18. Η Κατάσκοπος
~Μία εβδομάδα νωρίτερα~
(Τριτοπρόσωπη αφήγηση)
Σκοτάδι, παντού σκοτάδι σ'αυτή την απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο αποθήκη.
Ησυχία. Ήχοι από μέταλλο να συγκρούεται με ανθρώπινη σάρκα.
Διαπεραστικές κραυγές απόγνωσης και πόνου. Βαριές ανάσες. Ησυχία ξανά.
Ένα τέλειο, συμμετρικό βάσανο σε πλήρη αρμονία.
Φωνές, κόντρα σε όλο αυτό ξεπροβάλλουν σταθερές και απόλυτες, χωρίς ίχνος φόβου ή δισταγμού.
"Θα μιλήσεις;"
"Όχι."
Και ένας κύκλος από βάσανα ξεκινά σε επανάληψη.
Μετά από ώρα, ο χαρακτηριστικός θόρυβος της σκουριασμένης πόρτας
να ξεκλειδώνει, να ανοίγει τρίζοντας,
προμηνύει μια νέα άφιξη.
Βήματα αντηχούν σε όλο τον χώρο.
Πλέον η παρουσία ενός τετάρτου ατόμου είναι ξεκάθαρα αισθητή.
Τα πάντα σταματούν με τον ερχομό του. Πλήρης ησυχία τώρα.
Οι δύο άνδρες περιμένουν από εκείνον διαταγές και ο τρίτος τον θάνατο του που πλησιάζει.
"Μίλησε;" Ζητά να μάθει ο Άλεξ.
"Όχι κύριε. Δεν είπε λέξη"
Ο ίδιος δεν εκπλήσσεται με την απάντηση του μπράβου του.
Είναι άλλωστε ο κατάσκοπος
του Λούις Μπόρχες. Θα είναι
καλά μαθημένος.
Το φως ανάβει. Ο Άλεξ μένει να παρατηρεί τον αιμόφυρτο άνδρα απέναντι του.
Αλυσίδες ξεκινώντας από το ταβάνι, κατεβαίνουν και πλαισιώνουν τους καρπούς του. Τα ρούχα του σκισμένα,
το τρέμουλο εμφανές, όπως και η απάθεια στα μάτια του.
Ο ένας από τους μπράβους, έτοιμος
να τον ξανα χτυπήσει, πλησιάζει
και σηκώνει την σιδερογροθιά του πάνω από το κεφάλι του άνδρα.
"Όχι Χάρντερ" Τον σταματά το αφεντικό του.Ύστερα απευθύνεται
ο ίδιος στον κρατούμενο.
"Σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία. Πες ότι ξέρεις και θα είσαι ελεύθερος"
"Όχι." Είναι για πολλοστή φορά η απάντηση.
Και τότε ο Άλεξ αντιλαμβάνεται το προφανές, αυτό που θα έπρεπε εξαρχής να είχε συνειδητοποιήσει.
Δεν γνωρίζει τίποτα.
Είναι απλά ένας ρουφιάνος.
Ο Μπόρχες δεν θα αποκάλυπτε τα σχέδια του σε κάποιον που θα είχε πιθανότητες να αποτύχει. Δεν εμπιστεύεται κανέναν, και μάλλον αυτός ο άντρας είναι ασήμαντος για εκείνον.
Η σωστή ερώτηση είναι, γιατί δεν παραδέχεται την άγνοια του; Είναι ένας απλός κατάσκοπος της πλάκας.
Παρατηρητής και καταδότης. Ένας ανίδεος ρουφιάνος.Είναι γελοίο. Θα μπορούσε να κλάψει, να φωνάξει
πως λειτουργούσε υπό πιέσεις και εκβιασμούς, πως δεν έχει καμία πληροφορία να μας δώσει. Να κλάψει, να παρακαλέσει, να ικετέψει ώσπου να μας πείσει και να κερδίσει την ζωή του.
Αλλά όχι σ'αυτή την περίπτωση.
Γιατί φεύγοντας από αυτή την αποθήκη, το μόνο που θα κερδίσει είναι έναν ακόμα πιο επώδυνο θάνατο.
Από τα χέρια του αφεντικού του, ως παντοτινή τιμωρία για την πλήρη αποτυχία να φέρει σε πέρας την αποστολή που του ανατέθηκε.
Ο αλυσοδεμένος αυτός άνθρωπος έχει τουλάχιστον την ευκαιρία να επιλέξει τον θάνατο του που είναι αναπόφευκτος και το ξέρει.
Προτιμά να πεθάνει από σφαίρα των ανδρών που έχει τώρα μπροστά του,
χωρίς βρωμιές και κόλπα, χωρίς τα αρρωστημένα παιχνίδια του Μπόρχες.
Και ο Άλεξ το σέβεται αυτό.
Κάνει νόημα στους άνδρες του κι εκείνοι απαλλάσσονται αστραπιαία από τις σιδερένιες γροθιές και εμφανίζουν τα όπλα τους.
Γυρίζει πλάτη στην τραγική μορφή
του κατασκόπου και πλησιάζει τους άνδρες του.
"Να είναι ανώδυνο" Τους λέει και κλείνει το φως φεύγοντας...
{.....}
~Παρόν~
"ΤΊ ΕΝΝΟΕΊΣ ΚΑΤΆΣΚΟΠΟΣ;;" Αναφωνώ εντελώς φρικαρισμένη.
"Θα πας εκεί. Θα με πληροφορείς για κάθε κίνηση" Εξηγεί αδιάφορα ενώ βάζει το παντελόνι του, χωρίς καν να με κοιτάζει.
Εγώ, γυμνή ακόμα, σηκώνομαι απ'το κρεβάτι και στέκομαι ακριβώς από πίσω του σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος μου.
Ανέφερα ότι κάναμε σεξ στο διαμέρισμα μου;
Όποτε είμαστε ορισμένοι και στα πρόθυρα να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο, το σεξ είναι ο τρόπος μας να ξεσπάσουμε. Είναι μονομαχία επιβίωσης.
Και ναι, ίσως ακούγεται τρελό. Αλλά τί δεν είναι εδώ πέρα;
"Και ως τί θα πάω εκεί;" Ρωτάω ανασηκώνοντας το φρύδι μου.
" Ως γραμματέας τ' αφεντικού"
Και .... Γελάω.
Γυρίζει εκνευρισμένος προς το
μέρος μου αλλά όλος ο θυμός του μετατρέπεται σε πόθο στην θέα του γυμνού κορμιού μου.
"Αστειεύεσαι, έτσι;"
"Με ξέρεις ν' αστειεύομαι;" Απορεί δίχως ίχνος συναισθήματος στην φωνή του.
Σωστά. Ο Λούις Μπόρχες ΔΕΝ αστειεύεται. Μάλιστα..
"Ειλικρινά νομίζεις ότι τέτοιου είδους άνθρωποι χρειάζονται γραμματέα;"
Λέω ειρωνικά.
Αυτός με κοιτάζει βαθιά στα μάτια και ...
Ω, μα ποιόν κοροϊδεύω; Τα βυζιά
μου κοιτάζει!
"Γαμώτο.." Ψελλίζει και κλείνει
τα μάτια του προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Μετά στρέφεται
ξανά σε εμένα.
"Θα είσαι γραμματέας σε πολυεθνική στο Κολωνάκι. Εκεί μπασταρδοι της σπείρας κάνουν ανενόχλητοι τις βρωμο δουλειές τους κάτω από τη μύτη του μαλάκα του αφεντικού. Ζοζέφ λέγεται. Η εταιρεία είναι απλά μιά κάλυψη. Οι περισσότεροι εκεί μέσα βρωμάνε. Κανόνας Πρώτος, Μην.."
"... Εμπιστεύεσαι κανέναν. Μείνε ήσυχος, το ξέρω αυτό." Τον κόβω εγώ.
"Άρα", Συνεχίζω, "Από μένα θες να βρώ.. αποδείξεις; Αυτό είναι όλο;"
Ρωτάω δύσπιστα. Παρα είναι εύκολο για να είναι αληθινό.
"Θα γίνεις η νέα μου ρουφιάνα.
Θα μαζέψεις ότι χρειαστεί με οποιοδήποτε κόστος, όποιο και να είναι το τίμημα και θα τους καρφώσεις. Θέλω να χάσουν τα πάντα."
Όσο μιλάει το μάτι του γυαλίζει ενώ οι σφυγμένες γροθιές του τρέμουν, με τις φλέβες στα μπράτσα του να φαίνονται έτοιμα.
Τους μισεί.
Και ναι. Είναι ξεγραμμένοι
Αλλά μισό λεπτό. Είπε η νέα του ρουφιάνα;
"Τί έπαθε ο παλιός ρουφιάνος;"
Βγάζει ένα γελάκι. "Είναι νεκρός"
Λέει απλά. " Αυτά παθαίνεις όταν βάζεις λάθος ανθρώπους να κάνουν την δουλειά." Συμπληρώνει.
Χαμογελάω πλάγια.
Έχει δίκιο. Μια γυναίκα είναι πολύ πιο κατάλληλη για αυτή την αποστολή και υπεράνω υποψίας.
Ίσως θα έπρεπε να φοβηθώ με την κατάληξη του προηγούμενου κατασκόπου.
Αλλά αντιθέτως νιώθω πολύ σίγουρη για τον εαυτό μου.
Τί να κάνουμε, είμαι αναίσθητη.
Το ερώτημα είναι τ σχέση έχει με αυτούς; Γιατί ο Λούις Μπόρχες ασχολείται με μερικούς ασήμαντους εμπόρους ναρκωτικών που δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους;
"Και τι ζόρι τραβάς εσύ μ' αυτούς; Μπάτσος είσαι;"
Με κοιτάζει δολοφονικά με εκείνα τα άψυχα, σκοτεινά μάτια που ποτέ δεν κατόρθωσα να ερμηνεύσω.
Πλησιάζει και εντελώς ξαφνικά με χαστουκίζει, τόσο δυνατά με αποτέλεσμα να πέσω άτσαλα στο κρεβάτι από πίσω μου.
Πάλι θυμομένος . Τέλεια...
Ζαλίζομαι και το αριστερό μου μάγουλο τσούζει έντονα ενώ νιώθω το κόκκινο να απλώνεται αστραπιαία στην περιοχή που με χτύπησε.
Πονάω. Αλλά φυσικά δάκρυ δεν τρέχει από τα μάτια μου. Σηκώνομαι και στέκομαι σταθερά στα πόδια μου, μπροστά του χωρίς να αφήσω να φανεί η ζάλη και ο πόνος. Κοιταζόμαστε απαθείς.
Μετά από μερικά λεπτά φορτισμένης ησυχίας, τοποθετεί απαλά το χέρι του ακριβώς πάνω στο ροζέ σχήμα της παλάμης του που έχει σχηματιστεί στο μάγουλο μου.
Αφήνει ένα γελάκι όταν διαπιστώνει πως ταιριάζουν τέλεια.
"Μωρό μου; Εγώ στο έκανα αυτό;" Ρωτά ψυθιριστά σαν να μην θέλει να μας ακούσει κάποιος.
Δεν ξέρω αν φταίει η ψύχωση, η τρέλα ή ότι άλλο είναι αυτό που τον έχει κάνει έτσι.
"Όχι" Λέω σε εξίσου χαμηλό τόνο.
Ξέρω ότι αν τολμήσω να απαντήσω
' ναι ' τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα.
Έχω μάθει να το διαχειρίζομαι σε ένα βαθμό.
Όλα μια συνήθεια είναι.
"Σε μισώ" Δηλώνω σχεδόν άηχα. Είναι η πιο αληθινές συλλαβές μου εδώ και χρόνια.
"Σε μισώ". Ανταποδίδει και πέφτουμε στο κρεβάτι..
{.....}
"Πρέπει να φύγω" Πετάει στο άσχετο, σαν να το λέει πιο πολύ στον εαυτό του προσπαθώντας να το αποδεχτεί.
Ντύνεται βιαστικά.
"Θα σου στείλω τον Ντέιβιντ για τις λεπτομέρειες"
Γνέφω θετικά αλλά δεν γυρίζει να με δει.
Βγαίνει από το υπνοδωμάτιο και κατεβαίνει τις σκάλες κατευθυνόμενος στην εξώπορτα.
Τότε μου κόβει ότι κάτι ξέχασα. Τρέχω και τον πετυχαίνω στο διάδρομο.
"Λούις!" Φωνάζω
Γυρίζει προς το μέρος μου.
" Τελικά τη σχέση έχεις με την σπείρα;". Ζητάω για δεύτερη φορά να μάθω αν και η πρώτη δεν μου βγήκε σε καλό. Είμαι πεισματάρα, τί να κάνουμε...
"Κάνε την δουλειά σου. Χωρίς πολλές ερωτήσεις."
"Κι εγώ τί κερδίζω;" Απαιτώ να μάθω.
Στο σκυλάδικο όλο και κάτι καβάτζωνα. Τώρα όμως;
Γελάει. "Τώρα μιλάς σωστά Άν "
"Δεν μου απάντησες"
"Τέλειωσε τους τους πούστιδες και είμαι διατεθειμένος να σου δώσω ότι σκατά θελήσεις"
Χαμογελάω θριαμβευτικά. Αυτό σκοπεύω να το εκμεταλλευτώ όσο δεν πάει.
"Στην τιμή του Μπόρχες?"
"Στην τιμή του Μπόρχες"
Με διαβεβαιώνει και έπειτα αποχωρεί κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
Μπορεί να είναι διεστραμμένος, αρρωστιμένος εγωιστής, κυνικός, μαζόχας, ψυχωτικός δολοφόνος με τάσεις αυτοκαταστροφής και άλλα πολλά που δεν θέλω να αναλύσω τώρα ... Αλλά όταν μπαίνει στην μέση αυτός ο όρκος το πράγμα σοβαρεύει.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αυτό το " Στην τιμή του Μπόρχες" κάτι του κάνει.
Κρατάει πάντα τον λόγο του σε μένα.
Όχι ότι αυτό είναι πάντα καλό...
~ 7 Χρόνια Πριν ~
Ο συννεφιασμένος, νυχτερινός
ουρανός ταιριάζει τέλεια με την διάθεση μου.
Όποτε ανεβαίνω εδώ πάνω συνήθως ηρεμώ και η ψυχή μου γαληνεύει κάπως καθώς όλη η πόλη ξεχύνεται κάτω από τα πόδια μου. Τώρα όμως δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Τίποτα δεν το κάνει αυτές τις ώρες και έχω αρχίσει να απελπίζομαι.
Λογικά πρέπει να έχει αρκετό κρύο έξω τέτοια ώρα, κάτι που συμπεραίνω από την βαριά ενδυμασία του. Εγώ δεν κρυώνω όμως. Αντιθέτως καίγομαι μέσα μου, τόσο πολύ
που πονάω.
Τον κοιτάζω κλαίγοντας τόσο που μου είναι δύσκολο ακόμα και να ανασαίνω πλέον. Τα κατάμαυρα, ψυχρά σαν χάντρες μάτια του με καρφώνουν έντονα, ψυχρένοντας και ζεστένοντας
με την ίδια στιγμή.
Πώς γίνεται ένας άνθρωπος να είναι τόσο τρομακτικός και παράλληλα τόσο όμορφος;
"Όλοι όσοι αγαπώ με αφήνουν". Ψελλίζω με εμφανή πίκρα ενώ το αναφιλιτό μου χειροτερεύει.
Καλύπτω το πρόσωπο μου με τις παλάμες μου μην θέλοντας να με βλέπει σε μια τόσο ευάλωτη κατάσταση ενώ ένα νέο κύμα δακρύων με πνίγει.
Πρέπει να δείχνω πραγματικά απαίσια...
Ξαφνιάζομαι όταν τα παγωμένα
χέρια του πιάνουν απαλά τους καρπούς μου απομακρύνοντας τα τρεμάμενα δικά μου από το πρόσωπο μου.
Δεν κάνει καμία άλλη κίνηση, απλά
με παρατηρεί. Θα έδινα τα πάντα για να μάθω τι σκέφτεται.
Και ακόμα περισσότερα για να
γυρίσουν πίσω εκείνες...
"Εγώ δεν θα σε αφήσω Άν. Δεν θα φύγω. Ποτέ." Λέει και μπλέκει τα δάχτυλα μας.
Τα λόγια του δεν φανερώνουν κανένα συναίσθημα, βγαίνουν σχεδόν μηχανικά απ'το στόμα του. Αλλά έχω την αίσθηση ότι μιλάει σοβαρά. Εννοεί αυτά που λέει. Το νιώθω.
Ρουφάω την μύτη μου.
"Ο-ορκίζεσαι;"
Χαμογελάει ελάχιστα στην ερώτηση μου, μάλλον ακούγομαι σα μικρό παιδί.
"Ορκίζομαι" Απαντά. "Στην τιμή του Μπόρχες" Συνεχίζει.
Και κράτησε την αναθεματισμένη υπόσχεση του. Δεν έφυγε. Δυστυχώς.
Είναι εδώ, μαζί μου εφτά ολόκληρα χρόνια.
Δυστυχώς
~ Σήμερα ~
Διώχνω τις καταραμένες αναμνήσεις που τον τελευταίο καιρό έρχονται πολύ συχνότερα από ότι θα ήθελα.
Για την ακρίβεια έρχονται πάντα την χειρότερη στιγμή. Απλά εύχομαι να μην μπορούσα να θυμάμαι..
Να μην εμφανίζονται τα πρόσωπα τους στο μυαλό μου κοιτώντας με επικριτικά, λες και μου λένε ότι κάνω τα πάντα λάθος και ντρέπονται για μένα. Ή μάλλον, ότι είμαι όλη ένα λάθος.
Διάολε, μου λείπουν τόσο πολύ. Αν ζούσαν ίσως τα πράγματα τώρα να ήταν διαφορετικά.
Δεν ξέρω τί μου συμβαίνει. Υποτίθεται πως έχω μάθει να τα διαχειρίζομαι όλα αυτά. Να ξεππερνάω τον πόνο. Να αποδέχομαι τον θάνατο.
Και κυρίως να ελέγχω τις αναμνήσεις μου.
Δεν ξέρω τι πάει λάθος μαζί μου.
Πρέπει να συνέλθω. Έχω αποστολή. Σοβαρή αυτή την φορά.
Να γίνω κατάσκοπος...
Αυτό σημαίνει ότι με εμπιστεύεται ακόμα. Παρά το φιάσκο στην Ομόνοια. Και δεν πρέπει να κλονίσω την εμπιστοσύνη του περισσότερο.
Διαφορετικά δεν θα μπορέσω ποτέ να γλιτώσω από αυτόν. Δεν θα μπορέσω ποτέ να τον σκοτώσω.
Η πραγματική ερώτηση είναι: γιατί δεν το έχω κάνει ήδη;
[.......]
Γειά❤️
Ελπίζω να μην σας μπέρδεψα σήμερα. Με το σκηνικό στην αποθήκη, ήθελα απλά να εξηγήσω πως στο διάστημα που ήταν χωριστά ο Άλεξ και η Άννα,
εκείνος βρίκε τον κατάσκοπο που είχε στείλει ο Λούις στην βάση του και τον σκότωσε. Μία εβδομάδα μετά, αφού κανόνισε τις λεπτομέρειες, ο Λούις, ζήτησε στην Άννα να πάει στην εταιρεία ως η νέα κατάσκοπος.
Αυτάαα, ελπίζω να μην είμαι τόσο λούζερ (😭) που σας μπέρδεψα ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top