Κεφάλαιο 3⁰
Η πόρτα του κελιού έτριξε και άνοιξε διάπλατα. Ο Στέλιος που είχε κατορθώσει πριν λίγη ώρα να ξεκουράσει τα βλέφαρά του, ξύπνησε από τα διαπεραστικά παράπονα της σιδερένιας πόρτας. Στηρίχθηκε στον πέτρινο τοίχο και προσπάθησε σχεδόν υποφέροντας να σηκωθεί όρθιος, αλλά σχεδόν αμέσως τα παράτησε. Όλο του το σώμα πονούσε από την κακή στάση ύπνου και την τρομερή υγρασία του κελιού. Δεν ήταν η πρώτη φορά που διανυκτέρευε σε κελί, αλλά σίγουρα ήταν η χειρότερη!
Ένας στρατιώτης στάθηκε μπροστά στον Πέτρο και τον βοήθησε να σηκωθεί.
"Μάρκο;" Ο καημένος ο Πέτρος σάστισε, αλλά χάρηκε που αντίκρισε τον παιδικό φίλο του. "Τι κάνεις εδώ;"
"Ήρθα να σας αναγγείλω τα ευχάριστα. Είστε ελεύθεροι." Ανακοίνωσε ο Μάρκος και στράφηκε προς τον Στέλιο. Άπλωσε το χέρι του προς την μεριά του, προσφέροντας σιωπηλά την βοήθειά του στον ενοχλητικό συμφοιτητή του.
"Τι εννοείς ελεύθεροι; Νόμιζα ότι θα παραμέναμε σε αυτό το κελί για τουλάχιστον δυο μήνες." Συνέχισε μπερδεμένος ο Πέτρος.
"Λοιπόν, όσο εσείς ήσασταν κλεισμένοι εδώ μέσα, η τύχη σας δούλευε." Απάντησε ο Μάρκος και κοίταξε τον Στέλιο έντονα σαν να τον ρωτούσε σιωπηλά αν θα δεχόταν την βοήθειά του ή όχι. Ο Στέλιος έδιωξε το χέρι του Μάρκου μακριά και με αργές κινήσεις σηκώθηκε όρθιος. Έτριξε τα δόντια του και σφίχτηκε ολόκληρος στην προσπάθειά του να φέρει το κορμί του σε μία ευθεία. "Βρέθηκε μάρτυρας που επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς σας εναντίον του Αλιφιεράκη." Ο Μάρκος μάζεψε αδιάφορα το χέρι του και στράφηκε στον Πέτρο.
"Ποιος μας έκανε την τιμή να γίνει ο σωτήρας μας;" Ρώτησε ο Στέλιος με τόνο καυστικό να στολίζει την φωνή του.
"Αλέξης Μυλωνάς ονομάζεται ο σωτήρας σας."
"Και πώς και μίλησε υπέρ μας;" Αναρωτήθηκε ο Πέτρος.
"Φαίνεται ότι δεν ανέχεται τα καψώνια του Αλιφιεράκη."
"Ή έχει χοντρό μέσο ώστε να του εναντιωθεί." Ειρωνεύτηκε ο Στέλιος.
"Όπως κι εσύ, Ιωαννίδη." Απάντησε γρήγορα ο Μάρκος.
"Εγώ δεν του εναντιώνομαι επειδή έχω μέσο, αλλά επειδή είναι τσογλάνι."
"Είναι νεοσύλλεκτος. Δεν έχει μάθει ακόμα ότι ο Αλιφιεράκης κάνει κουμάντο." Συνέχισε ο Μάρκος καθώς οδηγούσε τους φίλους έξω από τις φυλακές.
"Αυτό πιθανότατα θα του κοστίσει την ψυχική του ηρεμία." Σχολίασε καυστικά ο Πέτρος.
"Τουλάχιστον δεν είναι αλήτης σαν τον Αλιφιεράκη." Ο Μάρκος χτύπησε τον Πέτρο στην πλάτη φιλικά.
"Αυτό θα πρέπει να μας το αποδείξει, Παπαναστασίου. Μη βιάζεσαι να καταλήγεις σε κάποιο συμπέρασμα δίχως αποδείξεις. Την τελευταία φορά που συνέβη αυτό, η Λουΐζα απήχθη και φυλακίστηκε από έναν ψυχασθενή." Ο Στέλιος αποχώρησε δίχως να πει ούτε λέξη παραπάνω, αναβάλλοντας προς το παρόν την συνάντησή του με τον περιβόητο Αλέξη Μυλωνά.
Ο Μάρκος πάγωσε επί τόπου. Όσο κι αν πονούσαν οι λέξεις του Ιωαννίδη, ήξερε ότι είχε δίκιο. Η Λουΐζα είχε απαχθεί από έναν άνδρα που φαινομενικά υπηρετούσε το κράτος, αλλά πίσω από την αυλαία ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και δολιοπλόκους προδότες. Είχε τραυματίσει το σώμα και είχε στιγματίσει την ψυχή της Λουΐζας. Δεν υπήρχε τρόπος να ελαφρύνει το έγκλημα του, ούτε απέναντι στο έθνος, αλλά ούτε και απέναντι στην Λουΐζα.
Ο Μάρκος δεν συγχωρούσε ποτέ τον Πλιάκο, ούτε τον εαυτό του. Δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του, γιατί, ενώ ήξερε το μυστικό της Λουΐζας και πόσο επικίνδυνο ήταν για εκείνη να βρίσκεται στην Ακαδημία, στάθηκε ανίκανος να την προστατεύσει. Η Λουΐζα βρέθηκε σε κίνδυνο κι εκείνος δεν την προστάτεψε.
"Μην το παίρνεις κατάκαρδα." Ο Πέτρος χτύπησε τον Μάρκο φιλικά στην πλάτη. "Δεν είναι εύκολο να κατηγορείσαι για κάτι που δεν διέπραξες."
"Δεν ανησυχώ για τον Ιωαννίδη. Είναι σκληρότράχηλος. Αυτό που με απασχολεί είναι ότι ενδεχομένως να έχει δίκιο."
Ο Πέτρος τον κοίταξε σαν να είχε τρελαθεί.
"Παλάβωσες; Τι μου αραδιάζεις;"
"Ίσως ο Μυλωνάς να είχε κάποιον απώτερο σκοπό και να σας βοήθησε προκειμένου να τον επιτεύξει." Ο Μάρκος άρχισε να σκέφτεται πιθανούς λόγους, οι οποίοι ώθησαν τον Μυλωνά να βοηθήσει τον φίλο του και τον Ιωαννίδη. Ίσως να περίμενε κάτι ως αντάλλαγμα. Ή ίσως να χρησιμοποιούσε κάποια στιγμή την "εξ ουρανού επέμβαση" του για τους εκμεταλλευτεί.
"Εγώ έχω αρχίσει να κάνω παρέα με τον Ιωαννίδη, αλλά εσύ επηρεάζεσαι και συμπεριφέρεσαι σαν αυτόν;" Ο τόνος του Πέτρου ήταν δύσπιστος. "Μάρκο, με τρομάζεις. Μήπως θέλεις να μου πεις κάτι; Μήπως πρέπει να ανησυχώ; Είσαι μήπως άρρωστος; Έχεις πυρετό; Να φωνάξω έναν γιατρό;" Ψιλάφησε το μέτωπο του Μάρκου να νιώσει την θερμοκρασία του κι ο Μάρκος το απομάκρυνε σχολαστικά.
"Άσε τις ανοησίες, Χατζηχρήστου." Απάντησε αυστηρά και κοφτά.
"Εγώ; Ανοησίες; Πότε." Γέλασε. "Με ανησυχεί, όμως, η συμπεριφορά σου."
"Μετά από όσα συνέβησαν στην Λουΐζα, δεν μπορώ να επιτρέψω να συμβεί κάτι παρόμοιο σε οποιονδήποτε άνθρωπο. Δεν γίνεται να την πατήσουμε με τον ίδιον τρόπο."
"Μάρκο, για ό,τι συνέβη στην Λουΐζα πριν λίγο καιρό δεν ευθύνεσαι εσύ. Το ξέρεις. Δεν ευθύνεται κανείς μας για την ακρίβεια. Αυτό το ξεπουλημένο και αρρωστημένο τομάρι την είχε βάλει στο μάτι καιρό πριν. Θα την έμπλεκε στο διεστραμμένο σχέδιό του ούτως ή άλλως." Ο Πέτρος κούνησε τα χέρια του στον αέρα.
"Μπορούσα, όμως, να το είχα αποτρέψει. Ήμουν ικανός να την προστατεύσω και απέτυχα, Πέτρο. Την ώθησα στα χέρια του αρπακτικού, γιατί η κρίση μου είχε θολώσει. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να κάνει το ίδιο λάθος εις διπλούν." Δήλωσε κάθετα, καθώς πολεμούσε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. "Τέλος πάντων, ο Μυλωνάς μας περιμένει. Πάμε να τον γνωρίσεις."
Ο Μάρκος προχώρησε, αλλά ο Πέτρος έμεινε μερικά βήματα πίσω.
"Α ρε φιλαράκι, τελικά είσαι ακόμη καψούρης μαζί της." Κούνησε το κεφάλι του και τον ακολούθησε με βήμα αργό, σχεδόν νωχελικό.
~...~
Ο Στέλιος έφτασε πρώτος στον κοιτώνα και εκεί βρήκε τον Αρτέμη και τον Γιάννη να συντροφεύουν έναν άνδρα με στολή απλού στρατιώτη, οπλίτη. Ο στρατιώτης καθόταν, αλλά η στάση του σώματός του δεν έκρυβε την αλήθεια. Ήταν στιβαρό και γυμνασμένο. Ένα σώμα που δεν ανήκε σε έναν οποιονδήποτε οπλίτη. Τα μαλλιά του ήταν τόσο σκούρα καστανά που από μακριά κάποιος τα μπέρδευε με μαύρα.
Ο άνδρας χαμογέλασε ευγενικά και στο αριστερό του μάγουλο εμφανίστηκε ένα λακάκι, αλλά στο δεξί όχι.
"Φαίνεται να διασκεδάζετε με την καινούρια σας παρέα, Πετρόπουλε, Ράλλη." Σχολίασε καυστικά και τους πλησίασε αργά.
"Στέλιο," ο Γιάννης σηκώθηκε όρθιος έτοιμος να διαμεσολαβήσει ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες συστάσεις, "να σας συστήσω! Από εδώ πέρα ο -"
"Ο κύριος Μυλωνάς." Τον διέκοψε ο Στέλιος. "Έμαθα ότι χάριν σε εσάς βρίσκομαι μακριά από το μοναχικό κελί μου."
"Ε! Δεν ήσουν μόνος!" Διαμαρτυρήθηκε ο Πέτρος ο οποίος μόλις εισήλθε στον κοιτώνα. "Μην τον ακούς! Συνηθίζει να παραπλανεί τον κόσμο προς όφελός του." Είπε ο Πέτρος και άπλωσε το χέρι του προς τον Αλέξη Μυλωνά. "Πέτρος Χατζηχρήστου."
"Αλέξιος Μυλωνάς. Χάρηκα."
"Η χαρά είναι όλη δική μας, Αλέξιε. Σωστά, Στέλιο;" Ο Πέτρος αγκάλιασε τον Στέλιο, αλλά ο τελευταίος κακόκεφος καθώς ήταν έσπρωξε το χέρι του μακριά και είπε:
"Ναι, πως... πως."
"Αλέξης. Να με φωνάζετε Αλέξη. Οι φίλοι έτσι με φωνάζουν." Ο Αλέξης αγνόησε τον κακόκεφο Στέλιο.
"Ώστε γίναμε και φίλοι τώρα." Μουρμούρισε ο Στέλιος. Δεν είχε καμία απολύτως όρεξη να λάβει μέρος σε ό,τι συνέβαινε. Θα εκτελούσε απλά τις υποχρεώσεις του, χωρίς να ενοχλεί κανέναν και χωρίς να τον ενοχλούν. Αυτό ήθελε μονάχα.
"Δεν άκουσα;" Ο Αλέξης τον κοίταξε όλο απορία.
"Λέει πως κι εκείνος χάρηκε για την γνωριμία!" Πετάχτηκε ο Γιάννης.
"Αν δεν σας πειράζει τώρα, πρέπει να επιστρέψω στο πόστο μου." Ανακοίνωσε ο Στέλιος, άρπαξε το όπλο και το καπέλο του και αποχώρησε από το δωμάτιο.
Ο Μάρκος παρακολούθησε τον Στέλιο να αποχωρεί από τον χώρο με βλέμμα σκοτεινό και γεμάτο λύπη. Ο Στέλιος δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος για να ευχαριστήσεις ή για να καταλάβεις, μα... κατά έναν περίεργο τρόπο, ο Μάρκος ήξερε ότι κάτι τον απασχολούσε.
~...~
Εκείνο το απόγευμα η Λουΐζα αποφάσισε να ακολουθήσει τον δρόμο έξω από τον ξενοδοχείο για να εξερευνήσει όσα μέρη της Σμύρνης, στα οποία προηγουμένως δεν είχε βρεθεί. Ακολούθησε, λοιπόν, τον κατηφορικό δρόμο, προσπερνώντας σοκάκια με κατοικίες όχι μόνο πλουσίων, αλλά επίσης καταστήματα, καφενεία και εστιατόρια.
Η πόλη της Σμύρνης δεν θύμιζε ούτε την Αθήνα, μα ούτε το Ναύπλιο. Είχε τον δικό της αέρα, την δική της πνοή και την δική της ζωή. Σε κάθε γωνιά συναντούσε κάθε λογής έμπορο: καπνικών ειδών, υφασμάτων, τροφίμων, ποτών, συλλεκτικών αντικειμένων.
Η νέα πλευρά ή μάλλον η αχαρτογράφητη για την Λουΐζα πλευρά της Σμύρνης ήταν πανέμορφη και την άφησε έκθαμβη και ενθουισαμένη να ανακαλύψει και να εξερευνήσει και τις υπόλοιπες μεριές της.
Αφότου περπάτησε αρκετή ώρα στα στενά και τις μεγάλες οδούς της πόλης, η Λουΐζα έφτασε στην παραλία. Αν ο κόσμος στα στενά της Σμύρνης της φάνηκε πολύς, τότε εκεί στην προκυμαία έσφυζε από ζωή. Σήμερα είχαν προσαράξει περισσότερα πλοία στο λιμάνι σε σχέση με την ημέρα όποτε είχαν φτάσει. Φωνές, κόρνες αυτοκινήτων καθώς και πλοίων γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Κάποιοι άνθρωποι διέσχιζαν τον δρόμο βιαστικά για να προλάβουν το πλοίο. Κάποιοι άλλοι απολάμβαναν τον περίπατο τους. Όλοι τους, όμως, θα συμφωνούσαν ότι η σημερινή μέρα ήταν μία ηλιόλουστη και η πιο ζέστη δεδομένης της εποχής.
Η Λουΐζα με ένα χαμόγελο στα χείλη κατευθύνθηκε προς τα νότια. Είχε αποφασίσει ότι πρώτα θα περπατήσει προς τα νότια κι έπειτα, θα συνέχιζε προς τα βόρεια. Καθ' οδόν, λοιπόν, ένα μικρό μαγαζάκι κέντρισε την προσοχή της. Στάθηκε μπροστά στην μικρή του βιτρίνα και χάζεψε τα προϊόντα. Τότε, αντίκρισε ένα γλύκισμα που της θύμισε την ζωή της πίσω στην Αθήνα.
Αποφάσισε, λοιπόν, να μπει στο κατάστημα.
"Καλησπέρα." Χαιρέτησε με την ελπίδα πως ο καταστηματάρχης θα εμφανιζόταν.
"Καλησπέρα, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;" Ένας άνδρας μετρίου αναστήματος εμφανίστηκε πίσω από τον πάγκο. Τα καστανά μαλλιά του στους κροτάφους του είχαν αρχίσει να ασπρίζουν, υποδεικνύοντας ότι τα χρόνια είχαν την επιρροή τους πάνω του. Παρ' όλα αυτά, τα καστανά του μάτια την καλωσόρισαν θερμά στο κατάστημά του.
"Καλησπέρα, περνούσα και αναρωτήθηκα αν έχετε από εκείνα τα γλυκίσματα που κυκλοφορούν- τις τσοκολάτες."
"Βεβαίως. Από εδώ παρακαλώ." Ο ευγενικός καταστηματάρχης της έδειξε τις διαθέσιμες σοκολάτες και η Λουΐζα χαμογέλασε.
"Αυτήν θα ήθελα παρακαλώ." Του έδειξε μία και ο καταστηματάρχης της την έδωσε.
"Αμέσως. Ορίστε. Θα θέλατε κάτι άλλο;" την ρώτησε και η Λουΐζα έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω.
"Διαθέτετε μεγάλη ποικιλία προϊόντων." Διαπίστωσε καθώς το βλέμμα της μεταπήδησε από το ένα ράφι στο άλλο.
"Όσα περισσότερα διαθέτει κανείς προς πώληση, τόσο το καλύτερο." Απάντησε εκείνος εύθυμος.
"Διαθέτετε και ποικιλία κρασιών. Πίσω στην Αθήνα το παντοπωλείο της γειτονιάς μας δεν έχει τόσο μεγάλη ποικιλία. Για την ακρίβεια δεν έχει ούτε τα μισά προϊόντα από αυτά που έχετε εδώ εσείς." Οι σκέψεις της μεταφράστηκαν γρήγορα σε λέξεις και οι λέξεις ακόμα γρηγορότερα διατυπώθηκαν σε προτάσεις πριν καν η Λουΐζα αντιληφθεί ότι είχε μονοπωλήσει την συζήτηση. "Ω, με συγχωρείτε. Συνήθως δεν είμαι τόσο ομιλητική."
"Σας παρακαλώ. Είναι χαρά και τιμή μου να αλληλεπιδρώ με τους πελάτες μου κατ' αυτόν τον τρόπο. Πόσο μάλλον με έναν άνθρωπο με την ίδια καταγωγή με εμένα. Μου δίνει ζωή." Την διαβεβαίωσε και η Λουΐζα χαμογέλασε ανακουφισμένη. "Αν δεν γίνομαι αδιάκριτος από πού κρατάει η σκούφια σου;"
"Καθόλου, μην το συζητάτε. Έχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει στην Αθήνα, αλλά τα τελευταία χρόνια μένω στο Ναύπλιο."
"Μεγάλο ταξίδι έκανες. Δεν έχεις οικογένεια;"
"Α, όχι. Δεν είμαι παντρεμένη. Όχι ακόμα δηλαδή." Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα, καθώς με τα χέρια της προσπαθούσε απεγνωσμένα να το αρνηθεί.
"Απ' ότι καταλαβαίνω, όμως, οδεύεις με τον αγαπημένο σου προς τα εκείθε." Γέλασε ο ευγενέστατος καταστηματάρχης. "Μπράβο, μπράβο, κοπέλα μου, σου εύχομαι όλα τα καλά του κόσμου και όταν με το καλό τον παντρευτείς, εύχομαι να φτιάξετε μια μεγάλη, υγιή και αγαπημένη οικογένεια."
"Είστε πολύ καλός. Σας ευχαριστώ πολύ." Η Λουΐζα χαμογέλασε πραγματικά χαρούμενη για τις καλοπροαίρετες ευχές που δέχτηκε.
"Να είστε εσείς καλά και να έχετε πάντοτε αγάπη μέσα στην καρδιά σας. Όλα με την αγάπη είναι εφικτά." Ο καταστηματάρχης εναπόθεσε την τσοκολάτα στον πάγκο, έτοιμος να την τυλίξει για πακέτο.
"Είμαστε αγαπημένοι, αλλά δεν ξέρω μέχρι πότε." Μονολόγησε η Λουΐζα.
"Γιατί λες τέτοια λόγια; Εσύ με το που αναφέρθηκε ο αγαπημένος σου έλαμψες! Γιατί τώρα μελαγχολείς;" Έσκυψε μπροστά και την κοίταξε συνωμοτικά. "Μήπως του έκανες καμιά ζουζουνιά;"
"Δεν σας ξεφεύγει τίποτα." Γέλασε έκπληκτη η Λουΐζα.
"Η εμπειρία ευθύνεται." Κούνησε το κεφάλι του και επικεντρώθηκε στην τσοκολάτα. "Όταν έχεις να κάνεις με τόσο κόσμο καθημερινά, αρχίζεις να κατηγοριοποιείς συμπεριφορές."
"Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζει πως βρίσκομαι στην Σμύρνη. Ήρθα να του κάνω έκπληξη."
Και τι έκπληξη. Η Λουΐζα αναρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσε ο Στέλιος μόλις ανακάλυπτε τι είχε σκαρώσει πίσω από την πλάτη του.
"Απαπα... Θα του 'ρθει κεραμίδι στο κεφάλι η άφιξή σου... αν έχει κάτι να κρύψει. Αν όχι, τότε θα χαρεί κι εκείνος που θα σε δει. Σφάλλω;" Την κοίταξε περιμένοντας την επιβεβαίωση.
Η Λουΐζα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και χαμογέλασε. Απλά ήλπιζε να μην είχε αλλάξει κάτι μέσα του, όσο ο Στέλιος βρισκόταν μακριά της.
"Σε απασχολώ με την φλυαρία μου." Ο καταστηματάρχης αντιλήφθηκε την αλλαγή στην διάθεσή της.
"Καθόλου, κύριε..." Η συζήτηση με αυτόν τον άνδρα, αν και σύντομη, ήταν... διασκεδαστική.
"Χαρίλαος." Ο άνδρας άπλωσε το χέρι του και η Λουΐζα το έσφιξε σε μια λαβή.
"Χάρηκα, κύριε Χαρίλαε. Εγώ είμαι η Λουΐζα."
"Ιδιαίτερο όνομα έχεις, κόρη μου. Είσαι καθολική;"
"Η μητέρα μου και κάποιοι συγγενείς της. Μιας που ειμαι εδώ, μπορείτε να μου βάλετε και μισή οκά από αυτά;" Η Λουΐζα του έδειξε μερικά ακόμα γλυκίσματα.
"Έχετε καθολικούς στην Ελλάδα;"
"Φυσικά. Υπάρχουν αρκετοί, οι οποίοι είναι δακτυλοδεικτούμενοι για την ακρίβεια, αλλά ας μην πιάσουμε το θρησκευτικό θέμα."
"Έχεις δίκιο. Να αφήσουμε και κάτι για την επόμενη φορά." Ο κύριος Χαρίλαος της έκλεισε το μάτι πειραχτικά και η Λουΐζα γέλασε. Ο καταστηματάρχης ήταν ένας έξυπνος, αστείος και εργατικός άνδρας. Η Λουΐζα θα ήθελε πολύ να επισκεφτεί ξανά το μικρό κατάστημα του.
Πήρε τα προϊόντα της, ευχαρίστησε τον άνδρα και αποχώρησε. Μόλις θα έφτανε στο ξενοδοχείο, θα αφηγείτο στην Έλλη για τον περίπατο της στα στενά της πόλης και την γνωριμία της με τον εύθυμο κύριο Χαρίλαο.
Α/Ν
Καλησπέρα! Τι μου κάνετε;
Πώς σας φάνηκε το καινούριο κεφάλαιο; Είναι λίγο βαρετούλι, αλλά είναι σημαντικό για την εξέλιξη των ηρώων μας!
Αυτά από εμένα!
Πολλά φιλιά, χρόνια πολλά, Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση να έχουμε!
Στέλλα ❤❤❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top