•27• Η φωνή της λογικής
Πλευρά Ζωής
Έχουν περάσει περίπου δέκα μέρες από το βράδυ που πήγα στο σπίτι του και από τότε δεν τόλμησα να ξανά βγω από το διαμέρισμα μου απ' τη ντροπή μου. Έπρεπε όμως να πάω και στο σούπερ μάρκετ, το στομάχι μου παίζει ταμπούρλο από χθες βράδυ! Η Ξανθή ήρθε μόνο την Πέμπτη και μου είπε εν ολίγοις ότι έκανα μαλακία που πήγα έτσι και ότι ήταν έξαλλος με την συμπεριφορά μου. Τι άλλο έπρεπε να κάνω; Να πέσω στα πόδια του;
Βάζω το μπουφάν μου και παίρνω τα κλειδιά μου μαζί μου. Έχω μόνο 20€. Η Ξανθή μου άφησε το αμάξι της στην είσοδο για να πάω με αυτό, ο γιατρός είπε ότι καλό θα ήταν να αποφύγω τις πολλές μετακινήσεις, τον συνωστισμό και τις έντονες συναισθηματικές αλλαγές. Έχω ήδη καταρρίψει το τελευταίο, επομένως γιατί όχι και τα άλλα δύο;
Κατεβαίνω από τις σκάλες μέχρι το ισόγειο και βάζοντας τα χέρια στις τσέπες μου, βλέπω το αμάξι της Ξανθής στην άκρη του δρόμου. Ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου περπατώντας στο πεζοδρόμιο. Κοιτώντας χαμηλά σκέφτομαι τις συζητήσεις που είχαμε κάνει με τον Κάμερον σε αυτούς τους δρόμους όταν γυρίζαμε από τις εξόδους μας, τα μικρά πεταχτά φιλιά που μου έδινε όταν έβγαινα από το αμάξι του, τον τρόπο που στεκόταν όταν περίμενε να κατέβω από το διαμέρισμα μου για να με "κυκλοφορήσει". Δεν καταλαβαίνω πως καταλήξαμε έτσι. Με αγαπάει, μου το είπε. Και εγώ τον αγαπώ, πολύ, αλλά...
Στέφανος - Ζωή! Επιτέλους! Τόσες μέρες σε ψάχνω, με ανησύ- γιατί κλαίς;
Σηκώνω το βλέμμα μου και μόνο τότε αντικρύζω έναν αλαφιασμένο Στέφανο μπροστά μου. Με έχει πιάσει από τα μπράτσα και με κοιτά στα μάτια. Κλαίω;
Ζωή - Σ-Στέφανε; Τι κάνεις εδώ;
Στέφανος - Ερχόμουν στο σπίτι σου. Σου έστειλα εδώ και τρεις μέρες και δεν το έχεις διαβάσει καν, στην σχολή δεν πατάς, η Ξανθή δεν μου μιλάει και ήθελα να σιγουρευτώ ότι είσαι καλά.
Ζωή - Ναι... μια χαρά είμαι, όπως βλέπεις.
Στέφανος - Μα εσύ κλαις. Τι είναι ρε Ζωίτσα;
Δαγκώνω το χείλος μου και τον κοιτάζω, σφίγγω τις γροθιές μου μέσα στις τσέπες μου. Όχι ρε, έκανα τόσο κόπο για να είμαστε μαζί και δεν θα τον χάσω έτσι... Μόνο εκείνος μπορεί να με λέει Ζωίτσα! Κανένας άλλος...
Ζωή - Στέφανε δεν θέλω άλλο να μιλάμε.
[...]
Στέφανος - Μα γιατί;
Κλαψουρίζει την ώρα που πιάνω τα κορν φλέικς μου και τα βάζω στο καρότσι. Μια γυναίκα με το παιδί της παραπατά και με σκουντάει, χτυπώ στην άκρη του καροτσιού. Με κοιτάζει και χαμογελάει απολογητικά, της γνέφω.
Ζωή - Σου εξήγησα. Δεν μπορώ να τον ξεπεράσω, με πιάνεις;
Στέφανος - Όχι ρε Ζωή, δεν σε πιάνω, καθόλου δεν σε πιάνω. Μια ευκαιρία σου ζητάω και κάθε φορά που πας να μου την δώσεις, εμφανίζεται ο πρώην σου και τα γαμάει όλα.
Κοιτάζω τις τιμές για το ψωμί και διαλέγω μια μπαγκέτα. Ψιλοκοιτάζω και τα ντόνατ, αχ... κολάστηκα!
Στέφανος - Αφού ρε ματάκια μου σε έχει πληγώσεις πολλάκις φορές, γιατί δεν το δοκιμάζουμε τα δυο μας;
Ζωή - Σκέτο πολλάκις, είναι πλεονασμός.
Στέφανος - Αυτό μας πειράζει τώρα;
Πιάνω και δύο ντόνατ βάζοντας τα σε μια χάρτινη σακούλα. Με θρησκευτική ευλάβεια τα τοποθετώ μέσα στο καλάθι, δίπλα από το ψωμί.
Ζωή - Στέφανε.
Σταματώ να σέρνω το καρότσι μου και γυρίζω να τον κοιτάξω. Εκείνος μένει ακίνητος και προσηλωνεται στα μάτια μου.
Ζωή - Συγγνώμη και πάλι. Δεν μπορώ να κάνω κάτι. Καλύτερα να είμαι μόνη μου από το να σε κοροϊδεύω... ακόμα και αν μη με θέλει αυτός.
Στέφανος - Μια ευκαιρία σου ζήτησα ρε Ζωή μου, μια ευκαιρία.
Ζωή - Λυπάμαι. Καλή συνέχεια.
Ξεφυσάω και γυρίζω για να σύρω το καρότσι μου. Τον ακούω από πίσω μου να ανασαίνει βαριά και να τινάζει τα ρούχα του.
Στέφανος - ΣΕ ΘΈΛΩ, ΜΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ;
Φώναζε από πίσω μου και εγώ με αργά βήματα συνέχισα να σέρνω το καρότσι μου. Πλέον δεν με ενδιαφέρει αν έκανα και άλλη μαλακία ή όχι, πλέον με ενδιαφέρει το τι θέλω πραγματικά εγώ στη ζωή μου. Ρουθουνίζει πίσω μου και γελάει χλευαστικά.
Στέφανος - ΧΑΙΡΕΤΊΣΜΑΤΑ ΝΑ ΤΟΥ ΔΏΣΕΙΣ!
Με ειρωνεύεται αλλά εγώ δεν του δίνω σημασία. Ξεφυσάει και φεύγει με μεγάλα βήματα από το κατάστημα. Καταπίνω ηχηρά και γυρίζω το καρότσι μου προς το ταμείο αλλά μια γνωστή φυσιογνωμία τραβάει για λίγο την προσοχή μου από τον διάδρομο ακριβώς πίσω από τον δικό μου. Φορούσε ένα γαλάζιο φούτερ και είχε καστανόξανθα μαλλιά. Ήταν ο Κάμερον; Κοιτάζω επίμονα για λίγο την άκρη του διαδρόμου μέχρι που σκύβω απότομα το κεφάλι μου για να δω έναν διάδρομο άδειο. Τι στην ευχή; Πουλάκια κάνουν τα μάτια μου; Στα όρια της παράνοιας φτάνω στο ταμείο και τοποθετώ τα πράγματα από το καρότσι μου. Κοιτάζω απολογητικά την υπάλληλο.
Ζωή - Με συγχωρείτε για αυτό, παρακαλώ αν ο λογαριασμός ξεπεράσει τα 20€, μην συμπεριλάβετε τα ντόνατ και... τις σερβιέτες.
Έχω ξανά περάσει με διπλωμένο χαρτί υγείας, μια συνήθεια είναι όλα...
Η ταμίας με κοιτά με το απολογητικό βλέμμα της και γνέφει. Χτυπά τα πράγματα μου στο ταμείο και όταν φτάσει στα 20€ σταματάει. Πράγματι, αφήνω πίσω μου τα ντόνατ και τις σερβιέτες και βάζω σε μια σακούλα τα λιγοστά πράγματα που πήρα.
Ζωή - Ευχαριστώ.
Με την ελαφρώς βαριά σακούλα στο χέρι μου ξεκινώ τον δρόμο για το σπίτι. Βλέπω το λεωφορείο να φτάνει στη στάση και κάνω στο μικρά βήματα για να το προλάβω. Μια στάση πιο κάτω θα κάνω και θα κατέβω. Σε ένα λεπτό θα είμαι σπίτι.
Μια ψηλή γυναίκα με σπρώχνει δυνατά για να περάσει και πέφτω μπροστά, ένας γέρος άνδρας γραπώνει την μέση μου και επιδεικτικά κολλάει επάνω μου.
Ζωή - Σ-σας παρακαλώ!
Σπρώχνω τον ηλικιωμένο από πίσω μου και εκείνος πέφτει επάνω σε έναν νεαρό, ο οποίος πέφτει επάνω σε μια μεσήλικη, η οποία πέφτει πάνω σε μια γυναίκα με ράστα, η οποία πέφτει επάνω σε έναν κλαρινογαμπρό της κακιάς ώρας, ο οποίος την σπρώχνει πίσω εκνευρισμένος και εκείνη πέφτει πάνω στην μεσήλικη γυναίκα, που πέφτει πάνω στον νεαρό, που πέφτει πάλι στον γέρο, ο οποίος καταλήγει επάνω μου! Τον σπρώχνω όσο τον νιώθω να ακουμπά σημεία που δεν πρέπει και το αμέσως επόμενο λεπτό ακούω το κουδούνι για την στάση μου. Η πόρτα ανοίγει και με δύναμη, σπρώχνω τον ηλικιωμένο και τρέχω έξω από το λεωφορείο με την τσάντα μου. Η πόρτα κλείνει και το λεωφορείο ξεκινά σιγά σιγά. Ευτυχώς γλίτωσα από αυτό εγώ και τα πράγματα μου- η σακούλα μου; Που είναι η σακούλα μου;
Κοιτάζω πανικόβλητη γύρω μου και δεν την βλέπω πουθενά, το λεωφορείο έχει ήδη ξεκινήσει και το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να χτυπήσω με τις παλάμες μου τις λαμαρίνες της γαλαρίας. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ρουφώ την μύτη μου, πάλι κλαίω. Γονατίζω στο έδαφος για να πάρω την τσάντα μου και με πιάνουν γοερά κλάματα στην μέση του πεζοδρομίου. Πώς σκατά τα έχω κάνει όλα έτσι... Νιώθω την καρδιά μου να χάνει χτύπους αλλά το αγνοώ, προς το παρόν δεν έχω ούτε να φάω.
Περαστικός - Κυρία, είσαι καλά; Να σε πάω σπίτι σου;
Ζωή - Είμαι εντάξει.
Εκείνος κουνάει το κεφάλι και με γρήγορα βήματα φεύγει. Πιάνω την τσάντα μου και σκουπίζω γρήγορα τα δάκρυα μου πριν τρέξω μέσα στην πολυκατοικία μου. Ανεβαίνω τις σκάλες χτυπώντας τα τακουνάκια από τις μπότες μου στα σκαλοπάτια και ακούω τους παλμούς μου να χτυπάνε στα αυτιά μου. Μόλις φτάνω στην πόρτα μου όμως μου κόβεται η ανάσα. Στο πάτωμα της εισόδου βρίσκεται η σακούλα με τα ντόνατ και οι σερβιέτες. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και πνίγω έναν λυγμό. Ακόμα και όταν δεν θέλει να μου μιλάει, με σκέφτεται.
Πλευρά Κάμερον τρεις ημέρες μετά
Κάμερον - Δεν μπορώ να μιλήσω άλλο Πάμπλο, ακύρωσε ότι κλείσαμε για αυτή την εβδομάδα και τέρμα.
Του το κλείνω στα μούτρα και πετάω το κινητό μου επάνω στο σιδερένιο τραπεζάκι του νοσοκομείου. Γαμώ το κέρατο μου το τράγιο-
Νας - Τουλάχιστον δεν είναι στο χειρουργ-
Κάμερον - Ναι μαλάκα, και της έχουν πρηστεί τα πνευμόνια από τις αναρροφήσεις. Μ' αρέσει που σας εμπιστεύτηκα κιόλας με το μηχάνημα! Ότι θα της δείχνατε πώς να κάνει μόνη της και τέτοια!
Σφίγγω τις γροθιές μου και κοιτάζω απειλητικά την Ξανθή. Διέκοψα την φωτογράφιση μου και γύρισα πίσω άρον άρον με το που με ενημέρωσαν ότι η Ζωή βρέθηκε εκτάκτως στο νοσοκομείο. Και έχεις και την φίλη της να σου λέει "δεν ξέρω τι έπαθε, εκεί στα ξαφνικά που έκλαιγε". Μωρή μαλάκω, εάν έπρεπε να κλαίει λες να την αφήναμε να βγαίνει έξω; Όλη την ημέρα σε ταινίες του Παπακαλιάτη θα την έβγαζε...
Ξανθή - Δεν ήθελε να κάνει αναρροφήσεις.
Κάμερον - ΈΠΡΕΠΕ!
Της φωνάζω και ο Νας με αγριοκοιτάζει πριν την αγκαλιάσει αλλά εγώ τον αγνοώ. Η ζωή της πάλι βρίσκεται σε κίνδυνο γιατί τα πνευμόνια της λέει απέκτησαν ευαισθησία μετά την εγχείρηση και οι έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις δεν την βοηθούν. Εγώ αυτό πως υποτίθεται ότι έπρεπε να το ξέρω; Μου το είχε πει κανείς; Και την άφησα ο μαλάκας να κλαίει μπροστά μου. Και αν μου πάθει κάτι; Πώς θα μου το συγχωρήσω;
Ξανθή - Κάμερον...
Γυρίζω να την κοιτάξω και εκείνη καταπίνει ηχηρά χωρίς να διακόψει την οπτική επαφή μαζί μου.
Ξανθή - Κάποτε μου ζήτησε να την αφήσω να πεθάνει γιατί ήξερε ότι θα ταλαιπωρηθεί για πολύ καιρό στο νοσοκομείο και δεν ήθελε να το περάσω όλο αυτό μαζί της, δεν ήξερε αν θα είχε αποτέλεσμα και τα λεφτά ήταν πολλά, ήταν τόσα πολλά που ούτε εγώ δεν ξέρω που θα τα βρίσκαμε...
Ρίχνω για κλάσματα του δευτερολέπτου το βλέμμα μου στο πάτωμα μέχρι να την ξανά κοιτάξω. Ισιώνω το κορμί μου και περιμένω.
Ξανθή - Όμως το δύσκολο κομμάτι έφυγε, ελπίζω... Γι' αυτό, ήθελα να σου πω ότι α-αν τα κάνεις όλα αυτά από υποχρέωση, να ξέρεις ότι-
Κάμερον - Την αγαπάω.
Νας - Μα εσύ είπες ότι-
Κάμερον - Είπα, όντως είπα, αλλά δεν μπόρεσα να τα εφαρμόσω. Δεν μπορείς να σταματήσεις να αγαπάς έναν άνθρωπο από την μια μέρα στην άλλη.
Εκείνοι κοιτιούνται μεταξύ τους και μετά γυρίζουν σε εμένα.
Ξανθή - Σου κράτησε τόσα μυστικά.
Νας - Σε απάτησε.
Κάμερον - Το μετάνιωσε, και την συγχώρεσα ακόμα και αν δεν της το είπα. Ελπίζω να μπορέσουμε κάποια μέρα να χτίσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης. Μέχρι τότε όμως, η σχέση μας θα παραμείνει φιλική.
Η Ξανθή κατεβάζει το βλέμμα της στο δάπεδο και ο Νας κουνά το κεφάλι του καταφατικά. Ας βγούμε πρώτα από αυτό το νοσοκομείο και όλα θα έρθουν στην θέση τους. Μέχρι τότε, θα σου ψήσω το ψάρι στα χείλη Ζωίτσα μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top