34. Καταστροφές

"Δεσποινίς Κριστόφ;"

Ως και το αίμα στις φλέβες σταματά την ροή του. Γύρνα προς την πηγή του ήχου αργά και βασανιστικά.

...

Ξεφυσά ανακουφισμένη ενώ το καρδιοχτύπι ηχεί ακόμη στα αφτιά της, έντονο.

Ενστικτιωδός κρύβει την μικρή φωτογραφία στο χέρι της, τσαλακώνοντας την ακόμα περισσότερο.

"Ρόμπερτ;" Προφέρει δύσπιστα. "Τί κάνεις εσύ εδώ;"

Απέναντι, ο πρώην συνάδελφος
της, την κοιτά ανέκφραστα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του επισκιάζονται καθώς το φεγγαρόφωτο εισχωρεί από τα μισάνοιχτα παντζούρια του μοναδικού παραθύρου, πέφτοντας ακριβώς επάνω του.

"Δουλεύω δεσποινίς Κριστόφ, τί άλλο;"

Μέσα στο σκοτάδι η ανησυχία της συνεχίζει να υπάρχει. Από κάθε σκοτεινή γωνιά ξεπροβάλλουν δυσπιστίες και σα φίδια ελίσσονται προς το μέρος της.

Πισωπατά ώσπου κολλάει στο γραφείο της. Νευριάζει με τον ίδιο
της τον εαυτό.

"Εσείς;" Την ρωτά

"Εγώ τί;"

"Πώς και είστε εδώ τέτοια ώρα;"

Παρατηρεί τα βρεγμένα της ρούχα, τα μαλλιά που κολλάνε στο πρόσωπο της, το σώμα της. Τις γρατσουνιές στα γόνατα της.

"Είστε καλά; Έχετε χτυπήσει"

Η Άννα αρχίζει να εκνευρίζεται.

"Έπεσα καθώς ερχόμουν. Βρέχει έξω, γλυστράνε οι δρόμοι." Κάνει δύο βήματα κοντά του, οι σκιές χάνονται από το πρόσωπο του. Παίρνει θάρρος.
Είναι απλά ο Ρόμπερτ. Ο καυτός υπαλληλάκος από το τμήμα τροφοδοσίας.

"Αδειάζω το γραφείο μου. Φεύγω. Οριστικά." Απαντά στην προηγούμενη ερώτηση του.

Ανοίγει το στόμα του. Δεν λέει κάτι.
Η απογοήτευση του ωστόσo είναι παραπάνω από εμφανής.

"Τότε.. υποθέτω πως αυτή είναι η τελευταία φορά που σας βλέπω."
Αποκρίνεται τελικά. "Λοιπόν..χάρηκα πολύ που σας γνώρισα" Τείνει το χέρι του προς την ίδια για έναν τυπικό αποχαιρετισμό.

Εκείνη τον κοιτά στα μάτια. Μια σκέψη περνά από το μυαλό της αστραπιαία.

Το σκοτάδι χρειάζεται ακολούθους.

Με βιαστικές κινήσεις παίρνει από
το γραφείο στυλό και ένα χαρτάκι σημειώσεων. Γράφει κάτι και τσαλακώνοντας το, το βάζει στο μετέωρο χέρι του, χωρίς να χάσει οπτική επαφή.

Τον πλησιάζει επικίνδυνα, σε απόσταση αναπνοής. Ο νέος άνδρας μένει να παρακολουθεί τις κινήσεις της ανάστατος. Εκείνα τα μάτια της, τον έκαναν να σκαλώσει. Πώς και δεν τα είχε προσέξει πιο πριν;

"Πάρε με" ψυθιρίζει δίπλα στο αφτί του ανασαίνοντας βαριά. Οι τρίχες στο σβέρκο του ανασηκώνονται ακαριαία.

Μένει καθηλωμένος στην θέση του, ενώ εκείνη βγαίνει από το δωμάτιο και χάνεται στους διαδρόμους.

Αφουγκράζεται τον ήχο των βημάτων της που όλο και μακραίνουν, ώσπου χάνεται κι αυτός στην σιωπή.

Κοίτα το τσαλακωμένο χαρτάκι στο χέρι του. Οι αριθμοί είναι γραμμένοι βιαστικά και δυσανάγνωστοι, αλλά με λίγη προσπάθεια κατανοητοί. Το βάζει βιαστικά στην τσέπη του.

Ειλικρινά δεν μπορεί να καταλάβει...
γιατί να του δώσει το νούμερο της; Είναι δυνατόν να τον θέλει μια τέτοια γυναίκα;

Πάρε με

Πριν να το συνειδητοποιήσει και ο ίδιος τρέχει να την προλάβει. Δεν παίρνει το ασανσέρ, καταλήγει να πηδά τα σκαλιά τρία - τρία.

Κατεβαίνει έξι ολόκληρους ορόφους σε αφύσικα σύντομο χρόνο. Λαχανιασμένος σαρώνει τον χώρο
της ρεσεψιόν. Κανείς.

Δεν ξέρει ούτε ο ίδιος γιατί ακριβώς την κυνηγά. Βγαίνει έξω, προσπερνά τις μεγάλες πύλες τις εισόδου, αγνοεί τους σεκιούριτι που τον ρωτούν τι συμβαίνει.

Σταματά. Το ψυχρό αεράκι της νύχτας χτυπά το πρόσωπο του και το μυαλό ξεθολώνει. Παντού πυκνό σκοτάδι κι Άννα πουθενά, άφαντη.

Μα πότε πρόλαβε κι έφυγε;

(....)

Δύο ορόφους πιο κάτω, υπόγεια του κτιρίου, μια σπίθα ξεπροβάλλει στο σκοτάδι. Σβήνει, χάνεται κι ύστερα από λίγο εμφανίζεται ξανά. Σε τέλεια επανάληψη. Ένας κύκλος απελπισίας.

Η μορφή της σα σκιά τρεμοπαίζει, έτοιμη να χαθεί. Το μυαλό, ως ο μόνος εχθρός που φοβάται η Άννα Τζόρνταν,
διατηρεί επάξια τον τίτλο του, παίζοντας μαζί της ύπουλα παιχνίδια.

~Τον φώναζαν Βασανιστή, Άννα. Μόλις πήγε στην Αμερική συνέχισε ως μυστικός. Δεν ήταν απλώς μπάτσος.
Ο πατέρας σου μπορούσε να σκοτώσει για να πάρει τις πληροφορίες που χρειαζόταν και αυτή ήταν η δουλειά του. Όχι νόμιμη όπως καταλαβαίνεις. Μα πληρωνόταν αδρά. Τον είχαν για πολύ ιδιαίτερες υποθέσεις. Κάποια στιγμή τα πλοκάμια του Πάρκερ επεκτάθηκαν και στις ΗΠΑ. Ο Άντριου ανέλαβε να βρει τα πάντα για αυτόν, αποδείξεις που θα τον έχωναν μέσα επ' αορίστον. Τρομοκρατώντας πρεζάκια βρήκε διακινητές, από αυτούς τους ακόμα ανώτερους και πάει λέγοντας. Ώσπου τα στοιχεία τον οδήγησαν πίσω στην Ελλάδα. Έπεισε την γυναίκα του να γυρίσουν εκεί, με το πρόσχημα ότι του είχε λείψει η πατρίδα, φαντάζομαι. Ωστόσο ο Πάρκερ δεν θεώρησε απειλή έναν μπάτσο. Φρόντισε να θολώνει τα νερά όποτε χρειαζόταν. Μπορεί να είχε υποτιμήσει τον εχθρό, μα και ο Άντριου Τζόρνταν είχε υπερβολική αυτοπεποίθηση. Δεν ήξερε πότε να σταματά.~

Ο αναπτήρας φωτίζει ξανά το πρόσωπο της.

Στο πάτωμα, διαλυμένο, στέκει ό,τι απέμεινε από την κεντρική μονάδα του συστήματος ανίχνευσης καπνού.
Ελεγχόταν από εδώ κάτω για όλη την εταιρεία. Δεν είναι μυστικό άλλωστε πως τα πιο σημαντικά πράγματα είναι πάντα χωμένα στα σκοτάδια, στα μέρη που κάνεις δεν θα σκεφτεί να ψάξει.

~ Την ίδια περίοδο περίπου που επιστρέψατε οικογενειακώς από Αμερική Άννα, εγώ ζούσα ακόμα
σε εκείνο το καταραμένο ορφανοτροφείο. Ερχόταν τότε συνέχεια ένας επιχειρηματίας και έκανε γενναιόδωρες δωρεές. Όλο το προσωπικό τον έλεγε Ευεργέτη. Κι ας ήξεραν ότι λάδωνε τους υπεύθυνους. Έψαχνε έναν γιο. Ήθελε να επισπεύσει τις διαδικασίες όσο γινόταν. Ήμουν κάπου δεκατεσσάρων τότε. Μία μέρα θυμάμαι τσακωνόμουν στο προαύλιο με τον Λουίς, μη με ρωτάς γιατί. Τον είχα ρίξει κάτω, ανέβηκα πάνω του και τον χτύπησα άσχημα. Πότε δεν τα πηγαίναμε καλά. Κι εγώ ήμουν.. ήμουν πολύ οξύθυμο παιδί τέλος πάντων.
Με τράβηξε εκείνος από πάνω του. Ήταν ο King. Μας είχε δει να μαλώνουμε. Με κοίταξε στα μάτια θυμάμαι τόσο έντονα.. για λίγο κόλλησα. Μερικές μέρες αργότερα με είχε υιοθετήσει. Δεν έχω ιδέα γιατί εμένα. Όπως έμαθα μετά, είχε σκοπό να βρει ένα πολύ μικρότερο παιδί. Να το αναθρέψει ο ίδιος. Αν το σκεφτείς είναι τραγική ειρωνεία. Ο χειρότερος εχθρός του βιολογικού μου "πατέρα" να γίνεται ξαφνικά κηδεμόνας μου.
Είχαν και μία μικρότερη κόρη. Εκείνη την είχαν υιοθετήσει από μωρό. Την Ελεονώρα.~

Δεν μπαίνει καν στον κόπο να σταματήσει τα λόγια του να ηχούν
στο κεφάλι της. Ακουμπησμένη στον τοίχο, απαθής, μόνη.

Το φως χάνεται για μια ακόμη φορά από το πρόσωπο της.

~Αννα... δολοφονήθηκαν! Όλοι τους!~

Σηκώνεται. Σχεδόν μηχανικά κατευθύνεται προς τον λέβητα.



ΑΛΛΟΎ ΤΗΝ ΊΔΙΑ ΏΡΑ.

Ο Άλεξ πίνει το ποτό του καθησμένος στην βεράντα. Ουίσκι. Είδε με πόση λαχτάρα ήπιε το πρώτο της ποτήρι στο σπίτι του εκείνη λίγες ώρες πριν. Είναι το αγαπημένο της. Άρα και το δικό του.

Έφυγε. Πού να βρίσκεται άραγε τώρα; Πιθανόν αποκαλύπτει τα πάντα στον Μπόρχες. Γελάνε μαζί. Την φιλά, την αγγίζει, την κάνει δική του.

Το ποτήρι σπάει στα χέρια του. Αίμα μπλέκεται με τα σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα και στάζει κάτω πηχτό, βαθύ κόκκινο.

Ξεφυσά κουρασμένα. Ανακάθεται στην καρέκλα του. Δεν περνά από το μυαλό ούτε να περιποιηθεί την πληγή του. Δεν έχει άλλωστε την ψυχική δύναμη να σηκωθεί.

Τίποτα δεν πάει καλά. Εκείνη έφυγε.
Δεν πρόλαβε καν να της πει όλα όσα θέλει. Δεν πρέπει να λυπάται για αυτήν. Η Οργάνωση είναι ασφαλής. Γιατί έτρεξε μακριά του, πριν ακούσει.

Κι όμως νιώθει χαμένος, διαλυμένος.

Πριν μία ώρα περίπου, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα. Η Ντόρα αυτοκτόνησε σήμερα στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού. Η πρώτη του αντίδραση ήταν οργή. Γιατί; Γιατί γαμώτο;! Της υπόσχεται να την βγάλει από εκεί και αυτή φέρεται τόσο επιπόλαια που βάζει τέλος στην ζωή της; Όχι, την ξέρει καλά. Δεν θα το επιχειρούσε ποτέ. Ήταν δυνατή. Υπήρχαν μάρτυρες όμως.. ο Μυστικός που έχει στις φυλακές επιμένει πως την είδε
να τινάζει τα μυαλά της στον αέρα.

Ένα είναι σίγουρο: μόλις βρει ποιος  ευθύνεται για αυτό θα τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Η Ντολόρες δεν υπήρξε μόνο πιστή στην Οργάνωση και σπουδαία στις αποστολές της. Ήταν οικογένεια.

Το τηλέφωνο χτυπά δυνατά. Σπάει τόσο απότομα την σιωπή, διώχνει τις σκέψεις. Το αρπάζει στο ματωμένο του χέρι, βάζοντας το στο αυτί του μηχανικά.

"Ποιός;"  Ρωτά άχρωμα.

"Άλεξ! Η εταιρεία καίγεται!"









[......]







Hey there!

Αποφάσισα να ανεβάζω μικρότερα κεφάλαια (περίπου 1.000 - 1.200 λέξεις), ώστε να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για να ανεβάζω συχνότερα. Τι λέτε;

Το επόμενο κεφάλαιο θα είναι ΒΌΜΒΑ 😉

🌹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top