Πρόλογος
"Dur! Dur!" (=Στάσου! Στάσου!) Ακούστηκε μία βαριά αντρική φωνή από πίσω τους. "Söyledim dur!" (=Στάσου είπα!) Έντρομη η Λουΐζα κοίταξε την Έλλη, συμφώνησαν βουβά και οι δύο φίλες άρχισαν να τρέχουν. "Dur!" Φώναξε ο άνδρας και αμέσως ακολούθησε μία έκρηξη.
Η Λουΐζα ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν, η ανάσα κόλλησε στο στήθος της και κρύος ιδρώτας έλουσε το κορμί της. Κοίταξε τριγύρω της και δεν αναγνώρισε την πόλη μπροστά της, την πόλη της οποίας τα κτίρια υψώνονταν στον ουρανό καμαρωτά πριν τρία χρόνια. Μαύρος καπνός ξεπρόβαλε πάνω από τα κτίρια, ενώ ο αέρας είχε αρχίσει να γίνεται αποπνιχτικός. Τίποτε δεν θύμιζε την Σμύρνη, την πανέμορφη και ολοζώντανη πόλη.
Ξαφνικά, το έδαφος σείστηκε ύστερα από την κατάρρευση πολλαπλών κτιρίων που οι δυο φίλες είχαν προσπεράσει νωρίτερα, ενόσω έτρεχαν.
Η Λουΐζα κοίταξε πίσω της και διαπίστωσε ότι ο Τούρκος τις ακολουθούσε ακόμα.
"Μας ακολουθεί ακόμη;" Ρώτησε η Έλλη σηκώνοντας το φουστάνι της πιο ψηλά.
"Πρέπει να τον κάνουμε να μας χάσει." Τράβηξε την Έλλη να την ακολουθήσει.
"Πρέπει να βγάλω τα παπούτσια μου." Ανακοίνωσε η Έλλη λαχανιασμένη. "Μας καθυστερώ."
Τα ρούχα που φορούσαν οι δυο φίλες ήταν τα πλέον ακατάλληλα για τρέξιμο ή για οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα εκτός του να κάνει κάποια την όμορφη. Η Λουΐζα έβρισκε όμορφα τα φορέματα. Αν της δινόταν, όμως, η ευκαιρία να επιλέξει ανάμεσα σε ένα παντελόνι και ένα φουστάνι, η Λουΐζα θα επέλεγε το παντελόνι ασυζητητί.
Μια άλλη έκρηξη έδιωξε όλες τις σκέψεις της Λουΐζας και ακινητοποίησε τις δύο φίλες. Η Έλλη κάλυψε το κεφάλι της, ενώ η Λουΐζα την τράβηξε μακριά από το κτίριο στο οποίο έγινε η έκρηξη.
"Πρέπει να συνεχίσουμε." Είπε αφότου βεβαιώθηκε ότι ο άνδρας που τις ακολουθούσε είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης.
Η Έλλη κατένευσε και την ακολούθησε. Πιασμένες χέρι χέρι διέσχισαν τρέχοντας ένα στενό και μετά από αυτό ένα ακόμη.
Μόλις έφτασαν εν τέλει στο λιμάνι, ο Δούκας πήρε την Έλλη στα χέρια του και την φίλησε με τόση απελπισία και απόγνωση που έκανε την καρδιά της Λουΐζας να ζηλέψει. Μακάρι να ήταν και ο Στέλιος εδώ, ευχήθηκε βουβά.
"Έπρεπε να είχατε έλθει μαζί μας όταν είχατε την ευκαιρία." Η Λουΐζα κοίταξε τον Αρτέμη, ο οποίος τώρα κατέβαινε από το πλοίο φουρκισμένος. Δεν είχε ξαναδεί τον Αρτέμη τόσο αναστατωμένο.
"Ό,τι συνέβη συνέβη." Απάντησε ελπίζοντας ότι οι επιλογές της δεν θα την απογοήτευαν.
"Αν ήταν εδώ ο Στέλιος, θα σου-" Ξεκίνησε να την μαλώνει.
"Δεν τους βλέπω πουθενά." Το κορίτσι που έσωσαν νωρίτερα οι δυο φίλες διέκοψε τον Αρτέμη και στάθηκε μπροστά στην Λουΐζα με τα μάτια της να πλημμυρίζουν με δάκρυα. "Λέτε να... Να..."
Ο Αρτέμης την κοίταξε έντονα κι έπειτα, εγκατέλειψε την προσπάθειά του να ολοκληρώσει την φράση του. Ούτως ή άλλως η Λουΐζα ήταν καλά. Δεν υπήρχε λόγος να την επιπλήξει. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Έκανε, λοιπόν, ένα βήμα πίσω και άφησε τις δυο γυναίκες να συζητήσουν μοναχές τους.
"Σσσς..." Η Λουΐζα σκούπισε ένα δάκρυ που ξέφυγε. "Θα τους βρούμε."
Το κορίτσι κοίταξε την Λουΐζα έντονα.
"Ευχαριστώ για όλα όσα κάνατε για εμένα. Δεν ξέρω πώς μπορώ να σας το ξεπληρώσω."
"Το να μάθουμε το όνομά σου είναι αρκετό." Πήρε τον λόγο η Έλλη.
"Υακίνθη. Ονομάζομαι Υακίνθη Παντέλογλου." Απάντησε η κοπέλα με ένα διστακτικό χαμόγελο στα χείλη της.
"Χάρηκα για την γνωριμία, Υακίνθη." Χαμογέλασε η Έλλη. "Εγώ είμαι η Ελισάβετ Χέιστινγκς, αλλά μπορείς να με φωνάζεις Έλλη, κι από εδώ η Λουΐζα Χατζημιχαήλ."
"Χάρηκα για την γνωριμία, Υακίνθη. Μακάρι να γινόταν υπό διαφορετικές συνθήκες."
"Κι εγώ το ίδιο." Το χαμόγελο της Υακίνθης χάθηκε από το πρόσωπό της.
Μία ακόμη έκρηξη ακούστηκε, ακολουθούμενη από πυκνούς πυροβολισμούς και ουρλιαχτά. Η Λουΐζα ανατρίχιασε καθώς το θέαμα που ακολούθησε ήταν εκτός από τρομερό, τουλάχιστον τραγικό. Πλήθος ανθρώπων ξεπρόβαλλε από τα στενά και συγκρότησε έναν μεγάλο όχλο καθοδηγούμενο από τον τρόμο και την απελπισία.
"Ellie!" Η φωνή του Δούκα ξεχώρισε. Η Λουΐζα γύρισε να τον κοιτάξει και συνειδητοποίησε ότι αυτό που θα συνέβαινε εν συνεχεία δεν θα της άρεσε καθόλου. "We need to get aboard. Now!" (=Πρέπει να επιβιβαστούμε στο πλοίο. Τώρα!) Η Λουΐζα κοίταξε την Έλλη περιμένοντας εξηγήσεις, αλλά το βλέμμα που της έδωσε η Έλλη, προϊδέασε την κοπέλα περί τίνος πρόκειται.
"Δεν φεύγω χωρίς τον Στέλιο." Η Λουΐζα έστρεψε την προσοχή της προς τον όχλο προσπαθώντας απελπισμένα να εντοπίσει τον Στέλιο. Το πλοίο αναχωρούσε κι εκείνος ήταν ακόμα άφαντος. Η Λουΐζα δεν άντεχε ούτε στην σκέψη να τον εγκαταλείψει στην μοίρα του. "Αρτέμη, σε παρακαλώ συνόδεψε την Υακίνθη στο πλοίο." Είπε η Έλλη και ο Αρτέμης έγνεψε.
"Λουΐζα, πρέπει να φύγουμε." Η Έλλη την πλησίασε και άπλωσε το χέρι της στον ώμο της. "Είναι η τελευταία μας ευκαιρία! Άλλοι άνθρωποι στην θέση μας δεν έχουν τέτοια ευκαιρία. Κοίταξε γύρω σου!"
"Είπα, δεν κουνάω ρούπι!" Η Λουΐζα απομάκρυνε νευριασμένη και εν μέρει απελπισμένη το χέρι της φίλης της. "Μπορείτε να επιβιβαστείτε εσείς στο πλοίο. Εγώ δεν το κουνάω από 'δω μέχρι να έρθει ο Στέλιος."
"Λουΐζα..." Η Έλλη πήρε το χέρι της και προσπάθησε να κερδίσει την προσοχή της Λουΐζας, αλλά η τελευταία φαινόταν χαμένη. Η καρδιά της Έλλης πόνεσε για την φίλη της. Αυτά τα τρία πάρα κάτι χρόνια που είχαν περάσει στην Σμύρνη είχαν χαραχθεί στην μνήμη της Λουΐζας με ανεξίτηλη μπογιά και όλα τα βιώματα της κοσμοπολίτικη αυτήν και πανέμορφη πόλη η κοπέλα θα τα θυμόταν για μια ζωή με νοσταλγία σαν μια χαρούμενη μακρινή ανάμνηση...
Η Έλλη δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε αν βρισκόταν στην θέση της φίλης της. Ένα όμως θα ήταν σίγουρο: Θα θυσιαζόταν για τον άνδρα της, αν αυτό σήμαινε ότι εκείνος θα ζούσε μία καλή ζωή, έστω και μακριά της.
Το ίδιο θα ήθελε και ο Στέλιος για την Λουΐζα: να ζήσει μία αξιοπρεπή ζωή, δίχως άλλες κακουχίες, φόβο ή αγωνία για το μέλλον της. Γι' αυτό η Έλλη τράβηξε πάλι την Λουΐζα σε μια ύστατη προσπάθειά της να σώσει την φίλη της και να της παράσχει αυτό το οποίο θα ευχόταν και επιθυμούσε ο ξάδελφός της για την αγαπημένη του.
Ξαφνικά, όμως, το συννεφιασμένο και γεμάτο αγωνία πρόσωπο της Λουΐζας φωτίστηκε ολόκληρο και η κοπέλα μουρμούρισε υπνωτισμένη: "Ο Στέλιος... Ο Στέλιος!" Αναφώνησε εξαίφνης.
Η Έλλη - ανίκανη να πιστέψει στα αυτιά της - εγύρεψε τον Στέλιο στο πλήθος και προς μεγάλη της έκπληξη και ανακούφιση, τον εντόπισε πλάι στον γιο του βιομήχανου Παπαναστασίου. Ο ξάδελφός της και ο Μάρκος πάλευαν με τον απελπισμένο κόσμο, προσπαθούσαν να περάσουν όσους περισσότερους τους επέτρεπε οι εναπομείνουσες δυνάμεις τους, καθώς επίσης και η θέλησή τους να φτάσουν ως την προκυμαία. Η Έλλη τώρα αδυνατούσε να πιστέψει στα μάτια της.
"Στέλιο; Μάρκο;" Ο Αρτέμης στάθηκε δίπλα στις δύο φίλες, αδυνατώντας κι εκείνος να συλλάβει τι διαδραματιζόταν μπροστά του.
Η Λουΐζα παρακολούθησε τον αγαπημένο της και τον Μάρκο να προσπερνούν το ένα κεφάλι μετά το άλλο και εν συνεχεία να χάνονται και να εμφανίζονται ξανά και ξανά μεταξύ του πανικόβλητου πλήθους. Με αυξανόμενη ανυπομονησία σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και προσπάθησε να διατηρήσει στο οπτικό της πεδίο τους δύο άνδρες. Δεν έπρεπε να τους χάσει από τα μάτια της. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι την είχαν δει και να κατευθυνθούν προς το μέρος τους.
"Στέλιο!" Φώναξε με όλην της την δύναμη. "Μάρκο! Στέλιο! Εδώ είμαστε!"
Ο Στέλιος από την δική του πλευρά δεν ήξερε αν θα έπρεπε να νιώσει ανακούφιση ή απόγνωση. Χαιρόταν που διαπίστωσε και ο ίδιος ότι όλοι ήταν σώοι και ασφαλείς, αλλά γιατί ήταν ακόμη εδώ; Γιατί ήταν ακόμη στην Σμύρνη όταν τους είχε προειδοποιήσει να φύγουν από την πόλη τόσες μέρες πριν;
Το βλέμμα του έπεσε ακριβώς πίσω τους και παρατήρησε ότι το πλοίο είχε βάλει μπροστά τις μηχανές του κι ήταν έτοιμο να αναχωρήσει. Ο Δούκας που τώρα κατέβαινε στην προβλήτα στάθηκε δίπλα στην Έλλη και την τραβολόγησε με την βία.
Δίχως ενδοιασμούς και αδιαφορώντας για τον ίδιον του τον εαυτό, έκανε νόημα στον Δούκα να βάλει τόσο την Λουΐζα όσο και την Έλλη μέσα στο πλοίο.
"Ellie, please." (=Έλλη, παρακαλώ.)
"Λουΐζα, σε παρακαλώ!" Επέμεινε η Έλλη και τράβηξε την Λουΐζα.
Ωστόσο, η Λουΐζα απελευθερώθηκε και ετοιμάστηκε να τρέξει προς τον Στέλιο. Δεν πίστευε ότι είχε φτάσει επιτέλους αυτή η στιγμή! Επιτέλους θα θα ήταν μαζί. Επιτέλους θα ήταν μαζί της. Επιτέλους θα ήταν ασφαλής...
Αυτή, όμως, η σύντομη ονειροπόληση διαλύθηκε σύντομα από τον Αρτέμη, ο οποίος την αφύπνισε και την επανάφερε στην πραγματικότητα με τον πιο βίαιο και απάνθρωπο τρόπο. Την έπιασε, πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της και σηκώνοντας την σαν τσουβάλι, την μετέφερε εντός του πλοίου.
"Όχι! Άφησε με!" Η Λουΐζα πάλεψε να απελευθερωθεί, μα απέτυχε παταγωδώς. Δεν γινόταν να της το κάνει αυτό. "Αρτέμη, άφησε με!" Προσπάθησε να διώξει τα χέρια του, αλλά τα δικά της δεν ήταν σε θέση να κάνουν το οτιδήποτε τόσο πολύ που έτρεμαν. Η Λουΐζα ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Έπρεπε να φτάσει στον Στέλιο... "Στέλιο..." Κλαψούρισε και η φωνή της ράγισε: "Σε παρακαλώ..."
Ξαφνικά, εκδηλώθηκε μια έκρηξη τόσο ισχυρή που ολόκληρη η προβλήτα σείστηκε. Η Λουΐζα έκλεισε τα μάτια της, καθώς ένα παχύ στρώμα σκόνης σηκώθηκε και θόλωσε το οπτικό πεδίο της κοπέλας. Όταν άνοιξε τα μάτια της, ήταν ήδη αργά. Η σκόνη είχε απλωθεί πάνω από πόλη, ενώ ο παχύς καπνός από τις εκρήξεις σιγά σιγά έκρυψε τον ήλιο.
Ο Αρτέμης άφησε την Λουΐζα να σταθεί στα πόδια της, αφότου βεβαιώθηκε ότι το πλοίο είχε απομακρυνθεί αρκετά από την ακτή. Η Λουΐζα κοίταξε γύρω της και κράτησε την ανάσα της. Το πλοίο είχε ήδη λύσει τους κάμβους που το κρατούσαν στην στεριά και πλέον απομακρυνόταν ταχύτατα από την Σμύρνη... και από τον Στέλιο.
Ανίκανη -ή μάλλον, απρόθυμη να συλληφθεί τι είχε μόλις συμβεί, πάλεψε να σκαρφαλώσει πάνω στα κάγκελα του πλοίου και να πηδήξει στην θάλασσα. Σκοπός της ήταν να φτάσει κολυμπώντας ως την προβλήτα κι έπειτα, ως τον Στέλιο. Εκείνη τη στιγμή της φάνηκε πολύ λογικό. Ήταν πολύ λογικό να επιθυμεί να βρίσκεται δίπλα στον Στέλιο μία τέτοιου είδους στιγμή.
Δύο ζευγάρια αντρικά χέρια, όμως, έπιασαν την Λουΐζα εγκαίρως και την κράτησαν ασφαλή, εντός του πλοίου. Εκείνη τη στιγμή και καθώς η Λουΐζα συνειδητοποίησε σε τι σημείο είχε φτάσει, κατέρρευσε. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν ανεξέλεγκτα από τα μάτια της, και καθώς οι δυο άντρες, ο Αρτέμης και ο Δούκας, την εναπόθεσαν στο κατάστρωμα κι εκείνη έβλεπε την Σμύρνη να απομακρύνεται και να ξεμακραίνει στον ορίζοντα, ένιωσε το κεφάλι της βαρύ. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της πολλαπλές φορές στην προσπάθειά της να εστιάσει στην προβλήτα, εκεί, όπου είχε δει τον Στέλιο τελευταία φορά, αλλά ήταν πραγματικά αδύνατον. Η κοπέλα δεν γνώριζε αν αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στην σκόνη, τον καπνό και τη στάχτη που αιωρούντο στον αέρα ή αν απλά έφταιγε η όραση της.
Άνοιξε κι έκλεισε τα μάτια της πάλι, αλλά τώρα τα πάντα ήταν θολά.
"Λουΐζα..." Άκουσε την φωνή της Έλλης από κάπου μακριά κι έπειτα, αυτήν του Αρτέμη.
"Βοήθεια! Υπάρχει κάποιος γιατρός;"
Όμως, η Λουΐζα ένιωθε υπερβολικά αδύναμη για να απαντήσει ή να κάνει το οτιδήποτε...
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να νιώσει... Να νιώσει αυτό το απαίσιο συναίσθημα που βάραινε το στήθος της κι έκανε την καρδιά της να πονάει ανυπόφορα...
Και πονούσε, διότι εκείνη είχε γλιτώσει, ενώ ο Στέλιος... Ο Στέλιος της... ο άνθρωπός της όχι.
Α/Ν
Καλησπέρα!
Όπως υποσχέθηκα, δεν άργησα να εμφανιστώ ξανά με μια ιδέα του επρόκειτο να συμβεί στην συνέχεια του "Κάποτε το 1918"! Η καινούρια ιστορία -και συνέχεια της προηγούμενης" ονομάζεται "Κάποτε το 1919: Στην Σμύρνη" και όπως υποψιαστήκατε το μεγαλύτερο μέρος της θα εξελιχθεί στην Σμύρνη και γενικά στην Μικρά Ασία.
Σε αυτό το βιβλίο θα γνωρίσουμε νέους ήρωες, εκτός από τους "παλιούς", οι οποίοι θέλω να πιστεύω ότι θα έχουν μία εξέλιξη σαν χαρακτήρες.
Ελπίζω να αγαπήσετε και να υποστηρίξετε και αυτό το βιβλίο όπως και το "Κάποτε το 1918"! Δεν γνωρίζω πότε ακριβώς θα αρχίσουν οι ανανεώσεις των κεφαλαίων, αλλά υπολογίζω ότι μέσα στο φθινόπωρο θα έχετε νέα μου!
Αυτά από εμένα για τώρα!
Πολλά φιλιά,
Στέλλα
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top