·Μάδαγες τις μαργαρίτες για να δεις αν σε μισώ·

Ο Έλβις έχει φορέσει το επικριτικό του βλέμμα και όσο πιο σιγανά μιλάει στην Αλίσια που σαν βρεγμένη γάτα κρύβεται πίσω από τα μαλλιά της. Δεν παραλείπει βέβαια να ρίχνει κλεφτές ματιές στον πρώην που κάθεται μερικά μέτρα μακριά και όλο κοιτάει προς το μέρος του.

Ε, όχι δα! Και το απάτησε το κορίτσι και ζηλεύει κι από πάνω!

Απαράδεκτο.

Οπότε ο νεαρός χαμογελά αποπροσανατολίζοντας τον τύπο που δεν ασχολείται με την κοπέλα του. «Και επειδή εσύ θέλεις να πάρεις εκδίκηση, θα έπρεπε να με φιλήσεις;»

«Αυτό σκέφτηκα εντάξει;»

«Υπάρχουν τόσα άλλα σενάρια που θα μπορούσες να έχεις σκεφτεί! Αφού ξέρεις μισώ την σωματική επαφή.»

Η Αλίσια ξέρει πως έχει δίκιο. Έδρασε γρήγορα και εντελώς απερίσκεπτα. Μα είναι και αυτός ο Ιταλός που δεν μπορεί να μην του μπει στο μάτι!

«Ωραία, δώσε μου εσύ ιδέα. Τι θα έπρεπε να κάνω;»

«Είναι αναγκαστικό ότι έπρεπε να το παίξουμε ζευγαράκι της χρονιάς;»

Η κοπέλα έσμιξε τα μάτια της σε μια γραμμή. «Δηλαδή αν η πρώην σου ερχόταν εδώ με αυτόν που σε απάτησε, δεν θα ήθελες να της μπεις στην μάπα;»

«Όχι!»

Βρε κοίτα να δεις που υπάρχουν και ώριμοι άνθρωποι!

«Εγώ όπως βλέπεις δεν είμαι ανώτερος άνθρωπος.»

Της γεμίζει το ποτήρι χαμογελώντας την στιγμή που ο λεγάμενος κοιτά ξανά. Και τώρα ζητά από το ραντεβού του να αλλάξουν θέσεις γιατί το να τους έχει πλάτη μάλλον ήταν τρομερά δύσκολο, μην στραβολαιμιάσει. Και η κοπέλα, ανυποψίαστα αθώα, το δέχεται. Ο Έλβις απορεί και μόνο με την κίνησή του.

«Κυριολεκτικά άλλαξαν θέσεις.»

Η Αλίσια πλησιάζει πιο κοντά του και χασκογελά με το ύφος του. Μισεί την σωματική επαφή, ναι, αλλά ξέρει πως ο Έλβις δείχνει μια παραπάνω ανοχή σε εκείνη από την πρώτη τους κιόλας γνωριμία. Εννοείται και θα το εκμεταλλευτεί.

«Επιμένω, ήταν αναγκαίο να προσποιηθούμε ότι είμαστε σε σχέση;»

«Επιμένω, βρες μου μια άλλη λύση και τα σταματάω όλα.»

Και ο Έλβις κάθισε και σκέφτηκε.

Και σκέφτηκε.

Και η Αλίσια ζήτησε λογαριασμό. Και το γλυκάκι τους έφεραν. Και ο Έλβις ακόμη σκέφτεται. «Την λύση να μου την βρεις άμεσα όμως ε; Μην φτάσει την επόμενη φορά που θα τον δω.»

Ο νεαρός παραδίνεται. Βγάζει τα γυαλιά του, κάνει λίγο μασάζ ψηλά στην μύτη και έπειτα τα φορά ξανά. «Εντάξει. Οκέι. Δεν έχω άλλη ιδέα.»

«Αλίμονο!»

«Όμως έχω μια ερώτηση...»

Η κοπέλα τρώει την τελευταία κουταλιά από το παγωτό της. Και τι σημασία έχει που είναι Φεβρουάριος; Το παγωτό είναι διαχρονικής φύσεως, άσχετο, αλλά πέρα από αυτό δεν έχει εποχή. Τρώει λοιπόν την τελευταία κουταλιά από το παγωτό της και του κάνει νόημα να συνεχίσει ακάθεκτος.

«Γιατί απλά δεν λες την αλήθεια;»

«Ποια είναι η αλήθεια;»

«Ότι δεν έχεις σχέση!»

Ευτυχώς, αυτό το είπε έντονα μα το είπε και χαμηλόφωνα. Ευτυχώς. Η Αλίσια κοίταξε πίσω από τον ώμο της και το βλέμμα της συνέπεσε σε αυτό του πρώην. Σε κάθε άλλη περίπτωση, στο βιβλίο η περιγραφή θα ήταν «χιλιάδες πεταλούδες πλημμύρισαν το στομάχι της» μα σε ετούτο εδώ, η Αλίσια θέλει να τις ξεράσει τις ξεχασμένες πεταλούδες. Γυρίζει ξανά το σώμα της στο τραπέζι της.

«Γιατί στον τοξικό και τον φασιστή δεν δίνεις θάρρος. Αυτός δεν είναι φασιστής, μα ήταν τοξικός οπότε εγώ δεν έχω όρεξη να ξυπνάω αύριο το πρωί με μήνυμά του που να λέει πόσο του λείπω.»

Το λογύδριο της ήταν γλυκούτσικο. Και εύστοχο, εντάξει. Μα ο Έλβις ξέρει πως δεν είναι αυτός ο λόγος, ο πραγματικός.

«Ή απλώς ντρέπεσαι.»

«Ναι και αυτό αλλά δεν έχει σημασία.»

«Γιατί ντρέπεσαι με την επιλογή σου;»

Η Αλίσια τώρα φορά το σοβαρό της ύφος. Τώρα τα πράγματα είναι όντως σοβαρά. «Δεν ντρέπομαι γενικά. Ντρέπομαι να παραδεχτώ σε αυτόν ότι είναι η αιτία που μίσησα τον έρωτα. Δεν θέλω να του δώσω αυτή την δύναμη, δεν του αξίζει.»

Ο Έλβις της κάνει νόημα να σηκωθούν και να φύγουν δίχως να απαντήσει. Της ψιθύρισε λίγο αργότερα ένα «καταλαβαίνω» μα δεν άφησε την συζήτηση να τραβήξει παραπέρα. Είχε τους λόγους της που έκανε ό,τι έκανε και εντάξει, δεν θα την κρεμάσουμε κιόλας!

Βέβαια, όταν οι δρόμοι τους χωρίστηκαν, ο νεαρός κάθισε και σκέφτηκε λίγο παραπάνω. Τα γυαλιά του κάθισαν καλύτερα στην μύτη του και με το κρύο του χειμώνα να τον κάνει να βαδίσει πιο γρήγορα προς το σπίτι του, φτάνει να αναζητά την άνεση του χώρου του. Λίγες ώρες αργότερα φτιάχνει κάτι προγράμματα στον υπολογιστή του και κοιτά και μερικά μηνύματα στο πρότζεκτ «Γιορτή των Μοναχικών».

Ασυναίσθητα πιάνει τα χείλη του. Η αφή κρατά λίγο, τόσο όσο και η σκέψη πως δεν ήταν τόσο κακό τελικά εκείνο το φιλί. Και τα χείλη της. Ναι, ήταν μαλακά. Πολύ μαλακά και ζεστά.

Χαστούκισε τον εαυτό του και έπεσε απευθείας να κοιμηθεί. Φτιάχνουν ολόκληρο πρότζεκτ κατά του Αγίου Βαλεντίνου κι εκείνος... Ηλίθιε Έλβις! Είσαι πάντα εκτός τόπου και χρόνου!

......................

Η Αλίσια σκεφτόταν όλο και πιο λογικά εκείνο το βράδυ αυτό που πήγε κι έκανε. Κοκκίνησε από την ντροπή της γύρω στις τριάντα έξι φορές; Ναι, περίπου εκεί φτάνει ο αριθμός. Ούρλιαξε στο μαξιλάρι της άλλες πενήντα; Εννοείται και το έκανε. Αποφάσισε να μην επικοινωνήσει την επόμενη μέρα μαζί του εκφράζοντας έτσι την απίστευτη ωριμότητά της επί του θέματος; Αυτό ακριβώς έκανε.

Σηκώθηκε, λοιπόν, ντύθηκε με το εκνευριστικό εποχιακό μπλουζάκι με τις καρδούλες το οποίο την ανάγκασαν να φορέσει από την διεύθυνση του καταστήματος και μέσα στον χαμό της πόλης, η Αλίσια βγήκε στους δρόμους για να φτάσει στην δουλειά της αφού φίλησε την Μπαλανσιάγκα και εκείνη την νύχιασε προτού βγει από το σπίτι.

Πέρασε από άθλους και μαρτύρια αλλά έφτασε εγκαίρως. Αρκετά για να φορέσει τα ακουστικά της και να κάνει μια τελευταία απογραφή προϊόντων στην μεγάλη αποθήκη σχετικά με τις νέες παραλλαγές.

Εννοείται, το «Σας Μισώ Όλους» ήταν πρώτο πρώτο στην οθόνη της.

Και καθώς πετούσε από εδώ και από εκεί τις άδειες κούτες, όλο και περισσότερο κοκκίνιζε το πρόσωπό της. Και όλο και περισσότερο μετάνιωνε.

Εν τέλει, βγήκε από την αποθήκη με αρκετή σκόνη πάνω της και αρκετά νεύρα με τον εαυτό της. Η Μπέτι χαζογελά με την κοπέλα και σκουντάει τον Λούκας που κάτι κάνει με εξαιρετική προσήλωση πάνω από τον εταιρικό υπολογιστή.

«Η μικρή κάτι έχει σήμερα. Νεύρα, αυτό είναι σίγουρο. Μα είναι και κάτι άλλο.»

Ο Λούκας κοιτά την Αλίσια που μετακινεί προϊόντα από τις κούτες στα ράφια, περνά με το μεγάλο τετράδιο απογραφών και κοιτά ένα-ένα κωδικό να δει αν είναι σε περίσσεια ή σε έλλειμα. Ναι, αυτή η δουλειά μπορεί να γίνει άμεσα με έναν υπολογιστή αλλά η Αλίσια ανάπτυξε έναν νέο τρόπο βασανιστηρίων στο μυαλό της κι αυτό είναι να ακούει ερωτιάρικα τραγούδια και να δυσκολεύει την ζωή της στο οκτάωρο της δουλειάς χωρίς λόγο.

Πιάνει πάντως. Περνάει δραματικά.

Μέχρι λίγο μετά τις δώδεκα, δεν την ενοχλεί κανένας πελάτης. Αλλά τελικά, στις δώδεκα και είκοσι οκτώ, ένας αγενής κύριος ήρθε να της θυμίσει τους λόγους που θέλει να παραιτηθεί.

«Γιατί κοπέλα μου φοράς ακουστικά στην δουλειά σου;»

Η Αλίσια του χαμογέλασε. «Αν χρειάζεστε εξυπηρέτηση, μπορώ να φωνάξω κάποιο συνάδελφο. Εγώ δεν είμαι στο πόστο.»

«Εγώ θέλω να με εξυπηρετήσεις εσύ! Μπας και σταματήσεις να τεμπελιάζεις!»

Μπας και ο τύπος ήταν τυφλός; Κοιτά δεξιά και αριστερά της τα τεράστια καρότσια με κούτες και πράγματα που πρέπει να τοποθετήσει συνεχίζοντας την απογραφή δια χειρός. Έπειτα τον κοιτά και κρατά την περιέργεια της για την όρασή του για εκείνη.

«Δυστυχώς είμαι εκτός υπηρεσίας, οπότε θα φωνάξω τώρα κάποιον άλλον!»

«Γιατί άλλον; Δεν γουστάρεις να με εξυπηρετήσεις;»

Όχι. Δεν γουστάρω. Δεν μας παρατάς ρε παππού που έχεις και απαιτήσεις!

«Εντάξει λοιπόν, θα προσπαθήσω να σας εξυπηρετήσω εγώ. Πείτε μου, τι θα θέλατε;»

«Α, ώστε απλώς δεν ήθελες να με εξυπηρετήσεις! Και τώρα που σε στρίμωξα στον τοίχο το κάνεις!»

«Σας εξήγησα ότι-»

«Μην με εξυπηρετήσετε από οίκτο κυρία μου, εγώ δεν θέλω!»

Και... εξαφανίζεται.

Φεύγει από το μαγαζί φουριόζος πετώντας καθώς περπατά άτσαλα κάποια υφασμάτινα διακοσμητικά που εννοείται και θα μαζέψει εκείνη. Ξεφυσά και βάζει ξανά τα ακουστικά στα αυτιά της.

Δεν πληρώνομαι αρκετά γι' αυτό.

Και όσο παίζει μελιστάλαχτο ερωτοτράγουδο δυνατά στα ακουστικά, κάποιος της σκουντά στον ώμο. Και στόπ! Περνούν τρία σενάρια από το μυαλό της. Παγώνουν όλα γύρω της. Βλαφαρίζει δύο φορές και σκέφτεται το πρώτο, να είναι ο ίδιος αγενής πελάτης με πριν που γύρισε να της κάνει την ζωή δύσκολη. Το δεύτερο σενάριο είναι ένας άλλος πελάτης που θέλει κι εκείνος να ζητήσει βοήθεια από την κοπέλα. Που στο διάολο έχουν πάει όλοι οι άλλοι γαμώ, υποτίθεται εγώ ήμουν αποθήκη σήμερα! Και το τρίτο σενάριο είναι να την σκουντά η Μπέτι που έχει όρεξη για δούλεμα. Ή για κατσάδα. Και πάμε!

Βγάζει τα ακουστικά της και γυρίζει να κοιτάξει πίσω της.

Θα μπορούσε να είχε ποντάρει όλα της τα λεφτά πως η χθεσινή ατυχής συνάντηση με τον πρώην της ήταν και η τελευταία αλλά αυτός ο άχρηστος στέκεται μπροστά της όλο χαμόγελο και όρεξη για πείραγμα.

Τώρα, όντως, δεν πληρώνομαι αρκετά γι' αυτό.

«Μπορώ να σε εξυπηρετήσω κάπως Αντόνιο;»

Ο Αντόνιο, ή αλλιώς Λίαμ Σάμερχολντ, είναι ένας τύπος σκέτος νάρκισσος. Και ένας τύπος που έχει κάνει το ένα τέταρτο της καταγωγής του, την Ιταλία, το μοναδικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του, αν πει κανείς ότι έχει κιόλας. Οι γονείς του τον ονόμασαν Λίαμ, μα η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του τον φώναζε Αντόνιο, έτσι, χωρίς λόγο κι αιτία. Και ο Λίαμ μεγάλωσε πλασάροντας την ιταλική του καταγωγή σαν κάτι ξεχωριστό.

Τέλος πάντων, δεν είναι εκεί το θέμα.

«Σου έχω πει χίλιες φορές να με λες Αντόνιο.»

«Δεν σε λέει έτσι ούτε το πιστοποιητικό γέννησής σου, έλεος πια!»

«Γιατί είσαι ξινή;»

Η Αλίσια ξεφυσά. «Μπορώ να σε εξυπηρετήσω κάπως; Έχω δουλειά και η Νάντια είναι λίγο πιο πέρα αν θέλεις να ψάξεις δώρο για την κοπέλα σου.»

Ο Λίαμ χαμογελά. «Ήρθα να μιλήσουμε λιγάκι.»

«Εμένα με ρώτησες αν θέλω;»

«Δεν θέλεις;»

«Σου φαίνομαι να θέλω;»

«Το αγόρι σου που είναι;»

Η Αλίσια παραλίγο να τον ρωτήσει για τι πράγμα μιλάει. Αλλά σύντομα ανασκουμπώθηκε και χαμογέλασε. «Στην δουλειά του.»

«Μπα; Πως κι έτσι;»

Εκτός από νάρκισσος είναι και ηλίθιος.

«Κάποιοι άνθρωποι έχουν και δουλειές. Λίαμ αλήθεια, δεν έχω χρόνο.»

Του γυρίζει την πλάτη προτού της πει κάτι άλλο. Βάζει τα ακουστικά της και δυναμώνει την ένταση μέχρι να μην ακούει την ίδια την φωνή της. Η Μπέτι, σαν από μηχανής θεός ήρθε και απομάκρυνε τον Λίαμ από την κοπέλα ενώ ταυτόχρονα επέδειξε κάθε ικανότητά της να πείθει τους πελάτες να αγοράσουν το μισό μαγαζί. Οπότε τελικά ο εκνευριστικός πρώην βγήκε από το μαγαζί ένα δεκάλεπτο αργότερα με δύο σακούλες στα χέρια.

Η κοπέλα, με τις δύο γαλλικές πλεξούδες να πέφτουν μπροστά από τους ώμους της εκνευρίζοντάς την, κοίταξε την ώρα στο κινητό της απηυδισμένη ήδη κι ακόμη το οκτάωρο έμοιαζε πολύ μακρινό.

Τα τραγούδια στο κινητό αλλάζουν και όλο και πιο πολύ θέλει να κόψει φλέβα με το πόσο μέλι έχει πέσει σε αυτούς τους στίχους. Δεν σκέφτεται να αλλάξει εννοείται πλέιλιστ, είναι το βασανιστήριο όπως είπαμε προηγουμένως, οπότε το υπομένει ήσυχα δίχως να παραπονιέται. Αλλά πόσο της λείπει η «Σας Μισώ Όλους».

Τελικά, μια ώρα αργότερα είναι έτοιμη να αναγνωρίσει πως κανένας δεν την ενόχλησε μέχρι που τελείωσε την απογραφή μα την ώρα που περπατούσε προς την αποθήκη για να τακτοποιήσει τις κούτες και να αδειάσει τον χώρο για μελλοντικές εισαγωγές, κοντά στην Μπέτι που κάθεται με τον Λούκας στο ταμείο, η γνωστή φυσιογνωμία με τα μπουκλωτά καστανά μαλλιά και τα γυαλιά της τραβά την προσοχή.

Ευτυχώς για εκείνη, δεν είδαν ότι τους είδε. Οπότε περπατά αμέριμνη προς τον αρχικό της προορισμό, δυναμώνοντας την μουσική με σκοπό μονάχα ένα πράγμα, να κλειστεί στην αποθήκη προσποιούμενη ότι η υπεύθυνη δεν έχει κλειδιά και να κλάψει την μοίρα της την μαύρη για το πόσο αντικοινωνική νιώθει σήμερα.

Ίσως βέβαια και να θέλει να καλύψει την ντροπή της σχετικά με το χθεσινό φιλί.

Αλλά αυτά τα είπαν και τα συζήτησαν, δεν καταλαβαίνει γιατί το κρατάει ακόμη.

Δεν είναι αυτό το θέμα, το θέμα είναι ότι-

«Αλίσια!»

Το ακούει πολύ χαμηλά ανάμεσα από τις παύσεις στο τραγούδι μεταξύ μουσικής και στίχων. Η φωνή είναι γυναικεία, οπότε η υπάλληλος αποφασίζει πως το να ανοίξει στην υπεύθυνη της είναι μια καλή ευκαιρία για να μην απολυθεί πριν την ώρα της.

«Συνέβη κάτι; Ήρθε κι άλλος μαλάκας στο μαγαζί που θέλεις να αντιμετωπίσω; Δεν έχω όρεξη να τσακώνομαι, σε προετοιμάζω. Αλλά αν-»

«Ο φίλος σου ο Έλβις ήρθε. Και λέει έχει κάτι σημαντικό να σου πει. Μισή ώρα περιμένει εδώ ο άνθρωπος!»

«Και γιατί μισή ώρα δεν με φωνάζεις;»

«Ξέρω ότι μας απέφυγες, αλλά δεν ξέρω τον λόγο.»

«Γιατί Σας Μισώ Όλους

Η Μπέτι γελάει και αναγκάζει την Αλίσια να περπατήσει μαζί της μέχρι το ταμείο. Ο Έλβις όταν την βλέπει χαμογελά! Βασικά, υπερ-χαμογελά αν είναι αυτό μια λέξη και της κουνάει το χέρι από μακριά ενθουσιασμένα.

Η Αλίσια ξεκινά να σκέφτεται πόσο ηλίθια πρέπει να φέρθηκε.

«Αλίσια! Αλίσια έχω εκπληκτικά νέα!» δεν πρόλαβε καν να τον χαιρετήσει, την έριξε απευθείας μέσα στην αγκαλιά του και την έσφιξε τόσο που σχεδόν ξέχασε ότι εκείνος σιχαίνεται την σωματική επαφή.

«Τι έγινε;»

Ο νεαρός κοιτά τον Λούκας και την Μπέτι που με κλεφτές ματιές θέλουν να συμμετάσχουν κρυφά στην συζήτησή τους. Ο Έλβις όμως, φροντίζει να μην τους κάνει την χάρη. Παίρνει την Αλίσια πιο πέρα και της δείχνει κάτι στο κινητό. Ο Λούκας μοιάζει απογοητευμένος. Ήθελε να ακούσει αυτή τη συζήτηση, θα ήταν σίγουρα το μεσημεριανό κουτσομπολιό με τον όροφο.

«Λες να τα έχουν;» ρωτά την γυναίκα δίπλα του. Η Μπέτι αμέσως γνέφει αρνητικά. «Η Αλίσια μισεί πολύ τον έρωτα για να μπορέσει να κάνει σχέση.»

«Περίεργη η παρέα τους, δεν νομίζεις;»

Η Μπέτι τώρα συμφωνεί. «Νομίζω κάτι ετοιμάζουν. Δες τους βλέπεις που είναι όλο ψου ψου ψου;»

Την ίδια στιγμή η Αλίσια έχει μείνει με ανοιχτό το στόμα.

«Λες ψέμματα!»

«Όχι! Όχι! Όχι! Έκλεισα αύριο ραντεβού για να πάμε να συζητήσουμε! Το φαντάζεσαι; Σοκολάτες για τους Μοναχικούς; Απίστευτη ιδέα!»

«Θα πάμε μαζί; Ή να σε στείλω μόνο σου;»

«Θα πάμε μαζί εννοείται! Μας περιμένουν και τους δύο. Συν ότι θα έχουμε και γευσιγνωσία. Δεν θα αντέξω να φάω τόσες γεύσεις μόνος μου. Είσαι μέσα;»

Η Αλίσια χαμογελά εννοείται. «Και το ρωτάς;»

..........................

Κάποιος θα περίμενε η κοπέλα να τηλεφωνήσει στην κολλητή της για να διαλέξουν τα ρούχα της επόμενης μέρας. Και πολύ σωστά θα μάντευε ότι αυτό ακριβώς έκανε μα η φίλη της Αλίσια της το έκλεισε κατάμουτρα λέγοντας της πως «το μωρό κλαίει δεν μπορώ να μιλήσω τώρα, να σε πάρω αύριο;» το οποίο για εκείνη μεταφράζεται ως «το μωρό κλαίει εδώ και επτά ώρες επειδή βγάζει δόντια και έχω την εντύπωση πως το να ασχοληθώ άλλο λίγο μαζί του είναι ξεκάθαρα μια καλή λύση. Ναι, εννοείται και θα τα πούμε την επόμενη φορά που θα με καλέσεις εσύ γιατί εγώ το ξεχνάω!».

Το μωρό αυτό το σιχαίνεται η Αλίσια γιατί πολύ απλά είναι ο ορισμός της ντράμα κουίν. Κλαίει όποτε δε παίρνει προσοχή, κλαίει όταν δεν το αγκαλιάζει η μαμά του, κλαίει όταν δεν τρώει, κλαίει όταν κατουράει, κλαίει όταν πέφτει, κλαίει όταν δεν πέφτει, κλαίει όταν αναπνέει, κλαίει όποτε βρει ευκαιρία.

Είναι απαίσιο μωρό. Και όλοι λένε ότι φταίνε απλώς τα δόντια που βγάζει.

Τέλος πάντων, η κολλητή της λοιπόν δεν ήταν εύκαιρη το βράδυ. Οπότε κάλεσε τον Έλβις να τον ρωτήσει τι θα φορέσει, μπας και πάρει καμία ιδέα. Εκείνος ήταν χαλαρός. «Τζινάκι, πουκαμισάκι και γιλέκο. Καλός;»

Η Αλίσια κοκκίνησε λίγο, ένιωσε μάγουλά της να καίνε αλλά του απάντησε εντελώς χαλαρά πως θα έκανε θραύση στη συνάντηση. Μετά την ρώτησε αυτός πως θα εμφανιστεί και η κοπέλα τα βρήκε σκούρα. Του είπε κάτι πολύ μπέισικ και εκείνος συμφώνησε πως θα ήταν εντάξει.

Οπότε σήμερα το πρωί παθαίνει την έκτη κρίση πανικού στην σειρά γιατί αυτό που είχε στο μυαλό της να φορέσει τελικά δεν είναι ωραίο οπότε καταλήγει να φοράει κάτι άσχετο εντελώς με την συνάντηση –κοινώς θα γίνει ρεζίλι.

Αλλά εντάξει, πόσο λάθος μπορεί να πάει αυτό; Είναι μια τύπισσα που μαζί με έναν τύπο θέλουν να ρίξουν την Γιορτή των Ερωτευμένων, πόσο σοβαρά να την έχουν πάρει ήδη; Οπότε αυτό την καθησυχάζει κι έτσι φορά το κοτλέ το παντελόνι μαζί με το κρεμ πλεκτό που βρήκε δίπλα στο κρεβάτι της και έτρεξε να φύγει. Ο Έλβις θα περνούσε να την πάρει στις εννέα και τέταρτο, η ώρα είναι εννέα και είκοσι εννέα, ο Έλβις θα την βρίσει.

Την κατσάδα της την άκουσε μα ο ενθουσιασμός που έχει ο νεαρός για την συνάντηση δεν τον άφησε να της παραπονεθεί για περισσότερο από πέντε λεπτά.

Οι δρόμοι της πόλης αυτό το πρωινό είναι γεμάτοι μα όχι όπως τις άλλες μέρες. Το ραδιόφωνο παίζει μια αδιάφορη μουσική και οι δύο τους συζητούν για την συνάντηση. Η Αλίσια επιμένει να δοκιμάζει και όλα τα υπόλοιπα να τα αφήσει πάνω του.

«Μαζί θα τα κανονίσουμε όλα, μαζί ξεκινήσαμε το πρότζεκτ.»

«Έχω την εντύπωση ότι αν μιλήσω εγώ θα τα κάνω μαντάρα.»

«Αν τα πας να τα κάνεις μαντάρα απλά θα σε κόψω, σιγά. Έλα να το διασκεδάσουμε, Αλίσια! Θέλεις να διαβάσουμε μερικά μηνύματα μέχρι να φτάσουμε; Είδα κάτι ωραία εχθές το βράδυ αλλά δεν τα θυμάμαι.»

Η Αλίσια γελάει και βγάζει το κινητό της. «Γιατί δεν τα απάντησες;»

«Γιατί έχει περισσότερη πλάκα όταν απαντάς εσύ. Περνάω ωραία.»

Ξανά κοκκινίζει. Μα καλά τι αντίδραση είναι αυτή από τον οργανισμό της; Έχει πια τόσο πολύ καιρό να ακούσει κομπλιμέντο από άντρα που ακόμα κι όταν το λέει ο Έλβις ακούγεται όμορφα;

Βέβαια, εδώ δικαιολογεί την φάση με το χθεσινό φιλί. Μεγάλο λάθος. Με-γά-λο λάθος. Η υπόλοιπη διαδρομή συνεχίστηκε εντελώς σιωπηλά με τους δύο τους να σχολιάζουν μονάχα αδιάφορα πράγματα που βλέπουν στον δρόμο.

Στην μεγάλη εταιρεία έφτασαν λίγο αργότερα. Ο Έλβις έφτιαξε το μαλλί του και η Αλίσια πέταξε τις κοτσίδες της πίσω από τους ώμους ακολουθώντας τον νεαρό αγχωμένα. Στην ρεσεψιόν τους χαμογέλασαν αμέσως όταν είπαν τα ονόματά τους και τους οδήγησαν σε έναν χώρο αναμονής, μπροστά από μια μεγάλη πόρτα.

«Δεν πίστευα ότι όντως θα είναι σαν τις ταινίες που βλέπουμε.»

«Οι ταινίες τείνουν να είναι αληθοφανείς.» Ο Έλβις της χαμογελάει δίνοντας την πιο φυσιολογική όπως πιστεύει αυτός, απάντηση.

«Τείνουν να μην είναι όμως οπότε σχεδόν εκπλήσσομαι. Είσαι αγχωμένος;»

«Ναι. Αρκετά. Εσύ;»

«Τόσο που κατουριέμαι.»

Πνίγει εκείνος ένα γέλιο, πάει εκείνη να συνεχίσει το αστείο και η πόρτα μπροστά τους ανοίγει κάνοντας τους να σηκωθούν. Ένας νεαρός τύπος, αρκετά χαμογελαστός τους πλησιάζει και τους καλεί να μπουν στην μεγάλη αίθουσα. Εκεί βρίσκονται πολλές άδειες θέσεις γύρω από ένα μεγάλο οβάλ τραπέζι. Οι περισσότερες είναι άδειες, μα τέσσερις είναι γεμάτες. Η Αλίσια παίρνει την θέση της δίπλα από τον Έλβις και χαμογελά αμήχανα καθώς γίνονται οι συστάσεις.

Η συνάντηση ξεκινά.

Μιλάει κυρίως ο Έλβις, παρουσιάζοντας την όλη ιδέα πίσω από το πρότζεκτ που πάνω κάτω είναι «Μισώ τον Έρωτα κάθε Φλεβάρη» και όσο η συζήτηση ανοίγει, τόσο πιο πολύ ξεκινά και συμμετέχει η Αλίσια.

Οι ερωτήσεις αρχικά έχουν να κάνουν με εκείνους. Μετά, έρχεται η πρόταση.

«Limited Edition Σοκολάτες που μάχονται κατά του Αγίου Βαλεντίνου. Πως σας φαίνεται η ιδέα;»

Ο Έλβις την κοιτά. Έκαναν πρόβα την ερώτηση στο αμάξι. Το έχει.

Ξεκινά να τους εξηγεί πως το να διαφημίσουν σοκολάτες για την Γιορτή των Μοναχικών θα είναι κίνηση ματ μιας που η σοκολάτα είναι πλέον το πιο διάσημο ερωτικό δώρο για του Αγίου Βαλεντίνου. Η Αλίσια δείχνει πως συμφωνεί και έπειτα, ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με την διαφήμιση. Την ίδια ώρα φέρνουν στο τραπέζι διάφορες γεύσεις σοκολάτας με τις οποίες θα μπορούσαν να συνδυάσουν το πρότζεκτ και η κοπέλα έπιασε δουλειά.

Πρώτα δοκίμασε εκείνη την σοκολάτα με μέσα φράουλα που της αρέσει απίστευτα, μετά με την καραμέλα, με το μπισκότο, την λευκή, την πικρή, την σκέτη γάλακτος.

Δίνει και λίγο στον Έλβις, ταϊζοντας τον, καθώς μιλάει και αναλύει τους δικούς τους όρους στην συμφωνία. Ο ένας κλείνει συμβόλαια και ο άλλος δίνει τις δύο τελικές γεύσεις. Με καραμέλα και την λευκή.

Όλοι βρίσκονται σύμφωνοι. Η συνάντηση πήγε εξαιρετικά και βρέθηκαν στιγμές αργότερα να δίνουν τα χέρια για χειραψίες. Ο Έλβις διάβασε το συμβόλαιο και για τους δύο όσο η Αλίσια επέλεγε σοκολάτες οπότε άφοβα η κοπέλα έβαλε την υπογραφή της.

Δίνουν ραντεβού σε τρεις μέρες από τώρα, ενώ υπενθυμίζουν πως τα σχέδια για τη συσκευασία και το προμόσιον θα τα στείλουν στο μέιλ τους αργότερα.

Η Αλίσια χοροπηδάει λίγο πιο πέρα από το αμάξι ενθουσιασμένη κι ο Έλβις την τραβάει στην αγκαλιά του αμέσως.

«Τα καταφέρνουμε Έλβις!» του φώναξε.

Και ο Έλβις, εκεί ακριβώς, πάνω στον πανηγυρισμό της, την φίλησε.

»«»«»«
Ήθελα να έχει τελειώσει το βιβλίο τώρα αλλά η εξεταστική μου κούνησε το δάχτυλο και μου είπε «χα! Νομίζεις». Αυτό πάει εντελώς καλά, ε!
Την μια φιλάει ο ένας, την επόμενη ο άλλος! ΒΡΕ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΝΕΤΕ ΕΤΣΙ; ΩΧΟΥ!

Νευρίασα, πάω να γράψω τίποτα στον Άδη που με κοιτάει επικριτικά και θα επανέλθω σύντομα εδώ! Σας Μισώ Όλους χιχιχ.

-Φέικ Σίλβερ-

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top