Κανένα ωραιοποιήμενο ταξίδι.
Ήταν θυμάμαι μια από τις πιο κρύες νύχτες που είχα ζήσει, εκείνο το καλοκαίρι.
Όπως έλεγαν εκείνοι ήμουν καθαρή ένα ολόκληρο χρόνο, μέσα σε εκείνο το σάπιο μέρος.
Καθαρή...μια λέξη με τόσα νοήματα.
Και τι σημαίνει άραγε καθαρή νομίζεις πώς ξέρουν?
Θα σου πω εγώ τι σημαίνει. Αβάστακτοι πόνοι να κυριαρχούν το κορμί σου κάθε λεπτό που αναπνέεις,να λιώνει το βλέμμα σου, να χάνεσαι μέσα στο λευκό κλουβί που σε κρατάνε αιχμάλωτο σαν το αγρίμι, να νιώθεις τις φλέβες σου να σπάνε και κάθε μέρα να την αποζητάς όλο και περισσότερο.Να πέφτεις κατάχαμα στο πάτωμα και να έχεις σπασμούς σε όλο σου το σώμα κάθε μέρα.Να επιδιώκεις τον θάνατο.Στα χέρια μου βλέπω τα σημάδια της σύριγγας και να κόβομαι στα δυό. Το τοπίο να 'ναι θολό και μέσα του να αργοσβήνει το μυαλό μου. Να πεθαίνεις κάθε νύχτα στο κρεβάτι του κέντρου-το κρεβάτι του θανάτου-.Θα προτιμούσα εκείνη την τελευταία φορά να την είχα κάνει καθαρή την δόση με Ακούς? Να τελείωνε αυτό το μαρτύριο να έκανα εκείνο το ταξίδι που τόσο επιθυμούσα στην άσφαλτο.
Το κέντρο αποτοξίνωσης ήταν το μέρος όπου χωρούσαν όλα τα πρεζάκια της Αθήνας και των περιχώρων σαν και του λόγου της.Το μέρος όπου έχασαε και το μυαλό της.
Ξέρεις και τα πρεζάκια έχουν δικαιώματα φώναζα μα κανείς δεν με άκουγε. Είμαστε και εμείς άνθρωποι σαν και εσάς, όμως μας έβλεπαν και ποτέ δεν μας κοίταζαν στα μάτια είμαστε τα φαντάσματα της νυχτερινής Αθήνας, η πόλη ανήκει σε εμάς την νύχτα! Για όλους αυτούς δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά βδελύγματα της δίκαιης και συνετής κοινωνίας Τους. Όλοι μας κάνουν πέρα!Ακόμη και η ύπαρξη μας και μόνο είναι τόσο αποκρουστική που με μια κίνηση η "καθώς πρέπει" μητέρα αποστρέφει την προσοχή στο μικρό της αγγελούδι που σε ηλικία μόλις 4 ετών εκείνο αντικρίζει το πρώτο πτώμα στα στενά της Αθήνας μέρα μεσημέρι κάπου στην οδό Πανεπιστημίου. Το τραβάει δυνατά από το χέρι, με επικριτικό βλέμμα,το προστάζει να κοιτάξει αλλού και εκείνο υπακούει όμως που να φανταζόταν όμως ότι ακριβώς μετά από 16 μόλις χρόνια "το μικρό της αγγελούδι" θα ήταν εκείνο στη θέση αυτή ,να κείτεται νεκρή στην άσφαλτο με μόνο της υπάρχων την πλαστική της σύριγγα κολλημένη στο χέρι.
Είμαστε τα παιδιά ενός κατώτερου θεού,να βρισκόμαστε στην άσφαλτο νεκροί και μόνοι.Να ουρλιάζουμε από πόνο και κανείς να μην μας ακούει, ούτε ο ίδιος ο Θεός. Αυτός ο Θεός που ποτέ δεν είδα την ευσπλαχνία στο βλέμμα του.Τον μισώ τον Θεό με ακούς?Ξέρω καλά πως αυτές τις τελευταίες μου ώρες τον νιώθω να με παρατηρεί και να γελάει επικριτικά εις βάρος μου.
Είναι τόσο ειρωνικό δεν το βλέπεις?
Σήμερα νωρίς το πρωί με άφησαν ελεύθερη να φύγω από το κέντρο αποτοξίνωσης.
Ένιωθα τον ήλιο να καίει τη σάρκα μου.Σήκωσα να κοιτάξω τον γαλανό ουρανό μα το μόνο που μπορούσα να διακρίνω όμως ήταν την μεγάλη πινακίδα του απέναντι κτηρίου .Τα μάτια μου έτσουζαν,η καμένη βενζίνη των οχημάτων σε συνδυασμό με το θερμόμετρο να αγγίζει τους 43 βαθμούς κελσίου υπό σκιά με έκανε να λιώνω.Η Αθήνα καιγόταν κυριολεκτικά, η ένταση στο κέντρο της πόλης με έκανε να θέλω να τρέξω μακρυά.Δεν είχα συνηθίσει να βλέπω την Αθήνα πρωί και ομολογώ πως το χάος της πόλης με παρέσυρε.Η φασαρία της,το πλήθος ανθρώπων κοινωνικά απομονωμένο στη δική του γκρίζα πραγματικότητα με έκανε να καταλάβω πώς δεν είχα λείψει ούτε μια μέρα.Η πρώτη μου σκέψη τώρα που είμαι πλέον ελεύθερη ήταν να γίνω ένα με τον ρυθμό της, να γίνω ένα με την άλλη πλευρά της πόλης που ποτέ δεν είχα προλάβει να δω.Να ακολουθήσω τους φρενήρεις ρυθμούς της.Έτσι άγνωστη μεταξύ αγνώστων επιβιβάστηκα στο Μετρό με προορισμό το άγνωστο.
Περιπλανήθηκα όλη τη μέρα σχεδόν όμως ήξερα πώς η ώρα ερχόταν και αυτή τη φορά ήμουν έτοιμη άρχιζα να νιώθω το αίμα μου να βράζει,την καρδιά μου να με τσιμπάει, το στέρνο τις παλάμες μου να ιδρώνουν.Γύρω στις δώδεκα το βράδυ είχα φτάσει.
Ακολούθησα την άλλοτε γνωστή διαδρομή μου προς τη γνωστή στοά. Όμως κάτι είχε αλλάξει.Δεν μπορούσα να το προσδιορίσω αλλά ένιωθα αλλόκοτα. Η διαδρομή ήταν γνωστή. Χωρίς να το καταλάβω άρχιζα και ένιωθα τις φλέβες μου να κάνουν σπασμούς ξανά. Έτρεμαν τα πόδια μου. Μήπως θα έπρεπε να φύγω; "Μπορώ να αλλάξω το τέλος μου,μπορώ να γυρίσω στο σπίτι μου και όλα αυτά να τελειώσουν".
Σταματάω. Άρχιζα να αναπολώ το σπίτι μου,το πρόσωπο της μάνας μου.Το χαμόγελο της.Δάκρυα άρχιζαν να κυλάνε στο ωχρό μου πρόσωπο.Το βλέμμα αηδίας κάθε φορά που γύρναγα στο σπίτι "φτιαγμένη" όμως η μανούλα μου ποτέ δεν ήταν εκεί.
Ποτέ δεν ήθελε να με δει σε αυτήν την κατάσταση έτσι δούλευε ατελείωτες ώρες ή κοιμόταν στον γκόμενο.Μόνο ο μεγάλος καθρέφτης στο σαλόνι ήταν εκεί και το είδωλό μου που διαγραφόταν μέσα του.Ένα είδωλό αποκρουστικό.Μέσα του έβλεπα μια κοκαλιάρα με ωχρή όψη και με τρυπημένες φλέβες.Ματιά βυθισμένα στο αποσκελετομένο κρανίο της, με μαλλιά άλλοτε μακριά μαύρα,τώρα ξυρισμένα σύριζα .Η μάνα μου δεν ήρθε να με δει ποτέ στο κέντρο ούτε μια φορά. Άρχιζα να γελάω με μανία!"Εγώ σε κάθε ΓΑΜΗΜΕΝΗ επίσκεψη σε περίμενα! Που ήσουν όταν έλιωνα στον δρόμο; Που ήσουν όταν με μάζευε η αστυνομία; Που είσαι τώρα;"
Ούρλιαζα μέσα στο δρόμο.Τα πόδια μου δεν άντεξαν και έπεσα.Πονάω γιατί ποτέ της δεν μου στάθηκε. Οι σπασμοί στο σώμα μου αρχίζουν και γίνονται αβάστακτοι "άλλο ένα ξέσπασμα"σκεφτόμουν και καμιά βοήθεια από πουθενά. "Ήθελα μόνο να έρθεις και να με πάρεις από εκείνη την επίγεια κόλαση και να πηγαίναμε μαζί σπίτι! Που είσαι;" Οι φωνή μου άρχιζε να σπάει. Τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα και οι ερωτήσεις αυτές έπαιζαν σε επανάληψη ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι μου και η μόνη μου σκέψη ήταν πως έπρεπε απόψε να φέρω εις πέρας την μεγαλύτερη επιθυμία μου.Κράταγα το κεφάλι μου σφιχτά και όντας κουλουργιασμένη αποφάσισα να κάτσω εκεί για λίγο, κάτω στα καυτά, βρώμικα και σπασμένα πλακάκια της Οδού Τοσιτσας. Τα χέρια μου έτρεμαν χρειαζόμουν επειγόντως την δόση μου. Πιάνω από την ξεφτυσμένη τσάντα μου ένα κλεμμένο πακέτο τσιγάρα. Το κοίταξα, άνοιξα και είδα ότι είναι το τελευταίο δίπλα του δεσπόζει η μικρή μου σύριγγα. Ανάβω τσιγάρο και όσο περνάει η ώρα οι σπασμοί άρχιζαν και υποχωρούν.Τα χέρια μου σταματάνε να τρέμουν και εγώ άρχιζα να χάνομαι στις σκέψεις μου.
Όλη μου η ζωή ήταν ένα ταξίδι,σκεφτόμουν. Μια διαδρομή πάντα κάπου ήθελα να πάω.
Σήμερα θα ήταν το τελευταίο μου.
Έσβησα το τσιγάρο. Πέρασα το δρόμο και τώρα είμαι στην τελική ευθεία του δρόμου. <<Ο εκδότης του εισιτηρίου>>μου ήταν εκεί, στο ίδιο σημείο κάθε μέρα, πούλαγε τα εισιτήρια του στις χαμένες ψυχές για το ταξίδι τους. "Χάθηκες" μου λέει "Που ήσουν Αννούλα μου τόσο καιρό;Έλα σε έχω φτιάξει...το γνωστό να φανταστώ; " τον αντίκρισα και είδα πως και εκείνος είχε αλλάξει πολύ είχε χλωμιάσει και μύριζε από πάνω μέχρι κάτω "χόρτο". Με σιγουριά του λέω "Όχι θέλω καθαρή σήμερα Παύλο...και μεγάλη δόση έχω λεφτά". Με κοιτάει με απόρροια και αρχίζει να φωνάζει "Μικρή μην κάνεις καμιά μαλακία και βρω εγώ το μπελά μου! Εγώ μωρή μαλακισμένη φυλακή δεν ξανά πάω! ακούς μωρή;" Τα μάτια του γιάλιζαν.Χωρίς να το καταλάβω με είχε κολλήσει στον τοίχο και με πίεζε με δύναμη στο λαιμό .Τα πόδια μου δεν ακούμπαγαν το έδαφος, δεν μπορούσα να αναπνεύσω.Τα ματιά του έλαμπαν και οι φλέβες του προσώπου του είχαν όλες διογκωθεί. Όμως μέσα στα μάτια του διέκρινα φόβο και απελπισία. Φόβο να μην ξαναπεράσει ότι είχε περάσει στο παρελθόν. Πρώτη φορά έβλεπα τον Παύλο να εκφράζεται. Αυτό σήμαινε πως δεν είχε χάσει τα πάντα. Μέσα στο πνιγμό μου χαμογέλασα αφού το είδε σταμάτησε να με σφίγγει και με έσυρε αργά κάτω στο έδαφος με το χέρι του ακόμη στο λαιμό μου.
"Τι την θες τη καθαρή;Θα πας το ταξίδι τελικά;"
"Ναι Παύλο ήρθε η ώρα μου..." αποκρίθηκα με σιγουριά μέσα μου. Σήμερα είναι η βραδιά μου, σκέφτηκα.
"Καλό ταξίδι μικρή θα μου λείψεις".
Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε.
Και τώρα τι κάνω;
Με θυμάμαι θολά να περπατάω με τη καρδία στο στόμα.
Και τώρα τι κάνω;
Καταρρέω.
Και τώρα τι κάνω;
Ετοιμάζομαι να φυγω.
Και τώρα τι κάνω;
Είμαι εδώ σε ένα στενό της Πανεπιστημίου κάθομαι σε κάτι σκαλοπάτια από μάρμαρο,απλώνω τα τσακισμένα πόδια μου στο πεζοδρόμιο.
Και τώρα τι κάνω;
Έχω δέσει σφιχτά το λάστιχο ξανά στο χέρι μου.
(πόσο μου έλειψε)
Και τώρα τι κάνω;
Θολώνει το μυαλό μου...
Και τώρα τι κάνω;
Βγάζω από τη τσέπη μου τον αναπτήρα,κοιτάζω με προσοχή το κουτάλι.
Και τώρα τι κάνω;
Κοιτάω έντρομη το δρόμο,να μην με πιάσουν οι μπάτσοι.
Και τώρα τι κάνω;
Βγάζω-το εισιτήριο μου-από το σακουλάκι και το αδιάζω στο κουτάλι.
Και τώρα τι κάνω;
Βγάζω την σύριγγα από το πακέτο με τα τσιγάρα.
Και τώρα τι κάνω;
Χτυπάω με τα δύο δάχτυλα μου την φλέβα στο μπράτσο με ευλάβεια.
Και τώρα τι κάνω;
Σφίγγω κιαλλο το λάστιχο στο μπράτσο μου.
Και τώρα τι κάνω;
Γεμίζω τη σύριγγα.
Και τώρα τι κάνω;
Πατάω τη τελευταία καθαρή δόση.
Και τώρα τι κάνω;
Κοιτάω για μια τελευταία φορά τον ουρανό. Σήμερα έχει πανσέληνο.Αντικρίζω την Αθήνα για μια τελευταία φορά.
Και τώρα τι κάνω;
Κλείνω τα μάτια μου.
Είμαι έτοιμη.
Και τώρα τι κάνω;
Την τελευταία στάση στο ταξίδι μου.
Κανένα ρομαντικό ταξίδι.
Κανένα ωραιοποιήμενο τέλος για την ηρωίδα.
Ήταν ακόμα ένα παιδί που ξεψύχησε στην άσφαλτο.
Κανένα δακρυβρεχτο αντίο.
Καληνύχτα Αθήνα...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top