Κεφάλαιο 5⁰

Οι τρεις φίλοι, ο Αρτέμης, ο Γιάννης και ο Πέτρος παρακολούθησαν τον Στέλιο να τραβολογάει τη Λουΐζα κακήν κακώς εκτός του στρατοπέδου γελώντας και κάνοντας αστεία.

Ο Μάρκος, όμως, ο οποίος βρισκόταν κι εκείνος παρών, δεν διατήρησε την ίδια εύθυμη στάση. Τώρα που η Λουΐζα είχε επιλέξει τον Στέλιο, η καρδιά του δεν άντεχε να την βλέπει να απομακρύνεται με έναν άλλον άντρα. Έτσι, αποχώρησε δίχως να ανταλλάξει κουβέντα με κανέναν.

Ωστόσο, οι τρεις εναπομείναντες φίλοι δεν φάνηκαν να παρατηρούν την απουσία του, καθώς οι δύο εκ των τριών λογομαχούσαν και ο τρίτος εκτελούσε καθήκοντα διαιτητή.

"Το ήξερα ότι δε θα άντεχε." Ο Πέτρος άπλωσε το χέρι του στον Αρτέμη. "Πού είναι τα χρήματά μου;"

"Λυπάμαι, φίλε μου. Αλλά μάλλον παρανόησες." Απάντησε ο Αρτέμης.

"Παρανόησα; Τι είναι αυτές οι ανοησίες που αραδιάζεις, Ράλλη; Απαιτώ τα χρήματά μου." Η εύθυμη διάθεση του Πέτρου εξαφανίστηκε μόλις σε μερικά δευτερόλεπτα.

"Φίλε μου, έχασες το στοίχημα." Συνέχισε ο Αρτέμης.

"Φυσικά και δεν το έχασα. Το στοίχημα προέβλεπε ότι μόλις ο Ιωαννίδης έβλεπε τη Λουΐζα θα νευρίαζε και θα την εξαφάνιζε από προσώπου γης."

"Αυτό υποστήριξες εσύ, φίλτατε. Εγώ υποστήριξα ότι πρώτα θα την υποδεχόταν κι έπειτα θα την εξαφάνιζε. Άρα, τα χρήματα ανήκουν δικαιωματικά σε μένα." Χαμογέλασε ικανοποιημένος ο Αρτέμης.

"Αρνούμαι." Δήλωσε ο Πέτρος και αποχώρησε από τον προαύλιο χώρο.

Ο Αρτέμης έτρεξε πίσω του ακολουθούμενος από τον Γιάννη.

"Γιάννη, είσαι μάρτυρας της δειλίας και της τσιγκουνιάς του Χατζηχρήστου." Είπε ο Αρτέμης προκαλώντας το γέλιο του Γιάννη. "Αν δεν με πληρώσεις τώρα, θα σου βάλω τόκο!"

"Είναι καλή η ευκαιρία να του δώσεις τα χρήματα πριν σου βάλει τόκο." Δήλωσε ο Γιάννης ανάμεσα στα γέλια του.

"Κι εσύ, Βρούτε;" Ξαφνικά, σταμάτησε και στράφηκε προς τον Αρτέμη και τον Γιάννη, οι οποίοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια με την έκφραση προδοσίας και απόγνωσης του Πέτρου.

~...~

Ο Στέλιος οδήγησε τη Λουΐζα φουριόζος στο ξενοδοχείο, όπου του είχε υποδείξει. Μόνο αφότου τον οδήγησε στο δωμάτιό της και αφότου έκλεισε την πόρτα, ο Στέλιος άνοιξε το στόμα του.

"Τι δουλειά έχεις εδώ;" Την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι ενώ εκείνος στεκόταν όρθιος εμπρός της, σαν γονιός που πειθαρχεί το παιδί του. "Έχεις ιδέα τι κάνεις;" Πέρασε τα δάκτυλά του μέσα από τα μακρύτερα πλέον μαλλιά του και την κοίταξε συγχυσμένος. Δεν ήταν ικανός να διανοηθεί τι είχε σκαρώσει η Λουΐζα. "Ξέρεις πόσο επικίνδυνο είναι αυτό που έκανες;"

"Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;" Ρώτησε εκείνη με ένα μισό χαμόγελο, μία συνήθεια που απέκτησε από τον ίδιον.

Φυσικά και χαιρόταν που την έβλεπε, αλλά η ανησυχία του για εκείνη υπερνικούσε κάθε άλλο συναίσθημα.

"Δεν είναι η ώρα για αστεία, Λουΐζα." Τη μάλωσε εκείνος και πέρασε τα δάκτυλά του πάλι μέσα από τα μαλλιά του αγχωμένος... ανήσυχος...

Το περίμενε ότι η Λουΐζα θα έκανε κάτι εξωφρενικά παράτολμο και τρελό, αλλά ήλπιζε να το έκανε αφότου η κατάσταση σταθεροποιηθεί. Η Σμύρνη δεν ήταν ακόμη ένα ασφαλές μέρος, ένα μέρος που όλοι οι πολίτες θα μπορούσαν να αναπτύξουν τις κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητές τους ελεύθερα. Αυτό το είχε βιώσει ο ίδιος ο Στέλιος από την πρώτη κιόλας μέρα.

Εκείνη την ημέρα, όταν έφτασαν οι πρώτες ενισχύσεις των ελληνικών στρατευμάτων στην πόλη, ένας μικρός όχλος Τούρκων αντιστασιακών τους είχε επιτεθεί προκαλώντας χάος και καταστροφή. Δεν ήταν, όμως, αυτό το ανησυχητικό. Όχι, το τρομερό ήταν το γεγονός ότι οι φανατικοί αυτοί Τούρκοι επιτέθηκαν σε ανυπεράσπιστους πολίτες γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους. Δεν ξεχώρισαν κανέναν. Ο Στέλιος φοβόταν πως η Λουΐζα θα είχε την ίδια μοίρα μαζί τους. Φοβόταν ότι θα μαρτυρούσε την Λουΐζα να μετατρέπεται σε θύμα αυτών των ανελέητων πλασμάτων.

Η έκφραση της Λουΐζας άλλαξε αμέσως.

"Δεν με αγαπάς πια;" Ρώτησε εκείνη εξ αίφνης. "Μήπως βρήκες καλύτερη μνηστή από εμένα;" Αν βρίσκονταν στην Ακαδημία ή οπουδήποτε αλλού, ο Στέλιος θα σχολίαζε την "έκρηξη ζήλειας" της Λουΐζας. Θα την κορόιδευε και θα την πείραζε μέχρι τελικής πτώσεως. Σε αυτό άλλωστε στόχευε και η Λουΐζα. Ήλπιζε ότι κατ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να αλλάξει και το θέμα συζήτησης.

"Δεν είναι αυτό, Λουΐζα. Το ξέρεις πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο." Ο Στέλιος, όμως, παρέμεινε νηφάλιος και δεν τσίμπησε το δόλωμα. "Δεν έχει εδραιωθεί η ελληνική κυριαρχία δια παντός στην Σμύρνη." Το βλέμμα του ήταν αυστηρό, κάτι που η Λουΐζα δεν είχε συνηθίσει να βλέπει. Για τον λόγο αυτόν, της προκαλούσε και δέος. Μπορούσε να νιώσει κάποιος για τον άνθρωπο που αγαπούσε ποτέ δέος; Ήταν φυσιολογικό; Μήπως δεν ήταν δέος; Μήπως ήταν απλά θαυμασμός; Αναρωτήθηκε σιωπηλά μέσα της. "Αυτός ο τόπος όσο ευλογημένος κι αν είναι, δεν είναι ακόμη ασφαλής, Λουΐζα. Πρέπει να επιστρέψεις στο Ναύπλιο, όπου θα είσαι ασφαλής." Κατέληξε κοιτάζοντάς την τόσο έντονα που θαρρείς θα μπορούσε να την είχε πείσει δίχως να πει τίποτε παραπάνω.

Ενοχλημένη από την επιρροή που ασκούσε πάνω της ο Στέλιος, σηκώθηκε όρθια και είπε: "Όταν ήρθα εδώ, ήξερα ότι θα είχες παρόμοια αντίδραση, αλλά δεν πίστευα ότι θα ήθελες να με διώξεις κιόλας." Του έστρεψε την πλάτη της θυμωμένη με τον εαυτό της και στάθηκε μπροστά στο παράθυρο με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Πότε είχε χάσει τον έλεγχο; Από πότε δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα συναισθήματά της και τη συμπεριφορά της;

"Δεν θέλω να σε διώξω, Λουΐζα. Θέλω να σε προστατεύσω." Την αγκάλιασε από πίσω μετανιώνοντας αργά για τον απόλυτο τόνο της φωνής του, μα η Λουΐζα τον έδιωξε.

"Μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, Στέλιο, και μάλιστα εξίσου καλά με τον καθέναν από εσάς! Το ξέρεις ότι μπορώ." Δήλωσε καυστικά. Η επίθεσή της οφειλόταν στο ότι ο Στέλιος την είχε κάνει να αισθάνεται ευάλωτη. Δεν ήλεγχε τα συναισθήματα που ένιωθε... Έπρεπε να κρατήσει μία χ απόσταση, προκειμένου να μην καταλάβει ο Στέλιος πόσο αδύναμη και ευάλωτη ήταν δίπλα του.

"Το ξέρω και δεν αμφιβάλλω γι' αυτό. Σε καμία περίπτωση. Σου εμπιστεύομαι τη ζωή μου με κλειστά μάτια." Τη διαβεβαίωσε, αλλά η Λουΐζα δεν φάνηκε να τον ακούει. Τα χέρια την πίεζαν πάνω στο σώμα του και η Λουΐζα ένιωθε ξαφνικά αναστατωμένη. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, η ανάσα της ήταν βαριά και κάτω χαμηλά στην κοιλιά της ένιωθε μία ιδιαίτερα ευχάριστη ενόχληση. Όπως εκείνο το βράδυ στην χοροεσπερίδα της οικογένειάς του, όταν την είχε φιλήσει. Όταν τα χείλη του ταξίδεψαν από τα χείλη, στον λαιμό της ως το στήθος της. Η Λουΐζα μισούσε το πώς είχε αντιδράσει το σώμα της στα χάδια του εκείνο το βράδυ και απεχθανόταν το πώς αυτό ανταποκρινόταν στον Στέλιο με μια μόνο αγκαλιά. "Αυτό για το οποίο φοβάμαι είναι οι επιδρομές των Τούρκων ανταρτών που γίνονται ανά τακτικά χρονικά διαστήματα." Συνέχισε ο Στέλιος με ηπιότερο τόνο. "Σφαγιάζουν όποιον βρουν μπροστά τους, Λουΐζα. Ιδιαίτερα αν είναι Έλληνας στρατιώτης ή άνθρωπος που έχει σχέση με αυτόν. Δεν υπολογίζουν τίποτα." Ψιθύρισε χαμένος στις σκέψεις του. Ο Στέλιος φοβόταν τόσο για την σωματική όσο και για την ψυχική ακεραιότητα της Λουΐζας. Δε θα μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του αν η Λουΐζα πάθαινε κάτι.

"Δεν σκοπεύω να επιτρέψω στον οποιοδήποτε τυχόντα να με βλάψει, Στέλιο." Η Λουΐζα πάλεψε να αρθρώσει την πρόταση σωστά. "Όλοι οι φίλοι μας, συμπεριλαμβανομένου και σου, πήραν μέρος στην μικρασιατική εκστρατεία κι εγώ κάθομαι κλεισμένη ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους με τα χέρια σταυρωμένα αναμένοντας να ακούσω τα νέα σας." Η Λουΐζα στράφηκε να τον κοιτάξει.

Αυτός ήταν ο ένας εκ των δύο λόγων για τους οποίους αποφάσισε η Λουΐζα να έρθει στην Σμύρνη. Ο δεύτερος ήταν το πόσο πολύ είχε πεθυμήσει η Λουΐζα τον Στέλιο και το πόσο είχε ανησυχήσει όταν εκείνος δεν της απάντησε στα γράμματα που είχε στείλει. Έπρεπε να ταξιδέψει ως την Σμύρνη και να μείνει μερικά τετράγωνα μακριά του για να λάβει γράμμα του.

"Δεν καταλαβαίνεις πόσο πολύ αγωνιώ... Πόσο φοβάμαι... κυρίως για εσένα." Η Λουΐζα απέφυγε να τον κοιτάξει ντροπιασμένη από την αναπάντεχη έκρηξη αγάπης της και κυρίως ανησυχίας της. "Δεν ξέρεις πόσο πολύ ανησύχησα όταν έπαψα να λαμβάνω τα γράμματά σου για ένα χρονικό διάστημα."

Τα χείλη του Στέλιου συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο και τότε, εκείνος με το χέρι του έστρεψε το πρόσωπό της αντικριστά στο δικό του. Ο Στέλιος κοίταξε την Λουΐζα με τέτοια θέρμη, τέτοια αγάπη που της κόπηκε η ανάσα. Εν συνεχεία, έσκυψε από πάνω της και τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της τρυφερά.

Η Λουΐζα εξέπνευσε αργά και κρατήθηκε από τους ώμους του, καθώς η καρδιά της πήγε να σπάσει. Θεούλη μου, πόσο καιρό είχε να την φιλήσει ο Στέλιος; Ούτε που θυμόταν!

Τότε, ο Στέλιος την κοίταξε συνοφρυωμένος και στερέωσε μερικές τούφες των μαλλιών της, που είχαν ξεφύγει από την κόμμωσή της, πίσω από το αυτί της. Πώς ήταν δυνατόν μία τόσο ευγενική, γενναία και έξυπνη γυναίκα να τον αγαπάει και να ανησυχεί για αυτόν; Αλήθεια, αδυνατούσε να το συλληφθεί ο νους του. Την περιεργάστηκε σιωπηλός θαυμάζοντας την ομορφιά και τα κάλλη της γυναίκας που αγαπούσε, ώσπου να ανοίξει η Λουΐζα τα μάτια της.

"Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει." Της χαμογέλασε πονηρά και την φίλησε πριν αντιδράσει. Η Λουΐζα προσπάθησε να τον σπρώξει, αλλά ο Στέλιος πήρε τα χέρια της στα δικά του και την κοίταξε έντονα. "Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να το κάνεις αυτό;" Η Λουΐζα παρέμεινε να τον κοιτάζει αναψοκοκκινισμένη. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. Ο Στέλιος ήξερε πως να την χειρίζεται και πως να της συμπεριφέρεται. Ήξερε με ποιον τρόπο μπορούσε να πάρει ό,τι ήθελε από εκείνη και η Λουΐζα τον άφηνε, γιατί... τον αγαπούσε.

"Κάθαρμα." Δήλωσε μουτρωμένη, αλλά εις βάθος χαιρόταν που ο Στέλιος συμπεριφερόταν όπως συνήθιζε. Ο τρόπος που συμπεριφερόταν πριν της είχε προκαλέσει μία αλλόκοτη αίσθηση - μάλλον ως έξαψη θα χαρακτηριζόταν καταλληλότερα.

"Αν ήμουν κάθαρμα, τότε θα σε είχα ρίξει ήδη στο κρεβάτι δίχως περεταίρω καθυστερήσεις. Και ίσως να είχα αποκαλύψει ύστερα ένα- δυο μυστικά σου." Η Λουΐζα ετοιμάστηκε να του απαντήσει αναλόγως προσπαθώντας να παραμερίσει την όλο και αυξανόμενη έξαψη που ένιωθε, αλλά εκείνος γελώντας, σφράγισε το στόμα της με το δικό του. Αμέσως δάγκωσε ελαφρώς τα χείλη της και την κοίταξε με ένα βλέμμα που πρόδιδε τόσο την αγάπη του, όσο και τον πόθο του για εκείνην.

Η Λουΐζα δεν ήταν δυνατόν να συλληφθεί το πόσο πολύ είχε λείψει στον Στέλιο. Ο Στέλιος ήταν απολυτως βέβαιος ότι η κοπέλα δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να συνειδητοποιήσει πόσο πολύ την είχε πεθυμήσει! Δεν υπήρξε μέρα μακριά της που να μην την σκεφτόταν από το πρωί ως το βράδυ, να του λείπει και να εύχεται να την είχε στο πλευρό του.

"Μου έλειψες." Της εξομολογήθηκε και η έκπληξη ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Τίποτε δεν θα μπορούσε να την προετοιμάσει για αυτήν την στιγμή. Θα μπορούσε κάλλιστα να αντιμετωπίσει μια αιφνιδιαστική επίθεση, να πετύχει έναν πολύ μακρινό στόχο με το όπλο της ή και να αμυνθεί κάποιον που η φυσική του ρώμη υπερτερούσε την δική του. Όμως, αυτή η εξομολόγηση του Στέλιου πάντοτε θα την άφηνε μουδιασμένη.

Αυτήν τη φορά, η Λουΐζα ήταν εκείνη που τον φίλησε. Τα χείλη τους συγκρούστηκαν και στη δύνη του πάθους τους, τα χέρια της τυλίχθηκαν γύρω από το γυμνασμένο σώμα του Στέλιου αφήνοντας χάδια εδώ κι εκεί. Ο Στέλιος συνεπαρμένος, άφησε τα χείλη του να ακολουθήσουν τη νοητή γραμμή που ξεκινούσε από τα ροδαλά χείλη της ως τον λαιμό της, αφήνοντας καθοδόν τρυφερά φιλιά.

Η Λουΐζα ένιωθε πως είχε ξεχάσει πώς να ανασαίνει, ενώ τα πόδια της με δυσκολία συγκρατούσαν το βάρος της... Έτσι, η κοπέλα κρατήθηκε από τους στιβαρούς ώμους του Στέλιου και απόλαυσε τα χάδια του. Ήταν τόσο πρωτόγνωρο το αίσθημα... Ένιωθε σα να ήταν βασίλισσα. Η βασίλισσα του...

"Στέλιο..." Αναστέναξε το όνομά του με τέτοιο τρόπο που και η ίδια δεν αναγνώρισε τη φωνή της.

Τότε ο Στέλιος με ένα βογκητό επέστρεψε στα χείλη της και απαίτησε την είσοδο στο στόμα της. Όταν οι γλώσσες τους συγκρούστηκαν και χόρεψαν με τον πιο γλυκά ερωτικό τρόπο, η Λουΐζα νόμιζε ότι είχε φτάσει ήδη στον παράδεισο.

"Κάθε βράδυ σε έβλεπα στα όνειρά μου." Μουρμούρισε ξέπνοα ο Στέλιος ανάμεσα στα φιλιά τους κάνοντας την καρδιά της Λουΐζας να τρελαθεί από χαρά. "Ονειρευόμουν την πρώτη μας συνάντηση." Την κοίταξε έντονα προσπαθώντας να της δώσει να καταλάβει πως ακριβώς ένιωθε. "Ούτε ένα από τα όνειρά μου δεν πλησίασαν ούτε στο ελάχιστο αυτή τη στιγμή..." Όλον αυτόν τον καιρό ο Στέλιος είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Ήταν υπομονετικός όσο ποτέ άλλοτε και καρτερούσε την ημέρα που θα συναντούσε ξανά την Λουΐζα. Ποιος θα το πίστευε ότι ύστερα από μισό σχεδόν χρόνο θα την κρατούσε ξανά στα χέρια του... στην αγκαλιά του και θα την φιλούσε...

Η Λουΐζα πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον φίλησε τρυφερά. Ο Στέλιος είχε λείψει στην Λουΐζα το ίδιο. Όσο όμορφα κι αν περνούσε η Λουΐζα με την συντροφιά της Έλλης, η Δούκισσα δεν αντικαθιστούσε τον Στέλιο. Ήταν απλά αδύνατο. Η Λουΐζα προσπαθούσε να κάνει υπομονή, αλλά όσο σκεφτόταν ότι οι φίλοι της και ο Στέλιος είχαν αποβιβαστεί και εκτελούσαν τα καθήκοντά τους στη Σμύρνη, δεν μπορούσε να καθίσει στο Ναύπλιο και να συμπεριφέρεται, όπως μια κυρία της υψηλής κοινωνίας που περίμενε τον σύζυγό της να επιστρέψει. Άλλωστε, δεν είχαν παντρευτεί... Όχι ακόμα... Ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε η ίδια, ότι δηλαδή ο Στέλιος θα τηρούσε τον λόγο του και θα την παντρευόταν.

Σύζυγός της... Πότε είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται τον Στέλιο ως σύζυγό της;

"Κι εμένα μου έλειψες. Δεν υπήρξε μέρα που δε σε σκέφτηκα..." Παραδέχτηκε ντροπαλά και τον κοίταξε διστακτικά νιώθοντας τα μάγουλά της να φλέγονται από το πάθος της για εκείνον που έκαιγε στα σωθικά της.

"Δεν ξέρεις πόσο χάρηκα όταν σε είδα μπροστά μου..." Ο Στέλιος παραμιλούσε από την χαρά του... Ο Στέλιος δεν παραμιλούσε ποτέ.

"Όχι, δεν ξέρω." Του χαμογέλασε πονηρά και ο Στέλιος της ανταπέδωσε με τον ίδιον τρόπο.

"Δεσποινίς Χατζημιχαήλ, τι θα λέγατε αν σας έδειχνα συνοπτικά τις εμπειρίες που θα βιώνατε, εάν γινόσασταν η σύζυγός μου;" Ο Στέλιος την παρέσυρε ως την τουαλέτα που υπήρχε δίπλα από το διπλό κρεβάτι και εγκλώβισε το κορμί της ανάμεσα σ' αυτήν και το σώμα του.

Η σύζυγός του; Η Λουΐζα συνειδητοποίησε έκπληκτη ότι θα χαιρόταν δεόντως να ανακάλυπτε μαζί του τι θα σήμαινε να είναι η σύζυγος του Στέλιου.

"Εξαρτάται από το τι σκοπεύετε να μου δείξετε." Η Λουΐζα απόρησε με την ίδια της την απάντηση. Φλέρταρε μαζί του σαν να ήταν η δεύτερη της φύση, σαν να είχε γεννηθεί για να φλερτάρει μαζί του.

Τότε ο Στέλιος απομάκρυνε όλα τα αντικείμενα που κάλυπταν την επιφάνεια της τουαλέτας και με μια κίνηση τα έριξε κάτω. Πολλά έπεσαν κάτω και έσπασαν, αλλά ο Στέλιος αδιαφόρησε. Αυτήν την είχε στην αγκαλιά του την αγαπημένη του και δεν θα την άφηνε να φύγει ο κόσμος να χαλάσει!

Σήκωσε, λοιπόν, την Λουΐζα και την εναπόθεσε στο έπιπλο προσεκτικά. Άνοιξε τα πόδια της και χώθηκε ανάμεσά τους.

"Στέλιο, τι κάνεις;" Αναφώνησε ταραγμένη, αλλά ο Στέλιος σφράγισε το στόμα της. Τα χείλη του λεηλάτησαν με πάθος τα δικά της και τα χέρια του ξεκούμπωσαν με γρήγορες κινήσεις τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου της. Λαχανιασμένος έριξε ένα καυτό βλέμμα στην Λουΐζα το οποίο βασανιστικά αργά κατηφόρισε από τα ροδοκόκκινα χείλη της στον λαιμό της κι εν τέλει στο εκτεθειμένο στέρνο της. Αργά, βασανιστικά αργά τράβηξε το λινό πουκάμισο έξω από την μακριά φούστα της, γύμνωσε τους ώμους της κι έλυσε το εσώρουχο της. Πέταξε το σουτιέν στην πολυθρόνα δίπλα από το κρεβάτι και διατηρώντας πάντα το βλέμμα του καρφωμένο σε αυτό της Λουΐζας, έσκυψε να φιλήσει τις δύο ορθωμένες κορφές που ζητούσαν απεγνωσμένα την προσοχή του.

"Κάτι που θα είναι εξίσου ευχάριστο και για τους δυο μας." Απάντησε μυστήρια φιλώντας και γλείφοντας τη μία θηλή της, ενώ με το χέρι του μάλαζε και ερέθιζε την άλλη.

"Ευ-χάριστο;" Επανέλαβε με κομμένη την ανάσα της, καθώς τα χείλη του Στέλιου λεηλατούσαν το στήθος της. Η Λουΐζα δε θα μπορούσε να είχε φανταστεί ότι μερικά χάδια και φιλιά στο στήθος θα προξενούσαν τέτοιου είδους αντίδραση στο σώμα της. Τα πόδια της έτρεμαν από ανυπομονησία για την επόμενη κίνηση του Στέλιου, ενώ τα χέρια της τον τραβούσαν πάνω της.

"Κάτι παραπάνω από ευχάριστο..." Ο Στέλιος την τράβηξε κοντύτερα του και επιτέλους τα ένιωσε το σώμα της ενάντια στο δικό του. "Πολύ πιο ευχάριστο..." Ο Στέλιος τράβηξε τη λέξη "πολύ" και τύλιξε τα πόδια της γύρω του πιέζοντας τον ανδρισμό του πάνω στην ευαίσθητη περιοχή της. Η Λουΐζα αμέσως ρίγησε και τότε, τα χείλη του αιχμαλώτισαν τα δικά της.

Ακολουθώντας το νοητό δρόμο που είχε διαβεί και προηγουμένως από τα χείλη ως τον λαιμό της, ο Στέλιος οδηγήθηκε σε έναν ακόμη ανεξερεύνητο μέρος. Φίλησε τα βουναλάκια που σχηματίζονταν στο πάνω μέρος του στήθους της και η Λουΐζα με έναν αναστεναγμό έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του.

Ο Στέλιος ικανοποιημένος σταμάτησε λίγο για να την κοιτάξει και μόλις οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, έσκυψε ξανά να την φιλήσει. Αυτό που ζούσαν μαζί αυτήν την στιγμή ξεπερνούσε κάθε φαντασία και κάθε όνειρο που είχε ποτέ κάνει. Ο Στέλιος δεν θα μπορούσε ποτέ ούτε στο ελάχιστο να μαντέψει τι θα αισθανόταν όταν θα την κρατούσε στην αγκαλιά του κατά αυτόν τον τρόπο.

Την αμέσως επόμενη στιγμή έστρεψε την προσοχή του ξανά στο στήθος της Λουΐζας. Αυτήν τη φορά ήθελε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Έγλειψε τη θηλή της κι έπειτα, με βλέμμα πονηρό και προκλητικό, φύσηξε τη νωπή θηλή. Το κορμί της Λουΐζας κύρτωσε σαν τόξο επιτρέποντας στον Στέλιο να έχει ακόμα καλύτερη πρόσβαση στο στήθος της. Ακολούθησε το ίδιο τελετουργικό και για την άλλη θηλή.

"Στέλιο, τι... τι κάνεις; Γιατί..." Ψέλλισε η κοπέλα ξέπνοη.

Όμως, ο Στέλιος αντί να της απαντήσει, τη ρώτησε: "Με εμπιστεύεσαι;" Όταν εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, εκείνος ήξερε πως η Λουΐζα θα του παραχωρούσε ό,τι της ζητούσε με τον τρόπο που θα έκανε και ο ίδιος για εκείνη. Έτσι, ο Στέλιος τύλιξε τα χέρια της γύρω από τους ώμους του και είπε: "Τότε, αφέσου."

Και η Λουΐζα αφέθηκε. Αφέθηκε στον Στέλιο. Αφέθηκε στα χέρια του και το κορμί του που την οδήγησαν ως την κλίνη της. Εκεί ο Στέλιος την εναπόθεσε προσεκτικά θαρρείς και ήταν πολύτιμη πορσελάνη. Έβγαλε το στρατιωτικό χακί πουκάμισό του και ξάπλωσε στο πλευρό της.

Ούτε τα ρούχα του πρόλαβε να αλλάξει. Ούτε τα πολιτικά του ρούχα δεν πρόλαβε να φορέσει. Τέτοια ήταν η έξαψη και ο ενθουσιασμός του μόλις κατάλαβε τη μηχανοραφία της.

Πριν να ανακαλύψει ότι η Λουΐζα βρισκόταν στην Σμύρνη, είχε ζητήσει ειδική άδεια μίας ημέρας προκειμένου να διευθετήσει ορισμένα ζητήματα, να επικοινωνήσει με την οικογένειά του και φυσικά με την Λουΐζα. Όμως, εκείνη τον είχε προλάβει και ταυτοχρόνως του είχε κάνει την μεγαλύτερη έκπληξη: να βρεθεί στην Σμύρνη.

Αργά τα χέρια του ταξίδεψαν στο σώμα της ξεκινώντας από τις ερεθισμένες θηλές της ως χαμηλά στην κοιλιά της. Η Λουΐζα σφίχτηκε και ο Στέλιος το αντιλήφθηκε. 

Την πίεζε; Μήπως πήγαινε γρήγορα για εκείνη; Έσκυψε να την φιλήσει. Ό,τι κι αν ίσχυε από τα παραπάνω, θα φρόντιζε η Λουΐζα να το απολαύσει περισσότερο από τον ίδιον. Η γλώσσα του εισέβαλε στο στόμα της χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία και χόρεψε με αυτήν της Λουΐζας παθιασμένα.

Ο Στέλιος προσπαθούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του. Ήταν ένα ιδιαίτερα δύσκολο έργο. Τα χέρια του έκαιγαν από τον πόθο που έτρεφε για αυτήν την αξιοθαύμαστη και έξυπνη γυναίκα και που τόσο πολύ αγαπούσε. Μα ο καβάλος του είχε αρχίσει να τον ενοχλεί υπερβολικά πολύ και επίσης να δυσχεραίνει το έργο του.

Αργά ξεκούμπωσε την φούστα της Λουΐζας και την χάιδεψε πάνω από το εσώρουχό της. Η Λουΐζα τον κοίταξε έκπληκτη από το απρόσμενο άγγιγμά του στην ευαίσθητη περιοχή της, μα όταν τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της άφησε τον εαυτό της να χαλαρώσει.

Κατανοώντας την προσπάθεια της να αφεθεί, ο Στέλιος έσκυψε να την φιλήσει. Προσεκτικά για να μην την τρομάξει, έχωσε το χέρι μέσα από το εσώρουχό της αγγίζοντάς την εκεί. Εκεί όπου η κοπέλα έκαιγε περισσότερο. Εκεί όπου ο πόθος της Λουΐζας έκαιγε τα σωθικά της.

"Δεν ξέρεις πόσο όμορφη είσαι, αγάπη μου." Ψιθύρισε ο Στέλιος στο αυτί της κι έπειτα σηκώθηκε όρθιος για να της αφαιρέσει την φούστα. "Θα είσαι ακόμη πιο όμορφη αν φύγει αυτό το έκτρωμα από πάνω σου." Δήλωσε αποφασιστικά λύνοντας τα κορδόνια των μποτών της και αφαιρώντας τις.

Η Λουΐζα θέλησε να πει κάτι έξυπνο ή ίσως πονηρό - κάτι που εν πάση περιπτώσει θα τον προκαλούσε. Η αλήθεια, όμως, είναι πως τα χείλη της ήταν στεγνά και τίποτα δε μπορούσε να αρθρωθεί από αυτά. Έτσι, παρέμεινε σιωπηλή καθώς παρακολούθησε τον Στέλιο να της αφαιρεί ό,τι απέμενε πάνω της και την προστάτευε από τα λαίμαργα μάτια και χέρια του.

Όταν ο Στέλιος επέστρεψε δίπλα της, η Λουΐζα αναδεύτηκε. Ίσως βιάζονταν... Ίσως όλα αυτά έπρεπε να συμβούν αφότου παντρεύονταν, αφότου γίνονταν κι επισήμως σύζυγοι.

"Στέλιο, ίσως θα έπρεπε να περιμένουμε..." Είπε και ο Στέλιος την κοίταξε με τον πιο γλυκό τρόπο.

"Δεν θα ξεπεράσω τα όρια. Έχε μου εμπιστοσύνη." Είπε και με αυτό σφράγισε το στόμα της με τα χείλη του.

Τα λόγια του την καθησύχασαν, αλλά οι κινήσεις του ήταν αυτές που την έκαναν να ξεχάσουν κάθε ενδοιασμό. Το χέρι του, λοιπόν, γλίστρησε από το στήθος της στην ευαίσθητη περιοχή της, όπου και άσκησε ελαφρώς πίεση. Η ανάσα της Λουΐζας σκάλωσε στον λαιμό της και η κοπέλα έσφιξε τα σεντόνια και τα σκεπάσματα.

"Σου υποσχέθηκα ότι θα ήταν άκρως απολαυστικό." Ψιθύρισε λάγνα στο αυτί της αφήνοντας μερικά φιλιά εκεί. "Όταν δίνω τον λόγο μου, φροντίζω πάντοτε να τον κρατώ." Είπε και πίεσε λίγο περισσότερο την ευαίσθητη περιοχή της. "Θα έπρεπε εσύ απ' όλους να το γνωρίζεις καλύτερα, Λουΐζα."

"Στέλιο, σε παρακαλώ." Ψέλλισε ξέπνοα η κοπέλα και ο Στέλιος έσκυψε πάνω από τα χείλη της.

"Τι θέλεις, αγάπη μου; Πες μου τι θέλεις."

Η καρδιά της Λουΐζας πήγε να σπάσει. Πώς μπορούσε να την προκαλεί κατ' αυτόν τον τρόπο; Γιατί έπρεπε να είναι τόσο ξεδιάντροπος;

Τότε, ο Στέλιος πίεσε το χέρι του στο "σωστό" σημείο προκαλώντας τους αναστεναγμούς της Λουΐζας.

"Δεν κατάλαβα;" Την πείραξε.

"Εκεί. Ακριβώς εκεί!"

"Τι έχει εδώ;" Ρώτησε με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. Ο πονηρός! Το απολάμβανε το πώς την έπαιζε στα δάχτυλά του!

"Θέλω το χέρι σου ακριβώς εκεί!" Φώναξε αγανακτισμένη προκαλώντας το γέλιο του Στέλιου, ο οποίος έσκυψε να τη φιλήσει.

"Η επιθυμία σας διαταγή, ωραία μου δεσποινίς."

Ο Στέλιος άσκησε πίεση με το χέρι εκεί όπου είχε υποδείξει η Λουΐζα, ενώ με τα χείλη του λεηλατούσε το στήθος της. Η αναπνοή της Λουΐζας είχε γίνει τραχιά, οι κινήσεις της λεκάνης της απεγνωσμένες και οι αναστεναγμοί της σχεδόν ακαταμάχητοι. Ο Στέλιος συνέχισε να ευχαριστεί την κοπέλα, ώσπου η πλάτη της κύρτωσε όπως και προηγουμένως σαν τόξο, και η Λουΐζα κατέρρευσε στα νωπά από τον ιδρώτα της σεντόνια. Ενόσω ακόμα το κορμί της έτρεμε, ο Στέλιος έσκυψε να την φιλήσει. Μόλις ηρέμησε, έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε δίπλα της σκεπάζοντάς τους με τα καλύμματα.

"Δεν ξέρω τι μόλις συνέβη, αλλά δεν θα μου τη γλιτώσεις, Ιωαννίδη." Δήλωσε κουρασμένη προκαλώντας για μία ακόμη φορά το γέλιο του Στέλιου.

"Ανυπομονώ να μάθω ποια θα είναι η τιμωρία μου." Ο Στέλιος την τράβηξε στο στήθος του και την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο. Η Λουΐζα αισθανόταν τα βλέφαρά της βαριά και με δυσκολία τα κρατούσε ανοικτά. "Κλείσε τα μάτια σου." Την παρότρυνε ο Στέλιος. "Θα σε ξυπνήσω σε λιγάκι." Της υποσχέθηκε και η Λουΐζα ξέγνοιαστη και ήρεμη από πάσας ανησυχίας έκλεισε τα μάτια της κι αποκοιμήθηκε, όπως της πρότεινε ο Στέλιος.

Πόσο χαιρόταν που είχε έλθει στην Σμύρνη! Ήταν η πιο σωστή επιλογή που είχε κάνει μέχρι στιγμής στην ζωή της και δεν θα την μετάνιωνε ποτέ!

Ευτυχισμένη στην αγκαλιά του Στέλιου, έκλεισε τα μάτια της και ταξίδεψε στην χώρα των ονείρων.

~18/07/2022~ 51

***Α/Ν

Καλησπέρα! Τι μου κάνετε;

Δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να δημοσιεύσω αυτό το κεφάλαιο γενικά κι αν τελικά το δημοσιεύσω, δεν ήμουν σίγουρη αν θα ήταν καλύτερα να το προσθέσω εδώ ή μεταγενέστερα για να έχει εξελιχθεί λιγάκι η πλοκή...

Πείτε μου την γνώμη σας!

Αυτά από εμένα για σήμερα!

Πολλά φιλιά😍💖❤💜🥰
Στέλλα***

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top