Κεφάλαιο 2⁰


"Τι συμβαίνει εδώ;" Η βραχνή φωνή του Διοικητή ακούστηκε σαν βροντή και κάλυψε κάθε άλλον ήχο στο στρατόπεδο.

Ο Στέλιος άφησε τον γιακά του Αλιφιεράκη στολίζοντας τον σιωπηλά από μέσα του με τους πιο δημιουργικούς χαρακτηρισμούς. Εκείνος ικανοποιημένος ίσιωσε την στολή του και στάθηκε σε θέση προσοχής. Καθυστερημένα ακολούθησε τόσο ο Πέτρος όσο και ο Στέλιος το παράδειγμά του.

"Επιτρέψτε μου να σας αναφέρω τι συνέβη, κύριε." Πήρε τον λόγο ο Αλιφιεράκης και ο Διοικητής τον παρότρυνε να συνεχίσει με ένα κοφτό βλέμμα. "Έπιασα τον Ιωαννίδη και τον Χατζηχρήστου να την κοπανάνε από το πόστο που τους είχε ανατεθεί."

"Κύριε Διοικητά, σας διαβεβαιώνω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει." Πήρε αμέσως τον λόγο ο Πέτρος.

Τότε ο Διοικητής στράφηκε προς το μέρος του και τον κεραυνοβόλησε με το πιο επικριτικό και αυστηρό βλέμμα του.

"Θα μιλάς μόνο όταν σου δίνεται η άδεια, Πετρόπουλε. Ο Ταγματάρχης Γρίβας δεν σε πειθάρχησε ορθά." Γάβγισε και ο Πέτρος υποχώρησε.

Το φίδι ο Αλιφιεράκης ευθυνόταν για αυτήν την κατάσταση στην οποία είχαν μπλέξει για μια ακόμη φορά. Όταν θα του δινόταν η ευκαιρία, ο Στέλιος θα του δίδασκε ένα μάθημα που θα του έμενε για πάντα αξέχαστο!

"Κύριε, μπορώ να έχω τον λόγο;" Ο Στέλιος προσπάθησε να πάει με τα νερά του Διοικητή, αλλά ο τελευταίος δεν φαινόταν διατεθειμένος να ακούσει.

"Ότι κι αν πεις, Ιωαννίδη, απλά θα επιβαρύνει την θέση σου. Είσαι πρόθυμος να το ριψοκινδυνεύσεις;" Σταύρωσε τα χέρια πίσω από την πλάτη του και σήκωσε το πιγούνι ψηλά. Ο Στέλιος υποχώρησε όχι γιατί είχε χάσει την μάχη, αλλά διότι γνώριζε ότι αν συνέχιζε, θα προξενούσε την οργή του Διοικητή. Κάτι τέτοιο έπρεπε να το αποφύγει πάση θυσία.

"Κύριε Διοικητά," πήρε τον λόγο ο Παπαναστασίου για πρώτη φορά, "μπορώ να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;"

"Θα πάμε στο γραφείο μου, Παπαναστασίου. Όσο για εσάς τους δύο, θα αυξηθούν οι βάρδιες σας και όσο δεν θα έχετε κάποιο καθήκον να εκτελέσετε, θα παραμένετε στην φυλακή για να αναλογιστείτε το λάθος σας." Δήλωσε, τους έστρεψε την πλάτη και πρόσθεσε: "Ξέρεις τον δρόμο, Ιωαννίδη. Δεν πιστεύω να χρειάζεσαι συνοδεία;" Ύστερα, έφυγε ακολουθούμενος από τον Παπαναστασίου, ο οποίος στράφηκε στους δύο φίλους και τους κοίταξε σαν τους ζητούσε συγγνώμη που τα χέρια του ήταν πρακτικά δεμένα.

Ο Στέλιος δεν περίμενε τίποτε περισσότερο από μέρους του. Αλλά ακόμη κι αν περίμενε, δεν θα ζητούσε ποτέ από τον Παπαναστασίου ούτε μια χείρα βοηθείας. Δεν θα του υποχρεωνόταν ακόμη κι αν τον απειλούσαν με την κάνη στον κρόταφο.

~...~

Ο Στέλιος ξάπλωσε στο παγκάκι του κελιού που μοιραζόταν με τον Πέτρος, ενώ ο τελευταίος είχε γείρει στον τοίχο και αγνάντευε το λαμπερό και ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Το φεγγάρι ήταν αυτό που τους συντρόφευε κάθε βράδυ σχεδόν. Πάλευε και έδιωχνε την μοναξιά και μελαγχολία που ένιωθαν όλοι τους, ακόμα κι αν δεν το παραδέχονταν. Ξεγελούσε τόσο τον Στέλιο, όσο και τον Πέτρο ότι τίποτε δεν είχε αλλάξει, ότι βρίσκονταν πίσω στην Ακαδημία και ότι απλά είχαν μπλέξει για μία ακόμη φορά σε μπελάδες, λόγω της μπελαλίδικης φύσης του Στέλιου.

Ο τελευταίος νόμιζε ότι από στιγμή σε στιγμή η πόρτα του κελιού θα άνοιγε και από πίσω της θα εμφανιζόταν ο Ταγματάρχης Γρίβας, θα τους επίπληττε, αλλά εν τέλει θα τους απελευθέρωνε. Αργότερα το ίδιο βράδυ, θα επέστρεφε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με την Λουΐζα και ξαφνικά το σώμα του θα ξεχείλιζε από ενέργεια, την οποία φυσικά θα διοχέτευε στην καημένη την κοπέλα. Θα την πείραζε, θα την τσιγκλούσε και σκαρφιζόταν κάθε είδους πονηρό σχέδιο προκειμένου να την ενοχλήσει και να λάβει αυτό που ήθελε από μέρους της: την αποκλειστική και αδιαμέριστη προσοχή της.

Ωραίες εποχές, σκέφτηκε ο Στέλιος. Άλλες εποχές, όμως. Υπενθύμισε αμέσως στον εαυτό του και η πραγματικότητα του χτύπησε ξανά την πόρτα. Θυμήθηκε ότι βρισκόταν στο κελί του στην Σμύρνη, με την συντροφιά του Πέτρου. Όχι στο Ναύπλιο. "Κελί του"... Από πότε άρχισε να το σκέφτεται σαν να ήταν "δικό του";

Σε αυτό λοιπόν το κελί, στο οποίο δεν είχε περάσει ούτε μισή εβδομάδα από τότε που ο Διοικητής τους είχε τιμωρήσει, ο Στέλιος νόμιζε ότι ήταν κλεισμένος για παραπάνω από μια αιωνιότητα!

Πέρασε τα χέρια του κάτω από το κεφάλι του και τα χρησιμοποίησε σαν μαξιλάρι. Το παγκάκι ήταν σκληρό και παγωμένο. Σίγουρα το ντιβανάκι, όπου κοιμόταν στην Ακαδημία, ήταν μακράν καλύτερη επιλογή από αυτό. Βεβαίως η παρέα που είχε ήταν επίσης καλύτερη, δίχως να θέλει να προσβάλει τον Πέτρος. Απλά απολάμβανε περισσότερο να πειράζει την Λουΐζα, παρά να "συνδιαλέγεται" με τον Πέτρο.

Η αλήθεια ήταν ότι του έλειπε η Λουΐζα. Είχε καιρό να ακούσει νέα της κι έτσι, είχε αρχίσει να τον τρώει η περιέργεια και η αγωνία. Πώς ήταν; Ήταν καλά; Τι έκανε; Πώς περνούσε τον χρόνο της; Ο πατέρας του την είχε ενοχλήσει όσο ο ίδιος απουσίαζε; Η Έλλη την συντρόφευε ώστε να μην αισθάνεται μόνη;

"Τώρα καταλαβαίνω πως η Λουΐζα τιμωρείτο τόσο συχνά." Είπε ξαφνικά ο Πέτρος κι έσπασε την βαριά ησυχία που είχε καλύψει το μικρό τετράγωνο κελί. Ο Στέλιος στράφηκε προς το μέρος του και περίμενε να ακούσει αυτό που πραγματικά ήθελε να πει ο Πέτρος. "Είσαι κακότυχος και όποιος βρίσκεται στο πλευρό σου καταλήγει στον βούρκο μαζί σου." Συνέχισε ο Πέτρος και ο Στέλιος απέστρεψε το βλέμμα του.

"Πολλοί με ζηλεύουν." Ο τόνος του Στέλιου ήταν σχεδόν κενός.

"Δεν περιστρέφεται ο κόσμος γύρω σου."

Πώς σχετίζονταν τα λόγια του Πέτρου με την απάντηση του Στέλιου; Δεν είχαν καμία απολύτως σχέση, κι όμως ο κατεργάρης ο Ιωαννίδης είχε κατορθώσει να αλλάξει πάλι το θέμα συζήτησης αδιαφορώντας για κάθε τι άλλο.

Όμως, έτσι ήταν ο Ιωαννίδης... εξωτερικά φαινομενικά κενός, αλλά εσωτερικά ήταν πολλά περισσότερα. Ο Πέτρος φυσικά το γνώριζε αυτό. Είχε παρακολουθήσει τον Στέλιο να το αποδεικνύει όσο πάλευε με νύχια και με δόντια να αποδείξει την αθωότητα της Λουΐζας. Όμως, για κάποιον λόγο ο Στέλιος συνέχιζε να φοράει το προσωπείο του αδιάφορου και ανενόχλητου γόνου της οικογένειας Ιωαννίδη. Ήταν ο τρόπος που προστάτευε τον εαυτό του καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο κρατούσε τους ανεπιθύμητους μακριά, σκέφτηκε ο Πέτρος.

Δεν τον παρεξηγούσε, ούτε τον κακολογούσε. Αντιθέτως τον κατανοούσε. Δεν ήταν ποτέ δυνατόν να επιθυμείς ο οποιοσδήποτε ξένος να σε πλησιάζει, παρά την θέλησή σου.

"Απ' ότι φαίνεται και απ' ότι αποδεικνύεται όντως περιστρέφεται γύρω μου." Απάντησε ο Στέλιος όλο ειρωνεία και κάθισε στο παγκάκι στηρίζοντας την πλάτη του πίσω στον πέτρινο τοίχο. "Αλλιώς δεν θα βρισκόσουν εδώ πέρα να μου κάνεις παρέα."

"Είχα αρχίσει να σε συμπαθώ πραγματικά και τώρα άρχισες πάλι τις βλακείες σου." Ο Πέτρος κάθισε στην ελεύθερη άκρη του παγκακίου και τον κοίταξε έντονα και με ύφος σοβαρό. "Φίλε, είσαι είκοσι τεσσάρων ετών. Μέχρι το τέλος του χρόνου θα είσαι είκοσι πέντε, δεν έχεις βαρεθεί να επαναλαμβάνεις τις ίδιες ανοησίες ξανά και ξανά;"

"Εσύ θα βαρεθείς ποτέ την γυναικεία συντροφιά;" Απάντησε στην ερώτησή του με την συγκεκριμένη ερώτηση, διότι γνώριζε ότι η αδυναμία του Πέτρου ήταν το γυναικείο φύλο.

"Το ρήμα "βαριέμαι" και η λέξη θήλυ δεν ταιριάζουν στην ίδια πρόταση, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με αυτό που σε ρώτησα." Ο Πέτρος δήλωσε κατηγορηματικά και περίμενε τον Στέλιο να απαντήσει.

Ο Στέλιος όμως τον κοίταξε με ένα απαλό μειδίαμα να φωτίζει αμυδρά το πρόσωπό του και δήλωσε απλά: "Δεν έχω να προσθέσω κάτι παραπάνω."

"Θα γινόσουν πολύ καλός πολιτικός." Γέλασε ο Πέτρος κουνώντας το κεφάλι του. Είχε αποφύγει για μία ακόμη φορά να αποφύγει την ερώτηση.

"Άσε την πολιτική στους πολιτικούς. Στον Βενιζέλο και στον Γούναρη. Εγώ δεν έχω καμία θέση ανάμεσά τους."

"Κρίμα και ήλπιζα να με βόλευες κάπου." Τον κοίταξε συνωμοτικά ο Πέτρος και ο Στέλιος γέλασε.

"Δεν με έχεις ανάγκη εσύ." Ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί της στολής του και ανακάθισε. "Άλλωστε, η δική σου οικογένεια είναι πιο διασυνδεδεμένη από την δική μου." Δήλωσε ήρεμα αναμένοντας από στιγμή σε στιγμή την αντίδρασή του.

"Πώς ξέρεις για την οικογένειά μου;" Τα μάτια του Πέτρου έγιναν δυο σχισμές. "Δεν έχω αναφέρει τίποτε σχετικό με την οικογένειά μου, σε σένα τουλάχιστον."

"Όπως κι εσύ ξέρεις για την δική μου." Απάντησε ο Στέλιος απλά, διασκεδάζοντας με την αντίδρασή του.

"Η οικογένειά σου είναι σαν τον τοπικό άρχοντα: όλοι την ξέρουν. Αν σκεφτείς κιόλας ότι πριν μερικά χρόνια ήσασταν "ξένοι" στο Ναύπλιο. Όλοι μιλούσαν για εσάς! Δεδομένης της καταγωγής σας και όλων όσων ακούγονταν από την άλλη πλευρά του Αιγαίου σχετικά με τον Ελληνισμό που κατασφαγιαζόταν και συνεχίζει να σφαγιάζεται, δεν υπήρχε άτομο που να μην γνωρίζει ή να μην μιλάει για εσάς, Ιωαννίδη." Αυτός ο διάλογος είχε ξεκινήσει ως ένα αθώο αστείο και τώρα είχε εξελιχθεί σε μία σοβαρή συζήτηση. Παρ' όλα αυτά, παρά τις αβάσταχτες αναμνήσεις που επανήλθαν στον νου του, ο Στέλιος επέλεξε να επαναφέρει το αρχικό κλίμα αυτής της συζήτησης και ελαφρύνει λίγο την ατμόσφαιρα. Ήδη βρίσκονταν κλεισμένοι σε ένα μικρό κελί πόσες μέρες τώρα , δεν χρειαζόταν να βαρύνουν τον νου τους με θλιβερά και συνάμα γεγονότα που γέμιζαν την ψυχή του με θυμό και οργή.

"Ήμασταν το κέντρο της προσοχής, λοιπόν. Άρα, ο κόσμος όντως γυρίζει γύρω μου."

"Ήσασταν πολύ τυχεροί που την γλιτώσατε και προλάβατε να σώσετε ό,τι σώσατε." Συνέχισε ο Πέτρος στον ίδιο σοβαρό τόνο, αγνοώντας την προσπάθεια του Στέλιου να ελαφρύνει το κλίμα. Αυτήν την φορά δεν θα του επέτρεπε να δραπετεύσει και ο Στέλιος πράγματι δεν απέφυγε να δώσει μία απάντηση που άρμοζε στην εν λόγω ερώτηση.

"Ναι, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά για να σωθούν οι ανθρώπινες ζωές." Η φωνή του βάρυνε τόσο που σχεδόν ακούστηκε βραχνή.

"Χάθηκαν πολλοί άνθρωποι όταν κάηκε το χωριό σας. Άκουσα από τον σύζυγο της ξαδέλφης σου για τους θείους σου, τους γονείς της Δούκισσας." Ο Πέτρος επέλεξε πολύ προσεκτικά τις λέξεις που χρησιμοποίησε. Το ζήτημα ήταν λεπτό και εκτός αυτού αφορούσε την καταστροφή σχεδόν μίας οικογένειας κι ενός ολόκληρου χωριού. Δεν δύνατο να αστειευτεί με κάτι τόσο σημαντικό.

"Οι αθώοι είναι αυτοί που πάντα την πληρώνουν." Απάντησε απλά ο Στέλιος και τον κοίταξε έντονα. Ο Πέτρος αναγνώρισε μία περίεργη λάμψη στα μάτια του. Έμοιαζε πολύ με εκείνη που είχε αντικρίσει όταν η ταυτότητα της Λουΐζας αποκαλύφθηκε και η οποία τον τρόμαξε. Για πρώτη φορά, αντιλήφθηκε ότι ο Ιωαννίδης δεν ήταν αυτός που δήλωνε και παρουσίαζε... Αλλά ήταν ένας άνθρωπος με ισχυρές ηθικές και μη αξίες. Ένας άνθρωπος που εκτιμούσε την οικογένεια, την φιλία και την αγάπη. Είδε για πρώτη φορά έναν άνθρωπο έτοιμο να θυσιάσει τα πάντα για τους ανθρώπους που εκτιμούσε, τους δικούς του ανθρώπους και τους ανθρώπους που αγαπούσε. Ακόμα και τον ίδιον του τον εαυτό! Αυτός ήταν ο πραγματικός Στέλιος Ιωαννίδης, όχι αυτό το αλαζονικό και αδιάφορο ον που τριγυρνούσε στην Ακαδημία επειδή ο πατέρας του τον είχε αναγκάσει. "Αυτός είναι ο λόγος που ήρθα ως εδώ. Για να προστατέψω τους αθώους με όποιον τρόπο μπορώ, με όποιο μέσο και ευκαιρία μου δοθεί."

Ο Πέτρος αντιλήφθηκε ότι ο Στέλιος είχε αρχίσει να θυμώνει. Έτσι, άλλαξε πάλι το θέμα της συζήτησης.

"Τι ξέρεις για την δική μου οικογένεια, λοιπόν; Θα πρέπει να ανησυχώ ή να βρίσκομαι πάντοτε σε ετοιμότητα όταν βρίσκεσαι γύρω μου;"

"Έκανα μία γρήγορη έρευνα. Τίποτε που θα πρέπει να σε ανησυχεί." Έκανε μία παύση και τον κοίταξε πονηρά. "Εκτός κι αν με προκαλέσεις."

"Θα το εκλάβω σαν προειδοποίηση αυτό." Ο Πέτρος σηκώθηκε όρθιος και επανήλθε στην αρχική του θέση.

"Να το εκλάβεις όπως επιθυμείς. Αν δεν βρεθείς στον δρόμο μου, δεν πρόκειται να σε ενοχλήσω." Δήλωσε ο Στέλιος και ξάπλωσε πάλι στο παγκάκι.

"Γνωριζόμαστε παραπάνω από ένα χρόνο τώρα." Ο Πέτρος στάθηκε πάνω από το κεφάλι του και τον κοίταξε σαν να τον είχε αναγκάσει ο Στέλιος να πει το αυτονόητο. "Πρακτικά θεωρούμαστε φίλοι, θα έλεγε κάποιος τολμηρός."

Ο Στέλιος άνοιξε τα πράσινα μάτια του και τον κοίταξε με μία ευθυμία να καταλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του.

"Αλλά όχι εσύ." Τον πείραξε.

"Μπορείς να νομίζεις ό,τι θέλεις, όπως κι εγώ μπορώ να παρεξηγηθώ από την δήλωσή σου." Ο Πέτρος σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και ανασήκωσε το πρόσωπό του.

"Δεν σε είχα για εύθικτο, Χατζηχρήστου." Γέλασε ο Στέλιος.

"Ούτε εγώ για αχάριστο, Ιωαννίδη."

"Ως προς αυτό θα διαφωνούσες κάθετα με τον πατέρα μου." Γέλασε και άλλαξε πλευρό.

Είχε ξυπνήσει νωρίς για την εκπαίδευση, έπειτα έπρεπε να εκτελέσει τα καθήκοντα του και τώρα - παρά την άριστη και αψεγάδιαστη συμπεριφορά του - έπρεπε να συνεχίσει την τιμωρία του για κάτι που όχι μόνο δεν ευθυνόταν, αλλά για κάτι που είχε πέσει θύμα σκευωρίας. Ήθελε να κλείσει για λίγες μονάχα ώρες τα μάτια του, να ξεκουραστεί και να επιτρέψει στον νου του μερικές στιγμές "ηρεμίας", έστω κι εντός του γεμάτου με υγρασία κελί του. Έπρεπε να αποξενωθεί από τον κόσμο γύρω του για μερικές μονάχα ώρες, λεπτά η και στιγμές... Θα δεχόταν οτιδήποτε, αρκεί το αποτέλεσμα να ελάφρυνε την κούραση που βάραινε το καταπονημένο του σώμα.

~...~

Η Λουΐζα πέρασε το χέρι της στον πήχη της Έλλης και μαζί οι δύο φίλες εισήλθαν στην μεγάλη αίθουσα της οικογένειας Παντέλογλου. Η μεγάλη οικεία θύμιζε εκείνη της οικογένειας Ιωαννίδη, ήταν μεγαλοπρεπής και κομψή. Οι τοίχοι της εισόδου βαμμένοι στην ανοιχτότερη απόχρωση κίτρινου που είχε αντικρίσει ποτέ η Λουΐζα, στολίζονταν από πολλαπλούς πίνακες, οι οποίοι είτε απεικόνιζαν φυσικά τοπία είτε φιγούρες ανθρώπων να χορεύουν, να μιλούν και να γελούν. Τα φώτα, οι απλίκες δηλαδή, όπως την είχε διδάξει η Έλλη ότι ονομάζονταν, ήταν χρυσές και σκαλισμένες με όμορφα σχέδια. Η Λουΐζα αισθανόταν σαν να βρισκόταν στο βασιλικό παλάτι ενός Πρίγκιπα από τους μεγαλύτερους, ισχυρότερους και πλουσιότερος οίκους της Ευρώπης.

Ο ευγενικός υπάλληλος, που τους υποδέχτηκε, τους οδήγησε στο βάθος της μικρής εισόδου-χολ της οικείας. Εκεί βρισκόταν μία ξύλινη σκαλισμένη στο χρώμα του τοίχου πόρτα, με μερικές πινελιές γαλάζιου και χρυσού να τονίζουν ορισμένα από τα σχέδιά της.

Ο υπάλληλος χτύπησε την πόρτα κι εκείνη άνοιξε από την άλλην πλευρά. Μπροστά στα μάτια τους εμφανίστηκε μία αίθουσα με χαμηλό φωτισμό. Οι απλίκες, χρυσές κι αυτές, φώτιζαν απαλά τον χώρο απ' άκρη σ' άκρη και το φως τους έπεφτε πάνω στους καλεσμένους σαν να τους αγκάλιαζε. Στο βάθος της αίθουσας, υπήρχε μία υπερυψωμένη σκηνή, όπου μια πάντα αποτελούμενη από επτά μέλη έπαιζε μουσική.

"Ο Δούκας έχει μερικές υποθέσεις να διευθετήσει με τους συνεταίρους του, οπότε σύντομα θα αποχωρήσει." Η Έλλη έγειρε κοντά στην Λουΐζα ανοίγοντας με χάρη την βεντάλια της πριν της απευθύνει τον λόγο. "Όσο θα λείπει, μπορούμε να περπατήσουμε στον μικρό κήπο της οικείας Παντέλογλου. Εκτός κι αν κρυώνεις, οπότε καθόμαστε όπως είμαστε. Τι λες;"

"Θα προτιμούσα να καθόμασταν εδώ, αν δεν σε πειράζει." Άλλωστε η Λουΐζα δεν είχε χρόνο για διασκέδαση. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στο έργο της: την συλλογή πληροφοριών. "Σήμερα έχει ψύχρα και η ενδυμασία μου δεν είναι κατάλληλη για εξωτερικούς χώρους."

"Έπρεπε να είχες πάρει την γούνα μου."

"Έλλη, είναι δώρο του Δούκα. Πώς μπορώ να φορέσω κάτι τόσο συμβολικό;"

"Ω, σε παρακαλώ, Λουΐζα. Λοιπόν, θα σου το πω, γιατί είσαι φίλη και θέλω να είσαι προετοιμασμένη πριν σου κάνει πρόταση γάμου ο Στέλιος."

"Πρόταση γάμου;" Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα όχι επειδή ντράπηκε, αλλά επειδή προσμονούσε αυτήν την στιγμή όπως το κάθε παιδί το δώρο γενεθλίων του.

"Φυσικά. Είστε ουσιαστικά λογοδοσμένοι. Άρα, τα στέφανα δεν αργούν. Να είσαι βέβαιη." Την διαβεβαίωσε η Έλλη. "Τι έλεγα πριν από αυτήν την παρένθεση; Α, ναι! Η γούνα αυτή δεν είναι παρά ένα δώρο του Δούκα που μου χάρισε ύστερα από έναν καβγά μας."

"Φαντάζουν εξωπραγματικά τα λεγόμενά σου, Δούκισσα. Εσύ και ο σύζυγός σου είστε μακράν το πιο αγαπημένο ζευγάρι που έχω γνωρίσει. Αμφιβάλλω πολύ πως ισχύουν οι ισχυρισμοί σου."

"Μπορείς να ρωτήσεις τον ίδιο τον Φίλιππο αν δεν με πιστεύεις. Όμως, σε πληροφορώ ότι την εν λόγω γούνα την απέκτησα ύστερα από έναν μεγάλο καβγά μαζί του. Ήταν ο τρόπος του - πιο πολύ το μέσο για να με δωροδοκήσει, ώστε να ξεχάσω τον τσακωμό μας."

"Δηλαδή τι θέλεις να πεις ακριβώς; Ότι ο Δούκας σε δωροδόκησε κι εσύ ξέχασες το συμβάν του καβγά;"

"Δεν το ξέχασα ακριβώς, αλλά ναι, αυτό είναι το νόημα."

"Και ο Στέλιος; Θέλεις να μου πεις ότι θα χρησιμοποιήσει την δωροδοκία κατά τον ίδιον τρόπο με τον Δούκα;"

"Μαθαίνεις γρήγορα. Ο ξάδελφός μου θεωρείται επαγγελματίας σε κάτι τέτοια."

"Αμφιβάλλω. Ο Στέλιος μέχρι πριν λίγο καιρό δεν ήθελε ούτε την λέξη "γάμος" να ακούει. Δεν νομίζω να έχει καθίσει να σκεφτεί πως θα χειριστεί την μέλλουσα γυναίκα του."

"Ω, γλυκιά, αθώα και απονήρευτη Λουΐζα. Για εσένα μιλάμε. Εσύ είσαι η μέλλουσα σύζυγός. Για εσένα ο Στέλιος θα ανάγκαζε τον ήλιο να ανατείλει από την Δύση."

"Υπερβάλλεις."

~...~

Οι τρεις τους χαιρέτησαν τους οικοδεσπότες, ένα ιδιαίτερα ταιριαστό ζευγάρι Ελλήνων με καταγωγή από τον Πόντο. Ο κύριος Παντέλογλου, ιατρός στο επάγγελμα, διηύθυνε μία μικρή κλινική στην Σμύρνη. Η όμορφη σύζυγός του απασχολούσε τον εαυτό της τόσο την διαχείριση της οικείας Παντέλογλου και των οικονομικών της, καθώς επίσης και με την ανατροφή της μοναχοκόρης τους. Η νεαρή κοπέλα, η οποία απουσίαζε από την χοροεσπερίδα, όπως και ο πατέρας της αγαπούσε την ιατρική και επιθυμούσε να βοηθάει τους αρρώστους και γενικά τους ανθρώπους σε ανάγκη.

"Πολύ θα ήθελα να γνωρίσω την κόρη σας. Ακούγεται αξιοθαύμαστη." Η Έλλη χαμογέλασε ευγενικά στην κυρία Παντέλογλου.

"Είστε πολλή ευγενική, Δούκισσα μου. Ίσως μελλοντικά, σε κάποια άλλη χοροεσπερίδα να έχει την τιμή η κόρη μου να σας γνωρίσει, εσάς, τον σύζυγό σας και την φίλτατη δεσποινίδα Χατζημιχαήλ. Αλήθεια, δεσποινίς Χατζημιχαήλ, δίχως να θελω να φανώ αδιάκριτη, έχετε κάποια σχέση με την θαρραλέα δεσποινίδα που εντάχθηκε στον στρατό;"

"Είναι-" Η Έλλη προσπάθησε να απαντήσει για την Λουΐζα, αλλά η τελευταία πήρε με αυτοπεποίθηση τον λόγο και απάντησε με σιγουριά: "Πρόκειται για απλή συνωνυμία."

Η Έλλη χαμογέλασε βεβιασμένα στην προσπάθειά της να κρύψει την έκπληξη καθώς και την απορία της. Για ποιον λόγο να κρύψει η Λουΐζα την αλήθεια; Όλος ο κόσμος γνώριζε για την ηρωική της πράξη, για ποιον λόγο να το κρατήσει μυστικό;

"Ω, για μια στιγμή νόμιζα ότι- Δεν πειράζει. Με συγχωρείτε για την αγενή περιέργειά μου."

"Παρακαλώ μην απολογείστε. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος."

"Μαρία." Ο κύριος Παντέλογλου πλησίασε τις τρεις γυναίκες.

"Νομίζω πως ο σύζυγός σας σάς αναζητεί." Η Λουΐζα οπισθοχώρισε, επιτρέποντας στον κύριο Παντέλογλου να σταθεί στο πλευρό της συζύγου του.

"Με συγχωρείτε, Δούκισσα μου, δεσποινίς μου, αλλά πρέπει να σας την κλέψω." Ο κύριος Παντέλογλου χαμογέλασε φιλικά και μαζί με την σύζυγό του απομακρύνθηκαν. "Χάρηκα πολύ για την γνωριμία."

"Γιατί δεν είπες την αλήθεια; Λουΐζα, τα νέα για τα κατορθώματά σου έχουν φτάσει σε όλον τον Ελληνισμό ανά την υφήλιο."

"Το ξέρω. Δεν θέλω, όμως, να φτάσει και στα αυτιά του Στέλιου. Θα με αναγκάσει να γυρίσω πίσω και δεν επιθυμώ να συμβεί κάτι τέτοιο."

"Ο Στέλιος θα χαρεί όταν θα σε δει."

"Και μετά θα θυμώσει."

"Ε και; Θα του περάσει! Έτσι, είναι ο Στέλιος!"

"Δεν θέλω να τον στεναχωρήσω."

"Λουΐζα, πώς ακριβώς θα τον στεναχωρήσεις; Περίμενε... Μήπως φοβάσαι να τον συναντήσεις;"

"Τι; Όχι! Αποκλείεται."

"Το βρήκα! Δεν το πιστεύω! Φοβάσαι να τον αντικρίσεις!"

"Λες ανοησίες τώρα."

"Δεν το νομίζω. Ο ξάδελφός μου σ' έχει του χεριού του. Δεν το πιστεύω πως μπορεί να έχει τέτοια επίδραση πάνω ακόμα κι όταν βρίσκεται μακριά σου!"

"Darling, I'm afraid my presence is needed elsewhere." (Αγάπη μου, φοβάμαι πως πρέπει να παρευρεθώ  κάπου αλλού.) Δούκας διέκοψε την ζωηρή συζήτησή τους.

"Of course, dear. Take your time. I have the best company I could have asked for! Don't worry." (Φυσικά, γλυκέ μου. Πάρε τον χρόνο σου. Έχω την καλύτερη συντροφιά που θα μπορούσα ποτέ να ζητήσω! Μην ανησυχείς.) Η Έλλη χάιδεψε το χέρι του τρυφερά και ο Δούκας με ένα νεύμα στην Λουΐζα αποχώρησε προς το δωμάτιο, όπου η πλειοψηφία των ανδρών αποσυρόταν, το δωμάτιο των παιγνίων, όπως το είχε αποκαλέσει η Έλλη.

"The Italians do not wish for the Greeks to control Smyrna. They have proven many times so far." (Οι Ιταλοί δεν επιθυμούν οι Έλληνες να ελέγχουν την Σμύρνη. Το έχουν αποδείξεις πολλές φορές μέχρι στιγμής.) Δύο κύριοι πίσω τους, τις προσπέρασαν και ακολούθησαν την ίδια πορεία που πήρε και ο Δούκας.

"Έλλη, άκουσες τι είπαν οι δυο αυτοί κύριοι που μόλις έφυγαν;" Την σκούντησε η Λουΐζα.

"Συγγνώμη;"

"Ο κύριος με το γκρίζο κουστούμι και ο κύριος με το μαύρο, άκουσες τι συζήτησαν;"

"Συγγνώμη, Λουΐζα. Δεν πρόσεξα. Γιατί, όμως, ασχολείσαι με το τι συζητούν δυο άγνωστοι άνδρες; Ξέρεις ότι στους άνδρες αρέσει να μιλούν για δυο ζητήματα: πολιτική και γυναίκες. Δεν νομίζω να θέλεις να παρακολουθήσεις μια συζήτηση με τέτοιου είδους θέματα έτσι;" Η Λουΐζα δεν απάντησε, διότι δεν επιθυμούσε να κινήσει τις υποψίες της Έλλης. "Ναι, κι εγώ αυτό νομίζω." Η Δούκισσα πήρε το χέρι της και την τράβηξε απαλά να την ακολουθήσει. "Γιατί δεν απολαμβάνουμε την νύχτα μας; Ας πάμε να χορέψουμε και να δοκιμάσουμε κάθε γλύκισμα του μπουφέ. Πώς σου φαίνεται σαν ιδέα;"

Η ιδέα της Έλλης ήταν πολλή δελεαστική κι έτσι, η Λουΐζα δεν αρνήθηκε την πρότασή της. Αργότερα ίσως να έβρισκε μια ευκαιρία να συλλέξει πληροφορίες. Προς το παρόν  όμως θα παρέμενε στο πλευρό της Έλλης. Ίσως έτσι να ήταν ικανή να κάνει και μερικές γνωριμίες και μακροπρόθεσμα να αποκτήσει τις πληροφορίες που έπρεπε να συλλέξει.

Α/Ν

ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ!

Τι μου κάνετε;

Δεν άργησα! Στην ώρα μου αυτήν την φορά!

Πώς σας φάνηκε το καινούριο κεφάλαιο; Περιμένω να διαβάσω την γνώμη σας στα σχόλια!

Την επόμενη εβδομάδα λέω να ενημερώσω ή την Μεγάλη Τετάρτη ή την Μεγάλη Πέμπτη.

Τώρα κάτι άσχετο με αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά έχω αρχίσει να επεξεργάζομαι το "Μίσος Για Δυο". Οπότε αν κάποιος/α ξεκίνησε να την διαβάζει τώρα, ζητώ κατανόηση κι επίσης να μην αποθαρρυνθεί και δεν την διαβάσει, καθώς οι ενημερώσεις είναι σχεδόν καθημερινές με τουλάχιστον 2 κεφάλαια.

Αυτά από εμένα.

Πολλά φιλιά ❤❤❤,
Στέλλα

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top