26. Μπέρδεμα
"Άλεξ, με λαμβάνεις;" Η φωνή του
από το ακουστικό με κάνει να στριφογυρίσω τα μάτια μου.
"Για δέκατη συνεχόμενη φορά ΝΑΊ Χάντερ. Μπορείς να ηρεμήσεις;;"
"Όχι,δεν μπορώ! Γιατί έπρεπε να πας μόνος σου ρε τρελέ; Δεν μπορούσες να αφήσεις άλλον να κάνει τη δουλειά ή να πάρεις τουλάχιστον κάποιον μαζί σου;"
"Πρέπει να το κάνω μόνος μου,
γιατί δεν καταλαβαίνεις;"
"Πφφ, κοιτά να γυρίσεις ζωντανός γιατί αλλιώς θα σε σκοτώσω Κίνγκ!"
Θεέ, δεν πάει ούτε μια ώρα που έφυγα απ'την βάση και μου έχει σπάσει τα νεύρα. Έκρυψα το τζιπ πριν μπω στο δάσος κι εδώ και κάνα εικοσάλεπτο περπατάω ακούγοντας τον να γκρινιάζει.
Γιατί δεν μπορεί απλά να κάνει
την δουλειά του; Άλλωστε είναι υπερβολικός. Δεν πρόκειται να πάθω τίποτα.
Έστειλε μέχρι και είκοσι άνδρες
να φιλάνε την περίμετρο για παν ενδεχόμενο χωρίς να με ειδοποιήσει. Εννοείται πως ακύρωσα την επιχείρηση. Δεν θα παρασύρω
είκοσι ανθρώπους στο θάνατο αν στραβώσει κάτι. Δική μου ιδέα ήταν όλο αυτό. Και δικός μου εχθρός
ο Μπόρχες. Όλοι οι άλλοι να μην ανακατεύονται.
"Πρόσεχε, δεξιά σου υπάρχει γκρεμός στα δέκα βήματα"
Ουάου, για δες ποιος θυμήθηκε ότι του έχει ανατεθεί κάτι να κάνει!
Στρίβω απ' την αντίθετη πλευρά.
Παντού υπάρχουν βράχια και πεύκα.
Εντάξει, σίγουρα η αποθήκη θα ήταν σε απομακρυσμένο σημείο αλλά αυτό δεν το περίμενα. Το βουνό για κάλυψη είναι... ενδιαφέρον μπορώ να πω. Σχεδόν με φτάνεις στην εξυπνάδα Μπόρχες. Σχεδόν.
Εν τω μεταξύ, ο αδερφός του Χάντερ, ήταν ο μοναδικός που πλησίασε την περιοχή. Με μια μικρή ομάδα θα νάρκωναν τους εξωτερικούς φυλακές, θα έλουζαν το κτίριο με βενζίνη και..
"Πλησιάζεις. Στα πεντακόσια μέτρα μπροστά σου. Να είσαι σε ετοιμότητα"
"Εγώ δίνω τις διαταγές εδώ πέρα Χάντερ."
"Σωστά. Α, και Άλεξ.."
"Μείνε ήσυχος φίλε. Δεν σκοπεύω
να πεθάνω τώρα σύντομα"
Καπνοί φαίνονται στον ορίζοντα.
Δεν χρειάζομαι πλέον καθοδήγηση. Απενεργοποιώ το ακουστικό και τρέχω προς τα εκεί. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ο Χάντερ τώρα με το να μιλάει, είναι να μου αποσπάσει την προσοχή.
Ο αδερφός του είχε εντολές να βάλει την φωτιά, να χτυπήσει τον συναγερμό και να φύγει από εκεί πέρα.
Δεν θέλουμε να τους σκοτώσουμε.
Να τους βγάλουμε έξω θέλουμε.
(...)
Το κτίριο έχει τυλιχτεί στις φλόγες.
Επικρατεί το χάος, ήταν πανεύκολο
να μπω μέσα. Καπνός παντού, με μεγάλη δυσκολία κατορθώνω να προσανατολιστώ κι ας έχω μελετήσει τα σχέδια εκατοντάδες φορές.
Οι διάδρομοι είναι απέραντοι.
Φωνές. Δύο άνδρες περνούν από μπροστά μου σπρώχνοντας με για
να βγουν έξω.
"Είσαι τρελός;; Βγες έξω!"
Ένας άλλος τρέχει προς την έξοδο χωρίς καν να με κοιτάξει.
Όλοι τρέχουν προς μια κατεύθυνση κι εγώ προς την αντίθετη.
Και δεν με κατάλαβαν. Πώς θα μπορούσαν μέσα σ'αυτόν τον πανικό; Άλλωστε μαύρα φοράνε αυτοί, μαύρα φοράω κι εγώ. Τυχαίο. Αλλά βολικό.
Είμαι αόρατος. Δεν υπάρχει περίπτωση να ...
"Ποιος διάολος είσαι εσύ;; Ακίνητος!"
Οκ, γράψε λάθος.
Ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ευτυχώς η ορατότητα είναι περιορισμένη, γιατί αλλιώς αυτό
θα με είχε τραυματίσει άσχημα.
Πέφτω κάτω. Σέρνομαι όσο πιο μακριά γίνεται. Βγάζω το όπλο απ'το πίσω μέρος του παντελονιού. Πυροβολώ συνεχόμενα και αστοχώ όλες τις φορές. Σηκώνομαι, καταριέμαι την τύχη μου και τρέχω.
Ακούω την σφαίρα να σφυρίζει καθώς περνάει ξυστά από το αυτί μου.
Σκατά.
Κρύβομαι πίσω από μια κολώνα. Εδώ που φτάσαμε δεν μπορώ να κάνω και πολλά. Ή θα πεθάνουμε κι δύο απ' την φωτιά, αν συνεχίσει να με καθυστερεί, ή αυτός από τα χέρια μου.
Κι άλλες σφαίρες χτυπούν στο μέρος που φυλάγομαι. Με βρήκε.
Δεν έχω χρόνο για τέτοια.
Πέφτω κάτω αστραπιαία και τον πυροβολώ στα πόδια. Προσπαθώ τουλάχιστον να βρω στόχο.
Μια.
Δύο.
Τρεις.
Ένα ουρλιαχτό πόνου πριν ο άνδρας πέσει στο πάτωμα σφαδάζοντας.
Κι εγώ σηκώνομαι σαν ελατήριο πάνω συνεχίζοντας να τρέχω. Φτάνω στις σκάλες, κατεβαίνω στον κάτω όροφο,
πλέον είμαι σε κάτι σαν υπόγειο.
Ο καπνός είναι αφόρητα ενοχλητικός εδώ κάτω. Κόβω ένα κομμάτι από την μπλούζα μου βιαστικά και το δένω σαν μάσκα γύρω από το στόμα και την μύτη.
Σταματάω έξω από μια πόρτα. Το γραφείο του Μπόρχες σ'αυτό το μέρος. Παντού έχει κι από ένα.
Σε λιγότερο από δύο λεπτά έχω σπάσει την πόρτα με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Μπαίνω
μέσα, ο ώμος μου πονάει.
Κατευθείαν πηγαίνω κάτω από το σάπιο σχεδόν γραφείο και σέρνω
προς τα έξω το θησαυροφυλάκιο.
Είναι μικρό αλλά αρκετά βαρύ.
Γονατίζω και συνδέω τον αποκωδικοποιητή όπως τόσες φορές το έχω κάνει πρόβα με τον Τζός. Ο Χάντερ ισχυρίζεται πως έχει δημιουργήσει το απόλυτο πρόγραμμα, αυτό που σε χρόνο μηδέν σπάει κάθε κωδικό.
Ελπίζω για το καλό του να έχει δίκιο.
Δεν έχει δοκιμαστεί αλλά τον εμπιστεύομαι τυφλά.
Τα καλώδια είναι στις θέσεις που πρέπει, ακριβώς πάνω από την θύρα και δεξιά της ασφάλειας.
Τοποθετώ το ακουστικό στο αυτί μου και μπορώ να ακούσω τον ήχο των αριθμών να εναλλάσσονται. Είναι περίεργο. Δεν βλέπω όμως να γίνεται δουλειά και τα λεπτά περνούν.
Στο τρίτο λεπτό ο κωδικός επιτέλους σπάει και η κλειδαριά ανοίγει. Δεν είναι τόσο γρήγορο όσο νόμιζα και έχω χάσει πολύτιμο χρόνο. Η πυρκαγιά ξεκίνησε από έξω, αλλά αν πιάσει τους πάνω ορόφους ενώ είμαι κλεισμένος εδώ κάτω, την έχω βάψει άσχημα.
Ανοίγω το σιδερένιο πορτάκι βιαστικά. Μέσα υπάρχουν δεσμίδες από χρήματα σε διάφορες χώρες και ένα στικάκι. Μπίνγκο!
Δεν χρειάζεται καν να το ελέγξω, ξέρω πολύ καλά τι είναι. Το παίρνω και φεύγω γρήγορα από κει.
Ανεβαίνω στον πάνω όροφο. Βήχω και πνίγομαι.
Έντρομος συνειδιτοποιώ ότι το μέρος από όπου ήρθα έχει τυλιχτεί στις φλόγες.
Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο.
Ανεβαίνω ψηλότερα, φτάνω πριν καλά καλά το καταλάβω ως την οροφή.
Παντού φλόγες. Ζέστη, πολύ και αποπνικτική. Δεν βλέπω κανέναν τρόπο διαφυγής.
Ώστε αυτό ήταν;
Μαλάκα, αυτό είναι άδικο.
Δεν πρόλαβα να χαρώ την ζωή...
Δεν πρόλαβα καν να ξεσκεπάσω τον Μπόρχες..
Η Ελεονώρ υποθέτω θα στεναχωρηθεί πολύ...
Και ο Χάντερ θα με σκοτώσει...
Άσε που...
Ό, μα ποιόν κοροϊδεύω; Σε λίγο καταφθάνει ελικόπτερο μπίτσιζ!!!
Την ίδια στιγμή που κάνω την σκέψη, ένα κύμα δυνατού αέρα τα σαρώνει όλα. Φλεγόμενα κλαδιά περνούν από δίπλα μου και όλος ο καπνός έρχεται στα μούτρα μου.
Κοιτάζω ψηλά. Καιρός ήταν. Άργησες Τζός.
Ανοίγω το ακουστικό. "Το πήρα!" Ενημερώνω μόνο και σε μια παρόρμηση της στιγμής, πριν πάρω οποιαδήποτε απάντηση από την βάση, πετάω την συσκευή από την ταράτσα στις φλόγες.
Το έχω! Όλα θα μπουν στην θέση τους! Σε έχω στο χέρι Μπόρχες!
Η σκάλα πέφτει κι ανεβαίνω γρήγορα.
Δεν έχω πει σε κανέναν για αυτό, γιατί ο Χάντερ θα είχε φρικάρει στο ενδεχόμενο να έφτανα σε τέτοιο σημείο που η μόνη μου διαφυγή να ήταν αυτό.
Αλλά σοβαρά, δεν θα είχα εγώ εναλλακτικό σχέδιο; Αφού το δήλωσα: δεν σκοπεύω να πεθάνω σήμερα. Τέλος.
(....)
Κοιτάζω διακριτικά από την πόρτα, χωρίς να μπω μέσα. Κάνεις δεν με έχει προσέξει ακόμα.
Η ατμόσφαιρα που επικρατεί στην βάση μας είναι γιορτινή. Ποτά, φωνές, και γέλια.
Μόνο ο Χάντερ στα κοντρόλ φαίνεται προβληματισμένος καθώς στέκει πάνω από τους υπολογιστές του προσπαθώντας λογικά να εντοπίσει το σήμα μου.
Ο Τζός, πάνω στην χαρά του πιάνει την Μπέθανη και την φιλάει. Όχ, αυτό δεν θα έχει καλό τέλος...
"Το πήραμε;;" Ρωτά ένας νεοσύλλεκτος.
"Το πήραμε!" Φωνάζει ο δεύτερος Χάντερ ενθουσιασμένις και τον αγκαλιάζει αντρικά.
"Το πήραμε" Επιβεβαιώνω κι εγώ ενώ μπαίνω μέσα κάνοντας αισθητή την παρουσία μου και όλοι τρέχουν προς το μέρος μου.
"Άλεξ!" Φωνάζει ο Χάντερ αφήνοντας επιτέλους τα μαραφέτια του και με πλησιάζει γρήγορα.
Κάνω το σήμα της νίκης και ανοίγω τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω..
"ΑΟΥΤΣ!!"
"ΆΞΙΣ!!! ΕΊΣΑΙ ΜΑΛΆΚΑΣ;;;ΤΙ ΘΑ ΚΆΝΑΜΕ ΑΝ ΠΈΘΑΙΝΕΣ ΡΕ;;"
Εντάξει, την άξιζα υποθέτω την μπουνιά..
Τελικά με αγκαλιάζει αυτός, ΑΦΟΎ μου σακάτεψε την μύτη. Ο αδερφός του έρχεται και πέφτει πάνω μας κάνοντας με να παραπατησω και σχεδόν να πέσουμε και οι τρεις μαζί κάτω. Όλοι γελάνε, μαζί κι εγώ.
Όλοι μου μιλάνε ταυτόχρονα και με συγχαίρουν ή μου κάνουν ερωτήσεις.
"Πού είναι;;" Ρωτά ο Τζός ανυπόμονα.
Απομακρύνομαι από τους υπόλοιπους και παίρνω το επαγγελματικό μου ύφος.
Πάω στον πάγκο και γεμίζω ένα ποτήρι με σαμπάνια πριν μιλήσω.
"Κύριοι.." Αρχίζω σηκώνοντας ψηλά το ποτήρι μου και η Μπέθανη με την Ντολόρες με άγριο κοιτάζουν.
"....και κυρίες" συμπληρώνω αν και μου φαίνεται αστείο. "Στα χέρια μου κρατάω το όπλο που θα μας απαλλάξει από τον Λούις Μπόρχες μια για πάντα" Βγάζω με το άλλο χέρι το στικάκι από την τσέπη του σακακιού δείχνοντας το. "Εδώ μέσα υπάρχουν όλες οι συνομιλίες του εχθρού με τα καρτέλ των γειτονικών χωρών. Το κλειδί για να τον κλείσουμε στην στενή μια για πάντα, δίνοντας μας
την ευκαιρία να επεκταθούμε!"
Όλοι χειροκροτούν, σφυρίζουν και φωνάζουν.
"ΣΤΟ ΑΎΡΙΟ!!" Φωνάζω σηκώνοντας το ποτήρι μου και όλοι κάνουμε πρόποση πίνοντας σ'ένα καλύτερο μέλλον.
"Τώρα, Χάντερ, θα μας κάνεις την τιμή;" Λέω δίνοντας του το στικάκι
"Φυσικά" Το συνδέει στην κεντρική μονάδα και σε λίγο οι φωνές μας σταματούν καθώς δυο ανδρικές φωνές γεμίζουν τον χώρο. Η μία μου είναι πολύ γνωστή. Δυσάρεστα γνωστή.
"Θα σε ρωτήσω μια φορά Λούις. Και θέλω μια τίμια απάντηση. Ξέρεις ποιος ευθύνεται για τον θάνατο του Άντριου Τζόρνταν;"
"Αχαχα... Ακόμα και να ξέρω Σάιμον... εσύ μπορείς να αντέξεις την αλήθεια;"
"Κόψε τα μισόλογα φίλε. Αν ξέρεις κάτι απάντα ξεκάθαρα"
"Ξέρω πολλά πράγματα...δεν φαντάζεσαι πόσα...και ναι, τυχαίνει να γνωρίζω τον δολοφόνο του μπάτσου..
Μάντεψε Σάιμον.. εγώ τον σκότωσα.."
"Ε-ε- εσύ; Γιατί;"
"Μα γιατί έμπαινε στα πόδια μου. Πρώτα η πουτάνα η γυναίκα του και μετά αυτός...Θες να μάθεις τι άλλο ξέρω; Ξέρω πως κι εσύ είσαι μπάτσος αγαπητέ Σάιμον. Και νομίζω πως είναι καιρός να διακόψεις την μετάδοση"
"Δ-δ-δεν καταλαβαίνω τι εννοείς.."
"Ό, κι όμως καταλαβαίνεις πολύ καλά.. Κλείσε την ηχογράφηση."
Ήχοι από καρέκλες που τρίζουν στο πάτωμα συγχρονισμένα. Κάποιος να οπλίζει. Τί στο καλό συμβαίνει;
"Τ-τ-τί κάνεις; Όχι! Σταμάτα!"
"Καλό διάολο μπάτσε"
Ουρλιαχτό. Πυροβολισμοί. Τρεις, ο ένας πίσω από τον άλλο. Βαριά βήματα. Γέλιο. Η μετάδοση κόβεται.
Όλη η ομάδα έχει μείνει με το στόμα ανοιχτό να κοιτούν ο ένας τον άλλον αναζητώντας μιαν απάντηση.
Κι εγώ ο μαλάκας κολλάω σε μια μόνο λέξη: Τζόρνταν. Είπε Τζόρνταν, σωστά;
[......]
Τζόρνταν;;; Ποιος είπε τέτοιο πράγμα;;;;;
Μουχαχαχα!!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top