1. Στο Γραφείο της Βάργκα
«Ωραία, πες ότι τα παρατάς όλα και αυτή είναι η τελευταία σου αποστολή. Και μετά;»
«Χέσ' το το μετά».
«Είτε το πιστεύεις, είτε όχι, σε μερικούς μήνες θα είμαστε πίσω στη Γη».
Η Δρ. Έρικα Βάργκα κάπνιζε. Καθόταν στην ανατομική της καρέκλα με τα πόδια απλωμένα πάνω στο γραφείο και διπλωμένα στους αστραγάλους. Ήταν μια νέα γυναίκα, λίγα χρόνια πάνω από τα τριάντα, με ισχνά, βαμμένα ξανθά μαλλιά και ένα στρογγυλό πρόσωπο που την έκανε να φαίνεται μικρότερη από την ηλικία της. Πού και πού τίναζε το τσιγάρο της μέσα σε ένα πλαστικό, πράσινο ποτήρι πολλαπλών χρήσεων. Το γραφείο της μύριζε αμμωνία.
Όσον αφορά το κάπνισμα, αυτό απαγορευόταν. Δεν ήταν ούτε από τις απαγορεύσεις που χρειάζονταν κόκκινες πινακίδες όπως το ωράριο κοινής ησυχίας ή τα σκίτσα κάδων σκουπιδιών στην καφετέρια, μιας και τους είχαν κατάσχει τα τσιγάρα μαζί με μια άλλη μεγάλη λίστα προσωπικών αντικειμένων, χημικών και μη, κατά την είσοδό τους στη Σειρήνα πριν από τριακόσιες δεκάξι μέρες. Υπήρχε κάπου μια ρήτρα μέσα στο συμβόλαιό τους επί του θέματος. Ο Άντριου δεν ήταν σίγουρος αλλά πίστευε πως αναφερόταν στην ατμόσφαιρα του σκάφους η οποία λειτουργούσε σαν ένα «καλά ελεγχόμενο» οικοσύστημα.
Έφτιαχνε τα τσιγάρα με τα αποθέματα καπνού που είχε κρύψει στον κήπο του αεροσκάφους και τη βοήθεια λίγης «Χημικής Μαγείας» του Πολάσκι. Στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα τι σήμαινε η έκφραση που χρησιμοποιούσε ο χημικός, λέγοντάς την με αυτό το εκνευριστικό, παιχνιδιάρικο χαμόγελο που υιοθετούσε πάντα όταν μιλούσε για θέματα «Επιστήμης» με τον Άντριου, αλλά του επέτρεπε να παράγει τη διπλάσια από την υπολογισμένη ποσότητα τσιγάρων, οπότε μπορούσε μετά χαράς να τον συγχωρέσει για την εκκεντρικότητά του. Από όσο είχε καταλάβει τα νόθευε με κάποια βρύα που καλλιεργούσε κάτω από τη μύτη της Επιστημονικής Υπεύθυνης (ή ίσως και εις γνώσιν της - κανένας δεν ήξερε τι έπαιζε με τη δόκτορα Ρασίντ) αλλά μέχρι εκεί έφταναν οι γνώσεις του Άντριου. Σε κάθε περίπτωση, δεν πλησίαζε ποτέ τίποτα που να έχει περάσει από τα χέρια του Πολάσκι.
Τα είχε υπολογίσει και, βγάζοντας το μερίδιο του Πολάσκι και τις αρχικές δαπάνες αγοράς της πρώτης ύλης, έβγαζε περίπου τον μισθό του σε καθαρό κέρδος. Η ερώτηση της Βάργκα για το μέλλον με κεφαλαίο Μ, δεν θα του είχε προκαλέσει αυτό το αίσθημα βαθιάς αναστάτωσης, αν δεν ήταν για το θάνατο της όλης επιχείρησης που είχε προηγηθεί πριν από δύο περίπου ώρες. Ή, τουλάχιστον, έτσι ήθελε να πιστεύει.
Ο Άντριου αποφάσισε πως μια τέτοιου είδους παράπλευρη εργασία δεν άξιζε τον κόπο το ίδιο πρωί, όταν βρέθηκε με τον γιακά του Πολάσκι στη γροθιά του και τη γροθιά του Πολάσκι στο στόμα του και τη μισή Σειρήνα να τους παρακολουθεί από κάθε γωνιά της καφετέριας.
Δεν τον είχαν χτυπήσει ποτέ ξανά στο πρόσωπο. Θα του φαινόταν παράξενο όταν θα το αναλογιζόταν αργότερα αφού θα περίμενε κανείς πως θα του είχε ξανασυμβεί, αν όχι σε μια από τις δύο προηγούμενες εξωγαλαξιακές του αποστολές (που είχαν όντως διαρκέσει λιγότερο και στις οποίες δεν είχε ξανοιχτεί επαγγελματικά), τουλάχιστον στο πλαίσιο της ημι-παραβατικής εφηβικής του ηλικίας ή έστω στην Ακαδημία όπου ήταν και σύνηθες φαινόμενο. Ήταν πολύ λιγότερο εντυπωσιακό από όσο περίμενε και ακόμη πιο εξευτελιστικό. Ο πόνος ήρθε αργότερα μαζί με έναν επίμονο, τσουχτερό πονοκέφαλο. Εκείνη τη στιγμή είχε νιώσει μονάχα το ξάφνιασμα από την παχιά βλέννα που άρχισε να τρέχει από τη μύτη του όσο τα μάτια του βούρκωναν.
Τους είχε χωρίσει ο ίδιος ο Υπεύθυνος Ασφαλείας, Κέιταρο Χίνατα, με δυο τακτοποιημένες σπρωξιές και μια σειρά από δημιουργικά επίθετα. Σίγουρα δεν θα είχε αρκεστεί σε αυτό το γερό αλλά κατά τα άλλα ταπεινό ταρακούνημα αν μάθαινε τον πραγματικό λόγο της φασαρίας. Τον είχε στο μάτι τον Άντριου από την αρχή της αποστολής. Σοφά μάλλον, ο Άντριου δεν μπορούσε να διαφωνήσει. Ο άντρας είχε ένστικτο.
Ο πραγματικός χαμένος της υπόθεσης, το κάτω χείλος του, είχε αρχίσει να πρήζεται. Πίεσε πάνω του μια πετσέτα γεμάτη πάγο και κοίταξε, με κάποια απέχθεια, τον γκριζωπό καπνό που έβγαινε από τα ρουθούνια της Έρικα Βάργκα.
«Θέλεις;» τον ρώτησε η γιατρός, κάπως ειρωνικά. Αν και άμεσα επωφελούμενη από την όλη επιχείρηση, φαινόταν να το διασκεδάζει. Το γέλιο θα της κοβόταν σύντομα. Καπνός τέλος, κυρία δόκτορα. Αρκέσου στις ασκήσεις αναπνοών τώρα. «Ή μήπως και όχι;» συνέχισε, τινάζοντας τα δάχτυλά της. «Ο Χίνατα θα το μυρίσει πάνω σου».
«Σαν το σκύλο». Η προοπτική της συμπεριφοράς του Χίνατα για τις επόμενες δυο-τρεις μέρες του φαινόταν αβάσταχτη.
Η Βάργκα χαμογέλασε. «Μοιάζει κάπως με σκύλο, δεν μοιάζει;» Φύσηξε λίγο καπνό καθώς το σκεφτόταν. «Το πιστό λαγωνικό της Βέρα Σίλβα... Ή αυτό είσαι εσύ; Είμαι μπερδεμένη με τα μεταξύ σας».
Ίσως να έφταιγε που τα νεύρα του ήταν τεντωμένα σαν χορδή βιολιού αλλά το σχόλιο της Βάργκα τον έκανε να λουφάξει. Το έβρισκε λάθος που γινόταν πάντα τόσο αμυντικός μπροστά στο άκουσμα του ονόματος της Σίλβα και η Βάργκα είχε αναγνωρίσει την αδυναμία του και την έξυνε λες και ήταν κακάδι. Δεν της κρατούσε κακία. Ήταν η φύση της να ξύνει. Ή ίσως ο αμυντικός μηχανισμός της μπροστά στη θέση της στη Σειρήνα. Ο ίδιος, βέβαια, δεν ήξερε τι να κάνει. Έμοιαζε με κάτι αυθόρμητο που έβγαινε από ένα σημείο της ψυχής του το οποίο με τίποτε δεν μπορούσε να προσεγγίσει. Έγλειψε το πίσω μέρος του πρησμένου χείλους του και ανατρίχιασε από το τσούξιμο.
«Ας κάνει ό,τι θέλει», είπε τελικά, επιστρέφοντας στο θέμα του Χίνατα που τον γέμιζε με μια ενόχληση αρκετή για να καλύψει την αμηχανία του. «Γαβγίζει υπερβολικά πολύ για κάποιον που δεν ξέρει πού του παν τα τέσσερα».
Η Βάργκα τον κοίταξε σκεφτική. «Δεν θα έλεγα πως του αφήνονται και πολλά περιθώρια».
«Αν δεν του αφήνονται, θα έπρεπε να τα φτιάξει μόνος του».
«Αναρωτιέμαι πώς δεν το σκέφτηκε νωρίτερα...»
«Ω, έλα τώρα». Είχε κουραστεί με την ελαστικότητα που έδειχνε η γιατρός στον Υπεύθυνο Ασφαλείας. «Απλώς δεν τον νοιάζει. Του αρκεί να καβγαδίζει με τη Ρασίντ και να προσποιείται πως έχει κάποια εξουσία σε αυτό το μπουρδέλο».
«Και; Δεν έχει;»
Ο Άντριου την κοίταξε όλο αγανάκτηση. «Εσύ τι νομίζεις;»
«Δεν ξέρω, Άντριου». Το τσιγάρο της είχε τελειώσει και το πέταξε μέσα στο πράσινο κύπελλο. «Εσύ είσαι μέσα στα πράγματα. Εγώ είμαι απλώς η γιατρός».
Προσπάθησε να το κρύψει αλλά ο Άντριου μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα το τρέμουλο στη φωνή της.
«Σε απελπίζει, έτσι δεν είναι;»
«Θα ήθελα να υπάρχει ένας σοβαρός άνθρωπος εδώ μέσα, δεν είναι παράλογο». Κοίταζε προς το συρτάρι του γραφείου της με έναν τρόπο που έκανε τον Άντριου να υποθέσει πως εκεί ήταν τα υπόλοιπα τσιγάρα της και προσπαθούσε να υπολογίσει την αναγκαιότητα του να χαραμίσει ακόμη ένα. Όλοι μέσα στη Σειρήνα μπορούσαν να καταλάβουν πως ήταν το χειρότερο πράγμα που είχαν βάλει ποτέ στα πνευμόνια τους αλλά δεν έδειχνε να τους νοιάζει και ιδιαίτερα. «Είναι θαύμα που δεν έχει συμβεί κάτι σοβαρό».
«Θα συμβεί». Το βλέμμα της τινάχτηκε προς το μέρος του. «Είναι η πρώτη σου αποστολή, έτσι δεν είναι;»
Είδε το βλέμμα της να αλλάζει και να γίνεται κάτι σοβαρό και δυσαρεστημένο. Αμέσως κατάλαβε: Έξυνε το όριο της συμπάθειάς της. Η Βάργκα δεν ήταν πιο νέα από τον ίδιο αλλά υστερούσε στην απότομη σκάλα της υπόληψης. Ο λόγος; Δεν ήταν η πρώτη επιλογή όταν έγιναν οι προσλήψεις του ιατρικού προσωπικού. Η Σειρήνα ταξίδευε πάντα με δικό της γενικό παθολόγο, ο οποίος είχε αναγκαστεί να μείνει σπίτι λόγω ξαφνικής ασθένειας. Η Βάργκα ήταν η αντικαταστάτρια. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα και εξακολουθούσε να είναι η Αντικαταστάτρια, με τίτλο πλέον, όχι απλώς στα χαρτιά. Ήταν πλέον ξεκάθαρο πως δεν θα κατάφερνε να αποτινάξει το παρατσούκλι από πάνω της.
Τον Άντριου τον ενοχλούσε η ευαισθησία της επί του θέματος. Δεν ήταν κάτι που αναφερόταν συχνά, όπως είναι συνήθως τα πράγματα που είναι κάπως ένοχα ή που τουλάχιστον μοιάζουν με κοινώς αποδεκτά μυστικά: Υπήρχε λόγος για αυτήν την μεταξύ τους συμπάθεια και ο λόγος αυτός σχετιζόταν με τους λόγους για τους οποίους ήταν και οι δύο γενικά αντιπαθείς μέσα στη Σειρήνα.
«Ναι», απάντησε τελικά. Είχε επιστρέψει στο πρότερο, απαθές βλέμμα της.
«Ο γυρισμός είναι χειρότερος».
Την άκουσε να δυσανασχετεί. Θα πρέπει να της έμοιαζε με παιχνίδι εξουσίας. «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω».
«Αυτά τώρα είναι νεύρα», συνέχισε να της εξηγεί.
«Ανυπομονησίας;»
«Ναι, ουσιαστικά».
«Φόβος;»
«Ίσως... Για κάποιους. Για όσους δεν το έχουν ξανακάνει».
«Εσείς οι έμπειροι δεν φοβάστε;»
Δεν ήταν πολύ ευδιάθετο σχόλιο, ειδικά με τον ειρωνικό, δυσάρεστο τρόπο που είχε γυρίσει το χείλος της στην άκρη αλλά ο Άντριου το βρήκε χαριτωμένο. Να ένας ακόμη λόγος που τον ενοχλούσε η ευαισθησία της. Στιγμές σαν και αυτή ήταν ξεκάθαρο πως βρισκόταν στην πρώτη της αποστολή.
«Έχουμε ξεπεράσει αυτό το στάδιο».
Η Βάργκα γέλασε. «Του φόβου;»
«Του εγωκεντρισμού».
Την είδε να κουνάει το κεφάλι της. Το βλέμμα της έφυγε από πάνω του αγανακτισμένο. Άλλαξε θέση στα πόδια της. Ύστερα έσκυψε μπροστά και έξυσε ένα κομμάτι δέρματος που ξεπρόβαλε κάτω από το στρίφωμα του παντελονιού της. Της έδωσε χρόνο για την ιεροτελεστία αποφυγής της συζήτησης, μέχρι που έπεσε ξανά πίσω στην καρέκλα της και μουρμούρισε ένα αδιάθετο: «Ό,τι πεις».
«Όλοι στο πρώτο τους ταξίδι πιστεύουν πως θα είναι αυτοί Που Θα Τους Συμβεί», της εξήγησε. «Δεν συμβαίνει ποτέ τίποτα. Το καλύτερο που μπορεί να βρούμε είναι νερό. Ίσως κάποιο απολίθωμα μικροοργανισμού, αν είμαστε απίστευτα τυχεροί».
«Ακούγεσαι πολύ βέβαιος».
«Το δύσκολο σε αυτές τις αποστολές είναι να βγεις ψυχικά υγιής από το ταξίδι. Όλα τα άλλα είναι μαλακίες».
Η Βάργκα τον κοίταξε. Το δωμάτιο γύρω τους είχε ένα αποστειρωμένο λευκό χρώμα. Η μυρωδιά του καπνού είχε πνίξει τόση ώρα τον χώρο σε σημείο που η ξινή μυρωδιά του αντισηπτικού είχε υποσκιαστεί. Μέσα στην ησυχία και την ακινησία που ακολούθησε την πρότασή του, μπορούσε να το μυρίσει ξανά. Του θύμιζε τα μπάνια στην Ακαδημία ή, ακόμη χειρότερα, το γραφείο της μητέρας του.
Της τα είχε πει όλα αυτά με έναν θρασύ, παγωμένο τρόπο ο οποίος έσπασε στην τελευταία πρόταση σε κάτι που ο Άντριου μπορούσε να αναγνωρίσει ως μια παράξενη απελπισία. Αυτή ήταν προφανώς που είχε κάνει τη Βάργκα να κοντοσταθεί αμήχανα. Δεν θα μπορούσε να την πιέσει για τη δική της θέση σε αυτό το ζήτημα. Δεν είχαν τέτοια σχέση. Δεν θα μπορούσαν να έχουν. Σύμφωνα με κάθε έγγραφο και αξιολόγηση, η ψυχική ζωής της Σειρήνας ήταν ακμαιότατη. Όλοι μέσα στο σκάφος ήταν μεταλλικά, λαδωμένα εξαρτήματα, που έσπρωχναν ο ένας τον άλλον σε μια αιώνια, ακατάπαυστη λειτουργία, όπως τα μέρη ενός καλοκουρδισμένου μηχανήματος. Ο Άντριου ήξερε για τα έγγραφα επειδή τα είχε συντάξει ο ίδιος. Είχε τα ημερολόγια ευγνωμοσύνης του και τις ανάσες του και τα χάπια του για όλα τα υπόλοιπα.
Παρόλα αυτά δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται. Δεν μπορούσε να είναι ο μόνος που τον έτρωγε η απελπισία μέσα στη Σειρήνα. Ποια να ήταν άραγε η προσωπική, ιδιόκτητη απελπισία της Έρικα Βάργκα;
Από την αμηχανία τους τούς έσωσε το γνώριμο βάσανο του κουδουνίσματος της ενδοεπικοινωνίας, του ήχου που, ως γραμματέας της Κυβερνήτη, ο Άντριου άκουγε πιο συχνά από οτιδήποτε άλλο μέσα στη μέρα. Είχε αποφασίσει πως όταν θα γυρνούσε στη Γη, θα τον χρησιμοποιούσε ως βάση για κάποιο τραγούδι. Οι στίχοι θα έλεγαν για τον Σίσυφο ή ίσως την Κόλαση. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη.
Για να το απαντήσει, η Βάργκα κατέβασε τα πόδια της από το γραφείο, με έναν αγέρωχο, αργό ρυθμό που έκανε τον Άντριου να σκεφτεί πως αν την είχε γνωρίσει στην εφηβεία του θα την είχε αγαπήσει. Προσπαθούσε να αποφεύγει τέτοια πελάγη σκέψης αλλά υπήρχαν φορές που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Δεν ήξερε τι θα έκανε με την Έρικα Βάργκα πίσω στη Γη. Ούτε και τι θα έκανε η Έρικα Βάργκα μαζί του. Ίσως να μπορούσαν να ρίξουν αυτούς τους χοντρούς τοίχους, που αναγκαστικά έστηναν τόσα δισεκατομμύρια μίλια μακριά από το σπίτι τους. Ίσως και όχι. Ίσως οι αγέρωχες, αργές στιγμές της να ήταν απάτη και στη Γη μην είχαν και κανένα λόγο να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, χωρίς τη βαρύτητα της κοινής τους θέσης ανάμεσα στο πλήρωμα να τους κρατάει κολλημένους.
«Για σένα ήταν», του είπε όταν έκλεισε τη συσκευή. Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της και τέντωσε τα χέρια της πάνω από το κεφάλι. «Ο Χίνατα θέλει να τσακιστείς να πας στο γραφείο της Κυβερνήτη».
Ο Άντριου έκλεισε τα μάτια.
«Σου είπε τον λόγο;»
«Γιατί χρειάζεσαι λόγο για να κάνεις τη δουλειά σου;»
«Δεν το έχεις συμπεράνει ακόμη πως είμαι αθεράπευτα τεμπέλης;»
Η Βάργκα γέλασε λίγο, με αυτό το γέλιο του χωριού απέναντι στον ψεύτη βοσκό. Πήρε το κύπελλο της και το άδειασε στα σκουπίδια.
Ο Χίνατα ήταν το τελευταίο άτομο που ήθελε να δει (ίσως μετά από τον Πολάσκι) αλλά δεν υπήρχε λόγος να το καθυστερεί. Σηκώθηκε όρθιος και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα δόντια του ήταν ευτυχώς στη θέση τους, στη συνηθισμένη στρογγυλή, αραιή τους κατάσταση. Το κάτω χείλος του ήταν πρησμένο αλλά η πληγή είχε σταματήσει να τρέχει και το παχύ, ξανθό μουστάκι του, που δυο ώρες πριν ήταν τίγκα στο αίμα, έμοιαζε καθαρό. Το ίδιο και τα βουτηγμένα μάγουλά του και το μυτερό πηγούνι. Όλο του το πρόσωπο έμοιαζε σκελετωμένο τους τελευταίους μήνες με όλα τα κιλά που είχε χάσει στη Σειρήνα. Ήταν αστείο. Με τα ξανθά του χαρακτηριστικά και τα ρουφηγμένα του καστανά μάτια έμοιαζε με τον πατέρα του με έναν τρόπο παράξενο. Κάπως απόκοσμο. Πάντα πίστευε πως είχε πάρει το στιβαρό σώμα της μητέρας του αλλά ακόμη και αυτό, όπως φάνηκε, ήταν μια οφθαλμαπάτη.
Έστρωσε τα μαλλιά του. Ο Χίνατα σίγουρα θα τον προτιμούσε με ένα καλό, πρωινό ξύρισμα και λίγο τζελ στα μαλλιά αλλά σίγουρα δεν θα τον προτιμούσε να προτιμήσει μια καθυστέρηση για να διορθώσει την εμφάνισή του.
«Άντριου», του είπε η Βάργκα όταν έφτασε την πόρτα. Τον κοίταζε με ένα παράξενο, θλιμμένο βλέμμα που δεν είχε δει ξανά στο πρόσωπό της. Ήταν παράξενο. Πολύ πιο ειλικρινές από ό,τι είχε δει ποτέ πάνω της. Ήξερε πως δεν ήταν φίλοι αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια απίστευτη τρυφερότητα για το ανοιχτόχρωμο, στρογγυλό της πρόσωπο. «Είμαστε στα μισά», του είπε. «Κάνε λίγη υπομονή».
Σημείωμα
Καλημέρα και καλώς ήρθατε!!
Αυτό ήταν το πρώτο κεφάλαιο για να γνωρίσουμε λίγο το setting, το πολύ ευχάριστο επαγγελματικό περιβάλλον της Σειρήνας, τις αρνητικές επιπτώσεις του οποίου ζει ο Άντριου αλλά αυτό δεν τον σταματάει από το να συμβάλει στο να γίνεται ακόμη πιο (κυριολεκτικά και μεταφορικά) τοξικό. Πώς σας φάνηκε ο Άντριου; Μου αρέσουν οι πρωταγωνιστές που είναι λίγο μαλάκες.
Το επόμενο κεφάλαιο θα ανέβει την Κυριακή και μετά updates κάθε ΣΚ.
Αριάδνη!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top