6. Γιατί .... Έτσι!
"Πάμε!" Λέει και σηκώνεται απότομα.
" Πού;" Τον ρωτάω ενώ σηκώνομαι κι εγώ.
Μου ρίχνει μια ματιά από πάνω έως κάτω, παρατηρώντας με, με την μπλούζα του. Παραμένει όμως ανέκφραστος και ψυχρός.
"Σπίτι σου"
Οκ..? Δεν τον γλυτώνω σήμερα τον βιασμό!
Προχωράει μπροστά κι εγώ από πίσω να τον ακολουθώ.
Πώς διάολο θα πάμε σπίτι μου; Είμαστε στην Ομόνοια, τρεις ώρες μακριά από αυτό! Θα έπρεπε να το ξέρει αφού το διέρρηξε μόλις χθες!
Καλά, όχι ακριβώς διέρρηξε...
βασικά δεν έλειπε κάτι οπότε...
Οκ. Είναι πολύπλοκο.
"Το σπίτι μου είναι στην Γλυφάδα και το ξέρεις!" Του υπενθυμίζω με νόημα.
Με εκνευρίζει τόσο πολύ! Την μία μπαίνει στο σπίτι μου τα μεσάνυχτα και την άλλη με σώζει χωρίς λόγο. Άσε που ο Λούις θα μου ζητήσει εξηγήσεις για τον χαμό στο νέο του μαγαζί αύριο.
Γυρίζει και με κοιτάζει με αυτό το έντονο βλέμμα που με κάνει να νιώθω εντελώς άβολα.
"Στο ΕΔΏ σπίτι σου" Διευκρινίζει σα να είναι κάτι αυτονόητο.
Δεν λέω τίποτα άλλο και συνεχίζουμε τον δρόμο μας. Προφανώς εννοεί την πολυκατοικία που έχει νοικιάσει ο Λούις για τις πουτάνες του. Κανόνισε να μένω σε ξεχωριστό, δικό μου όροφο όσο θα είμαι εκεί. Δεν έχω προλάβει ωστόσο να πάω ακόμη, μόλις ήρθα έτρεξα κατευθείαν στο μαγαζί. Η βαλίτσα μου είναι ακόμα εκεί.
Έχω μείνει άφωνη. Πώς το ήξερε αυτό? Θέλω τόσο πολύ να τον ρωτήσω, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα θυμώσει πάλι. Αν αφήσει εδώ, στη μέση του δρόμου και φύγει δεν νομίζω ότι θα επιστρέψω σπίτι σώα.
Καθώς προχωρούσαμε δεν βγήκε ούτε μια λέξη από τα χείλη του.
Εν τέλη βρήκε το κτίριο ευκολότερα απ' ότι θα το έβρισκα εγώ αν έψαχνα μόνη μου.
Μπροστά μου τώρα ορθώνεται
μια παμπάλαια πολυκατοικία με φθαρμένους τοίχους και σπασμένα τζάμια. Το φεγγάρι, ακριβώς πάνω από το κτίριο, δημιουργεί περίεργες σκιές. Στεκόμαστε στην είσοδο για μερικά λεπτά και όσο παιδιάστικο και αν ακούγεται έχω αρχίσει να φοβάμαι.
Το σκηνικό θα μπορούσε άνετα
να είναι βγαλμένο από θρύλερ,
γιατί αυτό θυμίζει στάνταρ τα στοιχειωμένα σπίτια σε αυτά. Το σκοτάδι και οι ανατριχιαστικοί ήχοι που ακούγονται από την γύρω περιοχή δεν βοηθούν ιδιαίτερα.
Ξεκινάμε να ανεβαίνουμε τις ετοιμόρροπες σκάλες που τρίζουν
σε κάθε μας βήμα. Έχω κολλήσει διακριτικά πάνω στον Άλεξ όσο περπατάω, για παν ενδεχόμενο.
Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το μέρος. Ακόμα και η ησυχία είναι ανατριχιαστική.
"Σε ποιον όροφο είναι?"
Η βαριά φωνή του με ξαφνιάζει τόσο που τινάζομαι.
"6ος!" τσιρίζω
Δεν βλέπω κανέναν πίνακα ηλεκτρικού ρεύματος στους διαδρόμους και ελπίζω το
δωμάτιο μου να έχει φως.
Ο Λούις μπορεί να είναι ένας απαίσιος άνθρωπος από όλες τις απόψεις αλλά δυστυχώς ή ευτυχώς έχει φροντίσει
να μάθει τα πάντα για μένα. Δεν
ξέρω γιατί. Είναι κάτι σαν εμμονή.
Και γνωρίζει ότι μισώ το σκοτάδι.
Ελπίζω να έχει φροντίσει για αυτό.
Μισώ το σκοτάδι... Τί ειρωνεία!
Μόλις φτάνουμε στον σωστό όροφο τίνει το χέρι του. Βγάζω αμέσως το κλειδί από το σουτιέν μου και του το δίνω. (Μην σχολιάσετε!)
Μόλις μπαίνουμε μέσα πατάω έναν διακόπτη και το δωμάτιο λούζεται
στο φως. Μια ανάσα ανακούφισης ξεφεύγει από το στόμα μου.
Μένω άναυδη να κοιτάζω γύρω μου. Αυτός ο χώρος δεν έχει καμία σχέση με το υπόλοιπο κτίριο. Οι τοίχοι εδώ δεν είναι φθαρμένοι, αλλά φρέσκο - βαμμένοι σε ένα μοντέρνο ποντικί χρώμα. Τα παράθυρα είναι όλα στην θέση τους με μια ημιδιάφανη μοβ κουρτίνα στο κάθε ένα. Στην μία πλευρά του δωματίου υπάρχει μια διπλή, δρύινη ντουλάπα ενώ στην άλλη ένα υπέροχο διπλό κρεβάτι με κόκκινα σκεπάσματα και λευκά, αφράτα μαξιλάρια. Στο κομοδίνο στα δεξιά ήταν τοποθετημένο ένα κουτί σοκολατάκια και στο κέντρο του κρεβατιού ένα επίσης κόκκινο τριαντάφυλλο.
Ο Αλεξάντερ που τόση ώρα τον είχα ξεχάσει πλησιάζει και παίρνει στα χέρια του το τριαντάφυλλο.
Περιεργάζεται τον χώρο με ενδιαφέρον.
"Ουάου! Γιατί τόση περιποίηση; Είσαι η αρχή - πουτάνα ή κάτι τέτοιο;"
Συγγνώμη; Αυτό υποτίθεται πως ήταν προσβολή; Επίσης πρέπει να είναι και η μεγαλύτερη πρόταση που μου έχει πει ως τώρα.
"Βασικά είμαι το κορίτσι του Λούις Μπόρχες" λέω με batche - face.
Εκείνος γελάει ειρωνικά πριν μου απαντήσει " Ό,τι πεις..." Τα λόγια του βγαίνουν με μία πικρία. Γιατί κάτι μου λέει ότι τον ξέρει;
Θυμώνω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μου. Το βλέμμα του μένει για λίγο εκεί.
"Δώσε μου την μπλούζα μου" πετάει στο άσχετο.
"Ε;"
"Την μπλούζα μου. Ξέρεις, αυτή που φοράς..." Εξηγεί αργάαα σαν να είμαι καθυστερημένο.
Του ρίχνω ένα δολοφονικό βλέμμα.
"Μα.. δεν έχω άλλα ρούχα μαζί μου. Είναι όλα στο μαγαζί"
"Πες σε καμιά 'φίλη' σου να σου φέρει όταν έρθει από κει, πρέπει να φύγω!"
Να φύγει;; Είμαι μπροστά του με την λευκή κοντομάνικη μπλούζα του που αφήνει εκτεθειμένα τα ατέλειωτα πόδια μου και διαγράφει το εσώρουχο μου. Κι αυτός θέλει απλά να φύγει?!?
"Δεν είμαι πελάτης κούκλα" λέει σαν να διάβασε τις σκέψεις μου.
Ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω
αλλά δεν βγαίνει καμία έξυπνη αποστομοτική ατάκα, οπότε το ξανα κλείνω.
"Ε, λοιπόν, ούτε θα ήθελα να ήσουν!"
Πεισμώνω και κοπανάω το πόδι μου κάτω σαν πεντάχρονο.
Γελάει ελαφρά ως απάντηση
στην παιδιάστικη συμπεριφορά μου. Ύστερα απλά συνεχίζει να με κοιτάζει επίμονα.
"Τι;" Ρωτάω αμυντικά.
"Την μπλούζα μου" Επιμένει.
"Καλά, καλά! Γύρνα από την άλλη!"
Στριφογυρίζει τα μάτια του. "Τι πειράζει να σε δω; Αφού είσαι..."
"Δεν είσαι πελάτης" Αντιγυρίζω χρησιμοποιώντας τα δικά του λόγια. "Τώρα γύρνα αν θες την χαζό - μπλούζα σου!"
Ξεφυσάει και γυρίζει από την άλλη φανερά ενοχλημένος, ενώ κοιτάζει τον απέναντι τοίχο. Μπορώ σχεδόν
να τον ακούσω να στριφογυρίζει τα μάτια του.
Χα! Άρπα την Αλεξάντερ King!
Δηλαδή αν είσαι όντως αυτός.
"Τελειώνεις;"
"Περίμενεεε"
Τρέχω γρήγορα στο μπάνιο του δωματίου και αφαιρω το ρούχο. Βγάζω το κεφάλι μου από την πόρτα του μπάνιου και βρίσκω την ευκαιρία να παρατηρήσω την γραμμωμένη πλάτη του και τους σφυγμένους μύες στα μπράτσα του.
"Δεν έχω όλη την νύχτα μπροστά μου!" Παραπονιέται.
Του πετάω στο κεφάλι το λευκό ύφασμα όσο ακόμα δεν με βλέπει. Έπειτα κλείνω βιαστικά την πόρτα πίσω μου.
Τον ακούω να δυσανασχετεί.
Μουρμουρίζει μια βρισιά ή κάτι τέτοιο.
Γελάω κάπως με την αντίδραση του.
Ακούω την πόρτα έξω να ανοίγει. Φεύγει. Ωραία. Χαίρομαι.
.....
Για μισό...
Μάλλον μου διέφυγε μια ΣΗΜΑΝΤΙΚΉ
λεπτομέρεια! Όχ όχι! Τα χρήματα!
Ο ΛΟΎΙΣ.
ΘΑ.
ΜΕ.
ΣΚΟΤΏΣΕΙ!!!!
"Περίμενε!" Φωνάζω και βγαίνω έξω πανικόβλητη.
Τον σταματάω βάζοντας το χέρι μου στην πόρτα λίγο πριν την κλείσει πίσω του.
Μου ρίχνει ένα ερωτηματικό βλέμμα και ανασηκώνει το δεξί του φρύδι.
"Πρέπει να πάω στο μαγαζί!" Ουρλιάζω και το φρύδι του φτάνει στο Θεό.
"Εμ... Εντάξει;"
"Σε παρακαλώ μπορείς να με πας μέχρι εκεί; Δεν είναι πολύ ασφαλές
να πάω μόνη μου χωρίς ρούχα..." Διευκρινίζω κάπως αμήχανα.
"Αα..."
"Σε παρακαλώω" Σοβαρά,
αν δεν πάω την έκατσα!
Τα χαρακτηριστικά του σκληραίνουν.
"Γιατί θες τόσο πολύ να πας εκεί τέλος πάντων;;" Ρωτάει και παρατηρώ τα χέρια του να σφύγγουν σε γροθιές στα πλάγια του σώματος του.
Ξεφυσάω χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω τον θυμό του.
"Γιατί.." εξηγώ ήρεμα, " χρειάζομαι τα λεφτά. Αν δεν δώσω στο αφεντικό μου χρήμα μέχρι αύριο θα μπλέξω άσχημα".
Προσέχω τις αντιδράσεις του.
Αφήνει μια βαριά ανάσα κλείνει για λίγο τα μάτια του. Φαίνεται σα να σκέφτεται κάτι πολύ έντονα.
"Αφεντικό; Νόμιζα ότι ήταν ο γκόμενος σου" μου θυμίζει τελικά
τα λόγια μου σαρκαστικά.
"Είναι και τα δύο" Έχω αρχίσει
να κουράζομαι από όλο αυτό.
Ξεφυσάει. " Πάνε κοιμήσου" λέει.
"Θα το αναλάβω εγώ"
Τώρα είναι σειρά μου να ανασηκώσω το φρύδι μου.
"Τι;"
"Απλά κάντο!" Σχεδόν φωνάζει.
Ως εδώ! Δεν ανέχομαι να μου συμπεριφέρεται έτσι. Κάνεις δεν το έχει κάνει, ποιός νομίζει ότι είναι;;
Καλά εκτός τον Λούις...
"Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ; Δεν σε ξέρω καν! " Αντιλέγω στον ίδιο τόνο με αυτόν πριν.
Τα χέρια του είναι πλέον τόσο σφυγμένα που οι αρθρώσεις του έχουν ασπρίσει. Με κοιτάζει τόσο έντονα και νιώθω πως από στιγμή σε στιγμή θα με χτυπήσει.
Κάνω ένα βήμα πίσω.
Ξαφνικά με πιάνει από τους καρπούς, κλείνει την πόρτα πίσω μου με αστραπιαίες κινήσεις και πρωτού το καταλάβω με κολλάει πάνω της δυνατά, τόσο που η πλάτη μου πονάει.
Αφήνω ένα μικρό επιφώνημα πόνου αλλά δεν φαίνεται να το παρατηρεί, τα μάτια του έχουν θολώσει από το θυμό.
Εγκλωβίζει και τα δύο χέρια μου σε ένα δικό του και τα τοποθετεί πάνω από το κεφάλι μου. Πλησιάζει το πρόσωπο του στο δικό μου υπερβολικά πολύ και νιώθω την ανάσα του να με καίει. Όχι όμως περισσότερο από το βλέμμα του.
Η σκηνή θυμίζει πολύ τα γεγονότα από εχθές στο δωμάτιο μου.
Γιατί αντιδράει καν έτσι; Ποιό είναι το πρόβλημα του τέλος πάντων;
Αισθάνομαι το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει έντονα πάνω στο ημίγυμνο δικό μου.
"Απλά εμπιστεύσου με και πάνε κοιμήσου" Ψυθιρίζει επιτακτικά ενώ καρφώνει το βλέμμα του στο δικό μου.
Είναι εξοργισμένος.
Απότομα, αφήνει τα χέρια μου και απομακρύνεται όπως τότε. Όμως αυτή την φορά δεν φεύγει. Γυρίζει την πλάτη του σε εμένα και βαδίζει λίγο παραπέρα περιμένοντας να κάνω αυτό που μου είπε.
Εγώ αφού συνέλθω κάπως, σέρνω τα τρεμάμενα πόδια μου μέχρι το κρεβάτι.
Ξαπλώνω στο μαλακό στρώμα
και τυλίγομαι με τα αρωματισμένα σκεπάσματα. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά ξανά στην όλη διακόσμηση, σκέφτομαι ότι ο Λούις σίγουρα έχει σκοπό να με 'επισκευτεί' αυτό το διάστημα που θα μένω εδώ.
Ύστερα γυρίζω και παρατηρώ τον άνδρα που ακόμα έχει γυρισμένη την πλάτη του σε εμένα και φαίνεται να προσπαθεί να ηρεμήσει.
Τί στο διάολο;
Όταν τελικά γυρίζει και αντιλαμβάνεται ότι τον
παρακολουθώ ήδη ένα αλαζονικό χαμόγελο σχηματίζεται στο πρόσωπο του.
Ανέφερα ότι ο τύπος είναι διπολικός;
Παίρνει μια καρέκλα και κάθεται αντίκρι μου σε μια ασφαλή απόσταση από εμένα.
Γελάω. " Δεν δαγκώνω ξέρεις" του λέω αλλά δεν αντιδράει.
"Εντάξει" Απαντά χωρίς όμως να
κάνει κίνηση να έρθει πιο κοντά.
"Τι θα κάνεις;"
"Θα περιμένω να κοιμηθείς." Ανακοινώνει χαλαρά.
"Γιατί;" Είναι πολύ παράξενος!
"Σε είδαν να φεύγεις μαζί μου από κει. Αν πας πίσω στο μπάρ θα σου κάνουν ένα σωρό ερωτήσεις"
"Και;" Δεν καταλαβαίνω που το
πάει και το νυσταγμένο μυαλό μου αδυνατεί να σκεφτεί.
"Και αν σου ξεφύγει τίποτα για μένα και με καρφώσουν στους μπάτσους την γάμησα!" Εξηγεί σαν να είναι αυτονόητο.
"Έχεις προηγούμενα με την αστυνομία;"
"Κάτι τέτοιο" Απαντά μόνο.
Ξέρω ότι αυτά που μου έχει πει ως τώρα είναι πολλά για αυτόν, οπότε δεν ζητάω να μάθω κάτι άλλο και μένουμε στην σιωπή για λίγο. Εγώ ξαπλωμένη ανάσκελα να κοιτάω το ταβάνι και αυτός καθιστός με τα χέρια στο στήθος του χωρίς να κοιτά τίποτα συγκεκριμένο.
Έχω όμως τόσες ερωτήσεις..
Βγάζω το κινητό από το στήθος μου και κοιτάζω φευγαλέα την οθόνη. Τελικά δεν κρατιέμαι και πληκτρολογώ 'Αλεξάντερ King'
στο Google.
Άπειρες εικόνες ενός άνδρα γύρω
στα είκοσι πέντε. Ψηλός, γυμνασμένος, με ακριβά ρούχα.
Στις περισσότερες φορά γυαλιά.
Δεν μπορώ να αποφασίσω αν είναι αυτός ή όχι.
Δεν θα ήταν αστείο αν όντως είχα τον πλουσιότερο άνδρα της Αγγλίας
στο δωμάτιο μου;
"Είσαι στα αλήθεια ο Αλεξάντερ King?" Πετάω στο άσχετο.
Με κοιτάζει για λίγα δεύτερα έκπληκτος.
Και εντελώς απρόσμενα.... σκάει στα γέλια!
Μένω να τον παρακολουθώ
με το στόμα ανοιχτό. Ποτέ δεν τον έχω ξαναδεί να γελάει!
Καλά, μόνο δύο μέρες τον ξέρω βασικά, αλλά τον είχα περάσει για
τον σκληρό, σκοτεινό τύπο που δεν αστειεύεται ποτέ. Μου αρέσει πολύ το γέλιο του μπορώ να πω.
"Όχι κι εσύ! " Αναφωνεί μέσα από τα γέλια του.
ΟMG, έχει σχεδόν δακρύσει!
"Το όνομα μου είναι Άλεξ King. Είναι απλή συνωνυμία υποθέτω. Όλες οι γυναίκες ενθουσιάζονται μόλις το ακούνε. Αλλά δεν έχω καμία σχέση
με τον πλούσιο φλόρο! Εγώ είμαι γνωστός για ... άλλους λόγους!"
Έχω μείνει άφωνη. Και όσα λέει και
με αυτή την πλευρά του εαυτού του.
"Ουάου!" Λέω μόνο.
Μετά από λίγο σοβαρεύεται ξανά.
"Λοιπόν πρέπει να κοιμηθείς, γιατί
στ' αλήθεια πρέπει να φύγω!"
"Φύγε, δεν πρόκειται να πάω πουθενά" Τον πληροφορώ κάπως ενοχλημένη. Αν του είμαι εμπόδιο ας φύγει! Τι δουλειά μπορεί να έχει κάποιος στις δύο τα ξημερώματα;;
"Όχι θα περιμένω να κοιμηθείς. Δεν
σε εμπιστεύομαι!"
"Εγώ σε εμπιστεύτηκα όμως όταν
μου το είπες!"
"Ναι, επειδή δεν σου άφησα
άλλη επιλογή"
Απαντά σίγουρος.
Συγνώμη;;;;;
Λοιπόν, αν κρατούσα κάτι στα χέρια μου αυτή την στιγμή θα του το πετούσα σίγουρα!
Γυρίζω πλευρά ώστε να μην τον βλέπω γιατί δεν έχω όρεξη να τσακωθώ ξανά μαζί του.
"Γιατί διέρρηξες το σπίτι μου;"
"Ε;" Φαίνεται να μην περίμενε την ερώτηση μου. Αλλά δεν μπορώ να δω τα έκπληκτα μούτρα του από εδώ.
Γαμώτοοο.
"Εννοώ ... δεν πήρες τίποτα! Γιατί να το κάνεις αν όχι για να κλέψεις κάτι;" Ομολογώ πως είναι άβολο να μιλάω για αυτό όσο θυμάμαι το φιλί του, αλλά πρέπει να ξέρω.
Άλλωστε δεν μπορεί να δει το πρόσωπο μου να κοκκινίζει.
"Γιατί κάνεις πάντα τόσες πολλές ερωτήσεις;;" Απορεί ενοχλημένος.
"Απάντησε σε αυτή και δεν πρόκειται να σε ξαναρωτήσω τίποτα!"
Τον διαβεβαιώνω.
" Γιατί .... Έτσι!"
"Τι πάει να πει αυτό;" Τώρα γυρίζω από την άλλη και τον κοιτάζω στα μάτια.
"Είπες όχι άλλες ερωτήσεις κούκλα!"
"Μόνο αν μου απαντούσες σε ΑΥΤΉΝ!!"
Φαίνεται να το διασκεδάζει. " Μόλις σου απάντησα"λέει.
"Όχι, δεν το έκανες!" Νομίζω ότι βγάζω καπνούς από τα αυτιά αυτή την στιγμή!
"Ναι, το έκανα" ξαναλέει ήρεμα.
Σα να μιλάει σε τρελό ή κάτι.
"Όχι, δεν το έκανες!"
" Ναι, το έκανα"
"ΌΧΙ!!"
"Ναι"
"Γκρρρρ!!! Δεν θα το κάνω αυτό μαζί σου!!" Γρυλίζω και γυρίζω ξανά από την άλλη να μην τον βλέπω!
Δεν κάνω πλάκα! Αλήθεια του γρύλισα! Δεν θυμάμαι να έχω
θυμώσει ποτέ τόσο πολύ στην
ζωή μου!
[.......]
ΤΟ ΜΕΓΑΛΎΤΕΡΟ ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΠΟΥ ΈΧΩ ΓΡΆΨΕΙ!!! 2195 ΛΈΞΕΙΣ!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top