Μαλδίβες
<Λίζα!!!!> Ακούγεται η φωνή του σε όλο το σπίτι. <Ήρθα!!!>
<Καλώς τον!> Λέω ειρωνικά όσο πιο χαμηλόφωνα μπορώ και κατεβαίνω με την βαλίτσα στα χέρια.
<Είσαι κιόλας έτοιμη?> Με ρωτά και πήρε την βαλίτσα από τα χέρια μου.
<Ναι μέσα σε μισή ώρα τα είχα ετοιμάσει!>
<Έτσι κι αλλιώς δεν χρειάζεται να πάρεις και πολλά ρούχα μαζί σου> Και άφησε την βαλίτσα δίπλα στην πόρτα.
<Γιατί?> Τον ρωτάω και βάζω μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αφτί.
<Διότι αγάπη μου...> Κάνει μία παύση και με δύο βήματα του έχει φτάσει μπροστά μου. <Δεν θα τα χρειαστείς> Ψιθύρισε στο αφτί μου και με έκανε στην άκρη για να ανέβει τις σκάλες.
<Χα νομίζεις!> Του φώναξα και εκείνος γύρισε να με κοιτάξει με το βλέμμα του άρχοντα.
<Άλλος κάνει κουμάντο!>
<Ναι όχι όμως όταν είμαι στις γυναικείες ημέρες μου> Και αμέσως κοκάλωσε.
<Τι???>
<Τι να κάνω εσύ με τους γονείς μου κανονίσατε την ημερομηνία του γάμου, εμένα δεν με ρωτήσατε καθόλου!> Του είπα με πονηρό χαμόγελο.
<Δεν πειράζει θα το φτιάξουμε το θεματάκι σου> Είπε και μου έκλεισε το μάτι. <Σε ένα εικοσάλεπτο θα φύγουμε να ξες> Φώναξε καθώς έφτανε στο υπνοδωμάτιο.
<Εντάξει!!!> Τσίριξα και εγώ για να με ακούσει.
Να δω τώρα τι θα κάνω για να δείξω ότι είμαι αδιάθετη! Φώναξε η μικρή φωνούλα μέσα μου. Έτσι και αρχίζω να τον κατηγορώ και να νευριάζω με το παραμικρό τον έχω ικανό να μου κλείσει το στόμα μέχρι να φτάσουμε. Θα πάρω πολλές σοκολάτες μαζί μου και δεν θα σταματήσω να τρώω. Βέβαια όμως δεν είναι λύση αυτό. Αχ θεέ μου τι θα κάνω!
Άρχισα να ψάχνω σε όλα τα ντουλάπια της κουζίνας για σοκολάτα, όμως πουθενά δεν υπήρχε τίποτα. Που στο καλό τις είχε βάλει!
<Τζον!!!!!> Φώναξα από τις σκάλες καθώς τις ανέβαινα για να πάω στο υπνοδωμάτιο.
Δεν πήρα καμία απάντηση και φώναξα πιο δυνατά όμως πάλι δεν άκουσα τίποτα. Τι στο καλό έπαθε τώρα?
<Τζον τα νεύρα μου γιατί δεν απαντάς!> Φώναξα για ακόμα μία φορά με την τσιριχτή μου φωνή ανοίγοντας την πόρτα. <Τζόνν...!!!> Και πάλι τα χέρια μου μπήκαν μπροστά στο πρόσωπο μου.
<Φώναξες?>
Ήταν μπροστά στον καθρέφτη γυμνός κοιτώντας αν χρειαζόταν ξύρισμα ή όχι.
<Ναι σε φώναξα!> Του λέω κάπως έντονα και γυρνάω από την άλλη κάνοντας ότι μαζεύω πράγματα. <Που τις έχεις σοκολάτες?> Τον ρωτάω και τον νιώθω από πίσω μου.
Εγώ απότομα γύρισα προς την μεριά του. Τον κοίταξα κατευθείαν στα μάτια και τα χέρια μου πήγα αυτόματα να τον σπρώξουν όμως εκείνος τα έπιασε και με κόλλησε πάνω στην ντουλάπα.
<Τι λες για ένα μπανάκι?> Με ρώτησε με εκείνο το πονηρό χαμόγελο.
<Έκανα το πρωί δεν χρειάζομαι άλλο> Του είπα απότομα και τον κοίταξα με το σκληρό μου βλέμμα. <Που είναι οι σοκολάτες?>
<Τι θα πειράξει ένα ακόμα μπανάκι μαζί με τον άνδρα σου μωρό μου> Και το σώμα του άρχισε να ακουμπάει πάνω μου.
<Εγώ άλλο σε ρώτησα!>
<Και εγώ σε ρώτησα κάτι όμως!>
<Ναι, όμως εγώ σου απάντησα ενώ εσύ όχι!>
Το πρόσωπο του όλο και με πλησίαζε και γω προσπαθούσα να κολλήσω ακόμα περισσότερο πάνω στην ντουλάπα για να τον αποφύγω.
<Αν έρθεις μαζί μου μέσα θα μάθεις> Και πήγε να ενώσει τα χείλη μας.
Το δεξί του χέρι με κρατούσε πιο ελαφρά σε σχέση με το άλλο και με ένα απότομο τράβηγμα μπόρεσα να φύγω από εκεί που με είχε στριμώξει.
<Δεν πειράζει θα συνεχίσω να ψάχνω> Του απάντησα και εκείνος με τράβηξε πάλι πίσω χτυπώντας με πάνω στην ντουλάπα.
<Τι δεν καταλαβαίνεις γυναίκα?> Με ρώτησε σχεδόν νευριασμένος, όμως δεν ήταν.
<Εσύ τι δεν καταλαβαίνεις?> Τα χέρια του απότομα με πήραν και με σήκωσαν και εγώ τυλίχθηκα πάνω του, για να μην του πέσω. <Άσε με κάτω!> Του φώναξα καθώς προσχωρούσε στο μπάνιο του δωματίου μας.
<Μα δεν σε κρατάω εγώ!> Είπε και μπήκε μέσα στο μπάνιο κλειδώνοντας την πόρτα. <Εσύ είσαι αυτή που έχει γαντζωθεί πάνω μου> Και μου χαμογέλασε για ακόμα μια φορά με το χαμόγελο του νικητή.
<Μην τολμήσεις να το κάνεις!> Τον προειδοποίησα καθώς μπήκε κάτω από την ντουζιέρα.
Το κρύο νερό έπεσε πάνω μου, κάνοντας με να κολλήσω πάνω του.
<Τόλμησα! Τι θα με κάνεις τώρα?>
Τα ξινισμένα μούτρα μου έλεγαν όλα όσα ήθελα να κάνω, όμως δεν μπορούσα. Τα χέρια του με κατέβασαν ήρεμα κάτω και πλέον ήμουν ανάμεσα στο γυαλί της ντουζιέρας και στο πελώριο σώμα του.
<Μπορείς να τα βγάλεις> Και έδειξε τα ρούχα μου. <Πλέον είναι βρεγμένα> Και γύρισε από την άλλη.
Δεν κατάλαβες καλά Τζονάκο. Τώρα αρχίζει το δικό μου παιχνίδι. Άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου νευριασμένη και εκείνα από την φόρα που τα έβγαζα και επειδή ήταν βρεγμένα κάναν έναν χαρακτηριστικό ήχο σαν να ήταν μαστίγιο. Χέστηκα που θα έβλεπε ότι δεν ήμουν αδιάθετη, αλλά τώρα θα έβλεπε ποια ήταν η γυναίκα που παντρεύτηκε.
Ενώ ήμουν εντελώς ολόγυμνη και εκείνος σαπούνιζε τα μαλλιά του, πήρα το αφρόλουτρο και έβαλα στα χέρια μου. Το σώμα μου κόλλησε πάνω του, κάνοντας τον αγκαλιά και τα χέρια μου τον χτύπησαν με δύναμη στο στήθος και άρχισαν να τον τρίβουν κυκλικά.
Το τσούξιμο μπορεί να ήταν μεγάλο από το χτύπημα, όμως πριν προλάβει να αντιδράσει τα χέρια μου άρχισαν να τον ηρεμούν κάνοντας τα δικά τους μαγικά.
Το κεφάλι του έγειρε μπροστά ακουμπώντας το κρύο πλακάκι. Το πόδι μου άρχισε να χαϊδεύει το δικό του καθώς ανέβαινε σιγά σιγά πάνω και στην συνέχεια κατέβαινε. Κατι τον οποίο τον έκανε κάθε φορά ακόμα πιο έξαλλο. Τα χέρια μου πέρα από το στήθος του άρχισαν να τρίβουν τα μπράτσα του και τον αυχένα του, κάνοντας του ένα απαλό μασάζ.
Μόνο από την έκφραση του μπορούσες να καταλάβεις πόσο πολύ το απολάμβανε, όμως αυτή η απόλαυση θα σταματούσε σε λίγο και θα είχε εμένα νικητή.
Τα χέρια μου ενώ ήταν πάνω ξεκίνησαν να κατηφορίζουν και να διασχίζουν έναν μεγάλο δρόμο μέχρι να φτάσουν στον στόχο τους, εκείνος γύρισε στην μεριά μου διακόπτοντας την διαδρομή τους.
Εγώ κόμπλαρα. Δεν μπορούσα να συνεχίσω και να με κοιτούσε και το ήξερε. Ήξερε ότι αυτή ήταν μία αδυναμία μου. Ήξερε ότι ήμουν ντροπαλή και αθώα και πατούσε πάνω σε αυτά τα δύο.
Με κοιτούσε πάλι με το βλέμμα του νικητή, αλλά δεν χαμογελούσε πονηρά. Πλησίασε στον λαιμό μου και ένιωσα τα σαρκώδη χείλη του να τυλίγονται γύρω από τον λοβό του αφτιού μου. Τα πόδια μου πήγαν να λυγίσουν απ΄το ελαφρό ανατρίχιασμα που ένιωσα να διαπερνά την σπονδυλική μου στήλη.
Δεν θα τον άφηνα να με κάνει πιόνι του, αλλά θα γινόταν το δικό μου πιόνι. Χωρίς να χάσω τον εαυτό μου σε εκείνο το βλέμμα του τα χέρια μου συνέχισαν τον σκοπό που είχαν πιο πριν. Τα χείλη του συνέχιζαν στον λαιμό μου προσπαθώντας να με αποσυντονίσουν, όμως τι κρίμα! Εγώ είχα ξεκινήσει το παιχνίδι μου και δεν πρόκειται να ήμουν η χαμένη. Ότι μου πήραν θα το έπαιρνα πίσω.
Τα χέρια μου τύλιξαν αυτό που έκανε τους άνδρες περήφανους και εκείνος ξαφνιάστηκε. Πλέον το χρώμα στα μάτια του ήταν σκούρο καφέ και με κοιτούσε έτσι όπως δεν με είχε κοιτάξει ποτέ του.
Αυτό που έκανα του προκαλούσαν αρκετά συναισθήματα και το κακό ήταν πως δεν ήξερε να τα χειριστεί. Ένωσε τα μέτωπα μας και πλέον υπήρχε ελάχιστη απόσταση μεταξύ μας. Είχε χαμηλώσει το σώμα του και έγερνε από πάνω θυμίζοντας μου για ακόμα μία φορά το πόσο μεγαλόσωμος ήταν σε σχέση με εμένα.
Σηκώθηκα στις μύτες και πλησίασα το πρόσωπο μου στον λαιμό του. Άρχισαν να κάνουν μια μικρή και γρήγορη διαδρομή προς το αφτί του, αλλά μέχρι να φτάσουν εκεί εκείνος είχε ρίξει το σώμα του στα χέρια του που ήταν αριστερά και δεξιά μου.
<Τι άλλο μπορεί να ικανοποιήσει τον άνδρα μου?> Του ψιθύρισα και εκείνος απομακρύνθηκε εντελώς.
<Σε δέκα λεπτά φεύγουμε> Είπε έχοντας τα χαμένα και βγήκε από το μπάνιο, αρπάζοντας μια πετσέτα.
Μήπως το παρατράβηξα? Σκέφτηκα από μέσα μου και μια περίεργη χαρά άρχισε να κυλάει μέσα μου.
<Δεν το πιστεύω Λίζα τα κατάφερες!> Είπα χαμηλόφωνα και άρχισα να χαίρομαι μόνη μου.
Για πρώτη φορά είχα χειριστεί κάποιον έτσι όπως το ήθελα, ενώ συνήθως γινόταν το αντίθετο. Είχα βαρεθεί να με χρησιμοποιούν για δικές τους δουλειές, αλλά τώρα τα πράγματα θα άλλαζαν. Θα το πλήρωναν και οι γονείς μου, αλλά και όσοι ήξεραν για τον σχεδιασμένο γάμο μου.
****************
Είχε βάλει όλα τα πράγματα μέσα στο αμάξι και εγώ τον περίμενα στην θέση του συνοδηγού. Από πίσω μας ήταν άλλα δύο αμάξια που ήταν οι σωματοφύλακες μας και θα μας ακολουθούσαν σε όλο το ταξίδι μας.
Η πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκε ο Τζον, βάζοντας σε λειτουργία την μηχανή.
<Τώρα θα μου πεις που θα πάμε?> Τον ρώτησα και κοίταξε από τον καθρέφτη για να δει αν μας ακολουθούν οι δικοί του.
<Πρώτα θα σου κάνω εγώ μια ερώτηση και μετά θα σου απαντήσω> Είπε και βγήκαμε με το αμάξι έξω από την έπαυλη του σπιτιού.
<Ακούω> Και κοίταξα έξω από το παράθυρο.
<Τι δώρο ήταν?>
<Ορίστε?> Για ποιο δώρο από όλα έλεγε.
<Τι δώρο ήταν αυτό που ήθελε να σου δώσει τόσο πολύ ο ξάδερφος σου?> Και γύρισα να τον δω.
<Εσύ που ξέρεις για το δώρο?>
<Μάθε λοιπόν μωρό μου, πως για να μπει κάποιος στο σπίτι μας> Τονίζοντας το "μας". <Πρέπει να το επιτρέψω εγώ, οπότε φυσικά και θα ήξερα ότι ήρθε σήμερα και είπε ότι θέλει να αφήσει το δώρο που αγόρασε για την πολυαγαπημένη του ξαδερφούλα> Και με κοίταξε με εκείνο το χαμόγελο που έλεγε ότι δεν μπορεί να μου ξεφύγει τίποτα.
<Δεν έφερε δώρο. Απλός ήθελε να δει αν είμαι καλά, γιατί από ότι είδα στο πρόσωπο του, κατάλαβε με τι βάρβαρο άνδρα έχω να κάνω> Του είπα τονίζοντας όλα τα χτυπήματα που είχα δει στο πρόσωπο του Κρίστιαν.
<Που να δεις μωρό μου και αυτά δεν ήταν τίποτα, από ότι έπρεπε να του είχα κάνει κανονικά> Και αύξησε την ταχύτητα του αμαξιού θυμίζοντας μου τον άγνωστο προορισμό μας.
<Λοιπόν τώρα που σου απάντησα που θα πάμε?> Προσπάθησα να αλλάξω την κουβέντα.
<Ότι και να σου είπε Λίζα, ότι και να προσπαθήσετε δεν θα το καταφέρετε> Έκανε μια παύση αυξάνοντας ακόμη περισσότερο την ταχύτητα του αμαξιού. <Διότι δεν έχετε να κάνετε με κάποιον τυχαίο, αλλά με εμένα> Και εκεί τελείωσε την κουβέντα του.
Δεν γύρισα να πω κάτι άλλο. Δεν γύρισα να υπερασπιστώ τον ξάδερφο μου, γιατί σίγουρα θα έβγαινα χαμένη. Πάντως δεν με φόβισαν τα λόγια του. Τουλάχιστον όχι πολύ.
<Μαλδίβες πάμε!> Συμπλήρωσε μετά από λίγα λεπτά και εγώ γύρισα πάλι προς το παράθυρο.
Έμπλεξα χωρίς να θέλω και μπλέκω ακόμα περισσότερο. Είπε η φωνούλα μέσα μου και άρχισα να παρατηρώ τον δρόμο για να ξεχαστώ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top