πρωϊνό μαζί
<Μου την σπάει όταν ξαπλώνουμε να απομακρύνεσαι> Είπε και σηκώθηκα από το κρεβάτι.
<Και εμένα μου την σπάνε πολλά πράγματα, όμως δεν μιλάω> Πήρα το σεντόνι μαζί μου και πήγα στο μπάνιο.
Όπως πάντα κλείδωσα την πόρτα και πήγα για ένα ντουζάκι.
<Επίσης μου την σπάει να κλειδώνεις συνέχεια την πόρτα του μπάνιου> Άκουσα την φωνή έξω από την πόρτα.
<Κι εμένα μου την σπάει που θα ακούω μέχρι να πεθάνω την σπαστική φωνή σου!>
Όταν άρχισε να τρέχει το νερό πάνω μου δεν άκουγα τίποτα. Μπορεί να ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα, όμως εγώ δεν θα απαντούσα.. Άφησα το ζεστό νερό να πέφτει πάνω μου και το απολάμβανα σαν να μην υπήρχε αύριο. Κάποια στιγμή κρύωσε και τραβήχτηκα, όμως όταν επανήλθε συνέχισα να χαλαρώνω κάτω από την ντουζιέρα.
Μόλις τελείωσα τύλιξα μια πετσέτα πάνω μου και ξεκλείδωσα την πόρτα. Είχε φύγει και αυτό ήταν πολύ ευχάριστο για εμένα. Θα είχα επιτέλους λίγο χρόνο για τον εαυτό μου και την ησυχία που πάντα αναζητούσα.
Άνοιξα την βαλίτσα μου και έβγαλα ένα από τα μαγιό μου. Έριξα την πετσέτα και πήρα στα χέρια μου το κάτω μέρος του μαγιού. Ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι να τυλίγει την κοιλιά μου. Τα αντανακλαστικά μου δούλεψαν γρήγορα και γύρισα να τον χτυπήσω, όμως έπιασε το χέρι μου.
<Μάθε λοιπόν να ελέγχεις πρώτα το δωμάτιο και να κοιτάς πίσω από τις πόρτες μωρό μου!> Μου είπε και έκλεισε το μάτι του.
<Είσαι γελοίος!> Τράβηξα το χέρι μου έβαλα γρήγορα το μπικίνι μου.
<Τι γίνεται τώρα δεν ντρεπόμαστε?> Και κόλλησε πάλι από πίσω μου.
<Θα με αφήσεις να ντυθώ?> Τον ρώτησα εκνευρισμένη και πήρα το πάνω μέρος.
<Θα το σκεφτώ πολύ σοβαρά!> Ψιθύρισε στο αφτί μου και στην συνέχεια δάγκωσε τον λοβό μου.
<Πάνε κάνε μπάνιο> Του είπα και τον σκούντηξα, για να απομακρυνθεί.
<Εγώ λέω να κάτσω κι άλλο με το άρωμα σου πάνω μου> Και ξανά κόλλησε πάνω μου.
<Μπιχλιάρη!>
<Καλά πάω για μπάνιο!> Είπε γελώντας και επιτέλους ξεκόλλησε από πάνω μου.
Εγώ χωρίς να του απαντήσω φόρεσα γρήγορα το μαγιό μου και το έδεσα όσο πιο σφιχτά μπορούσα, κάνοντας έναν τεράστιο κόμπο. Σίγουρα μετά το μπάνιο θα είχε πάλι όρεξη, όποτε γιατί να μην τον καθυστερούσα λίγο?
Φόρεσα ένα αέρινο φόρεμα και ανέβηκα πάνω στο κατάστρωμα. Ο αέρας με χτύπησε, ανεμίζοντας τα μαλλιά. Τα κύματα πετάγονταν από αριστερά μου. Είχε πολύ ζέστη, αλλά ήλιος δεν υπήρχε. Τα σύννεφα τον είχαν καλύψει και δεν τον άφηναν να λάμψει όπως πάντα.
<Κυρία μου θα θέλατε να φάτε πρωινό?> Με ρώτησε ο κύριος που με είχε ρωτήσει και εχθές.
<Ναι. Βεβαίως> Του είπα ευγενικά.
Εκείνος αφού μου χαμογέλασε, μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
Ανεβήκαμε κάτι σκαλιά και ανεβήκαμε στο πάνω μέρος. Με οδήγησε σε ένα τραπέζι που ήταν στην μύτη και έβλεπες όλη την θάλασσα. Κάθισα σε μία από τις δύο καρέκλες που υπήρχαν και έστρωσα το φόρεμα μου.
<Τι θα θέλατε για πρωινό?>
<Μπορείτε να μου κάνετε μια φρουτοσαλάτα?>
<Ασφαλώς!> Είπε και πήγε να φύγει όμως ξαναγύρισε πίσω. <Μήπως ξέρετε αν ο κύριος έχει ξυπνήσει?> Με ρώτησε με αυτή την ταπεινότητα του.
<Ναι έχει ξυπνήσει. Σε λίγο θα έρθει αν δεν κάνω λάθος>
<Ωραία μήπως ξέρετε τι θα θέλει?>
Ξύλο θέλει, αλλά δεν μπορούσα να του το πω.
<Όχι δυστυχώς δεν ξέρω. Σήμερα ήταν κάπως περίεργος και δεν ξέρω τη θα ήθελε να φάει> Είπα για να δικαιολογηθώ.
Αν είναι δυνατόν! Είμαι γυναίκα του και ούτε ξέρω τι τρώει για πρωινό. Βέβαια δεν ξέρω τίποτα για αυτόν, το φαγητό με πείραξε τώρα?
Κοιτούσα την θάλασσα μέχρι να μου φέρουν την φρουτοσαλάτα και όταν την έφεραν μετά από πέντε λεπτά έκανα υπομονή μέχρι να έρθει και ο Τζον. Έπρεπε να αρχίσω να βάζω το σχέδιο μου σε εφαρμογή. Πρέπει να πηγαίνω με τα νερά του και να είμαι η κατάλληλη για αυτόν.
<Τι σκέφτεσαι?> Αναπήδησα από την ξαφνική του είσοδο και τον κοίταξα.
<Τίποτα> Προσπάθησα να φανώ πειστική. <Σε περίμενα για να φάμε>
Μόλις με άκουσε παραξενεύτικε και με κοίταξε περίεργα.
<Με περίμενες να φάμε!> Το επανέλαβε.
<Γιατί είναι κακό?> Τον ρώτησα σηκώνοντας το φρύδι μου και με κοίταξε ξανά περίεργα.
<Όχι καθόλου!> Είπε και τράβηξε την καρέκλα που ήταν απέναντι μου και κάθισε.
<Με ρώτησε ο ....> Και με διέκοψε.
<Ναι ο Μπράντον. Του είπες τι θέλω?> Και εγώ ξανά σήκωσα το φρύδι μου. <Πάντα πίνω καφέ σκέτο με μια μπάρα δημητριακών> Και φώναξε τον Μπράντον.
Αφού του είπε τι ήθελε, με κοίταξε που παρατηρούσα την θάλασσα.
<Σε λίγο θα φτάσουμε> Προσπάθησε να σπάσει τον πάγο.
Ήταν η πρώτη μας φορά που τρώγαμε μαζί πρωινό και δεν ήμουν η μόνη που ένιωθα άβολα. Μπορεί να ήταν λίγο πιο σταθερός από εμένα, αλλά εγώ είχα συνέχεια σκαμπανεβάσματα και δεν μπορούσα να χειριστώ κάποιες καταστάσεις. Συνέχεια έδειχνα ότι ήμουν ντροπαλή και αδύναμη μπροστά του, αλλά κάποιες φορές γινόμουν ο σατανάς ο ίδιος. Ενώ αυτός παρέμενε πάντα βράχος.
<Ωραία> Είπα γλυκά και του χαμογέλασα. <Αναρωτιέμαι πως θα είναι εκεί. Που θα μένουμε?> Τον ρώτησα και εκείνη την στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του.
Ενώ περίμενα να το σηκώσει και να με γράψει στα παλιά του τα παπούτσια το έκλεισε και το έβαλε στο αθόρυβο.
<Έχω σπίτι> Είπε και με κοίταξε στα μάτια.
<Γιατί το έκλεισες? Μπορεί να ήταν κάτι σημαντικό>
<Όταν είμαστε μαζί δεν θέλω να μας ενοχλεί κανείς> Είπε και το βλέμμα μου έπεσε πάνω στα δάχτυλα του που χτυπούσαν το τραπέζι ρυθμικά.
Ήταν αγχωμένος και προσπαθούσε να μην το δείχνει, για αυτό προσπαθούσε να απασχολήσει τον εαυτό του και να ηρεμήσει. Του έπιασα το χέρι και τον κοίταξα.
<Θες να δοκιμάσεις?> Και του έδειξα την φρουτοσαλάτα μου.
Έδειχνε σοκαρισμένος και με ξάφνιασε. Ποτέ δεν τον είχα δει έτσι. Γρήγορα το ξεπέρασε και τσίμπησα με το πιρούνι μου ένα από τα φρούτα και του το έδωσα. Εκείνος το πήρε ακουμπώντας το χέρι μου.
Όχι Λίζα! Μην τον κοιτάς έτσι. Μην κοιτάς το καφέ τον ματιών του, που από σκούρο γινόταν γλυκό μελί. Σε πάντρεψαν με το ζόρι. Νομίζει ότι είσαι κάποιο από τα παιχνίδια του που έχει πάνω την ετικέτα "γυναίκα". Δεν του αξίζεις! Εσύ έχεις ένα σχέδιο. Άσε τα γλυκά ματάκια του και κοίτα τον στόχο σου.
Ο Μπράντον έφερε τον καφέ του Τζον μαζί με την μπάρα και τα άφησε ήρεμα στο τραπέζι. Όταν μείναμε ξανά μόνη μου χαμογέλασε και είπε ότι ήταν πολύ ωραίο το φρούτο. Εγώ του χαμογέλασα και γύρισα ξανά το βλέμμα μου στην θάλασσα.
Μέχρι εκεί που μπορούσες να δεις, ήταν εμφανής κάτι σπίτια.
<Φτάνουμε?> Τον ρώτησα με μία περίεργη χαρά.
<Ναι. Σε δέκα λεπτά θα έχουμε φτάσει> Είπε και ρούφηξε από τον καφέ του.
<Γιατί τον πίνεις σκέτο?>
<Από συζήτηση σε συζήτηση πας!> Με παρατήρησε και μου χαμογέλασε.
<Ήθελα να στο ρωτήσω κι πριν αλλά ξεχάστηκα> Τι ήταν άραγε αυτό που το έκανε να πίνει πικρό τον καφέ του?
<Για να καταλάβεις τον καφέ πρέπει να τον πιεις σκέτο, αλλιώς ποιο το νόημα αν βάλεις ζάχαρη?> Με ρώτησε και εγώ συμφώνησα μαζί του κουνώντας το κεφάλι μου θετικά. <Θα μάθεις αρκετά πράγματα για εμένα Λίζα μην βιάζεσαι> Συμπλήρωσε και εγώ από εκεί που κοιτούσα την θάλασσα γύρισα προ το μέρος του.
Δεν είπα κάτι, αλλά από μέσα μου έβραζα. Μην μου λες ότι θα μάθω πράγματα για σένα ανάθεμα σε! Δεν θέλω να μάθω τίποτα! Θέλω να μείνω τυφλή και κουφή. Δεν θέλω να μάθω ποιον άνθρωπο θα καταστρέψω. Μην μου χαλάς τα σχέδια διάολε!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top