Μόνοι μας
<Πάνε να πάρεις τα πράγματα μου. Έτσι και μπω μέσα θα την σκοτώσω> Χτύπησε από τα νεύρα του το καπό του αμαξιού.
<Πάρε τα κλειδιά από το σπίτι μου και θα έρθω κι εγώ. Μην κάνεις καμία βλακεία στον δρόμο!> Τον προειδοποίησα την ώρα που έπιανε τα κλειδιά στην κούφτα του.
<Μείνε ήσυχος!> Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο αμάξι του.
Φυσικά και θα έτρεχε το ήξερα, αλλά σαν φίλος έπρεπε να του υπενθυμίσω και τους κινδύνους που έκρυβε η ταχύτητα. Τον είδα να πατάει τέρμα το γκάζι και να αφήνει την σκόνη να γεμίζει τον δρόμο. Πήγα στην πόρτα και την άνοιξα με τα κλειδιά του. Στην κατάσταση που θα ήταν σιγά μην σηκωνόταν να ανοίξει.
<Λίζα?> Φώναξα χαμηλόφωνα καθώς άνοιγα την πόρτα για να ξέρει ποιος μπήκε μέσα στο σπίτι. Μέχρι να ανοίξω την πόρτα τέρμα δεν είχα πάρει ούτε είχα δει τίποτα, μόλις όμως ακούμπησε στον τοίχο βρήκα το σώμα της ξαπλωμένο στο πάτωμα και τα ρούχα τις να είναι ποτισμένα με αίμα. <Λίζα!> Φώναξα αυτή την φορά πιο δυνατά και έτρεξα πάνω της. Την γύρισα ανάσκελα και προσπαθούσα να την συνεφέρω όμως δεν αντιδρούσε, ούτε στα απαλά χτυπήματα στα μάγουλα, ούτε στην ένταση της φωνής μου.
Την σήκωσα στα χέρια μου και την έβγαλα από το σπίτι. Το κεφάλι της μετακινούταν ανεξέλγτα αριστερά και δεξιά. Την έβαλα στα πίσω καθίσματα του αμαξιού μου και γρήγορα μπήκα στην θέση του οδηγού.
Στον δρόμο έτρεχα με την μεγαλύτερη ταχύτητα που μπορούσε το αμάξι. Προσπερνούσα αμάξια συνεχώς. Σε άλλους που μου κλείναν τον δρόμο τους έκανα νόημα αναβοσβήνοντας τα φώτα να κάνουν στην άκρη και να ανοίξουν δρόμο. Έπρεπε να πάω όσο πιο γρήγορα γινόταν στο νοσοκομείο. Έριξα μια ματιά πίσω και το αίμα είχε άρχισει να λερώνει τα καθίσματα και να μην σταματά. Αιμοραγούσε χωρίς σταματημό και αυτό με έκανε να ανησυχό ακόμα περισσότερο.
***********************
Άνοιξα αδύναμα τα μάτια μου, μα το φως με έκανε να τα ξανακλείσω. Το φως ήταν πολύ δυνατό για τόση ώρα που είχα τα μάτια μου κλειστά. Αλήθεια γιατί είχε τόσο πολύ φως? Στο σπίτι δεν έχει τόσο φωτισμό ειδικά σήμερα που η μέρα ήταν συννεφιασμένη. Έβαλα το χέρι μου για να λιγοστέψω το φως που έπεφτε στα μάτια μου και μείωνε την όραση μου. Αρχικά επεξεργάστηκα το χέρι μου που ήταν τρυπημένο με σωληνάκια. Όταν άρχισα να προσαρμόζομαι στον φωτισμό απομάκρυνα το χέρι μου και άρχισα να κοιτάω τριγύρω μου. Το δωμάτιο ήταν λευκό. Δίπλα μου υπήρχε ένα μηχάνημα που έκανε ένα συνεχώμενο ρυθμικό μπιπ και από ότι συμπέρανα ήμουν σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Σιγά σιγά άρχισα να θυμάμαι όλα όσα είχαν γίνει και για ποιον λόγο βρισκόμουν εδώ. Ο πάνικος δεν άργησε να με καταβάλει και σηκώθηκα ψάχνοντας τις απαντήσεις που ήθελε.
<Λίζα> Άκουσα έναν νυσταγμένο Φίλιπ που είχε αποκοιμηθεί στην καρέκλα δίπλα από το παράθυρι.
<Φίλιπ τι έγινε?> Τον ρώτησα και σταμάτησα εκεί που ήμουν.
<Είστε και οι δύο μια χαρά δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Ευτυχώς φτάσαμε έγκαιρα, αλλά αυτούς τους μήνες θα πρέπει να μείνεις στο κρεβάτι γιατί είσαι πολύ ευαίσθητη> Είπε χασμουριόντας και έτριψε τα μαλλιά του.
<Ποιοι εμείς?> Ψιθύρισα και προσπαθούσα να θυμηθώ μήπως έγινε κάτι άλλο.
<Πότε θα του το πεις?> Σηκώθηκε από την καρέκλα και τεντώθηκε για να ισιώσει το σώμα του που είχε πιαστεί από τόσες ώρες σε αυτό το άβολο αντικείμενο. <Γιατί είμαι σίγουρος ότι δεν το ξέρει. Αν το ήξερε θα ήμουν ο πρώτος που θα το είχε μάθει και δεν θα αντιδρούσε έτσι> Πήρε το παλτό του πίσω από την κρεμάστρα και το φόρεσε.
<Φίλιπ πες μου ξεκάθαρα για ποιον άλλον μιλάς εκτός από εμένα> Γύρισα και του μίλησα τσατισμένη.
<Μην παίζεις ότι δεν το ξέρεις Λίζα. Προφανώς και μιλάω για το μωρό που δεν είπες σε κανέναν ότι κυοφορείς!> Ανταπάντησε στον ίδιο τόνο και άνοιξε την πόρτα για να φύγει. <Δυστηχώς πρέπει να φύγω, γιατί ο Τζον περιμένει πολύ ώρα στο σπίτι> Είπε και έσκυψε κοιτώντας σκετόμενος το πάτωμα. <Θα ήταν καλύτερα να του το πεις εσύ και όχι εγώ. Δεν θα ήταν ωραίο το πιο ευχάριστω πράγμα να το μάθει από εμένα που του λέω συνεχώς συμφορές, αλλά στην κατάσταση που είστε...> Έκανε μια παύση κοιτώντας με και συνέχισε. <Προσπάθησε να του εξηγήσεις. Είμαι σίγουρος και ελπίζω να είναι κάτι άλλο και απλός το όνομα σου να μπλέχτηκε σε όλη αυτήν την κατάσταση> Και έκλεισε την πόρτα.
Ήλπιζε ότι δεν φταίω πουθενά και πως όλα έγιναν τυχαία. Να όμως που για όλα αυτά η αιτία είμαι εγώ! Άρχισα να αφαιρώ τα σωληνάκια από το χέρι μου και κηλίδες αίματος ξεκίνησαν να κατρακυλάν από τις πληγές που μόλις είχα δημιουργήσει. Έπειτα αυτό που δεν μπορούσα να πιστέψω ακόμα ήταν ότι ήμουν έγκυος. Οι ναυτίες, οι αδιαθεσίες μου... Είχα καθυστέρηση! Όλα παιρνούσαν από το μυαλό μου. Όλα τα σημάδια που επιβεβαίωναν τα λόγια του Φίλιπ. Ήμουν στα αλήθεια έγκυος, αλλά δεν το ήξερα. Με κατηγορούσε ότι το έκρυβα, ενώ στα αλήθεια δεν το ήξερα.
Μια νοσοκόμα μπήκε μέσα κρατώντας το εξητήριο. Όταν είδε τα αίματα στα χέρια μου πήγε να με μαλώσει που τα έβγαλα, όμως με μία μου ματιά την έβαλα στην θέση της. Υπέγραψα τα χαρτιά και μου έδωσε κάτι σημειώσεις για να είμαι πιο προσεκτική. Μόλις έφυγε σηκώθηκα από το κρεβάτι και είδα μια τσάντα δίπλα στην καρέκλα. Την έβαλα πάνω στο κρεβάτι και την άνοιξα. Μέσα είχε ρούχα καθαρά και σε μία άλλη σακουλίτσα που ήταν στον πάτο τα ρούχα που φορούσα όταν ήρθα. Ντύθηκα με τα καθαρά ρούχα και έβαλα την τσάντα μου στην πλάτη μου.
Βγήκα από το νοσοκομείο και ο φωτεινός ήλιος με καλημέρισε. Είχε περάσει όλη την νύχτα μαζί μου ο Φίλιπ και ο άλλος ούτε καν ενδιαφέρθηκε. Πως σκατά τα έκανα έτσι! Έκανα νόημα σε ένα ταξί και αυτό σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου. Μόλις μπήκα μέσα είπα την διεύθυνση του σπιτιού του και ο οδηγός ξεκίνησε. Θα πήγαινα να πάρω τα πράγματα μου και θα πήγαινα στους γονείς μου. Δενξ υπήρχε περίπτωση μα έμενα κάπου που μου θύμιζε όλα όσα έγιναν. Μέσα στην τσάντα ο Φίλιπ είχε βάλει το κινητό μου. Κάλεσα τον αριθμό της μητέρας μου και περίμενα υπομονετικά να το σηκώσει. Άργησε να το σηκώσει, αλλά όταν το σήκωσε το μόνο που άκουσα ήταν "Λίζα..." Και μετά το τηλέφωνο το πήρε ο πατέρας μου.
<Μην τολμήσεις να πατήσεις το πόδι σου εδώ μ' ακούς?> Φώναξε και έμεινα ακίνητη κοιτώντας έξω από το παράθυρο. <Εγώ προσπάθησα να σου εξασφαλήσω το καλύτερο μέλλον και εσύ φέρθηκες με πονηριά παίρνοντας κάτι που δεν σου αξίζει ούτε λίγο! Ντρέπομαι για λογαριασμό σου. Μα περισσότερο ντρέπομαι που είσαι κόρη μου μ' ακούς! Να μας ξεχάσεις. Δεν έχεις πλέον οικογένεια!> Είπε και τερμάτησε την κλήση.
Το χέρι μου κατέβασε σιγά-σιγά το κινητό από το αφτί μου και πλέον κοιτούσα το απόλυτο κενό. Ένιωθα κάτι να έχει κολλήσει στον λαιμό μου. Δεν μπορούσα να καταπιώ με ευκολία. Το οξυγόνο ήταν λιγοστό και ασφυκτιούσα.
<Μπορείτε να ανοίξετε λίγο το παράθυρο σας παρακαλώ?> Ζήτησα με την φωνή μου αποδυναμώνεται όσο μιλούσα.
Ο ταξιτζής άνοιξε αμέσως το παράθυρο και ο αέρας χτύπησε το πρόσωπο μου. Άρχισα να αναπνέω φυσιολογικά και να παίρνω όσο περισσότερο οξυγόνο μπορώ. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία έτσι λένε και η απόδειξη είναι ότι ακόμα και ο Φίλιπ ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον. Ένα δάκρυ ξέφυγε από τα μάτια μου, αλλά δεν είχα την δύναμη να το σκουπίσω. "Είμαστε μόνοι μας μωρό μου" Είπα από μέσα μου και χάιδεψα την κοιλιά μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top