Η συμφωνία

<Τζον....... Μμμμ> Και άνοιξα αμέσως τα μάτια μου αντικρίζοντας τα δικά του.

<Καιρός ήταν να ξυπνήσεις> Είπε και γύρισε ανάσκελα. 

Όση ώρα κοιμόμουν έβλεπα σε επανάληψη ότι είχε γίνει μεταξύ μας. Άκουγα συνεχώς το όνομα του από τα χείλη μου και ένιωθα εκείνη οοο... Θεέ μου την ανατριχίλα να φωλιάζει σε όλο μου το σώμα.

<Πόση ώρα είσαι ξύπνιος?> Και σκέπασα του γυμνούς μου ώμους με το πάπλωμα.

Εκείνος καθόταν ανάσκελα έχοντας ακάλυπτο το πάνω άκρος του σώματος του, αφήνοντας σε θέα το ρωμαλέο του στήθος. Το πάπλωμα σκέπαζε από το κάτω μέρος της κοιλιάς μέχρι τα πόδια του και δεν έκανε τον κόπο να σκεπαστεί και να καλύψει την γύμνια του. Εγώ αντιθέτως ήμουν από πάνω μέχρι κάτω σκεπασμένη και είχα κολλήσει στην άκρη του κρεβατιού έτοιμη να πέσω και να καταλήξω στο πάτωμα. Βέβαια στο πάτωμα θα βολευόμουν πολύ καλύτερα, διότι δεν θα φοβόμουν κάθε φορά που θα άλλαζε πλευρό. Είχε βολευτεί στην δικιά του μεριά απλωμένος, ενώ εγώ στην γωνίτσα μου, όσο πιο μακριά μπορούσα.

<Δεν θα έχω μία ώρα?> Απάντησε και γύρισε να με κοιτάξει.

<Και γιατί δεν σηκώθηκες?> 

<Να κάνω τι?> Και το πρώτο πονηρό χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του.

<Ίσως κανένα μπάνιο ή κάτι να φας?> Τον ρώτησα και σήκωσε το φρύδι του.

<Προτιμώ να  κάτσω για πρώτη φορά στο κρεβάτι με την γυναικούλα μου> Και γύρισε στην μεριά μου μαζεύοντας τα χέρια του στα μπράτσα του.

<Γυναικούλα σου, να πας να πεις την Σάρα και την Μάρα που πηδούσες, αλλά εμένα όχι!> Και παίρνοντας το πάπλωμα αγκαλιά σηκώθηκα από το κρεβάτι.

<Πρόσεχε πως μιλάς!> Πήγε να τραβήξει το πάπλωμα, όμως δεν τα κατάφερε.

<Όπως θέλω θα μιλάω!> Απάντησα και γύρισα να τον κοιτάξω, αλλά είχα ξεχάσει πως ήταν γυμνό. <Και ντύσου!> Ούρλιαξα και έκλεισα γρήγορα τα μάτια μου.

<Για να σου πω μικρή!> Είπε και τράβηξε τα χέρια από τα μάτια μου. <Κουμάντο στο σπίτι μου θα κάνω εγώ!> Έκανε παύση σφίγγοντας μου περισσότερο τα χέρια. <Και δεν δέχομαι από κανέναν εντολές. Το κατάλαβες?>

Και του κούνησα καταφατικά το κεφάλι. Αφού άφησε τα χέρια μου απότομα έπιασα καλύτερα το πάπλωμα πάνω μου και πήγα να βρω κάποιο ρούχο από την ντουλάπα.

<Έχει μια ρόμπα πίσω από την πόρτα> Είπε καθώς ντυνόταν.

<Της πρώην σου?> Τον ρώτησα και μόλις με κοίταξε το μετάνιωσα. 

<Να ετοιμάσεις τα πράγματα σου γιατί το βράδυ θα φύγουμε> Είπε και φόρεσε την φόρμα του.

<Που θα πάμε?> Έριξα μια γρήγορη ματιά να δω αν κοιτάει και φόρεσα γρήγορα την ρόμπα.

<Συνήθως μετά τον γάμο το ζευγάρι πάει γαμήλιο ταξίδι να σου θυμίσω> Είπε και πλησίασε το κομοδίνο με το κινητό του.

<Ααα ναι σωστά το ξέχασα> Είπα με το ύφος του ένοχου που το είχα ξεχάσει. <Εγώ πάω κάτω να ετοιμάσω κάτι να φάμε> Όμως δεν ξεκόλλησε το βλέμμα του από το κινητό.

Χωρίς να περιμένω κάποια απάντηση έκλεισα την πόρτα πίσω μου και άρχισα να πηγαίνω προς την κουζίνα.  Κατέβηκα την κυκλική σκάλα και έφτασα στο σαλόνι. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα για να μπει καθαρός αέρας και πήγα στην κουζίνα. Η μαύρη γυαλιστερή κουζίνα, από την πρώτη ματιά που της έριξα έγινε αμέσως ένας νέος εφιάλτης. Είχε ότι ήθελε η κάθε καλή νοικοκυρά. Για έναν περίεργο λόγο είχε δύο φούρνους, ο ένας πάνω στον άλλο. Λογικά αν ήθελα να φτιάξει η μαγείρισσα φαγητό για όλο τον λόχο θα ήταν ότι πρέπει. Πάντως εγώ δεν υπάρχει περίπτωση να κλεινόμουν σε μια κουζίνα. Υπήρχε ένα μεγάλο διπλό ψυγείο που ήταν γεμάτο μέχρι πάνω με τρόφιμα. Υπήρχε μια καφετιέρα δίπλα από το ψυγείο πάνω στον μαύρο πάγκο. Ένα πολυμίξερ δίπλα από τον νεροχύτη και ένα διάφορα κουζινικά που μου ήταν εντελώς άγνωστα. Δεν υπήρχε κάποια τραπεζαρία. Το τραπέζι ήταν κολλημένο στον γκρι τοίχο και οι καρέκλες ήταν σαν αυτές στα μπαρ. 

<Ξέρω εντυπωσιακή κουζίνα, όμως κάνε κάτι να φάω γιατί πρέπει να φάω>  Ακούστηκε από πίσω μου.

<Σαν τι να φτιάξω?> Τον ρώτησα και τον είδα να ακινητοποιήται.

<Τι εννοείς?> Με ρώτησε σοβαρά.

<Η μαγείρισσα που είναι?> 

<Ποια μαγείρισσα?> 

<Αχ σταμάτα να κάνεις συνέχεια ερωτήσεις!> Του είπα καθώς είχα αρχίσει να μπερδεύομαι.

<Συγνώμη αλλά με αυτά που μου λες δεν γίνεται να μην κάνω ερωτήσεις> Είπε και κάθισε σε μιά από τις καρέκλες.

<Γιατί συγνώμη τι είπα?> Και κάθισα στην απέναντι καρέκλα.

<Γιατί κάθισες?> 

<Αχ Τζον δεν θα με τρελάνεις!> Του φώναξα και τον κοίταξα σοβαρά. <Φώναξε την μαγείρισσα να μαγειρέψει, γιατί πρέπει να μαζέψω τα πράγματα> 

<Ποια μαγείρισσα τρελάθηκες?> Με ρώτησε αγανακτησμένος. <Δεν υπάρχει μαγείρισσα!> 

<Ορίστε?> 

<Τι ορίστε?!> Έκανε μια παύση και έδειξε την κουζίνα. < Πάνε γρήγορα στο βασίλειο σου πριγκιπέσα και φτιάξε γρήγορα να φάω κάτι για να φύγω>

<Εγώ δεν μαγειρεύω!> Του το πέταξα σαν δήλωση και μάζεψα τα χέρια στο στήθος μου.

<Και ποιος θα μαγειρέψει?> 

<Λογικά κάποιος που θα ξέρει> Του απάντησα και τον είδα να ξεφυσάει.

Σηκώθηκε γρήγορα από την καρέκλα του και άνοιξε το ψυγείο.

<Μου είπαν είναι πρωτάρα> Έκανε παύση στον μονόλογο του. < Μου είπαν ότι είναι λογική και σοβαρή...> Συνέχισε να μουρμουρίζει. <Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν αληθεύει τα νεύρα μου!> Φώναξε και έκλεισε με δύναμη την πόρτα του ψυγείου.

Εγώ αναπήδησα στην καρέκλα από τον κρότο που έκανε.

<Όχι  και τίποτα> Είπα χαμηλόφωνα, όμως για κακή μου τύχη με άκουσε.

<Είπες κάτι?> Με κοίταξε αγριεμένος πιέζοντας το χαρτόκουτο του χυμού που είχε πάρει.

Του κούνησα αρνητικά το κεφάλι και έφυγε από την κουζίνα. Δεν πρόκειται να μαγειρεύω εγώ! Τόσα λεφτά έχει μια μαγείρισσα θα μπορεί να την πάρει. Και τις δουλειές  του σπιτιού ποιος θα τις κάνει? Πρέπει να πάρουμε και μια καθαρίστρια.  Εγώ δεν θα προλαβαίνω θα πρέπει να είμαι στην εταιρεία μου και να δουλεύω που χρόνος για τις δουλειές. 

Όσο έκανα αυτές τις σκέψεις με διέκοψαν τα γρήγορα βήματα του. Είχε προλάβει και είχε ντυθεί πολύ καλά. Φόρεσε ένα μαύρο παντελόνι και ένα άσπρο πουκάμισο. 

<Που θα πας?> Τον ρώτησα καθώς έψαχνε τα κλειδιά του αμαξιού.

<Πρέπει να πεταχτώ λίγο στην εταιρεία να κανονίσω κάτι δουλειές και θα έρθω μετά για να φύγουμε>

<Αλήθεια μιας και είπες εταιρεία εγώ θα συνεχίσω να δουλεύω στην εταιρεία του μπαμπά μου εε?> Τον ρώτησα και πάλι με κοίταξε με το ύφος της απορίας.

<Ποια εταιρεία του μπαμπά σου?> 

<Την εταιρεία στην οδό...> Όμως με διέκοψε.

<Δεν είναι του μπαμπά σου πλέον γλύκα!> Είπε και άρπαξε τα κλειδιά από το τραπεζάκι του σαλονιού.

<Και ποιανού είναι?>

<Δικιά μου φυσικά! Και τώρα που το σκέφτομαι ίσως και να την πουλήσω έτσι κι αλλιώς άχρηστη μου είναι, δεν έχει  μεγάλο κέρδος>

<Τι???> Φώναξα αυθόρμητα.

<Τι έπαθες?> 

<Θα πουλήσεις την εταιρεία μου?> 

<Πρώτον δεν είναι δικιά σου και δεύτερον ούτε θα ήταν γιατί δεν πρόκειται να δουλέψεις> Και άνοιξε την πόρτα για να φύγει.

<Τι πράγμα?> Τον ρώτησα και τον τράβηξα από το χέρι για να μην φύγει.

<Έχει ανοίξει η ρόμπα σου> Είπε όμως αδιαφόρησα εντελώς για την αναθεματισμένη ρόμπα. 

<Τι είπες?> 

<Είπα ότι έχει ανοίξει...> 

<Χέστηκα για την ρόμπα! Αυτό που είπες για την δουλειά θέλω να ξανακούσω!> 

<Είπα ότι δεν πρόκειται να δουλέψεις. Η γυναίκα μου θα είναι σπίτι, θα μαγειρεύει, θα τακτοποιεί και θα φροντίζει τα παιδιά μου το κατάλαβες?> Είπε συλλαβιστά το κάθε καθήκον μου.

<Όχι> 

<Μην αγχώνεσαι θα σου τα εξηγήσω όλα όταν γυρίσω> Είπε και με φίλησε γρήγορα στο κεφάλι και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Θεέ μου ένας εφιάλτης!!!!!

                                                                 ****************************

Το τηλέφωνο του σπιτιού χτυπούσε και εγώ βαριόμουνα να το σηκώσω. Είχα ξαπλώσει στον μπεζ καναπέ προσπαθώντας να χωνέψω όλα όσα μου είχε πει. Τι θα έκανα?!!!!

Το τηλέφωνο σταμάτησε, όμως άρχισε να ξαναχτυπά. Πιο σπαστικό ήχο δεν μπορούσε να βρει? Σηκώθηκα από τον καναπέ και άρχισα να ψάχνω το τηλέφωνο. Πήγα στην κουζίνα, δεν ήταν εκεί. Πήγα στο σαλόνι, δεν ήταν εκεί. Πήγα στο μπάνιο, δεν ήταν ούτε εκεί. Λες να ήταν στο υπνοδωμάτιο? Μα τι ηλίθιος!!! 

Άρχισα να ανεβαίνω γρήγορα τα σκαλοπάτια για να το προλάβω και σκόνταψα.

< Θα με σκοτώσει ο αναθεματισμένος ακόμα και όταν λείπει>  Φώναξα και σηκώθηκα πάλι.

Μπήκα μέσα στο υπνοδωμάτιο και είδα ότι το τηλέφωνο ήταν δίπλα στο κομοδίνο του. Έτρεξα για να το σηκώσω και έπεσα πάνω στο κρεβάτι σηκώνοντας το. 

<Ορίστε?> Είπα βγαίνοντας μου ένας αναστεναγμός από όλα όσα είχα τραβήξει για να το βρω.

<Κυρία Γουοραλντ είστε καλά?>  Έπρεπε να υποστώ να με φωνάζουν και με το επίθετο του.

<Μια χαρά είμαι ποιος είναι?>

<Ο φρουρός της πύλης> 

<Ποιας πύλης?> Μου έφυγε αυθόρμητα, αλλά θυμήθηκα πως πάντα είχε σωματοφύλακες. <Αχ ναι! Τι θέλετε?> Τον ρώτησα ευγενικά.

<Βρίσκεται εδώ ο ξάδερφος σας. Εμείς του είπαμε να φύγει μιας και είναι η πρώτη μέρα με τον σύζυγο σας, όμως επιμένει ότι δεν σας έδωσε το γαμήλιο δώρο. Να τον αφήσω να έρθει?> 

<Μα και φυσικά να τον αφήσεις> Φώναξα και κλείνοντας με φόρα το τηλέφωνο έτρεξα κάτω για να ανοίξω την πόρτα.

Περίμενα λίγα λεπτά μέχρι να ακούσω το πρώτο χτύπημα στην πόρτα και να ανοίξω αμέσως την πόρτα. 

<Κρίστιαν!!!> Φώναξα και έπεσα αμέσως στην αγκαλιά του.

<Επιτέλους σε βρήκα> Με έσφιξε τόσο δυνατά που δεν έπαιρνα ανάσα.

<Δεν σε είδα στον γάμο> Και βγήκα από την αγκαλιά του για να τον δω καλύτερα. <Παναγιά μου! Τι έπαθε το πρόσωπο σου?> Τον ρώτησα και το χέρι μου πήγε αμέσως στα σκισμένα χείλη και την μελανιά στο δεξί μάτι.

<Μην ακουμπήσεις!> Με προειδοποίησε. <Ο σύζυγος σου ου έδωσε ένα καλό μάθημα στο να μην μπλέκομαι στις δουλειές των άλλων>

<Αυτός το έκανε?> Τον ρώτησα και τον έβαλα μέσα στο σπίτι.

<Λίζα δεν ήρθα εδώ να μιλήσω για αυτό> Είπε και του έδειξα τον καναπέ να κάτσει. <Δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφήσω με αυτό το κτήνος>

<Κρίστιαν δεν μπορείς να κάνεις τίποτα> Είπα απογοητευμένη και πήγα να του φέρω λίγο νερό.

<Μπορούμε να τον καταστρέψουμε Λίζα αρκεί να τον έχεις απασχολημένο> 

<Τι εννοείς?> Του φώναξα μέσα από την κουζίνα για να με ακούσει.

< Λίζα εσύ δεν είσαι η γυναίκα που θα κάτσει στο σπίτι για να μαγειρεύει και να περιμένει τον άνδρα της να γυρίσει από την δουλειά> Έκανε μία παύση να πιει μια γουλιά από το νερό που του έφερα. <Εσύ αντιθέτως θες να είσαι ανεξάρτητη, να δουλεύεις και τόσα χρόνια αυτό ονειρευόσουν>

<Κρίστιαν όπως σου είπα δεν μπορείς να..> Όμως με διέκοψε.

<Περίμενε να τελειώσω. Συμβουλεύτικα ένα φίλο, που είναι άξιας εμπιστοσύνης και μπορεί να μας βοηθήσει. Απλός το μόνο που θέλω να μάθω είναι το τι θα κάνει με την εταιρεία του πατέρα σου> 

<Είπε ότι θα την πουλήσει> 

<Όπως ακριβώς το περίμενα. Λοιπόν άκου το σχέδιο μας. Ο φίλος μου θα αγοράσει την εταιρεία, αλλά θα ζητήσει και ένα πολύ μικρό ποσοστό από την εταιρία του δικού σου>

<Γιατί να το κάνει αυτό?> 

Σου είπα άσε με να τελειώσω. Αυτός ο φίλος μου μου χρωστάει μεγάλη χάρη και ήρθε η ώρα να την ξεπληρώσει. Αφού δεχτεί ο δικός σου να δώσει ένα μικρό ποσοστό θα...> 

<Δεν θα δεχτεί δεν είναι χαζός>

<Μην αγχώνεσαι ο φίλος μου έχει αρκετές εταιρίες που όλες τους είναι κερδοφόρες. Θα συμφωνήσουν ότι θα αυξήσει το κέρδος του μέσα σε τρεις μήνες. Αν καταφέρει να το αποδείξει που θα τα καταφέρει θα μπορέσει να κερδίσει το ποσοστό και να γίνουν συνέταιροι. Σε κάθε του αύξηση όμως θα ζητάει όσο πάει και μεγαλύτερο ποσοστό>

<Δεν θα ανεβάσει το ποσοστό>

<Σωστά! Και έτσι θα το διαλύσουν και θα πρέπει να υπογραφεί συμβόλαιο μεταξύ τους στο ότι επιστρέφει πίσω το ποσοστό που του είχε δώσει. Όμως σε αυτό το συμβόλαιο αντί να γράφει ότι επιστρέφει το ποσοστό θα επιτρέπει να πάρει ότι έχει και δεν έχει> 

<Κρίστιαν αυτό είναι γελοίο! Φυσικά και θα κάτσει να διαβάσει το συμβόλαιο!> 

<Όχι όμως αν βιάζεται και περιμένει την όμορφη γυναικούλα του στο σπίτι Λίζα! Εδώ είναι που χρειάζομαι την βοήθεια σου. Θέλω να τον κάνεις να σε ερωτευτεί παράφορα. Να μην αντέχει λεπτό μακριά σου. Θέλω όταν περνάς από μπροστά του να τα χάνει.>

<Δεν είναι κανένα παιδαρέλι Κρίστιαν>

<Μπορείς να τον κάνεις όμως. Πιστεύω σε εσένα Λίζα. Έτσι και το πετύχεις θα έχεις μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου. Θα χωρίσεις από αυτόν και θα είσαι ξανά ελεύθερη. Θα πάρεις εκδίκηση για όλα όσα σε ανάγκασε και θα σε αναγκάσει να κάνεις>

<Κρίστιαν δεν θα τα καταφέρω>

<Μα και φυσικά θα τα καταφέρεις!> Και μου έπιασε σφιχτά τα χέρια. <Πρέπει μόνο να δεχτείς και να συμφωνήσεις Λίζα!> Και έκανε μια παύση να με αφήσει να το σκεφτώ. <Σκέψου το! Θα είσαι για πολύ λίγο χρονικό διάστημα δυσαρεστημένη, όμως μετά δεν θα ξανά γίνεις ποτέ!> 

<Πόσο χρόνο θα μας πάρει όλο αυτό?> 

<Κάπου στους εννιά μήνες. Δεν είναι πολύ Λιζάκη μου!>

<Και εσύ τι κέρδος θα έχεις από αυτό?> 

<Κανένα. Μόνο να σε δω ξανά έτσι όπως ήσουν μου φτάνει> Είπε και χάιδεψε το μάγουλο μου.

<Τότε δέχομαι!> Είπα και εκείνος με αγκάλιασε.

<Στο υπόσχομαι ότι θα κάνω όσο πιο γρήγορα γίνεται> Και σηκώθηκε από τον καναπέ.

<Θα φύγεις?> Τον ρώτησα και τον ακολούθησα.

<Πρέπει μικρή. Έτσι και με βρει ο δικός σου εδώ δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα!> Και μου΄έδωσε ένα φιλί στο κεφάλι. <ΣΕ παρακαλώ κάνε υπομονή και να δεις πως όλα θα τελειώσουν γρήγορα>

<Το εύχομαι!> Είπα και με πήρε στην αγκαλιά του.

<Είναι η ευκαιρία σου Λίζα. Ένα ταξίδι του μέλιτος σε περιμένει. Άρπαξε την και δεν θα είσαι απογοητευμένη!> Είπε και μου χαμογέλασε γλυκά κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

<Κάνε υπομονή Λίζα και όλα θα πάνε καλά!> Είπα στον εαυτό μου και μάζεψα το ποτήρι με νερό που είχε αφήσει στο τραπεζάκι και πήγα στο υπνοδωμάτιο να ετοιμάσω τα πράγματα.







Να και το κεφάλαιο μας σήμερα. Πανούργος ο Κρίστιαν!!! Λοιπόν αφήνω τα σχόλια σε εσάς. Το μόνο που θέλω να πω είναι καλά αποτελέσματα σε όλους όσους έγραψαν πανελλήνιες και μακάρι να τα έχουν καταφέρει. Και τέλος ένα καλό καλοκαίρι σε όλους μας!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top