Σε ευχαριστώ
<Θες βοήθεια?> Τέντωσε το χέρι του για να κατέβω από το γιοτ.
Ακόμα κι αν ήταν φορτωμένος με τις αφόρητα βαριές βαλίτσες μου, παρέμενε τζέντλεμαν. Γιατί στο καλό το έκανε αυτό? Είχα πάρει όλα τα ρούχα μου για να τις κάνω όσο πιο βαριές μπορούσα και εκείνος δυσκολευόταν πολύ λίγο, σε σχέση με αυτό που περίμενα εγώ.
<Σε ευχαριστώ> Του είπα γλυκά και έπιασα το χέρι του.
Την ώρα που κατέβαινα και πατούσα στο ξύλινο σανίδι ένα ψάρι πήδηξε από δίπλα μας και εγώ από τον φόβο μου προσπάθησα να κρυφτώ στην αγκαλιά του, όμως βρήκα με το πόδι μου σε μια από τις βαλίτσες μου. Αν και δεν είχα βάλει τεράστια δύναμη καταλήξαμε και οι δύο στα καταπράσινα νερά της θάλασσας, με εμένα να χτυπιέμαι σαν χταπόδι.
<Παναγία μου!> Τσίριξα και προσπαθούσα να πιαστώ από κάπου.
<Λίζα ηρέμησε!> Φώναξε από πίσω μου, ενώ προσπαθούσε να κρατήσεις τις βαλίτσες, αλλά και να με πιάσει.
<Κύριε!> Φώναξε το προσωπικό του γιοτ και πέταξαν ένα σωσίβιο δίπλα μου, ενώ δύο άντρες βούτηξαν μέσα.
<Κάντε γρήγορα θα έρθει όπου να ναι!> Είπα, καθώς προσπαθούσα να φτάσω το σωσίβιο.
<Ποιος θα έρθει?> Τον άκουσα να ρωτάει και μου φάνηκε αρκετά ηλίθια η ερώτηση του.
<Ο καρχαρίας βέβαια!> Και γύρισα να τον κοιτάξω και να ελέγξω τριγύρω.
<Ποιος καρχαρίας?!>
<Ο Τάκης ή ο Σάκης> Και ένας από τους άντρες με τράβηξε προς τα έξω, πιάνοντας με από το μπράτσο. <Δεν ξέρω ποιος θα κάνει περιπολία τέτοια ώρα!> Του απάντησα ειρωνικά.
<Κύριε δώστε σε εμένα τις βαλίτσες> Είπε ο άλλος άντρας που είχε φτάσει δίπλα του.
Δεν πήρα απάντηση από τον Τζον, αν και δεν με πολύ ενδιέφερε. Αυτό που με ένοιαζε ήταν να βγω γρήγορα από το νερό και αυτό ακριβώς έγινε. Στην ξύλινη σανίδα υπήρχε μια σιδερένια σκάλα και ο άντρας με οδήγησε ως εκεί και με βοήθησε να ανέβω. Ο Μπράντον με περίμενε με μία πετσέτα στο χέρι και εγώ τυλίχτηκα γρήγορα κοιτώντας τον Τζον να βγάζει καπνούς από τα αφτιά του.
Ο άλλος άντρας είχε πάρει την μία βαλίτσα και ένα μικρό σακίδιο αφήνοντας την άλλη στον Τζον. Πρώτα ανέβηκε το παιδί που είχε περισσότερα πράγματα και στην συνέχεια του έδωσε ο Τζον την βαλίτσα.
<Λίζα μπορείς να μου φέρεις και εμένα μία πετσέτα?> Με ρώτησε ανεβαίνοντας την σκάλα.
Χωρίς να πάρω χαμπάρι τι έκανα, έτρεξα αμέσως στον Μπράντον και πήρα την δεύτερη πετσέτα που κουβαλούσε. Δεν είχε προλάβει ακόμα να φτάσει και να ακουμπήσει το ξύλινο υλικό και εγώ ήμουν μπροστά του κρατώντας την πετσέτα στο τεντωμένο χέρι μου.
<Σε ευχαριστώ πολύ> Είπε και έκανε ένα νόημα στους υπόλοιπους.
Λίγο πριν πατήσει το πόδι του στην σανίδα και ενώ εγώ κοιτούσα τον Μπράντον με τους υπόλοιπους να φεύγουν, το χέρι του γράπωσε την πετσέτα και με τράβηξε πάνω του, έχοντας ως αποτέλεσμα να βρεθούμε πάλι στην θάλασσα.
<Είσαι τρελός!> Του φώναξα και τον άκουσα να γελάει.
<Καλά να περάσετε κύριε μου!> Φώναξε ο Μπράντον και το γιοτ έβαλε μπρος την μηχανή.
Αφού τράβηξα τα μαλλιά μου πίσω από τα αφτιά μου, καθώς είχαν έρθει όλα μπροστά και ήμουν σαν ασβός που δεν έβλεπε την μύτη του, ένιωσα κάτι να με τσιμπάει στο μπούτι.
<Τζον!!!> Ούρλιαξα και τον κλότσησα, ενώ εκείνος συνέχιζε να χασκογελάει.
<Σάκη!!!!!> Άρχισε να φωνάζει δυνατά και με πήρε στην αγκαλιά του σφίγγοντας με. <Τάκη!!!! Ελάτε σας την έχω έτοιμη!> Και συνέχισε να γελάει ενώ εγώ χτυπιόμουν στην αγκαλιά του αναστατωμένη.
<Έχεις τρελαθεί?> Τον ρώτησα και γύρισα έτσι ώστε να μπορώ να τον βλέπω.
<Πάντα έτσι ήμουν, αλλά δεν το έδειχνα> Είπε και σταμάτησε να γελάει, αλλά αυτό το ενοχλητικό και γοητευτικό χαμόγελο δεν έλεγε να φύγει από το πρόσωπο του.
Τα πόδια μας χτυπούσαν μεταξύ τους. Ενώ με το ένα χέρι του με κρατούσε από την μέση, με το άλλο έβαζε τα πόδια μου γύρω από την δική του, για να μην πνίγομαι.
<Θες να βγούμε έξω?>Τον ρώτησα γλυκά πηγαίνοντας με τα νερά του.
<Όχι ακόμα> Ανταπέδωσε κι αυτός στον ίδιο τόνο γλύκας με τον δικό μου. <Δεν έχει καρχαρίες εδώ ηρέμησε> Και με έσφιξε περισσότερο πάνω του και πλέον ήμουν ένα κεφάλι πιο ψηλή από αυτόν.
<Και που το ξέρω εγώ αυτό?> Τον ρώτησα καχύποπτα.
<Δεν θέλω να έχουμε κηδεία μετά τον γάμο μου και πριν το γαμήλιο ταξίδι μας> Και έκανε μια παύση. < Μετά το βλέπουμε!> Και μου χαμογέλασε πονηρά.
Εγώ έκανα ότι παρεξηγήθηκα και έβαλα το χέρι στο στο στέρνο μου, κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα ότι με πείραξαν τα λόγια του και μετά σοβάρεψα απότομα.
<Να φανταστώ ότι λες για την δικιά σου κηδεία!> Και χτύπησα με τον δείκτη μου το στέρνο του.
<Θα δούμε γυναίκα> Και έκανε μια παύση παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. <Που ξες μπορεί να αλλάξεις γνώμη για εμένα μετά το γαμήλιο ταξίδι> Και κόλλησε τα μέτωπα μας.
<Αυτό αποκλείεται κύριε Γούοραλντ!> Του απάντησα κοιτώντας τον με το βλέμμα της τίγρης.
<Αυτό θα το δούμε κυρία Γούοραλντ!> Και το χέρι του με έσπρωξε από πάνω του.
Εγώ βυθίστηκα κατευθείαν, αλλά με ένα γρήγορο κούνημα των ποδιών μου βρέθηκα πάλι στην επιφάνεια.
<Τζον!> Τον φώναξα προσπαθώντας να πάρω ανάσα και γαντζώθηκα πάνω του.
<Είδες!!!> Είπε με θαυμασμό. < Έχεις αρχίσει να εξαρτιέσαι από εμένα σιγά σιγά> Και με τύλιξε ξανά στην αγκαλιά του.
Δεν του απάντησα σε αυτό που είπε, γιατί προσπαθούσα να βρω τις ανάσες μου και να ηρεμήσω. Το ζεστό του στέρνο κατάφερνε να μαγνητίζει και να κολλάω ακόμα περισσότερο πάνω του.
<Δεν ξέρεις κολύμπι?> Με ρώτησε και άρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη.
<Ξέρω> Είπα σχεδόν μέσα από τα δόντια μου. <Απλός φοβάμαι> Και ο αναστεναγμός ήχησε δυνατά στα αφτιά μου.
<Όταν θα είμαι εγώ δίπλα σου δεν χρειάζεται να φοβάσαι τίποτα> Είπε γλυκά και με κοίταξε με το προστατευτικό και ήρεμο βλέμμα του.
<Σε ευχαριστώ> Του είπα ντροπαλά και απόρησα με τον εαυτό μου.
Πως στο καλό το έκανε αυτό? Αντί να ήμουν ακόμα βράχος μαζί του με είχε μαλακώσει και είχα φτάσει σε σημείο να του πω και ευχαριστώ.
<Δεν κάνει τίποτα!> Και άρχισε να κολυμπάει προς στην σκάλα κρατώντας με ακόμα σφιχτά στην αγκαλιά του.
Έχοντας ακόμα τα πόδια μου τυλιγμένα γύρω από την μέση του, τα χέρια μου να αγκαλιάζουν τον λαιμό του και το κεφάλι μου να έχει χαλαρώσει πάνω στο στέρνο του, μας ανέβασε πάνω στην ξύλινη σανίδα και άρχισε να προχωράει προς στο σπίτι.
Στην λεγόμενη βεράντα που είμασταν εμείς τώρα υπήρχε ένας τριπλός δερμάτινος καναπές και στα αριστερά του, ακουμπώντας στον άλλον τοίχο μια πολυθρόνα φτιαγμένη από το ίδιο υλικό. Και τα δύο ήταν στην απόχρωση του λευκού και μπροστά τους υπήρχε ένα τραπεζάκι, όπου το πάνω μέρος ήταν γυάλινο και τα πόδια του σιδερένια.
Δεν έβλεπα που με πήγαινε, αλλά όταν σταμάτησε, κατάλαβα ότι προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα για να μπόυμε μέσα.
<Θες να κατέβω?> Τον ρώτησα και κοίταξα το βρεγμένο του πρόσωπο, με τις δροσερές σταγόνες να τρέχουν από τα μαλλιά του και να πέφτουν στο σκληρό του πρόσωπο.
<Κάτσε εκεί που είσαι!> Δεν το είπε με κάποιον αυστηρό τρόπο, αλλά αν κουνιόμουν έστω και λίγο θα γινόταν ο αυστηρός και σκληρός Τζον.
Αφού μου απάντησε μπόρεσε και άνοιξε την πόρτα. Βέβαια όταν προχώρησε μέσα είδα ότι μπαλκονόπορτα και απόρησα που μπορεί να ήταν η πόρτα και μπήκαμε από εκεί.
<Που είναι η πόρτα?> Τον ρώτησα και κοίταξα πάλι το θεϊκό του πρόσωπο.
<Δεν έχει πόρτες το σπίτι> Είπε και ένιωσα να με κατεβάζει.
Το σώμα μου ακούμπησε σε κάτι μαλακό και ήταν ο καναπές του σαλονιού.
<Τι εννοείς δεν έχει πόρτες?> Τον ρώτησα και τον είδα να βγαίνει έξω.
<Ποια λέξη δεν καταλαβαίνεις από αυτήν την πρόταση?> Μπήκε ξανά μέσα κρατώντας τα πράγματα. <Πρέπει να τα βγάλεις έξω για να τα πλένουμε και να στεγνώσουν, εκτός κι αν θες να τα πετάξουμε και να πάρω τηλέφωνο να ας φέρουν άλλα> Και τα άφησε στο πάτωμα.
Τα νεύρα μου! Τα περισσότερα μου ρούχα ήταν εκεί μέσα. Τι ήθελα και εγώ να τα βάλω μέσα? Το γομάρι φυσικά και θα μπορούσε να τα σηκώσει. Εδώ είχε εμένα τόση ώρα όρθια που είμαι το σύνολο και των δύο βαλιτσών.
<Και με τι θα κυκλοφορούμε?> Τον ρώτησα και γύρισε να με κοιτάξει πάλι με εκείνο το πονηρό χαμόγελο.
<Εγώ θα προτιμούσα γυμνοί> Και μου έκλεισε το μάτι του.
<Σαν πολλές ορέξεις δεν έχεις για την ηλικία σου?> Τον ρώτησα και αμέσως σοβάρεψε.
<Τι είπες?> Και πήρε θέση έτοιμος να μου επιτεθεί.
<Ζητώ ταπεινά συγνώμη> Σηκώθηκα ήρεμα από τον καναπέ, χωρίς να χάσουν οι ματιές μας καμία επαφή.
<Τι είπες?> Ξαναρώτησε και είχα φτάσει στην άκρη του καναπέ.
<Ένα αστειάκι έκανα μωρέ!> Είπα απελπισμένα.
<Τώρα θα δεις τι ορέξεις έχω και τι μπορώ να κάνω!> Είπε και άρχισε να με κυνηγάει γύρω από τον καναπέ.
<Σε παρακαλώ λυπήσουμε!> Τον παρακάλεσα προσπαθώντας να πάρω μία ανάσα. <Σκέψου την ταραχή που είχα πριν. Πόση ακόμα να αντέξω!> Και αγρίεψε ακόμα περισσότερο.
<Αυτό δηλώνει ότι ταράζεσαι με την παρουσία μου?> Είπε παρεξηγημένος και σταμάτησε στην άλλη άκρη του καναπέ.
<Όχι δεν το πήρες σωστά> Πήγα να τον προλάβω, αλλά με διέκοψε.
<Εννοείς ότι σε τρομάζω και δεν κάνω σωστά την δουλειά μου?> Ρώτησε αυστηρά.
<Αχ μην κάνεις τώρα σαν εμένα!> Παραπονέθηκα. <Και αναλόγως ποια δουλειά εννοείς>
<Αυτήν που σου δείχνω στο κρεβάτι γυναίκα!> Απάντησε και ανέβηκε στον καναπέ και πήγε να με πιάσει, αλλά αντέδρασα γρήγορα.
<Τελικά όπως είπα το πήρες πολύ λάθος!>
<Εσύ πως θα το έπαιρνες, αν σου λέγαν ότι δεν είσαι καλή στις δουλειές του σπιτιού?>
<Άθλιο παράδειγμα αγαπητέ μου!> Και έκανα μια έκφραση αηδίας. <Δεν έχω πιάσει ούτε σφουγγάρι, ούτε σκούπα, ούτε τίποτα τέτοιο στα χέρια μου> Του εξήγησα για να του βάλω την ιδέα να πάρει κάποια οικιακή βοηθό για το σπίτι.
<Μην αγχώνεσαι μωρό μου!> Είπε και έκανε μια προσποίηση να πάει από την αριστερή πλευρά του καναπέ, αλλά πήγε δεξιά και έπεσα πάνω του. <Τώρα που έπεσες στα δίχτυα μου θα σου τα μάθω όλα με κάθε λεπτομέρειες> Και με κοίταξε με εκείνο το πονηρό βλέμμα που επεξηγούσε τι με περίμενε, σε λίγα λεπτά. <Για να μην ξαναπείς τίποτα για την ηλικία μου γυναίκα!> Και με πήρε αγκαλιά, οδηγώντας με σε κάποιο άλλο μέρος του σπιτιού.
<Τουλάχιστον ας το δείξεις στον καναπέ μην κουράζεσαι να με πας και μέχρι το κρεβάτι!> Είπα για να τον θυμώσω ακόμα παραπάνω. Έτσι κι αλλιώς κάθε φορά που θύμωνε, γινόταν ο θεός του κρεβατιού. <Έτσι κι αλλιώς δεν το έχουμε κάνει μέχρι τώρα στον καναπέ>
<Δεν θα το παραλείψουμε> Είπε, αλλά άνοιξε μια πόρτα και μας έβαλε μέσα. <Αλλά προηγείται ένα μπανάκι!> Και με έχωσε κάτω από την βρύση πριν δω την διακόσμηση του μπάνιου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top