Τι γλυκός!

<Ακόμα μου κρατάς μούτρα?> Χώθηκα στην αγκαλιά του και εκείνος τράβηξε το χέρι του παίρνοντας μαζί του και το τηλεκοντρόλ. <Έλα ρε συ Τζον!> Ξεφύσηξα  και ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του, αν και δεν ήθελε.

<Δεν σου δίνω το τηλεκοντρόλ> Και το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι στα δεξιά του.

<Ποιος σου είπε ότι θέλω το τηλεκοντρόλ?> Τον κοίταξα και έφερα ένα τυρογαριδάκι στο στόμα του.

<Δεν πιάνουν σε εμένα αυτά. Μπάλα θα δούμε> Και έφαγε το γαριδάκι, σαλιώνοντας και τα δυό μου δάχτυλα.

<Αμάν ρε συ Τζον!> Και σκούπισα τα σαλιωμένα δάχτυλα μου στην μπλούζα του.  

<Εσύ δεν έχεις να μαγειρέψεις?> Με ρώτησε και γύρισε στην αγκαλιά μου και πήγε να με αγκαλιάσει.

<Όχι Τζονάκο!> Τον τράβηξα πίσω στην θέση του. <Στην αρχή μας το παίζεις δύσκολος και μετά αλλάζεις!> Άρχισα να κουνάω τα χέρι μου αριστερά και δεξιά απαγορεύοντας του κάθε κίνηση προς την μεριά μου.

< Λιζάκι μου σύνελθε. Τα γαριδάκια ήθελα να πάρω> Και έκανε πάλι την ίδια κίνηση ρίχνοντας όλο του το βάρος πάνω μου για να μπορέσει και να τεντωθεί για να τα πιάσει.

<Πρώτον δεν είναι πατατάκια. Είναι γαριδάκια!> Τον διόρθωσα και εκείνος μόλις τα έπιασε γύρισε πίσω στην θέση του και κάθισε οκλαδόν.

<Τι Γιάννης Γιαννάκης!> Έβαλε την σακούλα  ανάμεσα στα πόδια του και άρχισε να τρώει. <Τι καλό θα μαγειρέψεις?> Με ρώτησε μπουκωμένος.

<Εσένα με τα κρεμμυδάκια!> Και κοπάνησα τα χέρια μου στον δερμάτινο καναπέ, δίνοντας μου φόρα να σηκωθώ.

<Δεν ακούγεται καθόλου άσχημο!> Είπε ενθουσιασμένος και δυνάμωσε την φωνή από την τηλεόραση.

Για να δούμε τι θα κάνω. Είπα από μέσα μου και άνοιξα το κινητό μου να δω καμιά καλή συνταγή. <Κάτι σε μακαρόνι θα κάνω> Ψιθύρισα και έψαχνα κάποια εύκολη εκτέλεση.  <Θα κάνω μακαρόνια ογκραντέν!> Φώναξα για να με ακούσει, όμως άδικος κόπος. <Είπα θα κάνω μακαρόνια ογκραντέν!> Φώναξα περισσότερο και τον είδα να σηκώνει το χέρι το και να ξίνει τον αυχένα του.

<Λίζα μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό?> Φώναξε και εγώ χλιμίντρισα σαν τα άλογα από τα νεύρα μου.

<Αμέσως μωρό μου!> Και τον είδα να σηκώνει τον αντίχειρα του, λέγοντας μου εντάξει στην νοηματική.

Γέμισα ένα ποτήρι με νερό από το ψυγείο μέχρι πάνω. Πήγα πάνω από το κεφάλι του χωρίς να με αντιληφθεί. Αν και θα ήταν αδύνατον να μπορούσε να ακούσει τα βήματα μου, τόσο δυνατά που είχε την τηλεόραση και ο εκφωνητής του παιχνιδιού γκάριζε σπάζοντας μου τα νεύρα.

<Ορίστε μωρό μου> Και άρχισα να το ρίχνω πάνω από το κεφάλι του σιγά σιγά.

<Λίζα την τρέλα μου τι κάνεις!> Φώναξε τόσο δυνατά που πέρασε και την φωνή της τηλεόρασης.

<Αυτό για να μάθεις να με ακούς και να μην με γράφεις, επειδή  είσαι αφοσιωμένος στην μπάλα> Και έφυγα πάλι στην κουζίνα, μαζί με το ποτήρι.

Έβγαλα ένα μεγάλο βαθύ ταψί. Έβαλα μέσα τα μακαρόνια κι όλα τα υλικά που χρειαζόμουν και τα ακούμπησα στον πάγκο. Εκείνη την στιγμή ήταν που άκουσα την πόρτα του μπάνιου να κλείνει με δύναμη και έριξα μια ματιά αυθόρμητα.  Πήρα το τηλεκοντρόλ και χαμήλωσα λίγο την τηλεόραση, για να μπορέσω να συγκεντρωθώ στην εκτέλεση της συνταγής. Η πόρτα του μπάνιου ξανάνοιξε, αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. 

<Αύριο φεύγουμε> Είπε περνώντας μπροστά από τον πάγκο και άνοιξε ο ψυγείο.

<Και αυτό τι είναι τώρα? Κάποιου είδους τιμωρία?> Έβαλα το χέρι στην μέση μου και γύρισα προς την μεριά του χτυπώντας το πόδι μου ρυθμικά.

<Όχι φυσικά. Θα προτιμούσα να σε τιμωρήσω αλλιώς και το ξέρεις. Έγινε κάτι στην δουλειά και με χρειάζονται> Ήπιε νερό από το μπουκάλι. <Να έχεις έτοιμα τα πράγματα αύριο το πρωί, γιατί έχω συνάντηση στις 3> Έβαλε ξανά το μπουκάλι μέσα στο ψυγείο και σκούπισε το στόμα του, που είχε ακόμα κάποιες σταγόνες νερού.

<Τι ώρα θα έρθουν να μας πάρουν?> Τον ρώτησα και έβαλα τα μακαρόνια μέσα στο ταψί αφού πρώτα είχα το είχα αλείψει πρώτα με βούτυρο.

<Κανείς. Θα πάρουμε το σκαφάκι> Είπε και πήγε στο καθιστικό και έκλεισε την τηλεόραση.

<Έχουμε σκαφάκι?> Τον ρώτησα και εκείνος μου κούνησε θετικά το κεφάλι. <Και ποιος θα το οδηγήσει?> Τον ρώτησα έχοντας στα χέρια μου το τριμμένο τυρί.

<Εγώ. Σε παρακαλώ Λίζα όσο μπορείς κάνε ησυχία γιατί θα κάνω μια δουλειά στον υπολογιστή. > Και τον είδα να κουβαλάει το λάπτοτ του και να πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο μας.

<Εντάξει> Είπα και έκλεισε την πόρτα. Απορώ αν με είχε ακούσει, αλλά δεν έδωσα σημασία.


Είχα το φαγητό στον φούρνο και σε κανένα πεντάλεπτο θα το έβγαζα. Περίμενα το κινητό μου να με ειδοποιήσει πότε είχαν περάσει τα 50 λεπτά. Είχα ξαπλώσει στον καναπέ και είχα πάρει μαζί μου να διαβάσω ένα λογοτεχνικό βιβλίο, από την μικρή βιβλιοθήκη που είχε δίπλα από την τηλεόραση. 

Κόντευε να κλείσει δύο ώρες κλεισμένος μέσα στο υπνοδωμάτιο. Δεν ξέρω τι μπορεί να είχε συμβεί με την εταιρεία, αλλά δεν φάνηκε και πολύ στα κέφια του. Εγώ είχα διαβάσει εκατό δεκαπέντε σελίδες από το βιβλίο και φαινόταν πολύ ενδιαφέρον.

<Ντριννν...> Άρχισε να χτυπιέται το κινητό μου στο τραπεζάκι δίπλα μου.

Αμέσως το έκλεισα, γιατί υπήρχε περίπτωση ο δράκουλας να με έτρωγε, επειδή ακούστηκε αυτός ο μικρός ήχος. Και μόλις έφτασα στην κουζίνα να σβήσω τον φούρνο, σαν να το είχα προβλέψει, άνοιξε η πόρτα του υπνοδωματίου μας. 

<Όλα καλά?> Τον ρώτησα, καθώς άνοιγα την πόρτα του φούρνου, για να δω πως είχε ψηθεί. 

<Μια χαρά. Σε πόση ώρα είναι έτοιμο?> Ρώτησε και κάθισε στην καρέκλα του, βάζοντας τα χέρια πάνω στο τραπέζι.

<Σε πέντε λεπτά> Είπα και πήρα δύο πετσέτες για να βγάλω το ταψί. <Έγινε κάτι σοβαρό?> Το άφησα πάνω σε κάτι ανοξείδωτα. 

<Όχι τίποτα το σημαντικό, απλός βγάλανε νέο προϊόν σε μία από τις εταιρείες μου, χωρίς την άδεια μου> Και έβαλα μπροστά του ένα ζευγάρι μαχαιροπίρουνα και την σαλάτα που είχα ετοιμάσει πριν.

<Κακό> Είπα μονολεκτικά και έφερα το πιάτο του, με ένα μεγάλο κομμάτι από το φαγητό. <Θέλω να πιστεύω ότι το πέτυχα> Είπα και περίμενα με σταυρωμένα τα χέρια να το δοκιμάσει.

<Βάλε ένα κομμάτι και για εσένα και μετά θα το δοκιμάσω> Είπε και μου χαμογέλασε.

<Αμέσως!> Είπα και γύρισα γρήγορα να βάλω και σε εμένα για να δοκιμάσουμε. <Θα κάνουμε προσευχή όμως!> Τον σταμάτησαν πριν βάλει μια πιρουνιά στο στόμα του.

<Ωραία. Πες την> Σταύρωσε τα χέρια του και περίμενε πότε θα ξεκινήσω.

<Έλα Χριστέ και Παναγιά μας και κάθισε κοντά μας.Ευλόγησε το τραπέζι μας και όλα τα φαγητά μας. Ας φάμε, ας χορτάσουμε και σένα θα δοξάσουμε. Αμήν> Και μόλις τελείωσα αρπάξαμε και οι δύο τα πιρούνια μας.

Δεν είχα δοκιμάσει ακόμα περίμενα να δοκιμάσει εκείνος πρώτα. Η μπουκιά που είχε κόψει τώρα βρισκόταν μέσα στο στόμα του και αργά αργά την μασούσε απολαμβάνοντας την ή έτσι τουλάχιστον μου φαινόταν.

<Για πρώτη φορά> Είπε κοφτά και σοβαρά. Ωχ δεν του άρεσε. <Είναι φοβερή!> Τον άκουσα να λέει και από εκεί που είχα κατεβάσει το κεφάλι κάτω, το χαμόγελο μου και τα μάτια μου έλαμψα από χαρά. 

<Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενη με κάνεις!> Είπα τσιριχτά και αμέσως έφαγα μια μπουκιά. <Παναγία μου Τζον αυτό είναι χάλια!> Και πήρα μια χαρτοπετσέτα να βγάλω την μεγάλη μπουκιά που είχα πάρει.

<Τουλάχιστον ήταν  μια καλή προσπάθεια!> Είπε γελώντας και ξεκίνησε να το τρώει.

<Όχι είναι χάλια> Τράβηξα το πιάτο του, όμως το χέρι του με σταμάτησε.

<Άμα δεν σου αρέσει μην το φας, αλλά εμένα μου αρέσει> Με κοίταξε στα μάτια και εκείνη την στιγμή όλα άλλαξαν μέσα μου. 

Ο τρόπος που το είπε, το βλέμμα του με έκαναν να νιώσω ωραία, άσχετα που το φαγητό μου είχε βγει απαίσιο. Τι γλυκό εκ μέρος του! Φώναξε η φωνούλα μέσα μου και του χαμογέλασα. Πάντως τον έβλεπα ότι έκανε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μασήσει και να καταπιεί το κάθε μικρό κομμάτι που έβαζε στο στόμα του.

<Σε ευχαριστώ που είσαι τόσο καλός> Είπα την ώρα που έτρωγε το τελευταίο κομμάτι.

Από την έκφραση του κατάλαβα ότι τον ξάφνιασα και όχι λίγο, αλλά πάρα πολύ. Ίσως να μην περίμενε ότι θα εκφραστώ τόσο γρήγορα τόσο γρήγορα μπροστά του. Πάντως τα μάτια του άστραψαν, όπως είχε συμβεί και στα δικά μου πριν λίγο. Του άρεσε να τον παινεύουν. Του άρεσε να του λένε ωραία πράγματα. Αχ Τζον μην γίνεσαι τόσο ανοιχτό βιβλίο. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top