέμισε αίματα. Ο διπλανός του ωστόσο, σήκωσε ξανά το όπλο, έτοιμος να αποτελειώσει τον Ιωσήφ. Ανάμεσα στις φωνές Γερμανών, Ιταλών και Ελλήνων, ο Φιλ πυροβόλησε ξανά δίπλα από τον πεσμένο Ιωσήφ που εξαιτίας του σοκ, έμεινε ακίνητος. Οι Γερμανοί ετοιμάστηκαν να γαζώσουν όσους ήταν παρόντες, μα ο Ιταλός αξιωματικός έσωσε προσωρινά την κατάσταση. Δύο συνελήφθησαν, οι υπόλοιποι αποχώρησαν, μα ο Στέφανος έμεινε πεισματικά πάνω από το σώμα του φίλου του.
Το όπλο του Φίλιμπερτ τον σημάδεψε.
«Σήκω επάνω και ψηλά τα χέρια σου» τον διέταξε στα γερμανικά, πλησιάζοντάς τον. Κατόπιν τον έψαξε για όπλο και απευθύνθηκε στους υπόλοιπους στα γερμανικά. Το πρόσωπό του είχε μουσκέψει στο αίμα, όταν στράφηκε ξανά οργισμένος προς το μέρος του «Δεν μου αφήνεις περιθώριο, πέραν του να σε οδηγήσω στην Κομαντατούρ. Σε προειδοποίησα...» του γρύλισε και κατόπιν του ψιθύρισε «Ο φίλος σου ζει. Εσύ ωστόσο, θα με ακολουθήσεις»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top