Κορίτσι μου!
Πέταξε την βαλίτσα που είχα στο πάνω ραφι της ντουλάπας πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να πετάει ρούχα μέσα της.
<Δεν πρόκειται να έρθω να μείνω σπίτι σου> Είπα και πήγα να τον βοηθήσω να βγάλει τα ρούχα μου από την ντουλάπα.
<Δεν ακούω κουβέντα, κατάλαβες?> Είπε νευριασμένος και μετά συνέχισε να βάζει τα ρούχα μέσα. <Αρκετά κράτησες κρυφή την εγκυμοσύνη τόσους μήνες. Αντί να πεις ευχαριστώ φέρνεις και αντίρρηση! Πες μου που θα πήγαινες αν δεν σε έπαιρνα εγώ σπίτι> Γύρισε στην μεριά μου και κουνούσε ένα μπλουζάκι μου στο χέρι του από τα νεύρα του.
Αν και ήθελα να γυρίσω να του αντιμιλήσω, να του πω ότι δεν ήμουν κανένα αδέσποτο σκυλάκι και ότι μπορούσα να τα βγάλω πέρα μόνη μου, δεν μπόρεσα. Ίσως να έκανε να υποχωρίσω το αίσθημα που είχε αυτές τις δύο μέρες. Το συναίσθημα ότι στα ξαφνικά έγινε πατέρας και έπρεπε να προστατέψει. "Παραλογίζεσαι Λίζα! Δες πως σου μιλάει!" Είπα από μέσα μου και ετοιμάστηκα να του επιτεθώ, αλλά μια κλωτσία με έκανε να αλλάξω γνώμη και να σωπάσω χαμηλώνοντας το κεφάλι μου προς τα κάτω.
<Έχεις απόλυτο δίκιο> Είπα χαμηλόφωνα και όταν τον κοίταξα είχε εξαφανιστει αυτή η αγριάδα από το πρόσωπο του. <Με συγχωρείς απλός μου ήρθε πολύ απότομα η κατάσταση αυτή. Η Κρίστιν με διώχνει από το σπίτιν που έμενα εδώ και καιρό, ο Φίλιπ απλός δεν μίλησε και το άφησε όλο πάνω της και ξαφνικά εσύ με μαζεύεις σπίτι σου. Πες μου δεν θα αντιδρούσες αν σου συμπεριφέρονταν σαν ένα παιχνίδι που όποιος θέλει το πετάει και το παίρνει χωρίς καν να το ρωτήσει?> Τον ρώτησα ήρεμα, ενώ έκλεινε την βαλίτσα.
<Πρώτον ούτε εγώ, ούτε ο Φίλιπ θα σου συμπερθούμε ποτέ σαν παιχνίδι. Βγάλε το από το μυαλό!> Σήκωσε την βαλίτσα από το κρεβάτι μου και την έβαλε στο πάτωμα έτοιμη να την σύρει και να βγάλει την επόμενη για να μπουν και τα υπόλοιπα πράγματα μου. <Δεύτερον κατανοώ ότι αυτό ήταν αρκετά έντονο για εσένα ειδικά σε αυτήν την κατάσταση, αλλά δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι, είμαι εδώ> Είπε και με κοίταξε στα μάτια. <Επίσης> Έκανε παύση και έκλεισε με δύναμη τις πόρτες τις ντουλάπας μου. <Δεν παίρνουμε άλλα ρούχα> Έκανε ξανά παύση και άρχισε να ανοίγει ότι συρτάρι έβρισκε σαν τρελός. <Θα σου πάρω καινούρια ρούχα και εσώρουχα!> Είπε μόλις βρήκε το συρτάρι με τα εσώρουχα και άρχισε να τα πετάει στην ανοιχτεί βαλίτσα. <Αυτά πιστεύω να μας φτάνουν για μια ημέρα> Είπε κλείνοντας με δύναμη την βαλίτσα και με κοίταξε, αλλά όταν πήγα να αντιδράσω έβαλε το δάχτυλο του στα χείλη μου και σταμάτησε <Πάμε! Η ώρα έχει περάσει και αντί για πρωινό θα φάμε μεσημεριανό σε λίγο> Είπε και εγώ κοίταξα το ρολόι αυθόρμητα.
<Μα είναι 9! Που το βλέπεις το μεσημέρι?> Τον ρώτησα και μου έκανε νόημα να ανοίξω την πόρτα για να φύγουμε. <Θες να πάρω καμία βαλίτσα τουλάχιστον?> Ρώτησα, αλλά το μετάνιωσα, γιατί ενώ κοιτούσετην πόρτα με κάρφωσε με το βλέμμα του λες και τον είχα προσβάλλει. <Με συγχωρείς!>
********************
Όταν βγήκαμε από το δωμάτιο δεν βρήκαμε ούτε την Κρίστιν ούτε τον Φίλιπ. Βέβαια προδώθηκαν από τις φωνές που ακούγονταν από το δωμάτιο του. Ο Τζον είπε να φύγουμε και να μην τους ενοχλήσουμε. Φυσικά και συμφώνησα, γιατί δεν είχα καμία όρεξη να αντιμετωπίσω ξανά την Αυτού Μεγαλειότης Κρίστιν.
Ενώ ο Τζον βγήκε για να φορτώσει τις βαλίτσες στο αμάξι του, Πήρα την τσάντα μου στο χέρι και έβγαλα τα κλειδιά του σπιτιού για να τα αφήσω στο τραπεζάκι που είχαμε δίπλα στην πόρτα.
<Πες μου ότι δεν θα υπάρχουν δημοσιογράφοι στην εταιρεία και ότι δεν θα με φωτογραφίσουν με την υπέροχη νυχτικιά και ρόμπα μου> Είπα και μόλις έκλεισε το πορτ μπαγκαζ με κοίταξε και χτύπησε το μέτωπο του με το χέρι του.
<Πως μου διέφυγε να αλλάξεις?> Ρώτησε τον εαυτό του και εγώ γέλασα με την αντίδραση του. <Όχι δεν υπάρχουν άλλοι δημοσιογράφοι και θα σε πάω από πίσω> Είπε και αφού μου απάντησε έκλεισα την πόρτα του σπιτιού και μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο.
Είχαμε πολύ καιρό να βρεθούμε μαζί στο ίδιο αμάξι. Θυμάμαι πως παρατηρούσα την οδήγηση του την πρώτη φορά που είχα βρεθεί στην ίδια θέση. Τα μάτια του πάντα ήταν προσηλωμένα στον δρόμο και στην κάθε κίνηση που έκαναν οι άλλοι οδηγοί μπροστά του. Βέβαια μερικές φορές όταν κουνιόμουν για να αλλάξω θέση του αποσπούσα την προσοχή την προσοχή και το επίκεντρο γινόμου εγώ και όχι ο δρόμος. Όμως αυτό δεν κρατούσε για πολύ. "Ένας επιχειρηματίας δεν πρέπει να αποπροσανατολίζεται ποτέ" όπως έλεγε και ο μπαμπάς.
Όταν φτάσαμε στην εταιρεία ο Τζον κατέβηκε στο γκαράζ και μόλις έσβησε την μηχανή του αυτοκινήτου πήρε ένα τηλέφωνο. Αμέσως εμφανίστηκε ένας από τους σωματοφύλακες του και με ένα κουμπί ο Τζον άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Ο Τζον μου άνοιξε την πόρτα και μου είπε να τον ακολουθήσω, ενώ ο σωματοφύλακας πήρε τις βαλίτσες στα χέρια του και άρχισε να έρχεται από πίσω μας.
<Κύριε Γουόραλντ!> Φώναξε μια κοπέλα λίγο πριν κλείσει το ασανσέρ που είχαμε μπει μέσα και ο Τζον έβαλε το πόδι του στον ανιχνευτή κίνησης, ώστε να μην κλείσουν οι πόρτες.
Η κοπέλα επιτάχυνε το βήμα της και μόλις έφτασε κοντά μας κάτι ψιθύρισε στο αφτί του Τζον και μετά απομακρύνθηκε. Οι πόρτες έκλεισαν αλλά δεν μίλησε μόνο με κοίταξε.
<Συμβαίνει κάτι?> Τον ρώτησα και εκείνος ακούμπησε το κεφάλι του πίσω.
<Πάνω... Στο σπίτι... Μας περιμένουν δυο ξεχωριστα, λεπτεπίλεπτα και υπηρέτες των παραδόσεων άτομα που είναι ιδιαίτερα αγαπητά μας> Μου χαμογέλασε όσο πιο αληθινά μπορούσε, αλλά δεν το πέτυχε.
<Ποιοι μας περιμένουν πάνω Τζον?> Τον ρώτησα σοβαρή.
<Δεν θα πω, απλός προετοιμάζω το έδαφος> Είπε και κοίταξε να δει σε ποιον όροφο βρισκόμασταν.
<Όπως επιθυμείτε κύριε Γουόραλντ!> Του απάντησα και ο σωματοφύλακας γέλασε, αλλά προσπάθησε να το κρύψει βήχοντας ψεύτικα.
<Τέλεια!!! Τώρα ξεκίνησε και ο πλήθυντικός> Είπε και κοίταξε τον σωματοφύλακα.
<Εσεις το επιλέξατε δίκιο δεν έχω κύριε μου?> Απευθύνθηκα στον τρίτο της παρέας και αμέσως σοβάρεψε.
<Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω κυρία μου> Είπε και έσκυψε το κεφάλι κάτω.
<Έλα τώρα! Αυτό εδώ είναι μάθημα ζωής. Πάντα έχει δίκιο μια έγκυμονουσα. Για αυτό να λες ναι!> Κούνησα το δάχτυλο μουδασκαλεύοντας τον νέο μου μαθητή. <Από ότι καταλαβαίνετε κύριε Γουόραλαντ αυτή η συγκατοίκιση θα είναι απλός συναρπαστική! Το τελευταίο κερασάκι του ζέυγους Γουοραλαντ> Είπα και οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν.
<Θα ήμουν αρκετά ευγνώμων αν αφήνατε εμένα να βάλω το τελευταίο κερασάκι, γιατί έχω πολλούς άσσους κρυμμένους στο μανίκι μου ακόμα> Χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι, ενώ μου έκανε χώρο για να βγω από το ασανσέρ.
<Θα κάνω μια υποχωρηση και θα σας αφήσω κύριε Γουόραλαντ. Για να δείτε πόσο καλή είμαι!> Είπα και σταμάτησα στην άκρη του διαδρόμου για να έρθει δίπλα μου και να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού.
<Αχ αυτή η καλοσύνη σας μερικές φορές φτάνει τον άλλον στα όρια της τρέλας. Απορώ αν κάποιος μπορεί να την διαχειριστεί. Είμαι σίγουρος όμως ότι όποιος έχει προσπαθήσει τον έχετε κάνει κομμάτια!> Ειρωνεύτηκε και έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού του.
<Μην το λέτε! Υπάρχουν κάποιοι που διαχειρίζονται άψογα αυτήν την καλοσύνη και πολλές φορές την εκμεταλεύονται κιόλας!> Τόνισα και την ώρα που πήγε να γυρίσει το κλειδί για να ανοίξει η πόρτα γύρισε το κεφάλι του προς την μεριά μου και έσκυψε στο ύψος μου.
<Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας κυρία μου> Έκανε παύση και πλησίασε το αφτί μου. <Θα προσπαθήσω να εκμεταλευτώ κάθε ευκαιρία που μου δίνεται και αυτήν την καλοσύνη να την μετατρέπω σε οργή. Μου αρέσουν περισσότερο οι τσατισμένες γυναίκες. Καταλαβαίνεται! Μαζοχιστής από μικρός!> Αστειεύτηκε στο τέλος και εγώ έβαλα το χέρι μου τσατισμένη πάνω στο δικό του και γύρισα το κλειδί.
<Μην αγχώνεστε κύριε μου! Είμαι μαθημένη να χειραγωγώ άτομα σαν εσάς!> Είπα και έσπρωξα την πόρτα να ανοίξει για να μπούμε μέσα. <Λοιπόν...Που είναι αυτά τα λεπτεπίλεπτα και ιδιαίτερα ξεχωριστά άτομα που μας...> Πήγα να τελείωσω την πρόταση μου, αλλά τα δύο άτομα που αντίκρυσα όρθια μπροστά μου με έκαναν να χάσω την μιλιά μου.
<Κύριε και κυρία Στίλεν! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!> Με έσπρωξε απαλά από την μέση, όμως εγώ σταμάτησα να μετακινούμε και κόλλησε πάνω μου. <Φάγατε πρωινό? Γιατί εμείς δεν προλάβαμε και καταλαβαίνεται...> Μπορούσα να τον φανταστώ να τους χαμογελάει και να κρατάει αυτό το επαγγελματικό στοιχείο του.
Δεν μιλούσαν ούτε τον κοιτούσαν. Τα μάτια του πηγαινοέρχονταν μια στην κοιλιά μου και μιά στα μάτια μου. Η μαμά μου είχε βουρκώσει και ο μπαμπάς μου τηνς έτρυβε απαλά το χέρι με τον αντίχειρα του για να ηρεμίσει και να μην ξεσπάσει. Σε αντίθεση εγώ ήμουν χαμένη. Όχι από την συγκίνηση, αλλά από το τι έπρεπε να κάνω. Πως έπρεπε να τους συμπεριφερθώ. Ήταν γονείς μου και όλα αυτά τα χρόνια με μεγάλωναν και με πρόσεχαν αυτοί. Άξιζε να τους διώξω από το σπίτι έτσι όπως κάνανε και αυτοί ή έπρεπε να τους δεχτώ? Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω και αυτό με έκανε να αγχώνομαι περισσότερο.
<Καλημέρα> Είπα απλά και τα πρώτα δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της μητέρας μου.
<Κορίτσι μου!> Έτρεξε να με αγκαλιάσει και άφησε τον πατέρα μου πίσω να με κοιτάει. <Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου έχεις λείψει. Σε παρακαλώ συγχώρεσε μας!> Έκλαιγε στον ώμο μου, ενώ ο πατέρας μου με κοιτούσε χωρίς να κάνει καμία κίνηση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top