10. Ναρκομανείς Μπάσταρδοι

"Ποοοο"

Ψελίζω με μεγάλη δυσφορία καθώς προσπαθώ να σηκωθώ από το σκληρό πάτωμα και κύματα πόνου τρυπούν το κεφάλι μου. Ηλίθιος πονοκέφαλος!

Καλά, έπρεπε να το περιμένω! Ήπια τον κώλο μου χθές βράδυ. Δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα αντέχω να το κάνω αυτό.

Πού στο διάολο είμαι;

Έχει πολύ υγρασία και κρυώνω.

Παρατηρώ ότι είμαι εντελώς γυμνή, σκεπασμένη με ένα κομμάτι ύφασμα.
Μάλιστα...

Τα πόδια μου τρέμουν και όλα γυρίζουν, αλλά ως γνωστόν η Άννα Τζόρνταν δεν πτοείται με κάτι τέτοια. Έχω το πείσμα του σιχγορεμένου του πατέρα τρομάρα μου! Αν και δεν νομίζω να χαιρόταν ιδιαίτερα με τα χάλια μου. Αν μπορούσε να μάθει τι δουλειά κάνει η πολυαγαπημένη κορούλα του το ποιο πιθανό να με αποκλήρωνε. Αφού με σκότωνε πρώτα που ατίμασα την οικογένεια του!

Μετά από μερικές προσπάθειες καταφέρνω να σταθώ στα πόδια
μου και στιρίζομαι στον τοίχο τοποθετώντας όπως όπως το σεντόνι γύρω μου.

Ακούω κάτι ήχους να έρχονται από μακριά αλλά δεν μπορώ να διακρίνω κάποιον ή να ξεχωρίσω τις λέξεις. Τελικά οι φωνές πλησιάζουν και ακούγονται καθαρότερα.

"Ξύπνησε ρε μαλάκα!"

"Απορώ που το βάνει τόσο ποτό μαλάκα"

"Εε, πως θα κάνει κεφάλι κάθε βράδυ ρε μαλάκα.."

"Να δεις που παίρνει και χόρτο μαλάκα"

Πλούσιο λεξιλόγιο, όχι αστεία!

Νιώθω ξαφνικά το χέρι κάποιου να γυρίζει το πρόσωπο μου πιάνοντας με από τα πιγούνι.

"Οο, τα χάλια σου έχεις κούκλα" Σχολιάζει ο άγνωστος σε εμένα άντρας καθώς παρατηρεί το πρόσωπο μου.

Μα τι καλός...

"Που διάολο είμαι;" Καταφέρνω να πω χωρίς να ακουστώ τόσο αδύναμη όσο πραγματικά είμαι.

"Στο στέκι μας και μας ευχαριστούσες όλοι νύχτα" Απαντά με ένα πονηρό χαμόγελο.

Τον παρατηρώ. Είναι γυμνασμένος αλλά όχι ιδιαίτερα ελκυστικός. Έχει μικρά καφέ μάτια, που όμως τώρα είναι κατακόκκινα. Κάτι πάει λάθος μαζί του. Είναι κουρεμένος με την ψηλή και από τον τρόπο που με κοιτάζει μπορώ να διακρίνω την κούραση στο πρόσωπο του. Φοράει μόνο ένα ξεβαμένο τζιν με σκισίματα που έχει πέσει χαμηλά στους γοφούς του.

"Τους ξέκανες όλους χθες βράδυ.
Είσαι και γαμώ τις πουτάνες!" Λέει
ο άλλος άνδρας που δεν τον είχα παρατηρήσει τόση ώρα και γυρίζω
να τον κοιτάξω. Είναι σχεδόν δακρυσμένος, αλλά χαρούμενος
με έναν διεστραμμένο τρόπο.

Στέκεται πιο πίσω, με την πλάτη
στον τοίχο και καπνίζει το τσιγάρο του κοιτώντας με Φαίνεται να
το απολαμβάνει. Είναι μόνο με το εσώρουχο και μοιάζει αρκετά με τον φίλο του που μου μίλησε πρώτος. Και σε αυτόν κάτι μου φαίνεται αφύσικο..

Τότε πλησιάζει και απλώνει το χέρι του δίνοντας μου το τσιγάρο του. Έχω
μερικές μέρες να καπνίσω και μου φαίνεται δελεαστική η πρόταση του.

"Θες μια τζούρα;" Ρωτάει.

Το παίρνω και το μοιρίζω γιατί κάτι πάει λάθος ΚΑΙ με αυτό. Τι στο διάολο;

Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω άντρες γυμνούς στο πάτωμα και στον μοναδικό καναπέ που υπάρχει στον χώρο να κείτονται σαν πεθαμένοι, ορισμένοι με μπουκάλια ή τσιγάρα στα χέρια τους. Κάποιοι τώρα αρχίζουν να ανακτούν τις αισθήσεις τους και παραμιλάνε. Το θέαμα είναι αποκρουστικό ακόμα και για μένα.

Στον χώρο πλανιέται η αηδιαστικά γνώριμη μοιρωδιά του ξερατού, του ποτού και...

Μα φυσικά, πως δεν το κατάλαβα νωρίτερα;

Κόκα

Είναι μαστουρομένοι! Όλοι τους!
Τα κόκκινα μάτια, αυτή η κούραση, η ανεξήγητη αλλαγή συναισθημάτων, η αφύσικη συμπεριφορά. Τα έχω περάσει όλα αυτά. Πιάνω τον εαυτό μου να νιώθει λύπη για αυτούς τους ανθρώπους που πλέον είναι αργά για να σωθούν ακόμη κι αν το θέλουν..
Γαμώτο, όχι. Όχι πάλι.

~6 χρόνια πριν~

Δεύτερη εβδομάδα στην δουλειά.. Ακόμα να συνηθίσω. Κάνει κρύο
τα βράδια στο πεζοδρόμιο, αλλά ο Λούις δεν με αφήνει να φορέσω παλτό. Λέει πως τέτοιο σώμα δεν πρέπει να καλύπτεται.. Το εσωτερικό των ποδιών μου πάνω ψηλά ακόμα
πονάει.Ένας πελάτης εχθές ήταν
πολύ απότομος.

Αλλά εγώ δεν είμαι μυγιάγκιχτη.
Θα είμαι μια χαρά.

Βγάζω ένα «θάνατο» από το κουτάκι, όπως το έλεγε και ο μπαμπάς. Με βοηθάει αφάνταστα να μην σκέφτομαι αρνητικά. Αν και πνίγομαι μερικές φορές. Αλλά συνηθίζω.

Το ανάβω και ρουφάω μια μεγάλη τζούρα. Πνίγομαι, βήχω.

"Αυτή η παπαριά δε θα σε βοηθήσει"

Ακούω ξαφνικά μια φωνή από πίσω μου και τινάζομαι. Γυρίζω και το μόνο που βλέπω είναι σκοτάδι.

"Ποιός είναι εκεί;;"

Φόβος

Ένας άνδρας ξεπροβάλλει από τις σκιές. Φορά ένα μακρύ, μαύρο παλτό. Φαίνεται γύρω στα σαράντα . Αξύριστος, τα μάτια του κόκκινα.
Στα πλάγια του στόματος του σιγοκαίει ένα τσιγάρο.

Γελάει.

"Μη φοβάσαι μικρή"

Δεν μιλάω. Δεν τον εμπιστεύομαι.
Ο Λούις μου είπε εξάλλου να μην εμπιστεύομαι κανένα.

"Έχεις νταλκάδες;"

Ορίστε;

"Δεν καταλαβαίνω"

"Λέω, θες να ξεχάσεις;"

Ναί, θέλω.

Αλλά δεν είναι δουλειά σου.

"Πάρε αυτό. Είναι πολύ καλύτερο από τις μαλακίες που φουμάρεις"

Τείνει το χέρι του δίνοντας μου το τσιγάρο του. Περιμένει υπομονετικά να το πάρω.

Το παρατηρώ. Είναι μικρότερο από τα δικά μου και ολόλευκο.

Αυτός είναι ο πιο δελεαστικός «θάνατος» που έχω δει...

~Παρόν~

Κουνάω το κεφάλι μου δεξιά αριστερά για να συνέλθω. Αυτήν ήταν πολύ έντονο ανάμνηση..

Πετάω το τσιγάρο κάτω με απέχθεια στα πόδια αυτού που μου το πρόσφερε, ενώ θυμώνω με το ηλίθιο, θολομμένο μυαλό μου που δεν μπόρεσε να αντιληφθεί νωρίτερα
την κατάσταση.

Εκείνος γελάει δυνατά με την αντίδραση μου και δάκρυα βρέχουν το πρόσωπο του. Μπορώ ακόμα και μέσα από αυτό να διακρίνω πόσο κουρασμένος είναι. Ο δεύτερος πλησιάζει και με χαστουκίζει, αλλά ευτυχώς η δύναμη τού είναι περιορισμένη και ίσα που πονάω.

Έτοιμάζομαι να επιτεθώ αλλά μια σκέψη με σταματά.

Ποτέ μην πηγαίνεις κόντρα σε μπαφιασμένο , Αν. Ποτέ.

Και ναι, ο Λουίς Μπόρχες μάλλον με έχει διδάξει περισσότερα απ'ότι περίμενα.

Έτσι, αποφασίζω να το χειριστώ διαφορετικά. Πλησιάζω τον μαλάκα που τόλμησε να απλώσει χέρι πάνω μου σε απόσταση αναπνοής και αφήνω το σεντόνι με το οποίο κάλυπτα το σώμα μου να πέσει στα πόδια μου.

Εκείνος μένει άφωνος και γλύφει τα σκασμένα χείλη του όσο με σκανάρει αδιάκριτα. Ξέρω όμως ότι είμαι σχετικά ασφαλής αφού μετά από την πολύωρη κατανάλωση ναρκωτικών ο άνδρας δεν μπορεί να αποδώσει σεξουαλικά.

Πάει να με ακουμπήσει και το χέρι
του τρέμει από το άγχος και την κατάχρηση. Τον ξαφνιάζω όμως, πέφτοντας πάνω του πριν κάνει ότι δήποτε και στριμώχνοντας τον στον τοίχο. Νιώθω την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα από το φυσικό και ανησυχώ μην μου μείνει στον τόπο. Αλλά δεν βαριέσαι! Αυτός με χαστούκισε!

"Πώς θα βγω έξω κούκλε;" Ψιθυρίζω αισθησιακά στο αυτί του και τον νιώθω να ανατριχιάζει.

Με τρεμάμενο χέρι και πάλι, μου δείχνει την πόρτα στην άλλη πλευρά της αποθήκης.

Τον σέρνω μαζί μου ως εκεί. Αναγκάζομαι να περάσω πάνω
από πολλά αναίσθητα κορμιά για να φτάσω. Στα μισά του δρόμου βλέπω
το λεοπάρ σουτιέν μου πεταμένο στην γωνία. Το φοράω και μαζεύω τα χρήματα που έχουν πέσει από αυτό. Νομίζω πως ήταν περισσότερα αλλά τέλος πάντων.

Λίγο παραπέρα είναι και το στρίνγκ μου. Το βάζω και αυτό ενώ νιώθω το εσωτερικό των ποδιών μου να πονάει.
Λοιπόν ίσως το παράκανα χθες...

Τυλίγομαι με το σεντόνι σαν να είναι πετσέτα μπάνιου ενώ αισθάνομαι τα μάτια του άνδρα πάνω μου και προσπαθώ να ανοίξω την πόρτα. Κλειδωμένη.

"Άνοιξε τη" Τον προστάζω μιλώντας ξανά δίπλα στο αυτί του.

Καταπίνει έντονα και υπακούει. Ψηλαφίζει για λίγο τον τοίχο, μέχρι που εμφανίζει το κλειδί μέσα από μια ρωγμή του.

Όταν ανοίγει πάω να βγω αμέσως αλλά ένα χέρι αρπάζει τον αστράγαλο μου. Βγάζω ένα ουρλιαχτό εντελώς φρικαρισμένη και γυρίζω για να δω ένα από τα ' πτώματα ' στο πάτωμα να με κρατά σφιχτά και να παραμιλάει λέγοντας ασυναρτησίες.

Με το ελεύθερο πόδι μου τον κλωτσάω δυνατά στα μούτρα και σφάζοντας από τον πόνο με αφήνει ελεύθερη.

Ναρκομανείς Μπάσταρδοι!

"Που είμαστε;" Ρωτάω τον άνδρα δίπλα μου όταν ηρεμώ και ανασηκώνει τους ώμους του κάνοντας με να καταλάβω ότι δεν έχει ιδέα.

Τέλεια! Πώς θα γυρίσω πίσω τώρα;
Αν κρίνω από το φως του ήλιου είναι μεσημέρι. Δεν έχω ιδέα προς τα πού είναι η πολυκατοικία μου, που είναι τα παπούτσια μου και το κινητό μου!
Δεν μπορώ να βγω έτσι έξω και να διακινδυνεύσω να με συλλάβουν ξανά για γυμνησμό, ούτε να πάρω τον Λούις τηλέφωνο. Ωραία τα κατάφερα!

Πρέπει να προσέχω όταν πίνω. Βγαίνω εκτός ελέγχου! Δεν θυμάμαι καν το πώς κατέληξα εδώ!

Το τοπίο έξω δεν μου λέει τίποτα.
Ένας χωματόδρομος, σε μια έρημη περιοχή και η εθνική οδός να αχνωφαίνεται αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Φίνα!

Κλείνω την πόρτα απογοητευμένη που έχω ξεμείνει σε μια παλιά αποθήκη γεμάτη ναρκομανείς και κάθομαι στο πάτωμα για πολλοστή φορά, αγκαλιάζοντας τα γώνατα μου.

Ο τύπος που ήταν μαζί με αυτόν που με χαστούκισε, έχει έρθει τώρα κοντά μου και οι δύο τους μαζί, όρθιοι, με παρατηρούν με περιέργεια λες και είμαι αξιοθέατο.

"Τί κοιτάτε ρε!" Φωνάζω. Είμαι θυμομένη και αγανακτισμένη σ' αυτή την φάση.

Δεν απαντάνε, απλά συνεχίζουν να με κοιτάζουν περίεργα για αρκετά λεπτά, χωρίς να ανοιγοκλείνουν ούτε τα μάτια τους. Με τρομάζουν μπορώ να πω.

Ξαφνικά σταμπάρω κάτι υφάσματα στην άλλη άκρη του χώρου. Τρέχω προς τα εκεί αγνοώντας τον πόνο στο εσωτερικό των μοιρών μου όπως και τους ηλίθιους, μαστουρομένους κόπανους που συνεχίζουν να με παρατηρούν.

Δύο τζιν, κάποια φούτερ και μια αμάνικη μπλούζα. Μπίνγκο!

Χωρίς να χάνω χρόνο αρχίζω
να ψάχνω τις τσέπες των τζίν παντελονιών με την ελπίδα να βρω κάποιο κινητό για να πάρω τον Λούις.

Αλλά δυστυχώς τίποτα..

"Πρέπει να πάρω τον Λούις, πρέπει
να πάρω τον Λούις.." Ψελίζω σαν την τρελή, ενώ ψάχνω για δεύτερη φορά τις τσέπες σε περίπτωση που δεν κοίταξα καλά. Έχω πραγματικά απελπιστεί.

"Τον Λούις; Τον Λούις Μπόρχες;" Απορεί μια φανερά τρομαγμένη φωνή.

Γυρίζω για να αντικρίσω τον άνδρα που με έπιασε από τον αστράγαλο όταν πήγα να φύγω. Τώρα η μύτη του είναι ματωμένη από το χτύπημα μου.
Είναι όρθιος και παραπατάει προς το μέρος μου με δυσκολία.

Είμαι σε δίλημμα για το αν πρέπει
να πω την αλήθεια ή να αρνηθώ ότι άκουσε. Αλλά εδώ που φτάσαμε δεν δεν θα μπορούσε να μου συμβεί και τίποτα χειρότερο, οπότε..

"Ναι, τον Λούις Μπόρχες. Είμαι το κορίτσι του" Απαντώ αποφασιστικά.

Βγαίνουν ορισμένα αδύναμα επιφωνήματα από μερικά άτομα
που άκουσαν τα λόγια μου και ευθύς μετανιώνω που άνοιξα το μεγάλο μου στόμα.

"Είσαι η Άννα Τζόρνταν;" Ρωτάει με θαυμασμό ένας άλλος που προσπαθεί να σηκωθεί από τον καναπέ αλλά δεν τα καταφέρνει.

Γνέφω θετικά ως απάντηση και γουρλώνει τα κόκκινα, πρισμένα μάτια του.

"Είναι σε δουλειά" Μου λέει

Πάλι; Θένξ κάρμα!

Δεν λέω τίποτα άλλο. Βάζω ένα από
τα παντελόνια που είναι πεσμένα κάτω και κουμπώνω την ζώνη στην τελευταία τρύπα για μην μου πέφτει τόσο μεγάλο. Βάζω και την κοντομάνικη μπλούζα που μοιρίζει έντονα ιδρώτα και τσιγαρίλα προσπαθώντας να μην ξεράσω από την απαίσια οσμή που τρυπάει τα ρουθούνια μου. Κάνω έναν σφυχτό κόμπο στο κέντρο της κοιλιάς για να μην μοιάζει τόσο αντρική και βγαίνω σαν σίφουνας από κει μέσα αγνοώντας ΞΑΝΆ τα μάτια που με κοιτάζουν που τώρα είναι αρκετά.

Όσο περνάει η επίρρια των ναρκωτικών τόσο περισσότερο κινδυνεύω εκεί.

Επιταχύνω το βήμα μου για να απομακρυνθώ από αυτό το μέρος.
Ο καυτός ήλιος με χτυπάει αλύπητα και τα πόδια μου γδέρνωνται από τα χαλίκια στον χωματόδρομο, ώσπου να φτάσω στην εθνική.

Ακολουθώ τον δρόμο όπως μου είπε ο άνδρας μέσα. Ξέρω ότι δεν είναι και η πιο αξιόπιστη πηγή, αλλά σ'αυτή την φάση δεν έχω επιλογή.

Και τί να σκαρώνει πάλι ο Λούις; Έφερε νέα παρτίδα με τσούλες
την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτό σημαίνει πως η δουλειά θα ξανά γινόταν σε ένα με δυο μήνες
ανάλογα τη ζήτηση. Τί σκατά
κάνει;

Σε τι άλλο είσαι μπλεγμένος Μπόρχες;

[......]

Εμμ... γειά;?😶

Οκ, σόρρυ αν το κεφάλαιο ήταν κάπως βαρύ και ασήκωτο σήμερα.
😓😓😓

Αλλά νομίζω ότι αυτή η ωμότητα και η κυνικώτητα βοηθά στο να βγαίνει το κείμενο αυθεντικό.

Επίσης, παρακαλώ αφήνετε και κάνα ⭐ για να ξέρω αν σας αρέσει η ιστορία..

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top