2. Έκτακτη Συνεδρίαση
Το γραφείο της Βάργκα και το νοσηλευτήριο βρίσκονταν δίπλα στο ασανσέρ. Εκεί διασταυρώνονταν οι τρεις κύριοι διάδρομοι της Σειρήνας. Ο μεγάλος κεντρικός διάδρομος προς την κορυφή του σκάφους, πέρναγε μέσα από τα γραφεία και τις αίθουσες συνεδριάσεων για καταλήξει στο πιλοτήριο και άρα και στο γραφείο της Κυβερνήτη Βέρας Σίλβα. Στα δεξιά, ο διάδρομος έφτανε μέχρι τη βιβλιοθήκη και τον εσωτερικό κήπο, όπου διακλαδωνόταν για να φτάσει το playroom και την καφετέρια. Ο αριστερός διάδρομος, που περνούσε και μπροστά από το νοσηλευτήριο, άνοιγε στα αριστερά του στον χώρο εκπαίδευσης, πίσω από τον οποίο υπήρχε το γυμναστήριο και κατέληγε, στο βάθος του, στο γραφείο του Κέιταρο Χίνατα, Υπεύθυνου Ασφαλείας.
Ο Άντριου τον πέτυχε στον διάδρομο ακριβώς τη στιγμή που έβγαινε από το γραφείο της Βάργκα.
Θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει μονάχα και από την αυστηρή, συμπαγή κόψη της σκιάς του, η οποία κινούταν στο μεταλλικό έδαφος, υπερβολικά τετράγωνη, ή κι ακόμη από το σκληρό θαμπ-θαμπ που έκανε οι μαύρες μπότες του, όλο και πιο δυνατό όσο πλησίαζε. Όλα τα πράγματα πάνω στον Χίνατα ήταν έτσι: Σκληρά και γκρίζα. Η γκρίζα, αυστηρή στολή του, με όλα της τα κουμπιά να γυαλίζουν και η ευθυτενής, παραλληλόγραμμη πλάτη του με τον χοντρό σβέρκο.
Για μια στιγμή ο Άντριου σκέφτηκε να χωθεί ξανά στο γραφείο αλλά ήταν ξεκάθαρο πως ο Χίνατα τον είχε εντοπίσει και τον παρακολουθούσε με τα γκρίζα, μικρά μάτια του. Ακόμη και τα μαλλιά του ήταν γκρίζα, επιμελώς κολλημένα στο κρανίο του. Ο Άντριου έστρωσε το σώμα του σε στάση προσοχής.
«Κύριε», είπε, προσπαθώντας να μην τον κοιτάει.
«Περπάτα μαζί μου, Κάθλερ», είπε ο Χίνατα χωρίς να σταματήσει ή να μειώσει έστω την ταχύτητα. Ο Άντριου αναγκάστηκε να τρέξει ένα εξευτελιστικό τροχαδάκι για να τον προλάβει.
Κάθε πράγμα που έκανε ο Χίνατα του θύμιζε με έναν οδυνηρό, ντροπιαστικό τρόπο τα τρία χρόνια που πέρασε στον στρατό, δεκαοχτώ χρονών αγόρι ακόμη, βιώνοντάς τα όλα με έναν υπερβολικά συναισθηματικό τρόπο. Βρωμούσε ο τόπος με σαδιστές με χοντρούς λαιμούς, ικανούς να κατατροπώσουν ακόμη και αγόρια με την ατσάλινη, κυνική φύση του Άντριου. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν πως η στρατιωτική καριέρα του Υπεύθυνου Ασφαλείας πρέπει να είχε αποτύχει παταγωδώς για να καταλήξει να είναι ένας ασόβαρος, ιδιωτικός υπάλληλος στο ασόβαρο, ιδιωτικό μπουρδέλο που ήταν η Σειρήνα. Ένας ασόβαρος, ιδιωτικός υπάλληλος χωρίς καθόλου κύρος. Ο Άντριου πάντα χαιρόταν να τον βλέπει να βράζει και να κοχλάζει στις συναντήσεις όπου ήταν παρούσα και η δόκτορας Ρασίντ.
Το πρόβλημα ήταν που αυτή του η επαγγελματική αποτυχία έμοιαζε να λειτουργεί σαν λίπασμα στον σαδισμό του.
«Έμπλεξες, Κάθλερ», είπε χαιρέκακα.
Ο Άντριου δεν ήθελε να τον ικανοποιήσει με μια απάντηση. Δεν θα ήξερε ούτως ή άλλως τι να πει. Έμπλεξε; Ξέμπλεξε; Ένας Θεός ήξερε πού θα τον κατέληγε αυτό το γύρισμα της μοίρας που ήρθε στη μορφή πέντε δακτύλων, σφιχτά κλεισμένων σε μια γροθιά.
«Πάντα καταλήγεις να μπλέκεις, έτσι δεν είναι;»
Σκεπτόμενος την προηγούμενη συζήτηση με τη Βάργκα αναρωτήθηκε τι ράτσα σκυλί θα ήταν ο Χίνατα στην περίπτωση που ήταν όντως κανονικό, τετράποδο ζώο. Κάτι μικρόσωμο και συμπαγές, μάλλον. Με πολλά κόμπλεξ.
«Έτσι δεν είναι;» επέμεινε ο Χίνατα με τη γνάθο του να τρέμει.
«Δεν θα το έλεγα», απάντησε τελικά ο Άντριου, χαμηλόφωνα, μασώντας τις λέξεις του.
Ήταν άγνωστο πώς τον μυρίστηκε ο Χίνατα. Του την είχε στημένη από την πρώτη κιόλας μέρα, πριν προλάβει ο Άντριου να κάνει το οτιδήποτε. Σε μια κρίση εκνευρισμού, το είχε ρίξει στη φάτσα του η οποία κατά τα πολύ σκληρά και σαλιωμένα λεγόμενά του «δεν ενέπνεε καμία εμπιστοσύνη», αφού όπως του είπε έμοιαζε με νυφίτσα. Ο Άντριου δεν θα διαφωνούσε ως προς αυτό. Είχε ακούσει πολύ χειρότερες κριτικές για την εγκυρότητα του προσώπου του. Ωστόσο, όσο πέρναγε ο καιρός και είχε τη χαρά να ζήσει στιγμές απείρου κάλλους μέσα στο γραφείο της Σίλβα, η προσωπική αντιπάθεια είχε αρχίσει να αποκτά μια πιο ξεκάθαρη όψη.
«Τι είπες, παιδί μου;»
«Ήταν μια άτυχη στιγμή, κύριε», απάντησε.
Ο Χίνατα κάγχασε γδέρνοντας τον λαιμό του.
«Προσπαθείς να με κοροϊδέψεις, Κάθλερ;»
«Όχι, κύριε».
«Καλώς. Επειδή ό,τι και να περνάς αυτός δεν είναι λόγος για να τα κάνεις μπουρδέλο στο σκάφος μου».
Ο Άντριου ένιωσε να γελάει αλλά το κατάπιε προτού προλάβει να εξελιχθεί σε εισιτήριο για έναν πρόωρο θάνατο. Και μόνο αυτή η κτητική αντωνυμία στο τέλος της πρότασης ήταν αρκετή για να τον στείλει στα πατώματα, να κρατάει την κοιλιά του από το γέλιο.
«Μάλιστα, κύριε».
«Ήταν μεγάλη η μητέρα σου, αγόρι μου;»
Η ερώτηση τον πάγωσε. Δεν είχε φανταστεί πως θα μαθαινόταν τόσο γρήγορα, δεδομένου πως έλαβε τα νέα μόλις λίγες ώρες πριν και δεν το είχε πει σε κανέναν. Ήξερα πως οι τοίχοι είχαν αυτιά και πως οι τρύπες στα συστήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων ήταν μεγάλες, αλλά το πραγματικό τους μέγεθος τον τάραξε. Ξαφνικά ένιωσε μια πραγματική κλειστοφοβία. Ο διάδρομος γύρω του έμοιαζε πολύ μικρός και η σκιά του Χίνατα τεράστια έτσι όπως απλωνόταν επιβλητική πάνω από τη δική του. Γύρισε να κοιτάξει τον Υπεύθυνο Ασφαλείας που τον κοιτούσε με κάποια ευχαρίστηση.
Ήταν θυμός αυτό που ένιωσε. Κάτι πέρα από θυμό. Μια λύσσα. Αυτός ο άνθρωπος που κορδονόταν δίπλα του με τα αστραφτερά του κουμπιά και την τέλεια γκριζάδα του τού φάνηκε τόσο μικρός που ήθελε να τον πατήσει. Ήθελε να τον λιώσει κάτω από τη σόλα του. Να τον πετάξει στον τοίχο. Δεν είχε μυαλό ούτε να τρομάξει με τον εαυτό του καθώς τα ένιωθε όλα αυτά, ξαφνικά και απίστευτα κόκκινα σαν αίμα πίσω από τα μάτια του. Καθίκι, σκέφτηκε, παλιομαλάκα. Ανίκανε. Αποτυχημένε.
«Την είχατε αυτή τη συζήτηση και με τον Πολάσκι, κύριε;» είπε τελικά, νιώθοντας τις λέξεις να βράζουν κάτω από τη γλώσσα του. «Τουλάχιστον εμένα ήταν η πρώτη μου φορά».
Όλη η ιστορία του Ντμίτρι Πολάσκι ξεκινούσε από την Αντριάνα Ρόμπινσον, γεωπόνο και δεξί χέρι της δόκτορα Ρασίντ. Ήταν μια ιστορία τεραστίου εύρους και ενδιαφέροντος η οποία μπορούσε να περιληφθεί σε μία μόνο λέξη: Μίσος. Εκεί ήταν που είχε κολλήσει και το δικό τους σχέδιο, όταν του πρότεινε να της ζητήσει τη βοήθειά της στο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν σχετικά με τον περιορισμένο αριθμό της πρώτης ύλης, αφού είχε αρχίσει να τους τελειώνει το απόθεμα. Βέβαια, κάθε στιγμή μέσα στη Σειρήνα ήταν μια ευκαιρία για να αποδείξουν την ιστορία τους, με διαπληκτισμούς, φωνές ή όλων των ειδών τις διαμάχες, οι οποίες προφανώς αποτελούσαν και ένα πολύ αιχμηρό αγκάθι στο πλευρό του Κέιταρο Χίνατα.
Ήταν η κατάλληλη πρόταση. Τον είδε να σφίγγει, με το χαμόγελο να φεύγει από το στόμα του. Κανένας δεν θα το έλεγε ευθέως, αλλά όλοι το σκεφτόντουσαν. Η Ρόμπινσον και ο Πολάσκι, αποδεδειγμένες ιδιοφυίες, ταραχοποιοί και τα αγαπημένα παιδιά της Δόκτορα Ρασίντ, ήταν κάτι πέρα από ένα απλό αγκάθι. Ήταν ένα σύμβολο του ξεπεσμού του και της αδυναμίας του να επιβληθεί στην επιστημονική υπεύθυνη της αποστολής που στεκόταν αγέρωχη, υπονομεύοντας συνεχώς την εξουσία του. Το γεγονός πως η Κυβερνήτης Σίλβα άφηνε το όλο φιάσκο ανεξέλεγκτο, δεν ενίσχυε καθόλου τη θέση του Χίνατα που έμοιαζε συνεχώς να τρέχει από πίσω της, σαν το σκυλάκι, αναζητώντας μια ρανίδα εύνοιας και επικύρωσης της εξουσίας του.
Ο Άντριου θα τον λυπήταν, αν δεν ήταν το μεγαλύτερο αρχίδι που είχε γνωρίσει ποτέ.
Ούτε που πρόλαβε να χαρεί την βραχύβια νίκη του, επειδή ο Χίνατα σταμάτησε απότομα. Η λάμπα πάνω από το κεφάλι τους έμοιαζε να αναβοσβήνει. Ο Άντριου είχε κάνει δύο βήματα πριν τον καταλάβει και αυτός ο χώρος που είχε δημιουργηθεί έμοιαζε με βάραθρο. Αμέσως μετάνιωσε την ανοησία του. Έπρεπε να είχε κρατήσει το στόμα του κλειστό.
«Ξέρεις κάτι, Κάθλερ;» είπε ο Χίνατα, σιγά και αλλόκοτα ψύχραιμα. «Δεν υπάρχει τίποτα πάνω σου που να βρίσκω χαριτωμένο. Στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνω τον λόγο που πρέπει να σε ανέχομαι».
Έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός, λες και περίμενε κάποια απάντηση από τον Άντριου που δεν είχε τίποτε να του δώσει. Ντροπιασμένος, αισθάνθηκε τον παλμό του να επιταχύνει. Η αλήθεια είναι πως τον περίμενε να φωνάξει. Θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει καλύτερα αν είχε αρχίσει να φωνάζει.
«Βρισκόμαστε πολύ μακριά από το σπίτι μας, αγόρι μου, το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;»
Ο Άντριου έγνεψε ασυνείδητα, νιώθοντας σαν αλεπού στην άκρη λεωφόρου.
«Δεν φτάσαμε εδώ ο καθένας μόνος του. Η Σειρήνα είναι ένα σύστημα και είμαστε κομμάτι του. Υπάρχει ένα πρωτόκολλο για το πώς να λειτουργούμε σε αυτό το σύστημα και αυτό το πρωτόκολλο είναι ο μόνος λόγος που φτάσαμε τόσο μακριά. Οπότε κάνε τη δουλειά σου, σεβάσου την ιεραρχία και μην θεωρείς τον εαυτό σου πιο έξυπνο από τους κανόνες. Έγινα κατανοητός;»
Τα είχα πει όλα αυτά με τέτοια λεπτότητα, η οποία σχεδόν συγκλόνισε τον Άντριου, μόνο για να τα γκρεμίσει με την τελευταία, βομβιστική ερώτηση η οποία ακούστηκε σαν μαστίγιο. Ο Άντριου έμεινε να τον κοιτάει για λίγο, νιώθοντας το στόμα του να έχει στεγνώσει.
«Μάλιστα, κύριε».
«Προχώρα τότε».
Μέχρι να φτάσουν στο πιλοτήριο το κεφάλι του Άντριου είχε γίνει καζάνι. Για κάποιον που ήταν τόσο εξαιρετικά επιβλητικός και ταυτόχρονα πρακτικός και συμμαζεμένος, ο Χίνατα ήταν καλυμμένος από μια διάφανη μεμβράνη που τον έκανε πολύ ξεκάθαρο σε κάθε πράγμα που έλεγε. Ο Άντριου δεν χρειαζόταν να μαντέψει. Κάθε του λέξη ήταν απειλή αλλά και συμβουλή ταυτόχρονα. Μίλαγε στον Άντριου αλλά μίλαγε και στον εαυτό του και ταυτόχρονα δεν μίλαγε σε κανέναν, μίλαγε στον Θεό και ο Θεός ήταν η Σίλβα και ο Θεός ήταν κουφός. Το μόνο που ήθελε ο Άντριου ήταν να τελειώσει αυτή η ηλίθια συνάντηση και να γυρίσει στο δωμάτιό του ώστε να ακούσει για εικοστή φορά το μήνυμα που του ήρθε το πρωί από το σπίτι.
Πριν φτάσουν στο πιλοτήριο, ο διάδρομος άνοιγε σε δύο τελευταίες πόρτες. Η δεξιά ήταν για την αίθουσα συνεδριάσεων και η αριστερή ήταν για το γραφείο της Κυβερνήτη. Ο Χίνατα άνοιξε την αριστερή και μπήκε πρώτος μέσα.
Το δωμάτιο, βαθύ και χτισμένο σε δύο επίπεδα, κατέληγε σε ένα τεράστιο παράθυρο μέσα από το οποίο ξεχώριζε το απόλυτο μαύρο του σύμπαντος, κατάστικτο από αστέρια. Από τους κοινόχρηστους χώρους, τα δωμάτια και το δικό του γραφείο, δεν υπήρχε θέα του διαστήματος. Οι κατασκευαστές του σκάφους μάλλον αρνήθηκαν να επιτρέψουν μια τέτοια θέα σε όλο το πλήρωμα, από φόβο για τις ψυχικές συνέπειες αυτής της υπαρξιακά τρομακτικής και πιθανώς βλαβερά εξωγήινης θέας. Το αποτέλεσμα ήταν πως κάθε φορά που ο Άντριου βρισκόταν μπροστά σε αυτά τα λίγα πολύτιμα παράθυρα της Σειρήνας, ένιωθε ένα τέτοιο αίσθημα δέους που δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Ήταν κάτι μονάκριβο για αυτόν το διάστημα. Έστω και αν ήταν αναγκασμένος να το βιώνει μέσα από αυτές τις συνθήκες.
Ο φωτισμός ήταν ξανθός και έντονος, πιο δυνατός στο υπερυψωμένο μέρος του δωματίου, όπου βρισκόταν και το τραπέζι των συνεδριάσεων, στην κορυφή του οποίου καθόταν η Σίλβα. Είχε ένα τάμπλετ μπροστά της το οποίο την είχε αναγκάσει να φορέσει τα στρογγυλά γυαλιά πρεσβυωπίας στην άκρη της πλατιάς της μύτης. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει από την αρχή του ταξιδιού και είχαν αποκτήσει μια έντονη γκρίζα μπούκλα που έφτανε μέχρι το πηγούνι της. Το στρατιωτικό της παρελθόν γινόταν φανερό σε κάθε κίνηση των μπράτσων και της πλάτης και του χοντρού, ινώδη λαιμού της. Το πρόσωπό της ήταν απίστευτα τετράγωνο.
Αν το δέρμα της Σίλβα ήταν σκουρόχρωμο, δεν ανταγωνιζόταν με τίποτα τη σκοτεινή επιδερμίδα της νεαρής Δόκτορα Ρασίντ που καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού, πειράζοντας τα πετσάκια από τα νύχια της. Αυτή η γυναίκα είχε τα πιο αεικίνητα, έξυπνα, πράσινα μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή του και με μια απαλή κίνηση του κεφαλιού της, τους εντόπισαν απευθείας καθώς έμπαιναν στο δωμάτιο. Χαμογέλασε. Ένα ενθουσιασμένο χαμόγελο όλο προσμονή. Φορούσε ένα λευκό χιτζάμπ, το οποίο έμοιαζε να φέγγει στον έντονο φωτισμό του δωματίου.
Η πιο παράξενη παρουσία στο δωμάτιο ήταν αυτή της Κατερίνα Στίνα, πλοηγού και υπεύθυνη πορείας, η οποία στεκόταν όρθια, δείχνοντας απειλητικά νευρική.
«Κυβερνήτη Σίλβα», είπε ο Χίνατα σε χαιρετισμό. Η Σίλβα σήκωσε το κεφάλι της με μια αργόσυρτη, σκεφτική κίνηση. Δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να καταλάβει ο Άντριου πως κάτι δεν πήγαινε καλά.
Τη Σίλβα την είχε γνωρίσει στην Ακαδημία κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονικής περιόδου όπου την είχαν τοποθετήσει στη Γη ως εκπαιδεύτρια, προτού αποφασίσει να φύγει από το Διαστημικό Οργανισμό για να δουλέψει ιδιωτικά. Στο σκάφος της είχε κάνει τη δίχρονη πρακτική του. Ήταν αυτή που τον είχε ξεχωρίσει, για μια σειρά από λόγους που δεν ήταν ξεκάθαροι στον Άντριου. Η μόνη αλήθεια: Τα μαύρα μάτια της είχαν πυρακτωθεί στη ζωή του με έναν τρόπο ανεπανόρθωτο.
«Κάθισε, Κέιταρο. Ας ξεκινήσουμε».
Ο Άντριου την παρακολούθησε να διπλώνει τα γυαλιά της και να τα ακουμπάει στο τραπέζι δίπλα στο τάμπλετ. Όταν άρχισε να μιλάει η φωνή της ήταν προσεκτική και κουρασμένη.
«Κατερίνα, θέλω να τα πεις όλα από την αρχή ώστε να ενημερωθεί ο Συγκυβερνήτης αλλά και για να καταγραφούν ολοκληρωμένα. Άντριου, θέλω τα πρακτικά της σημερινής συνάντησης να αποσταλούν κατευθείαν στα Κεντρικά μετά τη λήξη της καθώς και να ανοιχθεί καινούριος Κόκκινος Φάκελος. Να συμπεριλάβεις στα ονόματα των παρευρισκόμενων και τους υπόλοιπους πλοηγούς οι οποίοι είναι τα μοναδικά άτομα που γνωρίζουν την κατάσταση. Ό,τι ειπωθεί μέσα στο δωμάτιο είναι εμπιστευτικό και άκρως απόρρητο μέχρι να αποφασίσω εγώ, ως Κυβερνήτης της Σειρήνας, την κατάλληλη στιγμή για να ενημερωθεί το πλήρωμα. Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη αυτής της απόφασης. Παρακαλώ τα παραπάνω να καταγραφούν».
Δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγε, όσο ο τόνος της που έκαναν το στομάχι του Άντριου να σφίξει. Πέρα από τον λογικό, πρακτικό της τρόπο, υπήρχε μια ένταση στη φωνή της, η οποία έμοιαζε έτοιμη να σκίσει τις λέξεις σε κομμάτια. Ο Άντριου την ήξερε αυτή την ένταση. Ήταν μια κατάσταση που του προκαλούσε απίστευτη ταραχή. Το αίσθημα πανικού δεν καταγάλιαζε καθόλου και το ύφος της Ρασίντ, η οποία έμοιαζε περισσότερο με γάτα έτοιμη να αρπάξει το ποντίκι. Συνέχισε να παρακολουθεί με προσοχή κάθε πρόσωπο όσο καθόταν στη θέση του και ξεκινούσε μια καινούργια καταχώρηση στα πρακτικά. Από όλους εκεί μέσα, αυτός που έμοιαζε να συμμερίζεται περισσότερο την ανησυχία του ήταν ο Χίνατα ο οποίος κοιτούσε τη Σίλβα προβληματισμένος.
«Παρακαλώ, Κατερίνα», είπε τελικά η Σίλβα, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα της. «Ολοκληρωμένα αν μπορείς».
«Μάλιστα», απάντησε η Στίνα, καθαρίζοντας τον λαιμό της νευρικά. Ήταν η μοναδική που εξακολουθούσε να στέκεται όρθια. Γύρισε το σώμα της προς το τραπέζι και ξεκίνησε, κοιτώντας ένα-έναν τους παρευρισκόμενους. «Κυρία Κυβερνήτη, Συγκυβερνήτη Χίνατα, δόκτορα Ρασίντ, σήμερα είναι η ενάτη Σεπτεμβρίου, η τριακοσιοστή δέκατη τρίτη μέρα ταξιδιού. Η ώρα είναι τρεις και είκοσι δύο μετά μεσημβρίας, ώρα Λονδίνου. Κινούμαστε με σταθερή ταχύτητα χωρίς καθυστερήσεις ή παρεκκλίσεις στην πορεία μας. Αυτό σημαίνει πως βρισκόμαστε σε απόσταση δεκαοχτώ ωρών και τριάντα έξι λεπτών από τον προορισμό μας».
Όλα αυτά τα είπε με σταθερή, καθαρή φωνή. Ο Άντριου τα κατέγραψε, όσο με την άκρη του ματιού του παρακολουθούσε τις αντιδράσεις του Χίνατα όσο η Κατερίνα Στίνα συνέχιζε να μιλάει με τη φωνή της να γίνεται σταδιακά όλο και πιο αβέβαιη.
«Δεν είχαμε μηχανικές βλάβες και όλα τα όργανα της Σειρήνας λειτουργούν φυσιολογικά. Οι ενδείξεις μας δεν έχουν αλλάξει από τη στιγμή που φύγαμε από τη γήινη ατμόσφαιρα και το σημείο μηδέν, ο Blair32, φαίνεται ξεκάθαρα σε όλα τα όργανα της Σειρήνας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, βρισκόμαστε σε τέτοια απόσταση από το σημείο μηδέν, που ο Blair32 θα έπρεπε να είναι διακριτός με γυμνό μάτι».
«Μάλιστα», παρενέβη ο Χίνατα, κάπως εκνευρισμένος. Έβαλε ένα χέρι πάνω στο τραπέζι. «Είχαμε ένα επιτυχές ταξίδι χωρίς κανένα απολύτως μηχανικό ζήτημα. Ποιο είναι το πρόβλημα;»
«Κοίτα έξω, Κέι», πετάχτηκε τότε η Δόκτορας Ρασίντ, με ένα τεράστιο χαμόγελο όλο δόντια. «Τι βλέπεις;»
Ο Άντριου κοίταξε επίσης έξω από το παράθυρο. Πέρα από το τζάμι, το μόνο που υπήρχε ήταν το απόλυτο, μαύρο τίποτα.
Σημείωμα
Δεύτερο κεφάλαιο. Εμφανίστηκαν και μερικοί ακόμη από τους βασικούς χαρακτήρες και ξεκινάει και η βασική πλοκή. Γνώμες;
Επόμενο κεφάλαιο το ΣΚ. Φιλιά.
Αριάδνη!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top