21. Φωτιά

Στην καφετέρια υπάρχει πολύς κόσμος και στην τραπεζαρία ολόκληρη ουρά. Ξεφυσάω.

Κοιτάζω φευγαλέα την οθόνη του κινητού μου και βλέπω ότι έχω δύο αναπάντητες κλήσεις από τον Τζέικ.
Μιλάμε αρκετά τον τελευταίο καιρό.
Ώρες ώρες με κάνει να γελάω και θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Είναι καλός φίλος.

Εντάξει, είχαμε μια περιπετιούλα όταν ήμασταν 17. Και τί με αυτό;

Με την Ρία ξέρω ότι ποτέ δεν θα είμαστε όπως παλιά. Έχουμε συναντηθεί όμως μερικές φορές.

Γνωρίζω ότι είναι λάθος να μπλέκω με τους κανονικούς ανθρώπους και άδικο για τους φίλους μου. Αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω. Και κατά κάποιον τρόπο βρίσκω τον εαυτό μου να είναι καλά με όλο αυτό.

Θα τολμούσα να πω ... χαρούμενος;

Αποφασίζω να βγω στο μπαλκόνι που είναι πιο μεγάλο κι απ'το σαλόνι μου.

Εκεί, μια παρέα τριών κουστουμάτων ανδρών καπνίζει στην γωνία συζητώντας. Όλοι ντυμένοι στα μαύρα, με γυαλιά ηλίου.

Πηγαίνω στην εντελώς αντίθετη πλευρά και ανάβω ένα Mallbouro.
Το χέρι μου πατάει αυτόματα το εικονίδιο της επαφής του Τζέικ.

Στον δεύτερο χτύπο το σηκώνει.

"Έλα βρε Άννα. Σε παίρνω, σε ξανά παίρνω, που στο καλό χάθηκες;"

Γελάω λίγο. "Είχα πολύ δουλειά"

"Που είσαι τώρα;"

"Στη εταιρεία"

Το συναίσθημα του να λες την αλήθεια είναι τέλειο. Θα το έκανα συχνότερα αν μπορούσα.

Θυμάμαι ότι την μέρα που τον είχα συναντήσει τυχαία στον δρόμο, του είχα πει πως δουλεύω σε πολυεθνική.
Και να 'μαι τώρα. Λοιπόν, αυτό θα πει ειρωνεία..

Αν του είχα πει πως καταφέρα να πραγματοποιήσω το όνειρο μου και έγινα συγγραφέας, άραγε τώρα να ήμουν όντως μια fake συγγραφέας;

..

Καλά, τι μαλακίες λέω;;

"Άρα δουλεύεις τώρα; Θες να σε πάρω αργότερα;" Η φωνή του από την άλλη γραμμή με επαναφέρει από τις ηλίθιες σκέψεις μου.

"Όχι, όχι, έχω διάλειμμα τώρα. Πες μου"

"Αμ..τί να σου πω;"

"Έλα τώρα Τζι.. γιατί με έπαιρνες πριν; Συμβαίνει κάτι;"

Ησυχία. Μόνο η ανάσα του ακούγεται.
Αυτό δεν είναι καλό.

"Τζέικ; Θα μου πεις;" Ίσως ακούγονται πιο ανήσυχη από ότι θέλω.

Ξεφυσάει. "Βασικά.. έχει να κάνει με την Ρία" Λέει διστακτικά και τα μάτια μου αυτομάτως γουρλώνουν.

"Έπαθε κάτι; Είναι καλά;"

"Ηρέμησε, είναι εντάξει." Με καθησυχάζει.

"Τότε;"

Θα μου βγάλει την ψυχή αυτός ο άνθρωπος!

"Χώρισε"

Αφήνω μια ανάσα ανακούφισης.

Πάντως μπράβο της. Καιρός ήταν να τον σουτάρει τον μαλάκα. Χαμογελάω υπερύφανη για αυτήν.

"Εεε..οκ; Καλά έκανε!"

"Όχι Άννα, δεν καταλαβαίνεις. Τον αγαπάει και τον έπιασε με άλλη στο κρεβάτι. Τρεις μέρες τώρα κλαίει συνέχεια και δεν βγαίνει από το σπίτι της. Είναι χάλια μαύρα!" Εξηγεί.

Σοβαρεύω απότομα.

Πόσο μαλάκας παίζει να ναι για να την κερατώσει; Είναι υπέροχο άτομο, ποιός ο λόγος να πάει με άλλη;

Το έλεγα εγώ απ'την αρχή ότι δεν μου γεμίζει το μάτι.

Θα τον πλακώσω στο ξύλο!

"Εγώ τί μπορώ να κάνω;" Ρωτάω με ενδιαφέρον.

Μπορεί να έχουμε απομακρυνθεί πολύ αλλά το παρελθόν δεν σβήνεται.
Έχει κάνει τόσα πολλά για μένα αυτό το κορίτσι και δεν το ξέρει καν.

"Ήσασταν πολύ κοντά παλιά και σε εμπιστεύεται. Έλεγα μήπως.."

"Κατάλαβα. Θα πάω να της μιλήσω σήμερα κι όλας." Τον διαβεβαιώνω.

Ησυχία και πάλι.

Έχω την αίσθηση ότι χαμογελάει για κάποιο λόγο.

"Ξέρεις Άννα.. μπορεί να το παίζεις σκληρή και σκοτεινή αλλά στην πραγματικότητα είσαι ένα μικρό, γλυκό, χνουδωτό, ροζ αρκουδάκι!"
Λέει μες τον ενθουσιασμό.

Εμ..wtf;

Σκάω στα γέλια. Μόνο ο Τζέικ θα το έλεγε αυτό!

Δεν προσπαθώ καν να το παίξω σκληρή..

Σωστά;

Τον ακούω να γελάει κάπως αμήχανα.

"Δεν ήθελα να ακουστεί ακριβώς έτσι αυτό" Παραδέχεται.

Συζητάμε για κανένα μισάωρο ακόμα, πριν τον χαιρετήσω κλείνοντας την συσκευή.

Ρίχνω μια ματιά γύρω μου. Οι άνδρες με τα μαύρα ακόμα καπνίζουν στην άλλη γωνία. Συζητούν κάτι διακριτικά αλλά δεν μπορώ να ακούσω τίποτα από εδώ. Σε συνδυασμό με την φασαρία που επικρατεί στην καφετέρια, λίγα μέτρα πίσω μου είναι αδύνατο να πιάσω έστω και μια λέξη.

Δεν δίνω όμως παραπάνω σημασία. Οι σεκιούριτι δεν είναι καν στην λίστα που μου έδωσε ο Ντέιβιντ.

Ασυναίσθητα κοιτάζω το σβηστό πλέον τσιγάρο μου ανάμεσα στον δείκτη και τον μέσο του αριστερού χεριού μου. Το είχα ξεχάσει εντελώς.

Ανάβω νέο και ρουφάω μια μεγάλη τζούρα. Αμέσως νιώθω τους μύες μου να χαλαρώνουν. Ηραμία.

Ακουμπάω τα χέρια μου στη βεράντα και μένω να καπνίζω κοιτάζοντας με απλανες βλέμμα την απέραντη Αθήνα που ξεδιπλώνεται μπροστά μου.

Η σκέψη μου πάει στον μπάσταρδο τον Ίαν που τόλμησε να πληγώσει την Ρία. Κάνω πρόβα στο μυαλό μου τι θα της πω όταν πάω να της μιλήσω γιατί δεν το έχω καθόλου με αυτά.

Σκέφτομαι ακόμα πως θα βρώ το σπίτι του μαλάκα για να τον κάνω μπίλιες.
Δεν γίνεται έτσι απλά να ρωτήσω την Ρία.

Σηχαίνομαι που το λέω αυτό αλλά μάλλον θα χρειαστώ βοήθεια. Και όχι από τον Λούις. Αν μάθει ότι έχω επαφές με το παρελθόν μου δεν πρόκειται να με εμπιστευτεί ξανά.

Και το χειρότερο, θα θέσω σε κίνδυνο τους μόνους φίλους που είχα ποτέ...

ALEX'S POV

Έχω τελειώσει κάπου στα τρία τσιγάρα όσο ακούω τους δίδυμους Χάντερ να μιλάνε για το σχέδιο. Το έχουν ξεφτιλίσει το θέμα και άκρη δε βγάζουμε.

Όλα είναι πιο εύκολα τώρα που ξεπαστρέψαμε τον ρουφιάνο του Μπόρχες, αλλά αυτό δεν σημαίνει
ότι πρέπει να επαναπαυόμαστε.
Χρειάζεται προσοχή.

Σουλουπώνω το υπερβολικά στενό σακάκι του επίσης άβολου κουστουμιού προσπαθώντας να νιώσω πιο άνετα.

Σεκιούριτι και μαλακίες. Πώς περιμένουν να τους προστατεύσουμε μέσα σ'αυτά; Με το ζόρι αναπνέω.

Η συζήτηση συνεχίζεται. Όσο κι αν προσπαθώ να συγκεντωθώ όμως, ασυναίσθητα το βλέμμα μου πέφτει για ακόμα μια φορά στην γυναικεία παρουσία στην άλλη πλευρά του χώρου.

Προηγουμένως μιλούσε στο τηλέφωνο για αρκετή ώρα. Την περισσότερη γελούσε. Μάλλον θα ήταν ο γκόμενος της. Τώρα βέβαια φαίνεται εντελώς χαμένη και σκεπτική. Ρεμβάζει την Αθήνα, με ένα απλανές βλέμμα, στιριζόμενη στο μπαλκόνι και καπνίζει με μεγάλη άνεση. Εκπλήσσομαι.

Μια ματιά μου έριξε πριν και ξαναγύρισε αδιάφορα μπροστά της.
Δεν με έχει δει που την παρατηρώ τόσην ώρα. Βέβαια, φοράω τα
γυαλιά και δεν προδίδομαι.
Όποτε οφθαλμόλουτρο.
Αν και δεν είναι του στυλ μου..

Βάζει πίσω από το αυτί της μία ξανθιά τούφα που έχει ξεφύγει από τον αυστηρό κότσο της. Φαίνεται πολύ αθώα. Που να ήξερε σε τι σκατό εταιρεία εργάζεται..

Φοράει ρούχα που έχω βαρεθεί να βλέπω στις γυναίκες εδώ μέσα, μα
σε αυτήν πάνε γαμάτα. Και αυτή η φούστα δείχνει τόσο υπέροχα τον κώλ..

"Μαλάκα, με προσέχεις;"

Γυρίζω για να δω τον έναν από τους Χάντερ θυμωμένο να με κοιτά. Μη με ρωτήσετε ποιόν. Είναι ολόιδιοι.

"Σόρρυ, τί έλεγες;"

Στριφογυρίζει τα μάτια του.

"Συζητούσαμε για το πώς θα μπούμε στην αποθήκη." Εξηγεί ο αδερφός του.
"Αεραγωγούς;" Προτείνει.

"Όχι. Είναι το πιο αναμενόμενο. Στοίχημα ότι ελέγχονται" Απορρίπτω αμέσως την ιδέα του.

"Υπογείως;"

"Χρονοβόρο. Και παρατραβηγμένο"

"Τότε τι προτείνεις;" Ρωτάνε και οι δύο μαζί σταυρώνοντας τα χέρια τους συγχρονισμένα.

Οκ, αυτή η ομοιότητα καταντά τρομακτική.

Ωστόσο ξέρω πολύ καλά πως να πιάσω τον Μπόρχες στον ύπνο.

Πετάω το τσιγάρο κάτω και το πατάω.

"Πόρτα" Λέω απλά ανασηκώνοντας τους ώμους και με κοιτάνε λες και είμαι ψυχάκιας που απέδρασε απ'το Δαφνί.

"Χρειαζόμαστε αντιπερισπασμό. Θα έχουμε μόλις μερικά λεπτά για να μπούμε, να πάρουμε τα έγγραφα, να τα διαλύσουμε όλα και να την κάνουμε χωρίς να μας δουν.
Αλλά πιστέψτε με, αρκούν." Εξηγώ.

Δεν φαίνεται να πείθοντα όμως και με κοιτούν με δυσπιστία.

Γαμώτο, είμαι ο αρχηγός τελικά ή δεν είμαι;;

"Πως διάολο θα βγάλεις έξω πενήντα οπλισμένους άντρες;" Απορεί.

Καλά, οι μισοί είναι μαστουρομένοι αλλά έχει δίκιο..

Χαμογελάω πονηρά "Και νόμιζα πως δε θα ρωτούσατε ποτέ"

Κοιτάζονται μεταξύ τους προβληματισμένοι και ελαφρός ανήσυχοι περιμένοντας να τους
απαντήσω.

Όποτε δεν τους αφήνω για πολύ σε αγωνία. Σκίβω κοντά τους και ψυθιρίζω συνομοτικά..

"Φωτιά"












[.....]









Υπάρχει κανείς που δεν κατάλαβε ότι ο Άλεξ είναι στην ίδια εταιρεία με την Άννα και την κοιτάζει τόσην ώρα χωρίς να έχει καταλάβει ποια είναι;;

(Αν ναι, πρέπει να είμαι πολύ άχρηστη συγγραφέας 😭)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top