28. Πάρε Ανάσα

Η ανάσα μου άστατη, οι χτύποι της καρδιάς ηχούν σαν έξαλλο τύμπανο στα αυτιά μου.

Θεέ μου.

Πάει, πέρασε. Δεν με αναγνώρισε.
Ηρέμησε διαολεμένη, γιατί χτυπάς έτσι;

Είμαι ασφαλής. Όλα καλά. Δεν χάλασε η κάλυψη, δεν αποκαλύφθηκα..

...Δεν με γνώρισε.

Τί σκατά;

Αυτό ήθελα. Να μην με καταλάβει.
Για το καλό του σχεδίου. Όλα βαίνουν καλώς.

Γλύτωσα τα χειρότερα. Μα η ανακούφιση που περιμένω να αισθανθώ δεν έρχεται ποτέ
και αρχίζω να εκνευρίζομαι.

Δεν ξέρω τι θέλω, αλλά όλα είναι εκνευριστικά.

Γαμώ την ηλίθια πόρτα της αποθήκης που δεν ανοίγει, γαμώ τις στοίβες με τα γραφειοκρατικά που κρατάω στα χέρια μου και όπου να ναι θα μου πέσουν όλα, γαμώ και τον ενοχλητικό θόρυβο που κάνει όποιος μαλάκας τρέχει άτσαλα στον διάδρομο και μου έχει πάρει τα αυτιά.

Ξεφυσάω. Τι πάει λάθος μαζί σου Άννα Τζόρνταν; Σοβαρέψου και άντε στη δουλειά σου.

Δεν παλεύομαι, πραγματικά απορώ με τον εαυτό μου. Όντως υπάρχει η περίπτωση να ήθελα να..

Ξαφνικά νιώθω μια δυνατή λαβή στη μέση. Στο επόμενο δευτερόλεπτο ότι κρατούσα έχει σκορπιστεί με πάταγο στο πάτωμα. Ένα ζεστό σώμα κολλά στην πλάτη μου. Πάω αντανακλαστικά να φωνάξω, μα ένα χέρι σφραγίζει το στόμα μου αστραπιαία.

Η πόρτα που τόση ώρα πάλευα να ξεκλειδώσω ανοίγει με φόρα χτυπώντας στον τοίχο και πριν το καταλάβω με πετούν μέσα και κλείνει ξανά με θόρυβο.

Κάνω μερικά βήματα πίσω, παντού σκοτάδι. Ησυχία. Νιώθω χαμένη.

Θα νόμιζα πως είμαι μόνη αν δεν άκουγα μια επίσης ακανόνιστη ανάσα να ζευγαρώνει με την δική μου.

Άνδρας αν κρίνω από την σωματική διάπλαση.

Δειλός αν κρίνω από την πισώπλατη επίθεση του.

Ο αέρας μυρίζει απειλή. Προσπαθώ να προβλέψω την επόμενη κίνηση του αντιπάλου που βρίσκεται μπροστά μου ενώ πασχίζω να θυμηθώ που διάολο έχω κρύψει τον σουγιά σε αυτό το δωμάτιο.

Μετράω τρία ράφια με το νου, κάπου δέκα βήματα πίσω δεξιά.

Παντού φρόντισα να έχω εφεδρικά όπλα. Και ορίστε ο λόγος..

Κάνω ένα βήμα πίσω και νιώθω πως κάνει κι αυτός ένα μπροστά.

Πριν προλάβω να αντιληφθώ τι γίνεται, μηδενίζει την απόσταση, πετώντας με πίσω στα ράφια και κολλώντας πάνω μου, ενώ χιλιάδες βιβλία φεύγουν από τις θέσεις τους
και σκορπίζονται γύρω μας. Τα χέρια του κλειδώνουν δεξιά και αριστερά από το κεφάλι μου.

Έχω χάσει τα λόγια μου, πονάω από την σύγκρουση και για κάποιο λόγο αρνούμαι πεισματικά να αφήσω την αναπνοή μου ελεύθερη.

"Τί σκατά κάνεις εσύ εδώ;"

Φωνή τραχιά, βαριά και οργισμένη.
Πλανάται ανάμεσα μας, κι εγώ τινάζομαι λες και με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα.

Αυτή η φωνή...

Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι!

Γαμώτο!

Ζαλίζομαι. Δεν αναπνέω.

Σιωπή ξανά. Ξεφυσά, οι ανάσες
του συγκρούονται αλύπητα με το πρόσωπο μου και νομίζω θα
τρελαθώ.

"Πάρε ανάσα, γαμώ το φελέκι μου"

Ακούγεται θυμομένος και συνάμα...
κουρασμένος;

Καταραμένη ζαλάδα.. ηλίθια αστεράκια που θολώνεται την
όραση..


"Άννα!!!"


"Καλά!"


Λέω απομακρύνοντας τον νευρικά από πάνω μου και αφήνω τον αέρα να βγει απ'τα πνευμόνια μου, γεμίζοντας αμέσως μετά, ξανά, με νέο, αναζωογονητικό οξυγόνο.

Πόση ώρα ήμουν έτσι;

"Είσαι...;"

"Είμαι εντάξει!" Απαντώ αμυντικά.

Όλα καταστράφηκαν. Απλά ας σκάσει για λίγο να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Τί κάνω από εδώ και πέρα;

Είναι εδώ, με άγγιξε..

Δεν μπορεί να επιστρέφει τώρα, δεν έχει το δικαίωμα να μπει ξανά στην ζωή μου, ειδικά έτσι, απλά είναι άδικο..

Προσπαθώ να σκεφτώ σωστά μα το μυαλό δεν λέει να στροφάρει και έχω αρχίσει να απελπίζομαι. Το μόνο που κάνει το ριμάδι είναι να θυμάται. Για να μου βρει μια λύση ούτε λόγος!
Και φυσικά θυμάται τα κατάλληλα πράγματα την κατάλληλη στιγμή:
Την τελευταία φορά που τον είδα,
τις τελευταίες κουβέντες που ανταλλάξαμε.

Εννοείται πως νευριάζω αμέσως.
Τι άλλο θα μπορούσα να νιώσω για αυτόν τον άνδρα πέρα από αγνό
θυμό;

Δεν μιλά, μου δίνει χρόνο να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει.

Έτσι πλησιάζω με όση σιγουριά μου έχει απομείνει το θερμό σώμα του,
με το κεφάλι ψηλά, ακόμα κι αν δεν μπορώ να τον δω, κάνοντας το μόνο πράγμα που μου φαίνεται λογικό στην παρούσα φάση.

Το επόμενο που ακολουθεί είναι ο εκκωφαντικός ήχος της σάρκας να συγκρούεται στιγμιαία με σάρκα γεμίζοντας για λίγα μόλις δευτερόλεπτα την σιωπή.

"ΆΟΥ!!!"

Μωρέ στόχο που τον έχω!

Μαλάκα. Ε, μαλάκα!

"ΓΙΑΤΊ;;" Φωνάζει με νεύρο και εξοργίζομαι ακόμα περισσότερο.

Δεν απαντάω. Λέξη δεν έχω πει ως τώρα. Μυαλό έχει, ας το βρει μόνος του το γιατί.

Άθελά μου, γυρίζουν τα λόγια του στο μυαλό μου. Τέλεια. Τώρα δέσαμε.

"Μην. Τυχόν. Και. Με ξανα ακουμπήσεις." Τονίζει κάθε του λέξη απειλητικά.

Πλησιάζει κοντά μου, όσο ακόμα γίνεται τουλάχιστον. Η ανάσα του
για άλλη μια φορά καταλήγει στο πρόσωπο μου.

Ειλικρινά με τρελαίνει που δεν
μπορώ να τον δω!

Υποθέτω πως βρίσκομαι κοντά
στην πόρτα. Έχω εντελώς αποπροσανατολιστεί.
Ψηλαφίζω με το ένα μου χέρι τον τοίχο από πίσω μου, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να βρω τον διακόπτη. Πώς διάολο βρέθηκα εγκλωβισμένη πάλι;;

Εντελώς απρόσμενα, νιώθω τα δάχτυλα του ενός χεριού του να ξεκινούν από τον ώμο μου, διαγράφοντας μια αργή μα σταθερή πορεία ως το τέλος του τρεμάμενου
δικού μου, που απεγνωσμένα τώρα ψάχνει τον διακόπτη.

Το χέρι του κλειδώνει στο δικό μου, εγκλωβίζοντας το και σταματώντας οποιαδήποτε κίνηση. Με σφίγγει, αλλά όχι τόσο ώστε να πονέσω.

"Όχι φως" Λέει επιτακτικά.

Ούτε τα κότσια να με κοιτάξει δεν έχει λοιπόν;

"Γιατί είσαι εδώ;" Ρωτά πιο ήρεμα.

Πάλι δεν απαντώ. Όταν εγώ του ζήτησα απαντήσεις εκείνος με πρόσβαλε και εξαφανίστηκε για μήνες. Ούτε που θα τον είχα ξαναδεί ποτέ αν δεν τύχαινε αυτή η αναποδιά.

"Άννα, κάτι ρώτησα" Ο τόνος του προειδοποιητικός και έντονος.

"ΕΣΎ μου χρωστάς απαντήσεις" Δηλώνω με πείσμα και είναι το πρώτο πράγμα που του λέω μετά από καιρό.

"Δεν σκοπεύω να λογοδοτήσω σ' εσένα" Πιάνει τώρα τους καρπούς
μου δυνατά, αρχίζω να πονάω.

Κοιτάζω έντονα την μορφή του
που διαγράφεται στο σκοτάδι, προσπαθώντας να φανταστώ
τα χαρακτηριστικά του. Μια ανεπαίσθητη γυαλάδα ξεπροβάλλει που και που στο ύψος του προσώπου του και μαντεύω πως είναι τα διαπεραστικά μάτια του.

Πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να μπορούσε να τα δει και βλαστημώ.

Πρέπει να φύγει. Τώρα.

"Ξέρουμε και οι δύο ότι απλά δεν είχες τ' αρχίδια να 'ρθεις να μου ξηγηθείς"

"Σκάσε! Τίποτα δεν ξέρεις!!" Με ταρακουνά βίαια και τραντάζομαι
ολόκληρη.

"Απλώς παραδέξου το!" Φωνάζω.

"Ποιο πράγμα γαμώτο;;"

"Ότι με κατασκοπεύεις!! Ότι είσαι κι εσύ μπλεγμένος όσο κι εγώ!!"

"ΛΕΣ ΜΑΛΑΚΊΕΣ!!"

"Πώς βρέθηκες εκείνη τη νύχτα στο σπίτι μου τότε; Γιατί έφαγες την καταραμένη τη σφαίρα; ε; Γιατί όπου πάω σε βρίσκω μπροστά μου διάολε;;"
Φωνάζω μέσα στα μούτρα του, χτυπώντας το στήθος του και προσπαθεί να με κρατήσει.

Σιωπή. Καμία απάντηση. Πράξη δειλίας.

Και πολύ, πολύ, εκνευριστικά τεταμένη ατμόσφαιρα

"ΓΑΜΏ!!"φωνάζει τελικά έξαλλος και πετάει τα χέρια μου από τα δικά του.

Γυρίζει από την άλλη, κλωτσάει κάτι, σπάει κάτι άλλο.

Ανοίγει την πόρτα, φωτίζοντας προς στιγμήν τον χώρο, τόσο που ίσα κατορθώνω να αντικρίσω την πίσω όψη της κορμοστασιάς του, πρωτού την κλείσει πίσω του με νεύρο. Νομίζω θα την σπάσει.

Αφουγκράζομαι τα βήματα του στον διάδρομο να απομακρύνονται.

Φυσικά και δεν τον ακολουθώ. Γιατί να το κάνω άλλωστε;

Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Εξουθενωμένη και ακόμα κολλημένη στον τοίχο, αφήνω το κουρασμένο μου σώμα να καταρρεύσει.

Καταλείγω να κάθομαι στο πάτωμα, με τα χέρια μου να αγκαλιάζουν τα γόνατα μου και την πλάτη μου να ακουμπά στον κρύο τοίχο. Βουτηγμένη στην ησυχία και το απόλυτο, βουβό χάος, που κάνουν μεγάλη αντίθεση με με τον ενοχλητικό ήχο της καρδιάς που σφυροκοπά στο στήθος μου με μανία.

Πάλι το ίδιο κάνει. Έρχεται και
φεύγει.

Αυτό μόνο ξέρει να κάνει...

Κλείνω τα μάτια, στιρίζω το κεφάλι μου πίσω κουρασμένα.

Ξεφυσάω.

Είναι εχθρός. Αυτό μόνο πρέπει να έχω στο μυαλό μου. Πώς να τον εξολοθρεύσω.

Ο χρόνος μου περιορισμένος, όλα μπερδεμένα.

Δεν πρόκειται να το πω στον Λούις πάντως πως αποκαλύφθηκα. Θα χάσει πάσα ιδέα με μένα, όπως κι εγώ, αν αποδεχτώ την ήττα μου.

Άσε που τώρα αρχίζω να θέλω όσο τίποτα να αποτελειώσω την σπείρα.
Και να δω σε τι βαθμό συνδέεται με αυτήν ο King.

Γιατί ότι συνδέεται είναι δεδομένο..

Όπως δεδομένο είναι και ότι θα τον σκοτώσω αν μάθω ότι εμπλέκεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση.


Και θα το κάνω μόνη....










[......]












🌹

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top