31. Δαίμονες Παρελθόντος

Έτσι καταλήγουν για μια ακόμη φορά
να βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον. Τυλιγμένοι στην σιωπή. Ο καθένας να παλεύει με τους δικούς του δαίμονες. Έχουν και οι δύο τους λόγους τους άλλωστε.

Εκείνη, την άγνοια, που την έπνιγε από μέσα προς τα έξω μέρα με τη
μέρα και πλέον έχει μετατραπεί σε ένα τέρας από το οποίο παλεύει να ελευθερωθεί. Από την άλλη όμως, ακόμη κι αν δεν πρόκειται να το παραδεχτεί ποτέ, φοβάται. Τρέμει στην ιδέα της αλήθειας που έχει ένα προαίσθημα ότι θα πονέσει.

Εκείνος αντιθέτως κρατά την αλήθεια. Έχει την γνώση, μα φοβάται εξίσου,
- αν όχι περισσότερο,- να την ελευθερώσει. Γιατί το πιθανότερο είναι, μετά από αυτό, πως θα την χάσει για πάντα. Εγωιστικό; Ίσως.
Μα μόνο στην σκέψη πονάει. Πονάει σχεδόν όσο πόνεσε στην θέα εκείνων των καταραμένων σημαδιών στα λεπτεπίλεπτα χέρια της. Σημάδια που ο ίδιος είχε δημιουργήσει πάνω στα νεύρα του.

Ασυναίσθητα το βλέμμα του πάει να πέσει πάνω στα πλεγμένα χέρια της μα αστραπιαία το σηκώνει και πάλι στα μάτια της.

Τύψεις.

Εκείνη τον καρφώνει έντονα, η
ματιά της φανερώνει άπειρο θράσος. Ανταποδίδει το ισχυρό κοίταγμα
της.Καταλαβαίνει αμέσως πως το τρομακτικό σκούρο μπλε της σε συνδιασμό με το θολωμένο, γυαλιστερό πράσινο δικό του είναι καταστροφικός συνδιασμός, σαν εξάπλωση φωτιάς σε πυρηνικό εργοστάσιο. Αντιλαμβάνεται πως όλο αυτό είναι μια πρόκληση από μέρους της και χωρίς δεύτερη σκέψη την αποδέχεται νοητά. Δεν κατεβάζει το βλέμμα, δεν ανοιγοκλείνει τα μάτια.

Περνούν μερικά ακόμα βουβά λεπτά.

Τί θες; Την ρωτά με τα μάτια.

Την αλήθεια Αποκρίνεται η κοπέλα πιάνοντας αμέσως το νόημα.

Μα τον κοιτά τόσο δολοφονικά που ο Άλεξ την φαντάζεται να του λέει Να πεθάνεις. Θέλω να πεθάνεις.

Ευθύς αμέσως τα μάτια του γουρλώνουν, κουνά το κεφάλι γρήγορα θέλοντας να αποδιώξει
τη σκέψη. Η οπτική επαφή χάνεται
και βλαστημά από μέσα του.

Στρέφεται προς το μέρος της. Στα σαρκώδη χείλη της παίρνει θέση ένα λοξό, νικητήριο χαμόγελο. Αμυδρό
μα εμφανή, αρκετά για να τον εκνευρίσει. Τελικά ξεφυσά παραδομένος.

"Πάω να φέρω κάτι να πιούμε. Αυτή η κουβέντα σηκώνει αλκοόλ." Δηλώνει ξεψυχισμένα και σηκώνεται χωρίς να περιμένει απάντηση.

Η Άννα τον παρακολουθεί ανέκφραστη να αποχωρεί από
το δωμάτιο. Οι χαρακτηριστικοί ήχοι από την κουζίνα, ενός ντουλαπιού να ανοιγοκλείνει, ύστερα του γυαλιού να ακουμπά με γυαλί. Μπορεί εύκολα να τον φανταστεί να κινείται στην κουζίνα παίρνοντας ότι χρειάζεται με άνεση. Τα βήματα του αντηχούν βαριά στα  πλακάκια ενώ πλησιάζει. Εμφανίζεται στην πόρτα με δύο χαμηλά ποτήρια στο ένα χέρι και
ένα μπουκάλι ουίσκι στο άλλο.
Τα τοποθετεί στο τραπεζάκι ανάμεσα τους και σοριάζεται στον καναπέ.

Balandine.

Το αγαπημένο της.

Γεμίζει το δικό της και το τίνει προς το μέρος της στο γυάλινο τραπεζάκι.
Ο ίδιος πίνει μονορούφι το δικό του ξαναγεμίζοντας το αμέσως μετά.

Θα μπορούσε κάλλιστα η Άννα να πετάξει μια σπόντα εκνευρίζοντας τον. Μα δεν το έκανε. Απλά έμεινε να παρακολουθεί επίμονα τις κινήσεις του περιμένοντας να ανοίξει το αναθεματισμένο στόμα του.

Κινδυνεύει κοντά του; Πιθανόν. Μα δεν θα μπορούσε να την νοιάζει λιγότερο.

Έχει μπροστά της τον άνδρα που αποστολή της είναι να καταστρέψει. Τον αρχηγό του καρτέλ που αγωνίζεται να ξεσκεπάσει και έχει χώσει ήδη στην φυλακή τρεις δικούς του. Που έμμεσα προ λίγων ωρών είχε σκοτώσει την πιο καλή πουτάνα του. Το άτομο που αν έβλεπε μπροστά του ο Μπόρχες τώρα, στοίχημα πως θα τον σκότωνε. Εκείνον τον άντρα που είναι γεμάτος μυστικά, που τον βρίσκει στον δρόμο της τις πιο άκυρες στιγμές. Την μπερδεύει όσο τίποτα, ποτέ δεν μπόρεσε να τον ψυχολογήσει. Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, η ομοιότητα του με τον Λούις την τρελαίνει.

Βγαίνοντας από τις σκέψεις της διαπιστώνει πως ο άντρας μπροστά της αδειάζει το τρίτο ποτήρι. Τον παρατηρεί να μορφάζει ελάχιστα από το  κάψιμο που του προκαλεί το υγρό καθώς διασχίζει τον λαιμό του. Γεμίζει και τέταρτο πριν αποφασίσει να κλείσει το μπουκάλι. Τι στο διάολο κάνει;

ANNA'S POV

"Νομίζω φτάνει" Λέω επιτακτικά.
Αν γίνει ζάντα πριν μου πει ότι χρειάζομαι να μάθω θα τον βαρέσω.

Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του μα χάνεται αμέσως. 

"Πιές κι εσύ" Αποκρίνεται γυρνώντας στο ποτήρι του αδιάφορα.

"Δεν ήρθα εδώ να παρεΐσουμε" Του θυμίζω σαρκαστικά. Θέλω να είμαι εντελώς νηφάλια για ότι θα ακούσω. Όχι ότι θα μεθύσω με λίγα ποτηράκια αλλά και πάλι.. κάποιος πρέπει να είναι ο λογικός εδώ πέρα..

Γελάει ειρωνικά. "Σωστά" Ψυθιρίζει σχεδόν. Εστιάζει στο ποτό του λες και είναι το πιο αξιοπρόσεκτο πράγμα στον κόσμο. Ούτε που γυρίζει προς το μέρος μου και θυμώνω περισσότερο.

"Τι ήταν όλα αυτά για το πρόβλημα διαχείρισης θυμού;" Ρωτάω στο άσχετο αναφερόμενη στην δικαιολογία που στάθηκε η αφορμή
να μείνω.

Ιδέα δεν έχω γιατί.. υποθέτω η περιέργεια μου είναι πιο δυνατή
από τον εγωισμό μου.

Αδειάζει το περιεχόμενο του ποτηριού του για πέμπτη φορά και καπάκι το γεμίζει ξανά. Τουλάχιστον τώρα ξέρω πως δεν κινδυνεύω.

Στρέφεται επιτέλους σε μένα.

"Με εμπιστεύεσαι;"

"Όχι." Απαντάω αμέσως με αποτέλεσμα να του ξεφύγει ένα
πικρό γελάκι.

Καλά με δουλεύει; Πως θέλει να τον εμπιστεύομαι; Είναι εχθρός. Και μάλιστα ο χειρότερος!

Ψυθιρίζει κάτι παίζοντας με το γυαλί στο χέρι του. "Τί;" Τον ρωτάω.
"Τίποτα, λέω πιες! Αν δεν πιεις μαζί μου δεν σου λέω τίποτα"

Η διπολικότητα αυτού του ανθρώπου δεν παύει να με εκπλήσσει.

Αλλά δε πάει στα κομμάτια ....
εξαφανίζω το ποτό μου σε δευτερόλεπτα. Η γνώριμη κάψα, καλοδεχούμενη, καίει τον εσωτερικό μου κόσμο αφήνοντας μια υπέροχη αίσθηση και συγκρατώ τον εαυτό μου να μη μουγκρίσει από ευχαρίστηση.

Ακουμπάω με δύναμη το άδειο πια ποτήρι μπροστά μου με θόρυβο και αμέσως μου βάζει δεύτερο.

Ρε, αυτό θα κάνουμε τώρα;

Κατεβάζουμε μαζί την επόμενη γύρα.

Ξαπλώνει προς τα πίσω στην πλάτη του καναπέ ευχαριστημένος, αφού βλέπει ότι έπιασα το νόημα και πλέον γεμίζω μόνη μου ουίσκι.

....

"Η μάνα μου ήτανε πουτάνα" πετάει στο άκυρο. Κάτι μου λέει βέβαια πως αυτή δεν είναι μια τυχαία πληροφορία.

Χαμογελάω με έναν τρόπο που μόνο αυτός θα μπορούσε να ερμηνεύσει. "Μάντεψε.." Του λέω ειρωνικά.

Γρήγορα αντιλαμβάνεται πως βρήκα άλλη μια από τις τραγικές ομοιότητες μεταξύ αυτού και του Λούις. Με μόλις μία πρόταση που ξεστόμισε.

Ίσως είναι λάθος να το αναφέρω
μια τέτοια στιγμή, μα δεν το κάνω εσκεμμένα. Απλά μου βγαίνει φυσικά. Να του σπάω τα νεύρα. Όχι πως δεν το αξίζει. Πάντα θυμώνει όταν τους συγκρίνω. Όμως τούτη η φορά είναι διαφορετική. Τώρα γελάει.

Το βλέμμα απορίας που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω δεν περνά απαρατήρητο.

"Αλήθεια, τι σου έχει πει ο γκόμενος σου για το παρελθόν του;"

Ανασηκώνω το φρύδι. Που το πάει τέλος πάντων;

"Όπως κατάλαβες η μάνα του ήταν πόρνη. Δύο χρόνων τον εγκατέλειψε στο ορφανοτροφείο και εξαφανίστηκε. Όταν ενηλικιώθηκε την έκανε από 'κει. Ξεκινώντας από
το τίποτα έφτιαξε όσα έχει σήμερα και άρχισε να εκδικείται όλες τις πόρνες του κόσμου." Απαντώ συνοπτικά αναφερόμενη στα σκυλάδικα που έχει σε όλη την Αθήνα και όχι μόνο. Έχουν υποφέρει πολλές γυναίκες εκεί μέσα. Και πέρα από την ψύχωση του, φταίει και το αποθυμένο με την μάνα του. Μέσα από αυτές νιώθει να την εκδικείται. Κάτι που στην
πραγματικότητα ποτέ δεν κατάφερε να κάνει. Γιατί όσο και να την έψαξε, ήταν άφαντη. Σα να άνοιξε η γη και την κατάπιε.

Δε μου είχε πει και πολλά για την ζωή του, ποτέ δεν το έκανε, μα φρόντισε να μάθει τα πάντα για την δική μου από την πρώτη στιγμή.Ειναι περίεργο, μα ποτέ δεν με ένοιαξε να μάθω περισσότερα. Κι ας ήξερα πως κάτι κρύβει, ειδικά τον τελευταίο καιρό. Μπορεί να είμαι μαζί του πάνω από επτά χρόνια, όμως ουσιαστικά δεν τον γνώρισα ποτέ.

Ο Άλεξ με κοιτά με μεγάλη προσήλωση. Λες και φαντάζεται τα γρανάζια του μυαλού μου να γυρίζουν κι εκείνος προσπαθεί να μαντέψει τις σκέψεις μου. Σα να περιμένει να βγάλω μόνη μου κάποιο τρομερό πόρισμα, να κάνω κάποια καταπληκτική διαπίστωση.

"Είστε αδέρφια"  Το στόμα ξεστομίζει την αλήθεια γρηγορότερα απ'ότι το μυαλό προλαβαίνει να επεξεργαστεί.

Η συνειδητοποίηση με χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα χιλιάδων βολτ.

Και ξαφνικά μνήμες. Πολλές μνήμες.

"Που μεγάλωσες;"

"Εδώ, Αθήνα" 

"Ναι αλλά που ακριβώς;"

"Σε ένα ορφανοτροφείο στο κέντρο"
Ψελλίζει.

"Και ο Λούις" Ξανά λέω κοιτάζοντας τον με μισό μάτι.

"Δεν φταίω εγώ που ο γκόμενος σου την έχει μικρή"

"....και ποιο έτος σε άφησαν στο ορφανοτροφείο;"

"Το '95"

"Ουάου"  αναφωνώ μες την ειρωνεία.
"Για μάντεψε...το ίδιο και ο.."

"Μπορούμε να μην αναφέρουμε μία φορά τον Μπόρχες;;" Αγανακτεί.

"Τί έκανες στην άλλη άκρη του κόσμου με τον Μπόρχες;"

"Τί ειρωνεία.. και του είχα πει να σε σκοτώσει όταν είχε την ευκαιρία..
Αλλά όχι, έπρεπε να κολλήσει μαζί
σου γαμώτο!"

"Άλεξ, τι σας συνδέει;"

"Τίποτα γαμώτο, γίνεσαι παρανοϊκή!"

"Πάρε ανάσα γαμώ το φελέκι μου"

Ο Άλεξ τινάζεται μπροστά, τα μάτια του γουρλώνουν, με κοιτά  εμφανώς έκπληκτος.

"Πως.."

"Είναι προφανές" Τον κόβω.

Μάλλον δεν περίμενε να το καταλάβω τόσο εύκολα, αλλά εγώ αντιθέτως θυμώνω με τον εαυτό μου που δεν
το αντιλήφθηκε νωρίτερα.

Και γιατί τέλος πάντων ο Λούις δεν μου το είπε ποτέ; Μου ζήτησε να μπω στην γαμω-εταιρία, να βρω στοιχεία και να καταστρέψω τον ίδιο του τον αδερφό!

Βέβαια οι δεσμοί αίματος για τον Μπόρχες δεν θα ήταν και τρομερό εμπόδιο..

Κι εκείνος..; εκείνος..με ξέρει από την αρχή; Από το αναθεματισμένο βράδυ που μπήκε στο διαμέρισμα μου;

"Πες κάτι.." Έχει το θράσος να με κοιτάζει στα μάτια.

"Μίλα" Απαιτώ.

"Δεν είμαστε πια τίποτα" Μου λέει σα να προσβλήθηκε μόνο στην σκέψη να έχει συγγένεια μαζί του. Λες και αυτό θα φτιάξει τα πράγματα.

Αν δεν είχα σαστίσει με αυτό που μόλις άκουσα, θα στριφογύριζα τα μάτια μου στην ηλίθια, παιδιάστικη συμπεριφορά του.

Πίνει. Πίνει πολύ. Κι εγώ θέλω απλά να αρπάξω το ποτήρι από τα χέρια του και να το πετάξω με δύναμη στον τοίχο πίσω του.

Σιωπή.

Σιωπή.

Σιωπή.

Προσπαθώ να μην ανοίξω το στόμα μου, γιατί αν τον θυμώσω και τσακωθούμε τώρα, απλά θα γίνουν όλα πιο σκατά.

Όμως μέχρι να αποφασίσει να μιλήσει εγώ νιώθω να ασφυκτιώ. Να πνίγομαι
μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο.

"28 χρόνια πριν..'' αρχίζει μα ξεφυσά και περνάει το χέρι μέσα από τις μαύρες μπούκλες του. Να την πάλι αυτή η αναθεματισμένη κίνηση..

"Μια πόρνη ήταν στην Συγγρού, μαζί με άλλες, σ' ένα πεζοδρόμιο και ψάρευε πελατεία. Βράδυ. Μπάρμπαρα την έλεγαν."

Τα λόγια αφήνονται από τα χείλη του με τόση πικρία και αηδία που νιώθω  την περίεργη επιθυμία να του φωνάξω να σταματήσει να μιλάει. Μα δεν το έκανα.

"Την ίδια ώρα ένας ζάμπλουτος μαλάκας, ο Πίτερ Πάρκερ αποφάσισε πως είχε αγαμίες. Βλέπεις, ο γέρος του είχε πεθάνει πρόσφατα και του είχε αφήσει κληρονομιά αμύθητης αξίας. Δεν ήξερε τι να την κάνει. Εκείνη την νύχτα βρήκε η Μπάρμπαρα το μεγάλο ψάρι κι ο Πάρκερ μια καλή επένδυση"

Στο όνομα Πάρκερ το βλέμμα μου σίγουρα σπινθηρίζει από το στοιχείο την αναγνώρισης.

"Σου θύμησε κάτι κάποιο όνομα;" Με ρωτά σα να διάβασε τα μάτια μου.

"Όχι" Ψεύδομαι αμέσως αν και δεν μπορώ παρά να σκεφτώ ξανά και ξανά τον Ίαν Πάρκερ, τον ηλίθιο, πλούσιο, πρόην γκόμενο της Ρίας που πήγα να σπάσω στο ξύλο τον προηγούμενο μήνα.

"Μοιράσου μια νύχτα μαζί μου Άν"

"Είσαι επικίνδυνο κομμάτι Άν. Μυρίζομαι τον κίνδυνο που κουβαλάς"

Η περίεργη συμπεριφορά του..δεν μπορεί να είναι σύμπτωση ακόμα και το επώνυμο.

Ηλίθια!

Ο Άλεξ δεν φαίνεται να με πιστεύει αλλά δεν το τραβάει περισσότερο. Το προσπερνάει και συνεχίζει.

"Ο Πίτερ ήταν όμορφος. Είχε λεφτά και δύναμη. Της παρουσιάστηκε ως μεγαλοεπιχειρηματίας. Δεν ήθελε και πολύ να τον ερωτευτεί. Κόλλησε μαζί του. Την επόμενη κι όλας μέρα πήγε στην εταιρεία που δούλευε. Αλλά εκείνος έγινε έξαλλος. Την είπε πως δεν μπορεί να έρχεται όποτε θέλει και πως θα του χαλάσει το όνομα, θα τον κάνει ρεζίλι στα μίντια και τέτοιες παπαριές. Η Μπάρμπαρα έφυγε μα το βράδυ πήγε αυτός σε εκείνη. Το είχε καταλάβει από την αρχή πως ήταν καψουρεμένη μαζί του. Και δεν τον χάλαγε καθόλου να έχει μια όμορφη γυναίκα στην χειραγώγηση του. Της είπε πως θα έρχεται αυτός να περνάνε χρόνο μαζί όταν δεν δούλευε, γιατί ήταν παντρεμένος και δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Αυτό ήταν αλήθεια.
Ο Πάρκερ είχε παντρευτεί νωρίς με μια μέγαιρα του κύκλου του, όταν η εταιρεία ήταν ακόμα του πατέρα του και περνούσε κρίση. Ένωσαν τα πλούτη τους μα όχι τις καρδιές τους.
Πέρασαν γρήγορα έτσι δυο μήνες
και η Μπάρμπαρα βαρέθηκε να κρύβονται από όλους. Τον αγαπούσε, μα έπρεπε να παραδεχτεί στον εαυτό της πως την κορόιδευε. Απομακρύνθηκε. Εν το μεταξύ,εκείνος είχε πέσει στα βαθιά. Κατέληξε να έχει τις νόμιμες επιχειρήσεις απλά ως μια κάλυψη για τις βρωμοδουλιές του. Στα παρασκήνια είχε χτίσει μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Μαύρη Αγορά σε όλη την Ευρώπη. Από όπλα μέχρι χασίς.
Μιλάμε για δισεκατομμύρια. Όμως αυτά φέρνουν και εχθρούς. Ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν και
είναι πως θα τον σκοτώσουν και όσα έφτιαξε θα τιναχτούν στον αέρα.
Έτσι, χρειαζόταν έναν διάδοχο. Έτρεμε στην ιδέα να χάσει τα πλούτη του. Η γυναίκα του δεν μπορούσε να του δώσει αυτό που ζητούσε. Ήταν στείρα.Και τότε θυμήθηκε εκείνη την μικρή, όμορφη ιερόδουλη. Αυτή ήταν τέλεια.Αυτή τη φορά της πούλησε ο ίδιος έρωτα και δεν ήταν δύσκολο να την πείσει. Και λίγο καιρό αργότερα ήταν έγκυος. Θα περίμενε να γεννήσει. Θα της έπαιρνε το παιδί και θα την έδιωχνε. Υποχρέωσε την γυναίκα του να δεχτεί να μεγαλώσει το παιδί της Μπάρμπαρα μόλις γεννηθεί αφού ήταν ανίκανη να του χαρίσει η ίδια απόγονο. Ανακοίνωσαν μαζί στα μίντια πως η κυρία Πάρκερ ήταν έγκυος. Έφυγε ταξίδι με την Μπάρμπαρα στο εξωτερικό ώστε να μην καταλάβει κάτι και θα επέστρεφε σε μερικούς μήνες με το παιδί. Δεν υπολόγισε όμως κάτι..."

Παρατηρώ προσεκτικά τις εκφράσεις του προσώπου του. Σε κάθε πρόταση τα χαρακτηριστικά του σκληραίνουν, το βλέμμα σκουραίνει.

"...Τα παιδιά ήταν δύο" Λέει.

Ουάου. Απλά..

"Δεν ήταν σίγουρος για το τι θα έκανε με αυτή την αναποδιά. Όμως μόλις η γυναίκα γέννησε, κάπου στη Βοστώνη
η απάντηση ήρθε μόνη της. Ένα έπρεπε να φύγει από την μέση. Και αυτό το ένα ... ήμουν εγώ"

"Δ-δ-δεν καταλαβαίνω. Γιατί..;"
Η ιστορία για κάποιο λόγο με έχει επηρεάσει. Πολύ. Δεν αναγνωρίζω την φωνή που βγαίνει από μέσα μου. Ακούγεται τόσο αδύναμη..

Σηκώνεται όρθιος. Πάει στην άλλη άκρη του δωματίου, ανοίγει κάτι συρτάρια και κάτι βγάζει. Έρχεται
και το πετάει μπροστά μου. Είναι
μια φωτογραφία.

Απεικονίζει μια γυναίκα, γύρω στα είκοσι. Φοράει μια στενή, λευκή φούστα, αρκετά κοντή και ένα ασορτί τοπάκι. Κάθετα σε μια κούνια και γελάει. Γύρω της δέντρα. Είναι πανέμορφη. Τα κατάμαυρα μαλλιά της σγουρά, πολύ πιο σγουρά από τα δικά μου, πέφτουν στους ώμους της ανάλαφρα και φτάνουν σχεδόν ως τους γοφούς της. Η σταρένια της επιδερμίδα έκανε υπέροχη αντίθεση με το άκρως αποκαλυπτικό σύνολό της. Τα σαρκώδη χείλη της είχαν ένα υπέροχο ροζέ χρώμα. Μα στα μάτια της... εκεί σκαλώνω...στα καταπράσινα έντονα μάτια της που γυάλιζαν στον ήλιο. Σμαραγδένια, φωτεινά και θλιμμένα την ίδια στιγμή.

Σηκώνω το κεφάλι και κοιτάζω τον Άλεξ που στέκεται από πάνω μου με πλήρη απάθεια. Όταν βλέπει την έκπληξη στο πρόσωπο μου σκάει ένα μικρό, πονεμένο χαμόγελο.

Είναι σαν να γνωρίζει ήδη τις λέξεις που θα εκφράσω και τον πονάνε πριν καν ειπωθούν.

"Είναι.... είναι ολόιδια εσύ" ψελλίζω










[.......]

Φιλιά και υγεία σε όλους εύχομαι ❤️❤️❤️



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top