•3• Βραδινές Καύλες

Ζωή - Δε-δεν καταλαβαίνω τι με θέλεις εμένα.

Λέω έντρομη και πάω να σηκωθώ από την καρέκλα, εκείνος όμως έχει άλλα σχέδια. Με αστραπιαίες κινήσεις, με πλησιάζει και με ρίχνει ξανά στην θέση μου, με γύρισε με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαστε αντικριστά και έγειρε το σώμα του σχεδόν επάνω μου. Στήριξε τα χέρια του στα μπράτσα της καρέκλας, με εμένα ανάμεσα τους κολλημένη και αβοήθητη στη γωνία.

Αχ τον μαλάκα, φοράει ωραία κολώνια. Ποιός σου έδωσε το δικαίωμα μωρέ; Δεν θυμάμαι να σου είπα να μυρίζεις ωραία!

Κάμερον - Ήθελες να με ρεζιλέψεις εσύ και η φίλη σου, έτσι; Αλλά δεν σας βγήκε.

Είπε με ένα ειρωνικό υφάκι πλησιάζοντας το πρόσωπο του στο δικό μου.

Ζωή - Χα χα ναι. Άλλη όρεξη δεν είχαμε στις δύο το πρωί, με εσένα θα ασχολούμαστε.

Του λέω σπρώχνοντας τον από πάνω μου γιατί δεν μου αρέσει η στάση που πήρε, εγώ έχω το πάνω χέρι βλάκα.

Κάμερον - Και γιατί τότε δεν κοιμόσουν στις δύο το πρωί;

Ρώτησε πονηρά και ξανά πλησίασε το πρόσωπο του κοντά μου. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου αμήχανα και κόλλησα το κωλαράκι μου στην καρέκλα όσο πιο πολύ μπορούσα. Λίγο ακόμα και θα γίνομουν αυτοκόλλητο πάνω στο σίδερο.

Ζωή - Πώς ακριβώς να κοιμηθώ όταν η αγελάδα σου ακούγεται μέχρι το δίπλα τετράγωνο;

Τον ρώτησα πίσω κερδίζοντας λίγο χώρο και χρόνο από εκείνον. Επίσης πήρα και ένα πόιντ για καλό come back, bitches!

Κάμερον - Δεν ξύπνησες όταν την πέρασα από την πόρτα και ξύπνησες όταν είχαμε φτάσει στην κρεβατοκάμαρα που είναι στη άλλη άκρη του κτιρίου;

Ρώτησε ειρωνικά και χαμήλωσε το βλέμμα του στον εκτεθειμένο λαιμό μου. Χαμογέλασε πονηρά στον εαυτό του και κατέβασε το κεφάλι του στο ύψος του αυτιού μου.

Ζωή - Τ-τι κάνεις;

Ρώτησα ξέπνοη παίρνοντας μία βαθιά αναπνοή μέσα στα πνευμόνια μου. Ένιωθα την ανάσα του να πέφτει επάνω στο δέρμα μου, ένα περίεργο ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά μου.

Κάμερον - Περιμένω μια απάντηση.

Προσπάθησα να τον σπρώξω αλλά εκείνος παρέμεινε ακριβώς στο ίδιο σημείο. Χαμήλωνε όλο και περισσότερο το κεφάλι του σε σημείο να βρίσκεται τόσο κοντά μου που θα μπορούσε να φιλήσει την σάρκα μου.

Ζωή - Μ-με τον λαιμό μου τ-τι κάνεις;

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε ηχηρά να φύγει από τα χείλη του. Ο καυτός αέρας χτύπησε το δέρμα μου και ασυναίσθητα δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Όταν το συνειδητοποίησα, χτύπησα και εγώ τον εαυτό μου νοερά.

Κάμερον - Σου παίρνω μέτρα, θα μου χρειαστούν για το σκοινί που θα σου περάσω.

Δήλωσε χαλαρός αλλά εγώ με το που το άκουσα πετάχτηκα στον αέρα. Τον ηλίθιο, τον άχρηστο, το ζώο, το βόδι, το γίδι το όρθιο!

Ζωή - Κάμερον αγόρι μου, πάσχεις;

Κάμερον - Πότε επιτέλους έχεις σκοπό να ζητήσεις συγγνώμη για αυτό που έκανες την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας; Μια αληθινή συγγνώμη.

Ρώτησε χαλαρός καθώς σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος του.

Ζωή - Δεν κατάλαβα! Εγώ έφταιγα που μου μίλησες άσχημα και που δεν έχω μάτια στον κώλο μου; Εάν ζητήσεις εσύ πρώτος συγγνώμη τότε θα το σκεφτώ.

Του δήλωσα σταυρώνοντας και εγώ τα χέρια μου μπροστά από τη στήθος μου. Εκείνος σήκωσε το φρύδι του αλλά τα μάτια του αμέσως σκούρυναν δείχνοντας πως δεν είχε καμία παιχνιδιάρικη διάθεση πλέον.

Κάμερον - Είσαι απίστευτη κορίτσι μου! Πρώτα με χτυπάς κατακούτελα με τα σκουπίδια σου, έπειτα κάνεις συνέχεια φασαρία, η γιαγιά που νοίκιασε τον πάνω ορόφο μου έχει γίνει κολλιτσίδα εξαιτίας σου και τώρα φωνάζεις την αστυνομία στο σπίτι μου! Εσύ έχεις το πρόβλημα!

Έφτυνε τις λέξεις μέσα από τα δόντια του εκνευρισμένος και εγώ μούγκρισα σαν καμία αγελάδα που τρώει φρέσκο τριφύλι και το ευχαριστιέται!

Ζωή - Τώρα γιατί μπλέκεις τρίτους στην συζήτηση; Τι σου φταίει η κυρία Ευτέρπη ρε;

Εκείνος έξω φρενών με έσυρε από τον αγκώνα μου και άνοιξε την πόρτα.

Κάμερον - Φύγε γιατί θα σε πνίξω!

Ζωή - Α για να σου πω! Ό,τι θέλω θα κάνω!

Είπα και πάνω που πήγα να φτάσω πίσω στην καρέκλα του και να ξανά καθήσω, ένιωσα το χέρι του στον αγκώνα μου και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο τον κωλαράκο μου να πονάει από την έντονη σύγκρουση με το πάτωμα της εισόδου.

Πάει η κωλάρα μου! Από καρδιά έγινε μπαλονάκι!

Η πόρτα έκλεισε και τον άκουσα από μέσα να φωνάζει.

Κάμερον - Μην με ξανά ενοχλήσεις, ανώμαλη!

Εγώ στένεψα τα μάτια μου κοιτώντας την πόρτα και μιμήθηκα την φωνή του βγάζοντας την γλώσσα μου έξω.

Ζωή - ΝαΙ δΕν Θα Σε ΞαΝα ΕνΟχΛήΣω ΜαΜοΎχΑλΕ!

Ξανθή - Έχεις πρόβλημα;

Γύρισα να κοιτάξω την πυροβολημένη φίλη μου με τις πυροβολημένες ιδέες που θα την ρίξω στην πυρά μαζί με της ξενέρωτες του γκόμενου της Βίσση!

Ζωή - ΠΈΘΑΝΕΣ ΜΩΡΉ!

[...]

Χαλαρός καφές στο σαλόνι, έξι το απόγευμα και βλέπω friends. Ο χαρακτηριστικός ήχος του κινητού μου έδωσε να καταλάβω ότι είχα μήνυμα. "ΜΕΕΕΕΕΣΙΤΖ" έσκουξε σαν ετοιμόγεννη αγελάδα και πλησίασα ώστε να ανοίξω την οθόνη.

"ΕΊΣΑΙ ΝΑ ΠΆΜΕ ΓΙΑ ΠΟΤΌ ΑΠΌΨΕ; ΔΕΝ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΈΡΕΙ ΑΝ ΘΕΣ Ή ΌΧΙ, ΣΤΙΣ ΔΈΚΑ ΘΑ ΠΕΡΆΣΩ ΝΑ ΣΕ ΠΆΡΩ"

Ποιός άλλος; Η Ξανθή.

Εν τω μεταξύ τι κρίπι αυτό που στα κανονικά μηνύματα δεν μπορείς να γράψεις με μικρά και γράφεις με κεφαλαία. Μου δίνει την εντύπωση ότι με φώναζε τόση ώρα.

"ΚΑΛΑ, ΘΑ ΚΆΝΩ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΆ ΜΟΥ ΒΡΆΧΟ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΠΙΩ ΚΑΙ ΑΥΤΌ ΤΟ ΠΟΤΉΡΙ"

Η ώρα δεν άργησε να περάσει και εγώ ίσα που πρόλαβα να κάνω ένα μπάνιο, να βρω ρούχα, να στεγνώσω και να φτιάξω μαλλί, να βαφτώ και να ντυθώ σαν άνθρωπος. Είχε πάει πια 22:04 και περίμενα ανά πάσα στιγμή μήνυμα της κολλητής μου.

"ΕΊΜΑΙ ΑΠΌ ΚΆΤΩ, ΚΑΤΈΒΑ"

Πήρα το μαύρο μου τσαντάκι με τη χρυσή αλυσίδα και κλείδωσα το διαμέρισμα μου. Τότε όμως ακριβώς άκουσα την πόρτα του απέναντι διαμερίσματος να ανοίγει. Γύρισα να κοιτάξω τον γείτονα μου να φορά την φόρμα του και ένα απλό φανελάκι. Τον κάρφωσα με το βλέμμα μου για ένα δευτερόλεπτο πριν σπεύσω να βάλω το κλειδί μου μέσα στο τσαντάκι μου. Πάτησα το κουμπί του ασανσέρ και διακριτικά τον είδα να με παρατηρεί από τα γυμνά πόδια μου έως τη τελευταία τρίχα της κοτσίδας μου.

Τι έγινε Ντάλας; Σαν να μην έχεις να πεις κάτι σήμερα…

Κάμερον - Μάλιστα...

Ζωή - Όλα καλά;

Τον ρώτησα χαλαρή και άπλωσα λίγο παραπάνω το γυμνό μου πόδι  προς το μέρος του. Εκείνος με κοίταξε και ξανά ανέβασε τα μάτια του σε εμένα.

Κάμερον - Μια χαρά γειτόνισσα.

Είπε και με αργά βήματα στάθηκε δίπλα μου. Τι στο διάολο; Είναι πέφτουλας μέχρι εκεί που δεν πάει, δεν τον επηρέασε καθόλου η εμφάνιση μου;

Και στην τελική γιατί με νοιάζει κιόλας;

Περιμέναμε και οι δύο αμίλητοι το ασανσέρ να φτάσει. Μα καλά αυτός που πάει;

Ζωή - Θέλεις κάτι;

Τον ρώτησα καθώς στάθηκα σωστά στα πόδια μου και εκείνος με την σειρά του χαλαρός, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες της γκρι φόρμας του.

Κάμερον - Ούτε το ασανσέρ δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε;

Ρώτησε με σηκωμένο το φρύδι ειρωνικά και εγώ στριφογύρισα τα μάτια μου.

Ζωή - Καλά άσ' το. Πάω με τα πόδια.

Είπα ξεκινώντας τον δρόμο προς τις σκάλες αλλά η φωνή του με σταμάτησε.

Κάμερον - Γιατί; Τόσο σε επηρεάζει η παρουσία μου στον ίδιο χώρο;

Ρώτησε με έναν περιπαικτικό τόνο και εγώ γύρισα να τον κοιτάξω με απαξίωση στο βλέμμα μου.

Ζωή - Κάνε καμιά κωλοτούμπα, γείτονα.

Του είπα και ξεκίνησα να κατεβαίνω τα σκαλιά. Το χέρι του έπιασε τον καρπό μου κάνοντας με να σταματήσω. Γύρισα να τον κοιτάξω καθώς προσπάθησα με νύχια και με δόντια να κρύψω το χαμόγελο μου.

Κάμερον - Θα πάω εγώ με τα πόδια, πήγαινε εσύ με το ασανσέρ. Φοράς αυτούς τους διαβόλους, θα σκοτωθείς πουθενά.

Είπε εννοώντας τα τακούνια μου και εγώ του χαμογέλασα σαν ηλιαχτίδα.

Ζωή - Είδες που επικοινωνούμε όταν δεν είσαι τόσο μαλάκας;

Του είπα τσιμπώντας του το μάγουλο και εκείνος άφησε το χέρι μου εκνευρισμένος.

Το παιχνίδι τώρα αρχίζει!

Πλευρά Κάμερον

Πού ακριβώς πηγαίνει ντυμένη έτσι; Σαν καρνάβαλος είναι. Πού νομίζει ότι βρίσκεται;

Γαμώ…

Είναι καύλα απόψε

Όλον αυτόν τον καιρό που τυχαίνει να την βλέπω να απλώνει τα ρούχα της, να βγαίνει βόλτες, να γυρίζει από την σχολή της, φαίνεται τόσο καθημερινή κοπέλα που δεν ζητά τίποτα παραπάνω από μια κανονική ζωή και έρχεται απλά η σημερινή ημέρα να διαλύσει την εικόνα που είχα σχηματίσει. Η γυναίκα είναι το πρωί νοικοκυρά και το βράδυ αμαρτωλή! Το σετάκι που φοράει είναι φωτιά σε συνδυασμό με τα καλλίγραμμα πόδια της.

Αυτό το μωρό το είχα πριν λίγες μέρες στο διαμέρισμά μου και σήμερα απλά μου δείχνει πως δεν την ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Επίσης αυτό το μωρό είναι κωλόμωρο και μου σπάει τα νεύρα, Κάμερον συγκεντρώσου! Εκείνη μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί για το ισόγειο. Την παρατηρούσα καθώς έκλεινε η πόρτα, με κοιτούσε επίσης στα μάτια. Πώς στο διάολο γίνεται να με ερέθισε τόσο γρήγορα και μόνο με δύο βλέμματα; Το ήξερα ότι από ανέκαθεν ήμουν ανώμαλος αλλά όχι και με την γειτόνισσα. Δεν έχει καμία σχέση με τον τύπο μου η- η γειτόνισσα...

Όταν έκλεισε πια η πόρτα, κατέβασα το βλέμμα μου στο παντελόνι μου και σήκωσα ψηλά το φανελάκι μου. Η φόρμα μου είχε διογκωθεί στη βουβωνική χώρα και απλώς στριφογύρισα τα μάτια μου. Είναι εντάξει Κάμερον, δεν πειράζει που απλά σε καύλωσε η γειτόνισσα σου. Που επίσης σου την δίνει θανάσιμα στα νεύρα και θέλεις να την στραγγαλίσεις επιτόπου. Που επίσης βγήκε σαν ξέκωλο σήμερα και θα της την πέσουν όλοι. ΧΑ! Και ας της την πέσουν, τι ζόρι τραβάω εγώ; Εγώ και ωραίος είμαι, και καριέρα χτίζω, και δεν κυνηγάω μουνάκια που λέει και ο Hawk. Άμα θέλω, τόσες έχω, δηλαδή-

γαμώ το σπιτάκι, τι σκατά σκάλωσα τώρα;

Ξεκίνησα με σπριντάκι να κατεβαίνω τις σκάλες σαν μανιακός για να την προλάβω. Ίσως τουλάχιστον θα μπορούσα να δω με τι θα φύγει, αν θα την πάρει καμιά φίλη, κανένας γκόμενος; Όταν πια είχα φτάσει ισόγειο εκείνη έβγαινε περπατώντας με χάρη από το κτίριο. Η αλογοουρά της κουνιόταν με κάθε βήμα της προκαλώντας μου γρήγορες πονηρές σκέψεις. Ο καβάλος μου διογκώθηκε περισσότερο. Πουλί! Σταμάτα να σκέφτεσαι πίπες! Δεν είναι ώρα για μαλακίες! Κυριολεκτικά!

Βγήκα διακριτικά έως την εξώπορτα της πολυκατοικίας και την είδα να μπαίνει σε ένα μικρό λευκό σαραβαλάκι. Καθώς το αμάξι χάνονταν στον αυτοκινητόδρομο διέκρινα τις πινακίδες του, "STP 2369". Και τότε μόνο κατάλαβα πως αν την γυρίσω εγώ πίσω θα μπω εύκολα μέσα στο σπίτι της για την τελική πλάκα. Χαμογέλασα σατανικά, η πλάκα σου με τον αστυνομικό μόνο έτσι ξεπληρώνεται.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top