Επιτέλους γονείς!
<Ναι κύριε Γούορανλντ γεννάτε!> Είπε χαμογελαστός και μετά γυρισέ και κοίταξε εμένα. <Τώρα το δύσκολο να δεις που θα είναι να χειριστούμε τον άντρα σου> Και έδειξε τον Τζον που είχε κολλήσει στην ποόρτα και δεν έλεγε να κουνηθεί.
<Τζον μωρό μου...> Είπα όσο πιο γλυκά μπορούσα παίρνοντας βαθίες ανάσες. <Τσακίσου και έλα δίπλα μου!> Και εκείνος έτρεξε αμέσως δίπλα μου.
<Εγώ τι πρέπει να κάνω?> Ρώτησε και τον κοιτάξαμε.
<Κυρίως ότι σου λέω εγώ, όπως για παράδειγμα να της κρατήσεις το χέρι>
Ο Τζον άρπαξε αμέσως το χέρι μου και δεν ήξερα τι με άγχωνε περισσότερο. Το γεγονός ότι ο Τζον μου είχε πιάσει το χέρι και έτρεμε σαν ψάρι κοιιτώντας τον γυναικολόγο ή ότι το μωρό όπου να ναι ερχόταν.
<Λοιπόν Λίζα μόλις νιώσεις έντονο πόνο ξανά αρχίζεις και σπρώχνεις. Θέλω να σφίγγεις σαν να προσπαθείς να ενεργηθείς> Άκουσα αυτά που είπε και ξεκίνησα να προετοιμάζω τον εαυτό μου, για να τηρήσω με ακρίβεια τις οδηγίες του.
<Είστε όντως πολύ καλός γιατρός! Κάνετε πολύ ωραίες παρομοιώσεις!> Είπε ο Τζον και του έσφιξα το χέρι πάρα πολύ δυνατά επειδή ήρθε έντονος πόνος και ξεκίνησα να κάνω όσα μου είχε πει ο γυναικολόγος μου. <Με συγχωρείς δεν θα ξαναπώ βλακεία!> Έλεγε ο Τζον και έκανε έκφραση πόνου από το πολύ σφίξιμο που ασκούσα στο χέρι του.
<Σμπρώξε Λίζα έτσι ακριβώς που σου είπα!> Φώναξε ο Σεμπάστιαν και εγώ έκανα ότι είπε συνεχίζοντας να σφίγγω το χέρι του Τζον, ενώ εκείνος μου έλεγε να ηρεμήσω και να χαλαρώσω για να του αφήσω το χέρι. <Ωραία Λίζα σταμάτα τώρα και χαλάρωσε> Είπε και έτριψε την κοιλιά μου.
<Τώρα το τρίψιμο ήταν απαραίτητο?> Γρύλισε ο Τζον μόλις συνήλθε, αλλά του το ξαναέσφιξα και γύρισε προς τα εμένα.
<Μωρό μου κάνε μου την χάρη και σταμάτα να μιλάς!> Είπα ξεφυσώντας και έπεσα στα μαξιλάρια πίσω μου, που μου είχαν βάλει για να σηκωθώ προς τα πάνω.
<Ορίστε...> Έδωσε η νοσοκόμα ένα βρεγμένο πανί στον Τζον και του έκανε νόημα να μου το βάλει στο μέτωπο.
<Πως τα πάμε γιατρέ?> Ακούστηκε η φωνή του Φίλιπ και εμφανίστηκε κρυμμένος πίσω από την πόρτα.
<Μου διάβαζες και βιβλία Φοβητσιάρη!>Ειρωνεύτηκε ξανά ο Τζον και ο γιατρός τον αγριοκοίταξε.
<Ακόμα αρχή είναι, αλλά όσο περισσότερο σπρώξει η Λίζα μας τόσο πιο γρήγορα θα βγει το μωρό> Μου χαμογέλασε και άκουσα τον Τζον να βήχει.
<Τζον δεν με βοηθάς έτσι> Είπα έχοντας τα μάτια μου κλειστά και προσπαθώντας να ανακτύσω τις δυνάμεις για την επόμενη σύσπαση την μήτρας.
<Τι θέλεις να κάνω καρδούλα μου?> Ρώτησε γλυκά και ένιωσα έναν νέο πόνο να διαπερνά όλο μου το σώμα.
<Δεν ξέρω! Κάνε κάτι να βγει το μωρό!> Φώναξα και έσπρωξα όσο περισσότερο μπρορούσα.
<Πες της γλυκόλογα. Γλύκόλογα!> Άκουσα τον Φίλιπ να ψιθυρίζει, αλλά εγώ συγκεντρώθηκα στον Σεμπάστιαν που έλεγε να σπρώξω κι άλλο.
<Αγάπη μου όμορφη εσύ σε λίγο θα έχουμε τον μπέμπη μας αγκαλίτσα...>
<Μπέμπα!> Φώναξε ο Φίλιπ και ο Τζον του πέταξε το πανί που μου είχε βάλει πριν από λίγο στο μέτωπο, καθώς είχε πέσει στο πλάι όταν πήρα δύναμη και σηκώθηκα ελάχιστα για να σπρώξω.
<Εσύ κοριτσάρα μου που σου πάει τόσο πολύ η μητρότητα...> Συνέχισε να λέει τα δικά του, χωρίς να με βοηθάνε καθόλου.
<Τζον σταμάτα σταμάτα!> Φώναξα μόλις ένιωσα τον πόνο να αποχωρεί και έπεσα πάλι στα μαξιλάρια κλαίγοντας.
<Τί έκανα?> Ρώτησε σαστισμένος τον Σεμπάστιαν και εκείνος του χαμογέλασε.
<Αααα δεν ξέρω... Μήπως γεννάει και εσύ δεν βοηθάς?> Έκανε παύση. <Λέω εγώ κάνοντας μια γρήγορη διάγνωση τόσο καλός γιατρός που είμαι>
<Λίζα μου με συγχωρείς που θα σε ενοχλήσω λίγο> Είπε και ξεφύσιξα για το έξτρα μαρτύριο που θα περνούσα.
Ένιωσα τα μαξιλάρια να αρχίσουν να κουνιούνται και τον κοίταξα να δω τι κάνει.
<Κύριε Γούοραλαντ τι κάνετε?> Πήγε να επέμβει ο Σεμπάστιαν, όμως του έκανε νόημα με το χέρι του να σταματήσει.
<Μωράκι μου τώρα τώρα τελείωνω> Είπε και τον ένιωσα να σηκώνει ελάχιστα και αμέσως μετά τον ένιωσα να μπαίνει από πίσω μου και να με βοηθάει να βολευτώ. <Τώρα δώσε μου και τα δύο σου χεράκια> Πρόσθεσαι γλυκά και πήρε τα χέρια μου και τα έβαλε πάνω στα πόδια του που βρισκόντουσαν γύρω μου και με αγκάλιαζαν. <Τώρα γιατρέ νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι να γεννήσουμε!> Είπε αποφασιστηκά σφίγγοντας τα χέρια μου πάνω στα πόδια του και τρίβοντας γλυκά το κεφάλι του στο δικό μου προσπαθώντας να με χαλαρώσει.
Υπήρξαν πολλές συσπάσεις που με έκαναν να σφίγγω τα δόντια, να σπρώχνω και μετά να πέφτω πίσω στην αγκαλιά του Τζον. Η στάση που βρισκόμασταν ήταν σαν την καρέκλα του γυναικολόγου. Κάθε φορά που γυρνούσα στην αγκαλιά του ένιωθα την καρδιά του να κοντεύει να βγει από το στήθος του, όπως και συνέβαινε και στην δική μου. Μου σκούπιζε τον ιδρώτα, έβαζε το καινούριο βρεγμένο πανί που είχε φέρει η νοσοκόμα στο μέτωπο μου και σκέπαζε το γυμνό μου σώμα με το σεντόνι που μου είχαν βάλει για να αισθάνομαι πιο άνετα.
<Λίζα πάμε μια ακόμα φορά πιο δυνατά κοριτσάρα μου!> Είπε ο Σεμπάστιαν και έβαλα όλη μου την δύναμη βγάλοντας πρωτόγνωρες φωνές από μέσα μου. <Σπρώξε κι άλλο Λίζα βλέπω το κεφάλι!> Φώναξε και εγώ πήρα μια γρήγορη ανάσα και συνέχισα να σπρώχνω.
<Τελειώνουμε μωρό μου τελειώνουμε!> Ψιθύρισε στο αφτή μου και σφίγγαμε τα χέρια μας όλο και περισσότερο.
<Έλα... έλα... λίγο ακόμα Λίζα!> Φώναξε ο Σεμπάστιαν και ταυτόχρονα όλο και περισσότερο φώναζα εγώ από τον πόνο, μέχρι που ακούστηκε το πιο λυτρωτικό κλάμα.
<Κόριτσι μου εσύ!> Με έσφιξε πάνω τουο Τζον και με φίλησε στο μάγουλο.
<Να τος και ο μπέμπης!> Είπε ο γιατρός και τον έβαλε στο στήθος μου πάνω από την καρδιά μου και το κλάμα σταμάτησε για λίγο αλλά συνέχισε ξανά δυναμικά.
<Μωρό μου!> Το αγκάλιασα με τα χέρια μου και από πίσω ακολούθησαν τα χέρια του Τζον που έτρεμαν από την χαρά.
<Ένας υγιέστατος γιος κύριε Γούοραλντ> Είπε ο Σεμπάστιαν και ο Τζον τον κοίταξε συγκινημένος και του χαμογέλασε.
<Αγάπη μου είναι υπέροχος> Με φίλησε στο μάγουλο και σκούπισε το προσωπάκι του με την έξτρα πετσέτα που του είχε φέρει η νοσοκόμα.
<Αγόρι?> Μπούκαρε μέσα ο Φίλιπ και εκείνη την στιγμή ο Σεμπάστιαν έβγαζετον πλακούντα και από το θέαμα λιποθήμησε πέφτοντας κάτω στο πάτωμα.
<Έτσι για να μάθεις!> Άκουσα τον Τζον που το είπε σχεδόν από μέσα του, αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί το πλασματάκι που κρατούσα ήταν το ωραιότερο πλάσμα του κόσμου. <Είναι υπέροχος κορίτσι μου> Έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στον λαιμό μου και άρχισε να τον χαζεύει. <Σε ευχαριστώ πολύ καρδιά μου για το υπέροχο δώρο> Συμπλήρωσε και χαμογέλασα.
<Να δούμε αν θα με ευχαριστείς όταν ομπέμπης θα τρέχει στο γραφείο και θα σου σκορπάει τα χαρτιά> Είπα γελώντας.
<Δεν αγχώνομαι καθόλου. Ακόμα καλύτερα> Έκανε παύση και ψιθύρισε στο αφτί μου. <Θα σε βάλω να τα μαζεύεις ένα ένα στα τέσσερα μωρό μου>
<Τζον!!! Είναι μπροστά το μωρό!> Του ψιθύρισα για να μην μας ακούσει ο Σεμπάστιαν που με έραβε και η νοσοκόμα που προσπαθούσε να συνεφέρει τον Φίλιπ.
<Είμαι ο πιο ευτυχισμένος πατέρας μωρό μου!> Είπε μόλις τελείωσα και με φίλησε με τόσο πάθος δίνοντας μου επιπλέον δύναμη.
Δεν χορταίναμε να έχουμε το μωρό στην αγκαλιά μας, όμως κάποια στιγμή έπρεπε να το πάρει η νοσοκόμα για να το πλύνει και να κάνει ότι άλλο ήταν απαραίτητο. Είχα ανεβάσει λίγο πυρετό από την γέννα και ο Σεμπάστιαν είπε ότι μέχρι το βράδυ θα έφευγε. Κοιμήθηκα μία ωρίτσα και με ξύπνησε η νοσοκόμα για να θηλάσω τον μικρό. Μου έδειξε πως να τον κρατάω πως να τον βοηθά να βρει την ρώγα και διάφορα άλλα μυστικά.
Την ώρα που κράτησα το μωρό μόνη μου και άρχισε να πίνει το γάλα του από το στήθος μου μπήκε ο Τζον μέσα με ένα δίσκο με φαγητό στα χέρια του. Μόλις μας είδε, άφησε τον δίσκο στο κομοδίνο, κάθισε στο κρεβάτι και ξεκίνησε να παρατηρεί τον μικρό να πίνει το γάλα του ήρεμος.
<Επιτέλους γονείς αγάπη μου!> Είπα και έγειρα στον ώμο του.
<Τώρα δεν θα έχουμε μόνο εσένα μωρό μου, αλλά και έναν μικρό μπελά να τρέχει και να τσιρίζει στο σπίτι> Είπε και φίλησε το κεφαλάκι του μωρού και μετά εμένα. <Αλήθεια πότε θα βάλουμε μπρος για το επόμενο?> Τον αγριοκοίταξα και μου χαμογέλασε. <Τώρα που πήραμε το κολάι είναι κρίμα να το αφήσουμε!> Γέλασε και με φίλησε στο μάγουλο.
<Φρόνιμα κύριε Γούοραλντ!>
<Ότι πείτε κυρία Γούοραλντ!> Μου απάντησε πονηρά και από το μάγουλο τα φιλιά του πήγαν στον λαιμό μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top