Πριν το γάμο


Μία μέρα πριν τον γάμο. Μία μέρα πριν την καταστροφή μου και το μόνο που κάνω είναι να κάθομαι σε μια καρέκλα και να μου βάφουν τα νύχια.

<Αύριο θα είσαι μια κούκλα!> Είπε η Θεία μου.

<Ναι τι να σου πω!> Την ειρωνεύτηκα και η μαμά με αγριοκοίταξέ βίχοντας. 

<Που είναι η πριγκίπισσα μου?> Μπούκαρε μέσα στο δωμάτιο μου ο πολυαγαπημένος μου ξάδερφος Κρίστιαν.

<Κρίστιαν? Πότε ήρθες?> Σηκώθηκα γρήγορα από την καρέκλα για να τον αγκαλιάσω και οι αισθητικοί άρχισαν να παραπονιούνται.

<Μόλις έμαθα ότι παντρεύεσαι τακτοποίησα τις δουλειές μου και πήρα το πρώτο αεροπλάνο για να έρθω> Είπε και με πήρε στην αγκαλιά του σφίγγοντας με.

<Αχ ρε μικρό! Το ξες ότι ο θείος θα σε φωνάζει!>

<Μωρέ ποιος ασχολείται, εδώ εσύ παντρεύεσαι! Αλλά κάτσε δεν είσαι λίγο μικρή για γάμους ρε Λιζάκι?> 

<Αυτό θα  το συζητήσουμε άλλη ώρα> Του είπα και πήγα να καθίσω στην καρέκλα.

<Κρίστιαν πότε ήρθες?> Τον ρώτησε η θεία μου και πήγε να τον αγκαλιάσει.

<Θειούλα!!! Πριν λίγο πάτησα το πόδι μου στην πατρίδα> Είπε και την αγκάλιασε.


Όσο μου έβαφαν τα νύχια και με περιποιούνταν για την αυριανή ημέρα ο Κρίστιαν χαιρετούσε όλους μου τους συγγενείς που είχαν μαζευτεί για να με δουν και να γιορτάσουμε το βράδυ για την τελευταία νύχτα που θα ήμουν ελεύθερη. Ήταν έθιμο της οικογένειας μου. Μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς μου και το βράδυ στρώναμε το μεγαλύτερο τραπέζι για να το γλεντήσουν. Η νύφη καθόταν πάντα πάνω στο δωμάτιο της και πήγαινε νωρίς για ύπνο για να είναι φρέσκια για την μεγαλύτερη μέρα της ζωής της και ο γαμπρός έτρωγε και γλεντούσε κάτω με την οικογένεια του και την δικιά της.

<Λοιπόν κυρίες μου τελειώσατε?> Ρώτησε ο Κρίστιαν και εγώ έβγαλα το αγγουράκι από το αριστερό μάτι που μου είχαν βάλει.

<Ναι μόνο να βγάλουμε την μάσκα και είναι έτοιμη> Απάντησε η αισθητικός και εκείνος της έκλεισε το μάτι. Εκείνη αμέσως κοκκίνισε και πήρε την πετσέτα να μου βγάλει την μάσκα.

Ο ξάδερφος μου ήταν πολύ ωραίο παιδί από μικρός. Τον περνούσα δύο χρόνια. Τον θυμάμαι που τον έφερνε στο σπίτι μας ο θείος να παίξει μαζί μου και συνέχεια κυνηγούσαμε τον Ντίντο το σκυλί του μπαμπά. Η θεία μου και μητέρα του είχε πεθάνει στην γέννα και για αυτόν μητέρα ήταν η μαμά μου. Άλλα αδέρφια δεν είχε και για αυτό φρόντισε να γίνω εγώ η μεγάλη του αδερφή, μιας και κάθε φορά που έκανε κάποια ζημία εγώ τον υπερασπιζόμουν. Τώρα φοιτούσε Νομική σε ένα πανεπιστήμιο της Αγγλίας και ο θείος μου είχε δώσει μισή περιουσία για να τον πάρουν. Έμοιαζε πολύ με την θεία μου. Είχε πάρει τα γαλανά της μάτια. Βέβαια όλοι από την οικογένεια της μαμάς μου είχαν γαλανά μάτια, αλλά τα μάτια του Κρίστιαν ήταν τα πιο ωραία. Ήταν πολύ ψηλός, γύρω στο 1,85 και είχε αυτά τα ατίθασα κατάξανθα μαλλιά που πάντα μου άρεσε να τα πειράζω. 

<Λοιπόν θα μου εξηγήσεις πως μας προέκυψε ένας έκτακτος γάμος από το πουθενά?> Με ρώτησε και αρχίσαμε να περπατάμε προς το δωμάτιο του μικρού μου αδερφού.

<Βλέπεις δεν κανονίζω εγώ τον γάμο μου, αλλά άλλοι!> Είπα και άνοιξα την πόρτα για να δω άμα βρίσκεται κανείς, αλλά δεν υπήρχε ψυχή μέσα στο δωμάτιο και μπήκαμε.

<Τι εννοείς Λίζα? Ξέρω ότι θα μου είχες γνωρίσει αμέσως τον μέλλοντα σύζυγο σου και θα ήμουν ο πρώτος που θα το μάθαινα από ένα τηλέφωνο, αλλά όχι από μία πρόσκληση.>

<Κρίστιαν οι γονείς μου κανόνισαν αυτόν τον γάμο. Για την ακρίβεια ο πατέρας μου. Λέει πως με αυτόν τον γάμο θα ωφεληθεί πολύ η εταιρεία μας> Και κάθισα στο κρεβάτι του αδερφού μου.

<Δεν σοβαρολογείς τώρα εεε?> Με ρώτησε και κάθισε και εκείνος δίπλα μου.

<Αλήθεια σου λέω. Υπήρχε κανένας λόγος να σου πω ψέματα?>

<Και για πες ωραίος είναι ο μέλλοντας γαμπρός?> Με ρώτησε και εγώ τον αγριοκοίταξα. <Έλα ρε μικρή! Δεν μπορείς να κάνεις κάτι ακόμα και τον κόσμο ανάποδα να γυρίσεις. Ο πατέρας σου θα τα έχει φροντίσει όλα και δεν νομίζω ότι και ο σύζυγος σου θα είναι και κανένα ασήμαντο ανθρωπάκι, αλλά θα έχει δύναμη για να τον διάλεξε ο θείος>

<Κρίστιαν δεν καταλαβαίνεις? Με στέλνουν στην φωλιά του λύκου! Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι για εμένα>

<Πες μου ότι δεν είναι κανένας γέρος, χωρίς δόντια!> Και άρχισε να γελάει.

<Γέλα όσο θες! Αντιθέτως είναι πολύ πιο γομάρι από εσένα και μόνο από την φάτσα του καταλαβαίνεις τι άνθρωπος είναι>

<Μάλιστα!>

<Κρίστιαν πρέπει να κάνουμε κάτι!> Γύρισα και του είπα ικετεύοντας για κάποια ιδέα.

<Σαν τι να κάνουμε δηλαδή?>

<Κρίστιαν πάρε με από εδώ. Δεν πρέπει να τον παντρευτώ.>

<Λίζα ακούς τι λες? Πως να σε πάρω από εδώ? Που να σε πάω?>

<Πάρε με μαζί σου στην Αγγλία θα σου μαγειρεύω τα σου σιδερώνω θα ψάξω να βρω δουλειά σε παρακαλώ μην αφήσεις να γίνει αυτός ο γάμος!> Και τα πρώτα δάκρυα έκαναν την εμφάνιση τους.

<Αχ ρε Λιζάκι μου!> Είπε και με έβαλε στην αγκαλιά του. <Και να σε πάρω το πράγμα δεν τελειώνει εκεί. Ο πατέρας σου θα φάει τον κόσμο να σε βρει και άμα μάθει ότι σε πήρα εγώ μαύρο φίδι που μας έφαγε>

<Κρίστιαν έχουν μείνει λίγες ώρες πριν το δείπνο και αυτός θα έρθει και αύριο θα με αναγκάσει να γίνω δική του> Του τόνισα με τα κόκκινα τα μάτια μου.

<Τι θα σε κάνω γαμώτο!> Είπε και σηκώθηκε πάνω. <Μην πάρεις ρούχα ούτε τίποτα. Την ώρα που θα έρθει και θα μαζευτούν όλοι στο τραπέζι και εσύ θα είσαι πάνω και θα κάνεις ότι κοιμάσαι θα έρθω να σε πάρω>

<Αλήθεια λες?> Είπα και σηκώθηκα γρήγορα να τον αγκαλιάσω.

<Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αφού είσαι η μεγάλη μου αδερφή και δεν σε θέλω δυστυχισμένη> Και μου χάιδεψε στοργικά την πλάτη.

<Κρίστιαν σε λατρεύω!>

<Πάνε μέσα τώρα και να συμπεριφέρεσαι κανονικά. Εγώ πάω να τηλεφωνήσω σε έναν φίλο μου να μας βοηθήσει το βράδυ>

<Είσαι ο καλύτερος!> Τον φίλησα στο μάγουλο και πήγα να φύγω από το δωμάτιο.

<Μικρή όπως σου είπα. Μην υποψιαστεί κανείς τίποτα>

<Μάλιστα κύριε> Του είπα χαμογελαστά και έφυγα από το δωμάτιο.



Οι ώρες είχαν περάσει και βρισκόμουν μαζί με την μητέρα μου στο δωμάτιο μου. 

<Μην τρως τα νύχια σου ρε κορίτσι μου!> Μου φώναξε καθώς έστρωνε το κρεβάτι.

<Καλά λες τους πήραν ώρες να τα φτιάξουν> Είπα και πήγα στο κρεβάτι να σκεπαστώ.

<Και εγώ έτσι ήμουν την ημέρα πριν παντρευτώ τον πατέρα σου κορίτσι μου. Όλες οι νύφες έχουν άγχος> 

<Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο έχω εγώ!> Της είπα. 

Πότε θα κατέβαινε να με αφήσει μόνη μου να έρθει να με πάρει ο Κρίστιαν για να φύγουμε.

<Μαμά δεν θα έπρεπε να πας κάτω?>

<Ναι τώρα θα πάω έλα να σου δώσω ένα φιλάκι για καληνύχτα!> Είπε και έσκυψε να με φιλήσει στο μέτωπο. <Αύριο θα είσαι η πιο ωραία νύφη!> Και έφυγε από το δωμάτιο.

Μόλις άκουσα να κατεβαίνει τις σκάλες εγώ σηκώθηκα γρήγορα και άρχισα να περπατάω πάνω κάτω σε όλο το δωμάτιο. Πέρα από το άγχος είχα μπροστά μου και τον εφιάλτη μου. Το άσπρο νυφικό ήταν κρεμασμένο μέσα σε μια θήκη πάνω στην ντουλάπα.

Η ώρα περνούσε και φωνές και τραγούδια ακούγονταν από κάτω. Γιατί δεν είχε έρθει ακόμα? Τι έκανε τόση ώρα. Είχα αφήσει ανοιχτό το πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι μου και περίμενα υπομονετικά μέχρι να έρθει. Όμως αυτό που τάραξε την ησυχία του δωματίου ήταν ο ήχος του παραθύρου. Μια δεύτερη πέτρα χτύπησε ξανά το παράθυρο μου και εγώ σηκώθηκα να δω ποιος είναι. ΄

Άνοιξα το παράθυρο και έβγαλα το κεφάλι μου για να μπορέσω να δω καλύτερα την φιγούρα που στεκόταν κάτω στο σκοτάδι.

<Κριστιαν?> Ρώτησα και είδα την φιγούρα να προσπαθεί να ανέβει προς τα πάνω. <Καλά τρελάθηκες τι κάνεις?> Τον ρώτησα καθώς τον έβλεπα να πιάνετε από τον σωλήνα και να φτάνει σιγά σιγά προς το παράθυρο μου.

Έκανα άκρη για να μπει μέσα και γύρισα να πάρω την τσάντα που είχα ετοιμάσει με κάτι ρούχα. <Γιατί άργησες τόσο πολύ!> 

<Κανονικά δεν επιτρέπεται να βλέπει ο γαμπρός την νύφη πριν τον γάμο> Άκουσα την φωνή του και κοκάλωσα. 

<Τζόν?> Γύρισα απότομα, όμως το χέρι του κάλυψε το στόμα μου και με κόλλησε στον τοίχο. 

<Ποιος είναι ο Κρίστιαν μωρό μου?> Με ρώτησε και με κοίταξαν τα σκοτεινά του μάτια γεμάτα θυμό. <Που ετοιμάζεσαι να πας και δεν με έχεις ενημερώσει?> Και πέταξε την τσάντα που κρατούσα στο πάτωμα.

Προσπαθούσα να μιλήσω, όμως δεν έπαιρνε το χέρι του από το στόμα μου.

<Μάλλον είχες άλλα σχέδια για απόψε και στα χάλασα εε?>

<Τζον τι κάνεις εδώ? Θα έπρεπε να ήσουν κάτω!> Μπόρεσα και μίλησα αφού του τράβηξα το χέρι.

<Είπα πως έχω να κάνω ένα σοβαρό τηλεφώνημα και βγήκα έξω. Όμως είδα το φως σου ανοιχτό και βρήκα την ευκαιρία να πραγματοποιήσω το έθιμο της δικιάς μου οικογένειας και όχι την μαλακία που κάνουν εκεί κάτω οι δικοί σου>

<Ποιο έθιμο?> Τον ρώτησα και τα μάτια του γυάλισαν.

<Να κάνω την γυναίκα μου να ποθεί την νύχτα του γάμου μας> Ψιθύρισε στο αφτί μου και εγώ προσπάθησα να τον σπρώξω.

<Τζον δεν σου επιτρέπω να με ακουμπήσεις μέχρι να παντρευτούμε!> Του είπα, όμως εκείνος δεν έδειξε να παίρνει από λόγια.

Με δύναμη με έσπρωξε πάνω στο κρεβάτι και έπεσε από πάνω μου.

<Ποιος είναι ο Κρίστιαν μωρό μου? Σε ρωτάω γα δεύτερη φορά!> Είπε με απειλητικό τόνο.

<Εγώ είμαι!> Ακούστηκε από πίσω ο Κρίστιαν και γύρισε να τον κοιτάξει.

Με το που τον είδε ο Κρίστιαν τον βάρεσε με ένα βάζο στο κεφάλι και έπεσε πάνω μου αναίσθητος.

<Κρίστιαν!!!> Έσπρωξα τον Τζον από πάνω μου και έτρεξα να τον αγκαλιάσω.

<Πάμε μικρή!> Είπε και πήρε την τσάντα μου από το πάτωμα.

Βγήκαμε στον διάδρομο και αρχίσαμε να πηγαίνουμε προσεκτικά προς την πίσω πόρτα του σπιτιού χωρίς να μας δει κάνεις.

<Ωραίος ο γαμπρός Λίζα> Είπε και εγώ σάστισα με αυτό που άκουσα.

<Δεν πας καλά μου φαίνεται! Άλλος την έφαγε στο κεφάλι, άλλος τα έχει χαμένα>

<Φαίνεται για άνδρας που στύβει την πέτρα> Είπε και έλεγξε να δει αν έρχεται κανένας.

<Κρίστιαν σταμάτα και πάρε με από εδώ!> Του είπα και εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ο θείος μου.

<Ωπ κοριτσάρα μου να ζήσεις!> Είπε και ήρθε να με αγκαλιάσει.

<Πατέρα πάνε στην τουαλέτα να πλυθείς!>  Και τον τράβηξε από πάνω μου.

<Κρίστιαν γιατί είναι...> 

<Μην ρωτήσεις! Κάπως έπρεπε να σε βγάλω από εδώ μέσα, που ακόμα κι αν σε έβλεπαν να φεύγεις να μην μπορούσαν να αντιδράσουν>

<Τους μέθυσες?> Και με τράβηξε να βγούμε στην αυλή.

<Όλους εκτός από τον άνδρα σου. Εκείνος δεν κατέβασε ούτε μια γουλιά κρασί!> Και αρχίσαμε να τρέχουμε έξω στον κήπο.

<Δεν είναι άνδρας μου> Του φώναξα και άρχισα να τον ακολουθώ.

<Γαμώτο!> Ψιθύρισε και κρυφτίκαμε πίσω από την μηλιά

<Τι έγινε?> 

<Γιατί δεν μου είπες ότι ο δικός σου έχεις και φρουρούς?>

<Τι έχει?> Τον ρώτησα μην πιστεύοντας αυτό που άκουσα.

<Μακάρι να είχα και εγώ τόσο χρήμα!> Είπε κοιτώντας του φρουρούς και τα αμάξια που ήταν παρκαρισμένα έξω από την είσοδο.

<Άμα θες παντρέψου τον εσύ!> Τον ειρωνεύτηκα.

<Δεν παντρεύομαι άνδρες μωρό μου!> Άκουσα την φωνή του και γυρίσαμε και οι δύο. < Έτσι όπως είσαι κάνε δέκα βήματα μακρυά της> Και σημάδεψε με το όπλο του τον Κρίστιαν.

<Τζον τι είναι αυτό?> Τον ρώτησα σοκαρισμένη.

<Μην μιλάς εσύ!> Μου φώναξε και ο Κρίστιαν έκανε ότι του είπε.

Τον ακούσαμε να σφυρίζει και δύο φρουροί από πίσω του εμφανίστηκαν και έπιασαν δυνατά τον Κρίστιαν.

<Τζον ας τον. Δεν φταίει σε τίποτα> Έτρεξα πάνω του και προσπάθησα να κατεβάσω το χέρι του που συνέχιζε να τον σημαδεύει.

<Σκάσε!!!> Είπε και με έσπρωξε με τον αγκώνα του ρίχνοντας με κάτω. <Πάρτε τον!> Τους διέταξε και τους είδα να τον παίρνουν και εκείνος να προσπαθεί να αντισταθεί.

<Τώρα ήρθε η σειρά σου μικρή!> Είπε και άρχισε να με πλησιάζει.

Εμένα ακόμα με πονούσε η κοιλιά από το χτύπημα και πήγα να φύγω, όμως γρήγορα με έπιασε και με σήκωσε στην αγκαλιά του.

<Δεν έχεις να πας πουθενά, παρά στο κρεβατάκι σου να ξεκουραστείς για να είσαι αύριο έτοιμη για εμένα> Είπε και άρχισε να με οδηγεί πάλι πίσω στο σπίτι.

Με πήγε πάνω στο δωμάτιο και με ξάπλωσε πάνω στο κρεβάτι μου. Πήγε στο παράθυρο το έκλεισε, κατέβασε το παντζούρι και έκοψε το σκηνή που μπορούσα να το σηκώσω.

<Αυτό για να μην σου έρθει καμιά τρελή ιδέα να το σκάσει από το παράθυρο>

Ήρθε από πάνω μου και με σκέπασε, δίνοντας μου στο τέλος ένα φιλί στο μάγουλο, όμως εγώ γύρισα αμέσως από την άλλη.

<Αύριο φρόντισε αυτά τα μουτράκια να τα φτιάξεις αλλιώς δεν θα περάσεις καθόλου καλά> Είπε και άνοιξε την πόρτα. <Επίσης έξω από την πόρτα σου και γενικά από το σπίτι σου είναι δικοί μου, οπότε δεν υπάρχουν ελπίδες για να φύγεις. Καλό σου βράδυ γυναίκα!> Τόνισε την τελευταία λέξη και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του.



Λοιπόν είμαστε ένα βήμα πριν το γάμο. Ψηφίστε και σχολιάστε για να έρθει γρήγορα το επόμενο κεφάλαιο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top